Παναγιώτης Παπαδημητρόπουλος
Κραυγή αγωνίας για τη Χαλκιδική που "βυθίζεται"
Κραυγή αγωνίας για τη Χαλκιδική που "βυθίζεται" από ανεξέλεγκτες ορδές βαλκάνιων οι οποίοι αγοράζουν σπίτια ή χτίζουν συγκροτήματα, με χρήματα αμφιβόλου προέλευσης, κάτω από τα μάτια της Πολιτείας που απλά παρακολουθεί το μεγάλο πλιάτσικο χωρίς να επεμβαίνει. Η πλειοψηφία των καταστημάτων έχουν πουληθεί ή παραχωρηθεί σε βαλκάνιους και είναι απορίας άξιο το πώς καταλήξαμε έτσι, όπως και το πώς η Πολιτεία άφησε την κατάσταση να εξελιχθεί σ’ αυτό το χάλι. Όσοι Έλληνες διαθέτουν εξοχικά συγκατοικούν, παρά τη θέλησή τους, με τουρίστες τρίτης κατηγορίας, που απλώνονται και καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο, χωρίς σεβασμό στους κανόνες της χώρας που τους φιλοξενεί.
Όποιος διαμαρτύρεται κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ρατσιστής ή στην καλύτερη περίπτωση ακροδεξιός. Στις παραλίες οι τουρίστες στριμώχνονται ασφυχτικά ο ένας πλάι στον άλλο και είναι πια δύσκολο να βρεις μέρος να τοποθετήσεις μια ομπρέλα αφού τον μεγαλύτερο χώρο καταλαμβάνουν τα μπιτσόμπαρα, με ταρίφες 50, 40, 30 ευρώ, ανάλογα με το αν η ομπρέλα βρίσκεται πλάι στο κύμα ή στη δεύτερη ή τρίτη σειρά. Στις παραλίες δεν ακούγονται πια ελληνικά, ενώ οι Έλληνες δεν τολμούν να διαμαρτυρηθούν αφού δεν γνωρίζουν τι κατάληξη μπορεί να έχει ένας καυγάς. Οι τουρίστες πρωί πρωί "πιάνουν θέση" στην παραλία με τις πετσέτες τους, τις οποίες αφήνουν εκεί όλη μέρα, μέχρι αργά το βράδυ, ενώ ορισμένοι τις αφήνουν μόνιμα όσο διάστημα διαρκεί η παραμονή τους. Ο Έλληνας αισθάνεται πια όλο και περισσότερο ξένος στον τόπο του αφού τα ελληνικά σπανίζουν.
Η Χαλκιδική ξεπουλιέται ασύστολα και πολύ φοβάμαι ότι σε 10 χρόνια από τώρα δεν θα ανήκει πια στους Έλληνες. Αυτό που κάποτε ήταν το Ελληνικό καλοκαίρι, θα καταλήξει να είναι ένα άοσμο, απρόσωπο, χωρίς ταυτότητα καλοκαίρι των βαλκάνιων, με τους Έλληνες εκτοπισμένους στην τσιμεντούπολη, αδύναμους να συντηρήσουν τα εξοχικά τους. Η θάλασσα, από αγαθό, θα έχει μετατραπεί σε ένα καινούριο μαρτύριο και τότε ο Έλληνας, έχοντας πια χάσει το τελευταίο καταφύγιο χαλάρωσης και ηρεμίας, μέσα στην κόλαση που έχει γίνει η καθημερινότητά του, αναρωτιέμαι αν θα έχει περιθώρια αντίδρασης ή θα είναι πια πολύ αργά.
Παναγιώτης Παπαδημητρόπουλος
Σύντομο Βιογραφικό
Ο Παναγιώτης Παπαδημητρόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου απέκτησε το πρώτο του πτυχίο ως Πολιτικός Μηχανικός το 1982. Στη συνέχεια μετακόμισε στο Παρίσι όπου έζησε μέχρι το 2006. Εκεί σπούδασε Πλαστικές τέχνες και Φωτογραφία στην École d’arts décoratifs και στο Université Paris 8, στο οποίο ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα "Le sujet photographique et sa remise en question (Alfred Stieglitz, Robert Frank, William Klein, Raymond Depardon)". Παράλληλα, εργάστηκε ως ανεξάρτητος φωτογράφος για διαφημιστικά γραφεία, Studio φωτογραφίας και για το δημοσιογραφικό πρακτορείο Wostok. Το 1988 κέρδισε το Πανελλήνιο βραβείο ΚΟDAK Ελλάδας, το μεγαλύτερο βραβείο για φωτογράφους εκείνη την εποχή και στη συνέχεια διετέλεσε ανταποκριτής φωτογράφος στη Γαλλία για τα περιοδικά Ένα, Flash. Επίσης συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ιδέες και Λύσεις και Deco Figaro.
Από το 2006 διδάσκει φωτογραφία ως ΕΕΔΙΠ, Λέκτορας, Επίκουρος και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Εικαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το 2010, κυκλοφόρησε στη Γαλλία το βιβλίο του Le sujet photographique, εκδ. L’Harmattan, το 2013 το λεύκωμα Παρισινό Ημερολόγιο, εκδ. Θερμαϊκός, το 2014 το βιβλίο Le sujet photographique et sa remise en question (Alfred Stieglitz, Robert Frank, William Klein, Raymond Depardon), εκδ. Presses Académiques Francophones, το 2016 το λεύκωμα Μεταφωτογραφίες, εκδ. University Studio Press, το 2017 το δοκίμιο Το Θέμα και η Φωτογραφία, εκδ. University Studio Press, το 2020 το δοκίμιο Raymond Depardon & la philosophie, εκδ. L’Harmattan, το 2024 το βιβλίο Ψίθυροι στο λεωφορείο σε συνεργασία με τον ποιητή Χρήστο Τζιώκο, εκδ. University Studio Press.
Έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.