«Η μητέρα μου με έπαιρνε τηλέφωνο τα βράδια ή τη νύχτα. Μου έλεγε ότι της απαγορευόταν να σηκώνεται από το κρεβάτι, ότι δεν μπορούσε να κάνει ντουζ, ότι δεν ερχόταν κανείς όταν καλούσε βοήθεια... Μου άφηνε μεγάλα μηνύματα στον τηλεφωνητή. Είχα κρατήσει μερικά, αλλά δεν τόλμησα να τα ξανακούσω. Τελικά διαγράφηκαν αυτόματα. Θυμάμαι ακόμα την αγανάκτηση και τον πανικό στη φωνή της. Η φωνή της απέπνεε τόση απελπισία που με συγκλόνιζε. “Με κακομεταχειρίζονται εδώ μέσα... Δεν ξέρω γιατί μου φέρονται έτσι... Δεν ξέρω τι τους έχω κάνει”. Όταν ο γιατρός μου είπε, “η μητέρα σας χτυπάει νοσηλεύτριες”, δεν ξαφνιάστηκα καθόλου. Ένιωθε φυλακισμένη και ήταν, κατά κάποιο τρόπο», γράφει ο σπουδαίος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Ντιντιέ Εριμπόν στο «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού», ένα βιβλίο με αυτοβιογραφική αφετηρία, μέσα από το οποίο αποτίνει φόρο τιμής στους αφανείς της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα στη μητέρα του.
Το συγκινητικό και πολιτικό αυτό βιβλίο, που σκιαγραφεί με θάρρος και ειλικρίνεια το πορτρέτο μιας γυναίκας της εργατικής τάξης, φέρνοντας στο προσκήνιο τις δυσκολίες, τα όνειρα και τις ματαιώσεις της, τον κόσμο της τρίτης ηλικίας και των γηροκομείων, φέρνει στη σκηνή του Φεστιβάλ Αθηνών, από τις 21 Ιουλίου, η Σοφία Αντωνίου, με τη σκηνοθεσία της να ισορροπεί μεταξύ ρεαλιστικού και ονειρικού, δημιουργώντας έναν ζωντανό χώρο μνήμης.
«Φτιάξαμε μια ομάδα από επτά άτομα που έχουν ζήσει μια εποχή του θεάτρου την οποία εμείς αντιλαμβανόμαστε μόνο από τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Μαθαίνουμε πολλά από αυτούς, υπάρχει η δίψα να παίξουν, έχουν αθάνατο το παιδί μέσα τους».
Γεννημένη στον Βόλο, σε μια εργατική οικογένεια –«μας συνδέει με τον Εριμπόν η καταγωγή και η επιθυμία να φύγουμε από το μικρό μέρος όπου γεννηθήκαμε», λέει−, η Σοφία Αντωνίου θυμάται να νοικιάζει ταινίες από το βίντεο κλαμπ και να βρίσκει εκεί, στις ταινίες, έναν τόπο μέσα στον οποίο ένιωθε ελεύθερη. Χωρίς σπουδαίες αναφορές και ερεθίσματα, αποφάσισε να ασχοληθεί με την τέχνη και να γίνει ηθοποιός, μια απόφαση που την έφερε σε σύγκρουση με τους γονείς της, που ονειρεύονταν να σπουδάσει το παιδί τους στο πανεπιστήμιο.
Τελικά, βρέθηκε μια λύση «σολομώντεια»: σπούδασε Ψυχολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και παράλληλα πήγαινε σε εργαστήρια και ομάδες θεάτρου. Άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός∙ η πρώτη της επαγγελματική δουλειά ήταν στον «Οδυσσεβάχ» σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, σε μια περιοδεία σε όλη την Ελλάδα που την πέταξε στα βαθιά νερά. Δούλεψε με το Εθνικό Θέατρο και σε ΔΗΠΕΘΕ και η σκηνοθεσία προέκυψε αρχικά ως κάτι μη συνειδητό. Μετά από κάποιες πρώτες σκηνοθετικές απόπειρες, αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στη νεοϊδρυθείσα τότε Σχολή Σκηνοθεσίας της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. «Ήταν κάτι που όφειλα στον εαυτό μου. Ήμουν τριάντα χρονών. Οι γονείς μου στήριξαν την απόφασή μου και τους είμαι ευγνώμων».
Η Σοφία ανήκει στην πρώτη «φουρνιά» των σκηνοθετών που τελείωσαν το Εθνικό. Στοχοπροσηλώθηκε στη σκηνοθεσία και έκανε την πρώτη της παράσταση με τη «Λούλου», την «Αντιγόνη» με τους Εν δυνάμει και μια ακόμα δουλειά με ερασιτέχνες ηθοποιούς στην Πτολεμαΐδα. Πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Αθηνών –«ήταν απρόσμενο και μας έδωσε μεγάλη χαρά το ότι μας πήρανε», λέει− με ένα έργο που της πρότεινε η δραματουργός της παράστασης, Εύα Φρακτοπούλου, το βιβλίο του Εριμπόν που είναι αφιερωμένο στη μητέρα του.
«Αυτό το βιβλίο είναι ένα ψυχοθεραπευτικό ταξίδι του ίδιου, που επιστρέφει για να δει ποιος είναι, από πού προήλθε, να αποδεχθεί τους γονείς του και να συμφιλιωθεί με τις δύσκολες σχέσεις που είχε μαζί τους ως γκέι άντρας. Είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Οι δυο γονείς του ήταν εργάτες, ψηφοφόροι της αριστεράς, και ο συγγραφέας σχολιάζει και την πολιτική μεταστροφή αυτής της κοινωνικής τάξης προς τη δεξιά και την ακροδεξιά μετά την κατάρρευση της αριστεράς και τη ζωή μετά τη συνταξιοδότηση, όταν το μόνο παράθυρο στον κόσμο είναι μια οθόνη τηλεόρασης. Απόμαχοι της ζωής, χάνουν το “εμείς”, την αίσθηση της συλλογικότητας, την κοινωνική τους υπόσταση και δεν έχουν πρόσβαση στο πολιτικό γίγνεσθαι.

Ο Εριμπόν μιλά πολύ για την ορατότητα αυτής της ομάδας: παίρνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις για τον εαυτό τους; Αναφέρεται πολλές φορές στις ενοχές που είχε όταν αποφάσισαν να βάλουν τη μητέρα του σε γηροκομείο και αναρωτιέται κατά πόσο οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι έχουν λόγο στη ζωή τους και στις επιλογές που γίνονται για λογαριασμό τους, είτε όταν βρίσκονται σε μια δομή είτε σε ένα μικρό διαμέρισμα με έναν φροντιστή/-τρια με τον/την οποίο/-α συμβιώνουν χωρίς να μιλούν καν την ίδια γλώσσα κάποιες φορές. Αυτό είναι το θέμα του: τι κάνουμε τους εξαρτώμενους και ηλικιωμένους ανθρώπους;»
Δύσκολες πίστες συζήτησης, μεγάλες δοκιμασίες και διλήμματα. Η αρτιμέλεια έχει αποθεωθεί στην εποχή μας, οι μη αυτοεξυπηρετούμενοι άνθρωποι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, αισθάνονται ντροπή για την κατάστασή τους και πέφτουν πολλές φορές σε κατάθλιψη, αφού έχουν χάσει τον κοινωνικό τους περίγυρο και έχει μειωθεί η δραστηριότητα και η κινητικότητά τους. Ο Εριμπόν αγγίζει πολλά θέματα, κοινωνικά, πολιτικά και προσωπικά.
«Στην παράσταση υπάρχουν δυο τόποι, δυο χώροι. Στον ένα ο συγγραφέας, μια κοινωνιολόγος και μια ηθοποιός συζητούν/παρουσιάζουν το βιβλίο “Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού”», λέει η Σοφία Αντωνίου. «Αυτός είναι ο πιο ρεαλιστικός χώρος, το πιο διανοητικό κομμάτι, μιλάμε για το βιβλίο, διαβάζουμε κάποια αποσπάσματα. Ο πίσω χώρος είναι ένας χώρος μνήμης, πιο ποιητικός, στον οποίο κινείται ένας Χορός ηλικιωμένων, σαν να βλέπουμε άτομα μέσα σε ένα γηροκομείο, σε παράλληλο σύμπαν. Σε αυτά τα δυο σύμπαντα, που εκ πρώτης όψεως είναι ασύνδετα, όπως εξελίσσεται η ιστορία −γιατί ο Εριμπόν κάνει πολλά φλας μπακ− αρχίζει να συμβαίνει μια αλληλεπίδραση του ρεαλιστικού με τον ποιητικό χώρο.
Βλέπουμε πώς ο συγγραφέας από το τραπέζι της παρουσίασης παίρνει την πρωτοβουλία να πάει στον δεύτερο χώρο και αρχίζει να κάνει την ανασκαφή του, να ψάχνει ποια ήταν η μητέρα του, ενώ οι ηλικιωμένοι παίρνουν και εκείνοι τη σκυτάλη ως αφηγητές για να συμπληρωθούν τα κομμάτια της αφήγησης που αφορούν τη μητέρα του. Στο τέλος υπάρχει μια σκηνή που μιλάνε και για τις προσωπικές τους ιστορίες. Ο Εριμπόν επικεντρώνεται ιδιαίτερα στο ποιος μιλά και ποιος έχει λόγο σήμερα και στο αν θα πρέπει οι άνθρωποι του πνεύματος να μιλήσουν για τους ανθρώπους που δεν έχουν πρόσωπο και φωνή».

Το να δώσουμε φωνή σε αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν, που η φωνή τους δεν ακούγεται στη δημόσια σφαίρα, είναι ένα αίτημα και του βιβλίου και της παράστασης. Ο Χορός των ηλικιωμένων, που φέρνουν λόγια και ιστορίες που συνήθως δεν ακούμε ποτέ όταν δεν έχουμε επαφή με μια τέτοια συνθήκη, είναι ένα σώμα που κινείται αενάως σε μια συνθήκη γηροκομείου ή εγκλεισμού, εκεί όπου ο χρόνος διαστέλλεται και κανείς δεν καταλαβαίνει αν βρίσκεται σε αυτό τον τόπο τρία χρόνια ή τρεις ημέρες. Στη διάρκεια της παράστασης παίρνουν και εκείνοι μέρος στη συζήτηση, ως άνθρωποι της τρίτης ηλικίας αλλά και ως συνταξιούχοι ηθοποιοί.
«Δεν ήξερα τέτοιους ανθρώπους και πήγαμε στο ΣΕΗ αναζητώντας συνταξιούχους ηθοποιούς. Τους βρήκαμε και φτιάξαμε μια ομάδα από επτά άτομα που έχουν ζήσει μια εποχή του θεάτρου την οποία εμείς αντιλαμβανόμαστε μόνο από τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Μαθαίνουμε πολλά από αυτούς, υπάρχει η δίψα να παίξουν, έχουν αθάνατο το παιδί μέσα τους και μέσω του σωματείου διατηρούν το “εμείς”, από το οποίο ξεκόβουν οι άνθρωποι που βγαίνουν στη σύνταξη. Ο Χορός έχει μια ανάταση γιατί το κείμενο μιλά για θέματα δύσκολα και αυτή η συνθήκη μάς κάνει να μαθαίνουμε πολλά, μας υπενθυμίζει, όπως ο πυρήνας της αφήγησης, ότι οι ηλικιωμένοι έχουν δικαιώματα» λέει η Σοφία Αντωνίου και επισημαίνει πως είναι χρέος μας να δώσουμε φωνή σε εκείνους που μένουν στο περιθώριο. «Ο Ντιντιέ Εριμπόν θα έρθει στην Ελλάδα για μια συζήτηση μετά την παράσταση και σκέφτομαι πολύ το πώς θα δει μια παράσταση που μιλά για την ίδια του τη ζωή. Ήταν πολύ γενναιόδωρος όταν τον συναντήσαμε, αλλά φυσικά μας ενδιαφέρει να του αρέσει, να έχει ενδιαφέρον η ερμηνεία μας, το βλέμμα μας» συμπληρώνει.

Η Ελλάδα, τα γηροκομεία, η πολιτική, η διαφθορά, η ακροδεξιά ζωντανεύουν μέσα στο έργο του Εριμπόν που γράφτηκε για μια άλλη, αλλά τόσο διπλανή μας χώρα, με τα αιχμηρά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα να είναι μια κοινή πραγματικότητα. Μας φέρνει αντιμέτωπους με τα γηρατειά, με την ευαλωτότητα και την ανημπόρια, με τη σιωπή που δεν μπορεί να σπάσει το φράγμα της ηλικίας, με τις φωνές των ηλικιωμένων που γίνονται ψίθυροι και δεν μπορούν να ακουστούν σε ένα σύστημα που θυμίζει μηχανή, με τη συλλογική τους δύναμη να χάνεται. Είναι μια ματιά στο δικό μας μέλλον, όταν κι εμείς με τη σειρά μας δεν θα μπορούμε ίσως να πάρουμε οι ίδιοι τις αποφάσεις για τον εαυτό μας.