Η CONDE NAST, ο εκδοτικός κολοσσός που βγάζει αρκετά glossy περιοδικά για να γεμίσει ένα πρακτορείο τύπου (αν υπάρχει ακόμα τέτοιο πράγμα), αποτελεί το θέμα του νέου βιβλίου του δημοσιογράφου των New York Times, Μάικλ Γκρίνμπαουμ, με τίτλο «Empire of the Elite: Inside Condé Nast, the Media Dynasty That Reshaped America» (Η αυτοκρατορία της ελίτ: Στα άδυτα της Condé Nast, της μιντιακής δυναστεία που αναδιαμόρφωσε την Αμερική).
Όμως, όπως καθιστά σαφές ο ίδιος στο βιβλίο του, η επιρροή της Condé δεν είναι πια η ίδια. Οι πιο ισχυροί και επιφανείς διευθυντές των περιοδικών της εταιρείας, όπως ο Γκρέιντον Κάρτερ (Vanity Fair) και η Τίνα Μπράουν (Vanity Fair και μετά New Yorker) έχουν αποσυρθεί. Ακόμα πιο καθοριστικό είναι ότι το γεγονός ότι η άνοδος του TikTok, του Instagram και άλλων παρόμοιων πλατφορμών έχει δημιουργήσει έναν κόσμο όπου σχεδόν οποιοσδήποτε με το ένστικτο του οπορτουνιστή μπορεί πλέον να γίνει influencer χωρίς να χρειαστεί ούτε καν να περάσει την πόρτα κάποιου δημοσιογραφικού μέσου.
Το βιβλίο του Μάικλ Γκρίνμπαουμ είναι γεμάτο με κωμικά παραδείγματα. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αφορά στη συντάκτρια της Vogue που «είχε αναθέσει στην βοηθό της το καθήκον να αφαιρεί τα μούρα από το πρωινό της μάφιν, δηλώνοντας ότι της αρέσει η επίγευση των μούρων, αλλά όχι τα ίδια τα μούρα».
«Τα μέσα της παραγωγής glamour έφτασαν στις μάζες», λέει σκωπτικά ο Γκρίνμπαουμ, σε πρόσφατη επικοινωνία του με τους Los Angeles Times. «Αν κοιτάξετε το TikTok και το Instagram, πολλοί άνθρωποι αναβιώνουν τις φαντασιώσεις για το κοινωνικό status για τις οποίες ήταν γνωστή η Condé Nast: τις περιηγήσεις σε επαύλεις διασήμων που βγαίνουν κατευθείαν από το Architectural Digest, ή το fit check και το outfit της ημέρας που προέρχονται από περιοδικά όπως το GQ, η Vogue και το Glamour».


Ο άνθρωπος που συνέβαλε περισσότερο στη διαμόρφωση της Condé Nast ήταν ο Σάμιουελ Ίρβινγκ «S.I.» Νιούχαουζ Τζούνιορ, γνωστός ως Si. Γιος Αμερικανού πρώτης γενιάς που δημιούργησε μια εξαιρετικά επιτυχημένη αλυσίδα εφημερίδων και αγόρασε την Condé Nast το 1959, ο Si ανέλαβε την μάλλον νυσταγμένη και παραδοσιακή επιχείρηση περιοδικών της οικογένειας και της έδωσε μια δόση σεξ, διασημοτήτας και δυναμισμού. Όταν ο Si ανέλαβε την προεδρία της Condé Nast το 1975 –και στη συνέχεια αγόρασε και το New Yorker το 1985– αποφάσισε να γίνει κάτι σαν τον insider για τους outsiders (το αναγνωστικό κοινό δηλαδή) με άξονα το status και την καλή ζωή και να διαμορφώσει μια συλλογή περιοδικών που να αντιπροσωπεύουν ένα ιδανικό lifestyle. Και επέμενε ότι οι πιο πολύτιμοι υπάλληλοί του πρέπει να ακολουθούν αυτό το παράδειγμά. Εργασία στην εταιρεία την εποχή της μεγάλης ακμής της σήμαινε να ζεις πολυτελώς, για τα κριτήρια ενός δημοσιογράφου.
Ο Γκρίνμπαουμ, ο οποίος μεγάλωσε διαβάζοντας τα περιοδικά της Condé Nast, δηλώνει εντυπωσιασμένος από αυτή την υπερβολή. «Έγραφα για συντάκτες περιοδικών που είχαν στη διάθεσή τους 24ωρη υπηρεσία μεταφοράς με αυτοκίνητο, λιμουζίνες που τους μετέφεραν στα ραντεβού τους ή περίμεναν έξω στο πεζοδρόμιο ενώ αυτοί έτρωγαν ένα πλούσιο γεύμα στο εστιατόριο του Four Seasons, και όλα αυτά χρεώνονταν στην Condé Nast», λέει. Το βιβλίο είναι γεμάτο με τέτοια κωμικά παραδείγματα. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αφορά στη συντάκτρια της Vogue που «είχε αναθέσει στην βοηθό της το καθήκον να αφαιρεί τα μούρα από το πρωινό της μάφιν, δηλώνοντας ότι της αρέσει η επίγευση των μούρων, αλλά όχι τα ίδια τα μούρα».
Η ένδοξη εποχή της Condé Nast ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν η επιδεικτική κατανάλωση άρχιζε να κατακλύζει το σύμπαν. «Ο ιδεαλισμός της δεκαετίας του 1960 έδωσε τη θέση του στον υλισμό της δεκαετίας του 1980, μαζί με μια νέα εμμονή με την εσωστρεφή, εγωκεντρική ζωή», γράφει ο Γκρίνμπαουμ.
Ο Νιούχαουζ, που πέθανε το 2017, έκανε το FOMO διασκεδαστικό. Πρέπει να σημειωθεί ότι συνέβαλε επίσης στη «δημιουργία» του Ντόναλντ Τραμπ. Το GQ τον έβαλε στο εξώφυλλό του όταν ακόμα ήταν, όπως γράφει ο Γκρίνμπαουμ, «ένα περιφερειακό αξιοπερίεργο». Ακόμα πιο κρίσιμη ήταν η ιδέα του Νιουχάουζ, ως ιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου, για την έκδοση του «The Art of the Deal», του επιχειρηματικού μανιφέστου του Τραμπ που κυκλοφόρησε το 1987.
Όταν η Άννα Γουίντουρ, η επιφανής «ιέρεια» της Vogue, ανακοίνωσε στα τέλη του περασμένου μήνα ότι θα παραιτηθεί από τη θέση της διευθύντριας του περιοδικού μετά από 37 χρόνια, η είδηση προκάλεσε σοκ στον κόσμο των μέσων ενημέρωσης και της μόδας. Η Γουίντουρ, η οποία θα παραμείνει διευθύντρια περιεχομένου της Condé Nast, υπήρξε μια ισχυρή δύναμη στον μηχανισμό της εταιρείας. Η παραίτησή της από τα καθημερινά καθήκοντα της αμερικανικής έκδοσης της Vogue σηματοδοτεί ακόμη περισσότερες αλλαγές για μια εταιρεία που έχει ήδη βιώσει πολλές. «Νομίζω ότι είναι μια αναγνώριση εκ μέρους της ότι δεν θα είναι πάντα εκεί και ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο σχέδιο διαδοχής», λέει ο Γκρίνμπαουμ. «Είναι εκπληκτικό το πόσο πολύ η επιρροή και η δύναμη της Vogue βασίζονται σε αυτό το άτομο, τις σχέσεις του και την ισχύ του».
Η Condé Nast δεν είναι πια αυτή που ήταν, γιατί και τα έντυπα δεν είναι πια αυτά που ήταν. Όπως πολλές άλλες παραδοσιακές εταιρείες μέσων ενημέρωσης, υπέστη οικονομική αιμορραγία επειδή δεν κατάφερε να προσαρμοστεί γρήγορα στην ψηφιακή επανάσταση. Κάποιες φορές, το «Empire of the Elite» μοιάζει με ωδή στην αισθησιακή εμπειρία της ανάγνωσης ενός υψηλής ποιότητας glossy περιοδικού. Η Condé Nast εξακολουθεί να σημαίνει ποιότητα. Αλλά η εποχή της αυτοκρατορίας έχει σχεδόν τελειώσει.
Με στοιχεία από The Los Angeles Times