ΣΑΣ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ που ποτέ, έως τώρα, δεν είχε τουρίστες το καλοκαίρι.
Τουλάχιστον, όχι τέτοιους. Είχε τους μόνιμους κατοίκους, τους ιδιοκτήτες εξοχικών κατοικιών και τους «γνωστούς ξένους», οι οποίοι ήταν κάποιοι άνθρωποι που κάπως άκουσαν γι’ αυτή την άκρη γης και έκτοτε έμεναν εκεί δύο μ’ έξι μήνες τον χρόνο, έχοντας πλήρως ενταχθεί στην τοπική κοινωνία. Πού και πού θα έφερνε ο δρόμος κάναν τουρίστα που έκανε εκδρομή γύρω-γύρω το νησί και μας βρήκε τυχαία, και αυτό ήταν όλο. Αυτή ήταν η ανθρωπογεωγραφία του οικισμού.
Φέτος, λοιπόν, μας ήρθε η ανάπτυξη. Είχε ήδη εμφανιστεί την τελευταία επταετία με τη μορφή πολυτελών κατοικιών από μπετό και γυαλί στις άκρες του οικισμού αλλά δεν ήταν κάτι ηχηρό. Το πρόσεχες, φυσικά, αλλά δεν σ’ έπνιγε. Φέτος, η απότομη αύξηση τουριστικών καταλυμάτων που χτίστηκαν μέσα στον χειμώνα έκανε την καρδιά αυτής της παράκτιας περιοχής να θυμίζει Αράχωβα. Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση τουριστών που έρχονταν με έναν σκοπό: την αναζήτηση του «αυθεντικού».
Ο κάτοικος παύει να είναι πρωταγωνιστής του τόπου του. Γίνεται σκοπός. Οι τουρίστες τον αναζητούν, όχι για να γνωρίσουν έναν άνθρωπο αλλά για να βάλουν ένα τικ στη λίστα της αυθεντικής εμπειρίας.
Ωραία ιδέα η αναζήτηση της «αυθεντικότητας» σ’ ένα ταξίδι. Πας εκεί όπου συχνάζει ο κόσμος που μένει σε μια περιοχή, πίνεις ποτό σε ενδιαφέροντα μπαράκια, έχεις τη δυνατότητα να γνωρίσεις κόσμο που δεν θα γνώριζες αλλιώς, τρως ένα φαΐ που δεν υπάρχει στον τόπο σου, επισκέπτεσαι κάποιες γωνιές που δεν περιλαμβάνονται στους τουριστικούς οδηγούς. Η έννοια της αυθεντικότητας έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια στο λεξιλόγιό μας για να διαχωρίσει εκ νέου σε «ταξιδιώτη» και «τουρίστα» τον κόσμο που πάει ταξίδι. Όσο πιο πολλή αυθεντικότητα αναζητάει κανείς, τόσο περισσότερο στάτους έχει ως κοσμοταξιδεμένος.
Το πρόβλημα με την αναζήτηση του αυθεντικού είναι ότι μετέτρεψε τους κατοίκους σε κομπάρσους, τα σπίτια τους σε σκηνικά και τις συνήθειές τους σε θέαμα. Αυτό που εισπράττω από τα ταξιδιωτικά βίντεο που βλέπω, τα άρθρα και τα βιβλία που διαβάζω, ό,τι βλέπω γύρω μου κάθε καλοκαίρι και την κατάσταση των τόπων στους οποίους ταξιδεύω, είναι ότι η αναζήτηση της αυθεντικότητας δεν φέρνει τον τουρίστα πιο κοντά στον τόπο που επισκέπτεται αλλά τον τόπο πιο κοντά στην ανάγκη να ικανοποιήσει την φαντασίωση του τουρίστα. Ο κάτοικος παύει να είναι πρωταγωνιστής του τόπου του. Γίνεται σκοπός. Οι τουρίστες τον αναζητούν, όχι για να γνωρίσουν έναν άνθρωπο αλλά για να βάλουν ένα τικ στη λίστα της αυθεντικής εμπειρίας. Ο κάτοικος γίνεται «local», ένας είδος ενσώματης απόδειξης ότι το πρόσωπο που επισκέπτεται το μέρος είναι ταξιδιώτης κι όχι τουρίστας. Αναμένεται από αυτόν να υποδείξει ποιο μέρος για φαγητό, ποια παραλία, ποια πεζοπορική διαδρομή είναι η αυθεντική, η άγνωστη, η «αληθινή», αυτή που φέρει ένα είδος παρθενίας σαν δυνάμει τουριστικό προϊόν και δεν έχει προλάβει να την αγγίξει άλλο ξένο πόδι. Η γνωριμία του τουρίστα μαζί του θα γίνει story με λεζάντα «hanging out with locals» και αφήγηση σε ιστορίες για να υπογραμμίσει το πόσο σωστά ταξίδεψε. Δεν είναι μια τυχαία φιλική αλληλεπίδραση· είναι ένας στόχος που αναβαθμίζει το προϊόν-ταξίδι και υποτιμά τους κατοίκους, που γίνονται, άθελά τους, εργαλεία για την πραγματοποίηση της φαντασίωσης του κοσμοπολίτικου.
Η διαδικασία αναζήτησης της αυθεντικότητας εμπεριέχει την αποσάθρωση της τελευταίας. Τι είναι το αυθεντικό σε τελευταία ανάλυση; Αυτό που υπάρχει σε ένα μέρος όταν δεν υπάρχει τουρισμός σε αυτό; Αυτό που συμβαίνει όταν δεν το βλέπει κανείς; Μα αν είναι αυτό, αρκεί να έρθουν μερικά ζευγάρια μάτια για μερικά χρόνια και πάει, δεν είναι πια ο εαυτός του.
Πρακτικά, αυτό που βλέπω είναι μια σύγκρουση βλεμμάτων. Ποιανού το βλέμμα ορίζει τον τόπο; Τα κτίρια και τον σκοπό ύπαρξής τους, τις ώρες λειτουργίες των καταστημάτων, τις τιμές στις ταβέρνες, τη διαχείριση πόρων –ιδίως του νερού–, την κατάσταση των δημόσιων συγκοινωνιών, την πρόσβαση στις παραλίες, τα είδη των επαγγελμάτων, την αισθητική των νέων κτισμάτων; Ποιανού η εξυπηρέτηση είναι πάνω-πάνω στη λίστα προτεραιοτήτων και της επακόλουθης ρύθμισης της ζωής ενός τόπου; Tου κατοίκου ή του επισκέπτη; Ολοένα και περισσότερα «αυθεντικά» μέρη κινούνται με βάση τον ρυθμό του τελευταίου. Αυτή είναι η αντίφαση που προκαλεί η επίμονη αναζήτησή τους.
Όσο σας γράφω, μ’ έχουν διακόψει δύο φορές. Μία για να με ρωτήσουν αν ξέρω πού μπορούν να βρούνε παραδοσιακά καλαμαράκια και μία για να με ρωτήσουν αν ξέρω πώς να πάνε σε μια παραλία που τους είπαν πως δεν έχει τουρίστες. Υπό κανονικές συνθήκες, τίποτα δεν θα μ’ ενοχλούσε σ’ αυτές τις ερωτήσεις, ίσα-ίσα θα τις έβρισκα χαριτωμένες και θα ήθελα να απαντήσω. Και πάω στο επόμενο πράγμα που έχει αρχίσει να μας στερεί αυτή η κατάσταση: εκείνη τη ρημάδα καλοκαιρινή αυθόρμητη εγκαρδιότητα που μπορεί να ένιωθε κάποιος στη θέα ενός ξένου στον τόπο του.