Ο Ocean Vuong είναι από τους πιο ταλαντούχους και πολυσυζητημένους ποιητές και πεζογράφους της γενιάς των millennials. Κάτοχος του περίφημου βραβείου MacArthur (γνωστού και ως «βραβείο ιδιοφυΐας») και καθηγητής στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ξεχώρισε με τις δυο ποιητικές του συλλογές (ο Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου έχει τιμηθεί με το σημαντικό βραβείο T.S. Eliot) και κυρίως με το πρώτο του μυθιστόρημα, Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, που έγινε παγκόσμιο best seller και τον έκανε σούπερ σταρ της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Μπορεί να είναι πλέον ακριβοθώρητος, αλλά παραμένει ένα παιδί που δεν ξεχνάει τις ρίζες του και τις δυσκολίες που πέρασε μέχρι να γίνει ένας καταξιωμένος δημιουργός που χρησιμοποιεί τη γραφή του για να κλείσει τραύματα, έχοντας ξεκινήσει από έναν ορυζώνα στο Βιετνάμ. Αυτό ακριβώς κάνει στο πολυσέλιδο και εξαιρετικό νέο του μυθιστόρημά Ο Αυτοκράτορας της Χαράς, το οποίο για τον ίδιο είναι μια καθαρτική εμπειρία. Διαδραματίζεται στα περίχωρα του Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, σε μια σκληροτράχηλη πόλη όπου η ομορφιά συνυπάρχει με την ερήμωση και οι σχέσεις των ταπεινών ανθρώπων δεν είναι απλά σχέσεις ανάγκης αλλά βασίζονται στην αγάπη, την τρυφερότητα και την καλοσύνη.
Αυτές οι σχέσεις αλληλεγγύης γίνονται ο καμβάς στον οποίο ξεδιπλώνεται ένα μεγάλο από κάθε άποψη μυθιστόρημα με επίκεντρο το σπίτι μιας σοφής Λιθουανής με άνοια, της Γκραζίνα, και το HomeMarket, ένα φαστφουντάδικο όπου τα «σπιτικά» φαγητά είναι προμαγειρεμένα. Ο 19χρονος Χάι, ο κεντρικός ήρωας, απελπισμένος, προσπαθεί να αυτοκτονήσει, η Γκραζίνα τον σώζει, τον παίρνει σπίτι της και βοηθούν ο ένας τον άλλον – μια σχέση συμπόνιας και αλληλεξάρτησης τούς δένει. Η Γκραζίνα του προσφέρει στέγη, ο Χάι πιάνει δουλειά στο φαστφουντάδικο για να συνεισφέρει στο νοικοκυριό τους και φροντίζει να παίρνει τα φάρμακά της. Στις 582 σελίδες του Αυτοκράτορα της Χαράς περιγράφονται οι σχέσεις των ανθρώπων, τα πρόσωπα, τα μέρη και οι καταστάσεις με αξιοθαύμαστη λεπτομέρεια.
«Όλοι έχουμε πέσει στην παγίδα του "βιβλίου της χρονιάς", το οποίο διαβάζεις και μετά λες "πρέπει να πάω στη βιβλιοθήκη και να διαβάσω παλιά βιβλία, γιατί νιώθω πως με κοροϊδεύει το μάρκετινγκ"».
Ο Ocean Vuong δημιουργεί εικόνες μέσα από λέξεις που ξεδιπλώνονται με ακρίβεια και ρυθμό, φανερώνοντας την εμπειρία του από την ποίηση και την ευχέρειά του με τη γλώσσα, που είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του σε αυτό το βιβλίο. Δεν είναι τόσο η πλοκή όσο οι λέξεις που κάνουν τον Αυτοκράτορα της Χαράς υψηλή λογοτεχνία, ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για όσα μας στοιχειώνουν, για τη ζωή στο περιθώριο, για τους ανθρώπους που επιλέγουμε να γίνουν η οικογένειά μας και για το πώς πείθουμε τον εαυτό μας για μια δεύτερη ευκαιρία. Είναι 11 το πρωί στο Νορθάμπτον της Μασαχουσέτης, έχει μόλις ξυπνήσει και δεν θέλει να δείξει το πρόσωπό του στο Zoom, αλλά, όπως φάνηκε, είχε μεγάλη όρεξη να μιλήσει.
— Στα βιβλία που διαβάζεις αναζητάς περισσότερο αφήγηση και ρυθμό ή σε συνεπαίρνουν η γλώσσα, η ατμόσφαιρα και η δομή;
Νομίζω όλα μαζί. Ο ρυθμός είναι μια σχολή ανάμεσα σε πολλές. Υπάρχουν βιβλία, ειδικά στην ιαπωνική παράδοση, όπου ο ρυθμός είναι εσωτερικός, δηλαδή η κίνηση, η δυναμική, προκύπτουν από μέσα. Για μένα η έννοια της δυναμικής παραμένει ανοιχτή σε ερμηνείες, αλλά πάντα επιστρέφω στη δομή, είμαι nerd με τη δομή. Το πρώτο μου βιβλίο δανείζεται από την ιαπωνική μορφή Kishōtenketsu, που χρησιμοποιεί πολύ και ο Μιγιαζάκι στις ταινίες του, όπως και ο Ταρκόφσκι στον Καθρέφτη. Η φόρμα, με αυτή την έννοια, είναι κάτι που οφείλουμε να αμφισβητούμε και να ανακαλύπτουμε ξανά από την αρχή. Σε αυτό το βιβλίο ακολούθησα μια κάπως πιο παραδοσιακή, γραμμική αφήγηση, κάτι που με ενδιέφερε, παρ’ όλα αυτά υπάρχει πολλή σιωπή, πολλή ακινησία. Στη Δύση, και ειδικά στην Αμερική, εκτιμούμε τις ιστορίες που έχουν ορμητικότητα και λέω χαριτολογώντας ότι το τέλειο παράδειγμα της αμερικανικής αφηγηματικής λογικής είναι το σόου με τα πυροτεχνήματα: ξεκινάει με εκρήξεις και τελειώνει με προσομοίωση πολέμου. Υπάρχει ελάχιστος χώρος για παύση. Στην Ιαπωνία όμως, και ειδικά στο έργο του Μιγιαζάκι, υπάρχει ένας όρος που λέγεται Ma – πρόκειται για μια αφηγηματική τεχνική σύμφωνα με την οποία στη μέση της ιστορίας γίνεται η απόλυτη παύση, βλέπεις τους χαρακτήρες να μεταβολίζουν όσα έχουν προηγηθεί. Το βλέπεις αυτό στο Ο γείτονάς μου ο Τότορο, και στη σκηνή με τη στάση του λεωφορείου στο Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων. Στη Δύση, πολλές από αυτές τις σκηνές θα κόβονταν γιατί θα θεωρούνταν περιττές – υπάρχει η απαίτηση για διαρκή δράση. Όμως στην πραγματικότητα είναι φορτισμένες στιγμές και για μένα απολύτως ουσιώδεις στο πλαίσιο της αφήγησης. Βασίζομαι πολύ σε αυτές.

Ocean Vuong,
Ο Αυτοκράτορας της Χαράς,
Μτφρ: Δημήτρης Μαύρος,
εκδόσεις Gutenberg
— Το κάνεις αυτό επειδή είναι κομμάτι της ασιατικής σου κληρονομιάς ή το επέλεξες συνειδητά; Νιώθεις περισσότερο Αμερικανός ή αισθάνεσαι την Ανατολή βαθιά μέσα σου;
Είμαι απολύτως Αμερικανός, ο κόσμος της Αμερικής είναι ο μόνος που γνωρίζω, ήρθα εδώ όταν ήμουν μόλις ενός έτους. Παρ’ όλα αυτά, ως ποιητή, με απογοήτευε το πόσο περιοριστική είναι η αμερικανική αφήγηση, αν και αυτή έχει σχεδόν κυριαρχήσει στη διεθνή συζήτηση. Έμεινα άναυδος όταν άρχισα να διαβάζω συγγραφείς από άλλες χώρες, Νιγηριανούς, όπως ο Ατσέμπε, ή Ρώσους. Ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, διαφέρει εντελώς από την παραδοσιακή αμερικανική αφήγηση, είναι γεμάτος παράπλευρα ηθικά και υπαρξιακά αδιέξοδα· και Οι αδελφοί Καραμάζοφ είναι γεμάτοι μακροσκελείς, εσωτερικούς, «παρακαμπτήριους» μονολόγους. Σε όλα τα αμερικανικά εργαστήρια δημιουργικής γραφής σού λένε να κόβεις αυτά τα κομμάτια, είτε γράφεις μυθιστόρημα, είτε σενάριο για ταινία. Οπότε, υπάρχει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον σε αυτή την ιδιόμορφη σύνδεση Ανατολής και Δύσης που βλέπουμε στη ρωσική λογοτεχνία. Ο Ισαάκ Μπάμπελ, ο Μπουλγκάκοφ, δεν θυμίζουν τους δυτικοευρωπαίους αφηγητές· η γραφή τους έχει έντονα ανατολικά στοιχεία. Ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, για παράδειγμα, ο Σοβιετικός σκηνοθέτης της Απεργίας, που κάποτε ήταν και πρεσβευτής του κινηματογράφου στην Ιαπωνία, εμπνεύστηκε από το ιαπωνικό χαϊκού. Για μένα, λοιπόν, δεν έχει να κάνει ούτε με την κουλτούρα μου ούτε με το DNA μου αλλά με την απογοήτευση που μου προκαλεί ο περιορισμένος ορίζοντας της αμερικανικής αφήγησης.
— Ως συγγραφέας, τι θεωρείς πιο ουσιώδες, την πλοκή μιας ιστορίας ή την ακρίβεια με την οποία αποδίδεται ο κόσμος της;
Και τα δύο είναι σημαντικά, αλλά πιστεύω πως η ακρίβεια στην απόδοση είναι αυτή που μένει περισσότερο. Δύο συγγραφείς μπορούν να περιγράψουν την ίδια πλοκή με τελείως διαφορετικό τρόπο, ωστόσο σήμερα επαναλαμβάνουμε συνεχώς παρόμοιες πλοκές. Αυτό όμως που κάνει το Lonesome Dove του Larry McMurtry να διαφέρει από τον Αιματοβαμμένο Μεσημβρινό του ΜακΚάρθι, δυο βιβλία που μιλούν για τη Δύση, για καουμπόηδες, είναι οι προτάσεις. Όποια σελίδα και αν ανοίξεις, δεν θα τα μπέρδευες ποτέ. Η ανάγνωση των προτάσεων καθορίζει το ήθος (ethos) του βιβλίου. Για μένα, λοιπόν, και τα δύο στοιχεία είναι σημαντικά, αλλά το «συντακτικό» έρχεται πάντα πρώτο.
— Είσαι θαυμαστής του Κόρμακ ΜακΚάρθι;
Ναι, ιδιαίτερα του Suttree, που είναι ίσως το αγαπημένο μου. Είναι με έναν τρόπο το βιβλίο πίσω από τον Αυτοκράτορα της Χαράς. Μια μικρή προσωπική μου απόλαυση. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά στην Αμερική η έννοια της προσωπικής απόλαυσης έχει αρνητική χροιά. Εμένα όμως μου αρέσει πραγματικά ένας συγγραφέας να βυθίζεται εντελώς στα ενδιαφέροντά του. Και στο Suttree καταλαβαίνεις ακριβώς γιατί γράφει όπως γράφει ο ΜακΚάρθι. Βλέπει την πρόταση σαν εργαστήριο, αντλεί από τη Βίβλο, επαναφέρει πράγματα που ο 20ός αιώνας τού έλεγε να εγκαταλείψει: τη ρομαντική πρόταση του 19ου αιώνα, τη λεπτομερή περιγραφή των εικόνων, τον βαθύ λυρισμό, τις φιλοσοφικές μεταφορές. Το μυθιστόρημα μιλάει για μια πόλη από την οποία κανείς δεν καταφέρνει να φύγει, το Νόξβιλ του Τενεσί. Ξεκινά με μια αυτοκτονία σε μια γέφυρα, περιγράφοντας την ανάσυρση ενός πτώματος από το ποτάμι. Για μένα, αυτό είναι σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το αμερικανικό ήθος του Μαρκ Τουέιν, αλλά σε νεότερη εκδοχή. Σκέφτηκα ότι κάθε γενιά χρειάζεται τον δικό της Χάκλμπερι Φιν, και πιστεύω ότι αυτή ήταν η εκδοχή του ΜακΚάρθι. Εγώ ήθελα να δοκιμάσω τη δική μου στο Ίστ Γκλάντνες του Κονέκτικατ, όπου μεγάλωσα.
— Κάπου είδα να χαρακτηρίζουν τον Αυτοκράτορα της Χαράς ως το σημερινό Χάκλμπερι Φιν…
Η υπέροχη μουσικός Μπιορκ το είπε αυτό. Δεν μπορώ να πάρω τα εύσημα για το ευφυές μυαλό της. Είναι εξαιρετική αναγνώστρια, πολύ διορατική.
— Διέκρινα κι εγώ ομοιότητες με τον ΜακΚάρθι στο πώς δομείς τις προτάσεις σου – είναι κάτι που πραγματικά εντυπωσιάζει. Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου περίμενα να διαβάσω έναν «χίπστερ» συγγραφέα, κάτι έξυπνο και διασκεδαστικό, αλλά ο Αυτοκράτορας της Χαράς είναι υψηλή λογοτεχνία. Και το να εμβαθύνεις στη λογοτεχνία σε τόσο νεαρή ηλικία είναι εκπληκτικό.
Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Δεν σε κατηγορώ καθόλου για τις επιφυλάξεις που είχες. Όλοι την έχουμε πατήσει. Όλοι έχουμε πέσει στην παγίδα του «βιβλίου της χρονιάς», το οποίο διαβάζεις και μετά λες «πρέπει να πάω στη βιβλιοθήκη και να διαβάσω παλιά βιβλία, γιατί νιώθω πως με κοροϊδεύει το μάρκετινγκ». Και αν πρόκειται να εκφράσω άποψη –κάτι που σπάνια κάνω– θα έλεγα ότι πολλοί Αμερικανοί συγγραφείς του 21ου αιώνα που βγαίνουν από τα προγράμματα MFA (Master of Fine Arts) γράφουν φράσεις που είναι «φοβισμένες». Δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ εργαστήριο μυθοπλασίας –εκπαιδεύτηκα ως ποιητής, οπότε δεν ξέρω τι συμβαίνει σε εκείνη την πλευρά–, αλλά παρατηρώ ότι πολλές από τις προτάσεις είναι δειλές, λες και οι συγγραφείς δεν βλέπουν την πρόταση ως πεδίο εξερεύνησης. Διστάζουν πολύ, είναι επιφυλακτικοί, φοβούνται μήπως εκτεθούν, μήπως γελοιοποιηθούν. Αυτό που αγαπώ στο έργο του ΜακΚάρθι είναι ότι δεν υπάρχει αυτή η ντροπή. Είναι σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο, μόνο οι ιδέες και οι χαρακτήρες. Κατά τη γνώμη μου, κάποιες φορές οι προτάσεις του δεν λειτουργούν, αλλά ακόμα κι έτσι τις προτιμώ, γιατί βλέπω ότι προσπαθεί να τις χρησιμοποιήσει σαν φτυάρι για να κατανοήσει τον κόσμο. Βλέπει την πρόταση σαν πεδίο έρευνας, και αυτό μου αρέσει. Σε άλλους συγγραφείς οι προτάσεις είναι τόσο επίπεδες, τόσο επιφανειακές, που νιώθεις ότι οι ιδέες έχουν ήδη αποφασιστεί εκ των προτέρων – έχεις την αίσθηση ότι ο συγγραφέας δεν ανακαλύπτει κάτι μαζί σου. Οι προσωπικοί μου ήρωες είναι ο Ντοστογιέφσκι, ο ΜακΚάρθι, ο Μπόλντουιν και η Μόρισον. Οι προτάσεις τους είναι εύπλαστες, ανοιχτές. Αντίθετα, η πρόταση του νέου Αμερικανού συγγραφέα του 21ου αιώνα είναι συχνά δειλή. Δείχνει «cool», έχει αυτήν τη «χιπστεριά». Αλλά πίσω από αυτήν τη βιτρίνα νομίζω πως κρύβεται φόβος και διστακτικότητα.

— Τι ήταν αυτό που σου έδωσε το αρχικό έναυσμα για να γράψεις τον Αυτοκράτορα της Χαράς; Πότε ένιωσες ότι έπρεπε να γράψεις αυτό το βιβλίο;
Στα μυθιστορήματα που μου δίδασκαν –ή στα μυθιστορήματα που με μάθαιναν να εκτιμώ– δεν έβλεπα την εργασία να είναι κεντρικός άξονας, τον μόχθο. Διάβαζα βιβλία και αναρωτιόμουν: «Όλοι σουλατσάρουν και πάνε σε δείπνα, σε πάρτι… Καλά, πότε δουλεύουν αυτοί οι άνθρωποι;» Νομίζω πως μεγάλο μέρος της εκδοτικής βιομηχανίας του 20ού αιώνα εστίασε σε μια ανώτερη μεσαία τάξη· λατρεύω αυτά τα βιβλία, τον Τζον Τσίβερ, τον Άπνταϊκ, είναι όλοι υπέροχοι, αλλά δεν έχουν τη μυώδη πραγματικότητα του μόχθου. Και όμως, μεγάλο μέρος του κόσμου, όχι μόνο στην Αμερική, ασχολείται με την εργασία. Το ίδιο συμβαίνει και με το πρώτο μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, το Μόμπι Ντικ. Είναι ένα βιβλίο για μια πολυφυλετική εργατική τάξη που δουλεύει και αυτοκαταστρέφεται κυνηγώντας την πρόοδο, τον πλούτο, την εξουσία. Ο καπετάνιος Άχαμπ είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένας δικτάτορας, ένας τραμπικού τύπου Αμερικανός που οδεύει προς την αυτοκαταστροφή. Είναι ένα προφητικό έργο, αλλά δεν είδαμε παρόμοια βιβλία στη συνέχεια. Όλα μιλούν για ανθρώπους που ζουν στα προάστια και κάνουν «βαθιές σκέψεις» – λατρεύω αυτές τις ιστορίες. Π.χ. το Crossing to Safety του Wallace Stegner είναι ένα όμορφο, υπέροχο βιβλίο. Αλλά ποτέ δεν είδα να χρησιμοποιείται σε βιβλίο η εργασία ως βάση και όχι απλά ως ένα στοιχείο που θα οδηγήσει την πλοκή κάπου αλλού.
— Τι σημαίνει για σένα η λέξη «gladness» στον τίτλο του βιβλίου; Είναι χαρά, επιβίωση, πρόκληση ή κάτι άλλο;
Το «gladness» είναι κάπως αρχαϊκός όρος. Το απόσπασμα από τον Άμλετ στην αρχή του βιβλίου παραπέμπει σ’ αυτό. Δεν χρησιμοποιούμε πια τη λέξη «gladness» στα αγγλικά γιατί είναι ποτισμένη με την έννοια της θρησκείας, του χριστιανισμού, την ιδέα του να είσαι χαρούμενος και ευχαριστημένος. Είναι πιο κοντά στην ηρεμία ή στην αποδοχή παρά στη χαρά. Το λέω και στο βιβλίο: νομίζω ότι το να είσαι «εντάξει» είναι στην πραγματικότητα πιο εφικτό από τη χαρά και την ευτυχία. Αλλά είναι κι ένας παιχνιδιάρικος τίτλος, γιατί καταλαβαίνεις από το πρώτο κεφάλαιο ότι το «Gladness» (σ.σ. η πόλη) δεν υπάρχει πια – η πόλη παλιά λεγόταν Gladness, αλλά τώρα ονομάζεται Milthap, από το όνομα ενός βετεράνου. Οπότε, το να είσαι ο Αυτοκράτορας του Gladness σημαίνει ότι είσαι ο Αυτοκράτορας του Τίποτα. Επίσης, συνειδητοποιείς ότι ο όρος «αυτοκράτορας» δεν είναι καθόλου θριαμβευτικός στο βιβλίο, είναι απλώς το όνομα που δίνεται στα γουρούνια που ταΐζουν τον αυτοκράτορα. Στο τέλος του βιβλίου καταλαβαίνεις ότι αυτό που μοιάζει με θρίαμβο είναι ένας καταστροφικός, παραπλανητικός όρος. Το να είσαι Αυτοκράτορας της Χαράς σημαίνει ότι είσαι ο Αυτοκράτορας του Τίποτα, και ο κόσμος θα σε κατασπαράξει ούτως ή άλλως.
— Είσαι ο Χάι; Εννοώ, αν είσαι ο χαρακτήρας Χάι, όχι αν είσαι «φτιαγμένος»…
Είμαι πάντα «φτιαγμένος», η ζωή με «φτιάχνει» (γέλια). Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, και ναι και όχι. Ο Χάι είναι πολύ καλύτερός μου, γιατί έχει δώδεκα πλάνα για το τι θα κάνει. Εγώ έχω μόνο ένα πλάνο στη ζωή μου και συνήθως τα κάνω μαντάρα. Με ενδιαφέρει η αμερικανική παράδοση της αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας, ας πούμε, το πρώτο βιβλίο του Μπόλντουιν, το Φώναξέ το στα βουνά. Ξέρεις, πολλοί δεν γνωρίζουν ότι ο Μέλβιλ έζησε αυτά που περιγράφει στο Μόμπι Ντικ, ότι είναι σχεδόν απόλυτα αυτοβιογραφικό. Το ίδιο ισχύει και για τον Σάλιντζερ, την Πλαθ και τον Γυάλινο Κώδωνα. Με ενδιαφέρει αυτό, ιδιαίτερα στα συμφραζόμενα του πολέμου, επειδή οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι όλοι, με έναν τρόπο, ιστορικοί, φέρουν τον απόηχο του πολέμου. Ίσως αυτό να είναι το τελευταίο μου αυτοβιογραφικό βιβλίο, μάλλον από δω και πέρα θα στραφώ στο παρελθόν πολύ πιο βαθιά, στην Ιστορία. Ο λόγος που με ελκύει η αυτοβιογραφική φόρμα είναι γιατί ενέχει μεγαλύτερο ρίσκο. Πρέπει να βάλω τους χαρακτήρες να σκεφτούν όσα πρέπει να σκεφτώ εγώ ο ίδιος. Μου αρέσει να θέτω στους χαρακτήρες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζω κι εγώ στη δική μου ζωή.
— Πώς διαχειρίζεσαι την οικειότητα της προσωπικής μνήμης όταν γράφεις για ένα ευρύτερο κοινό;
Δεν σκέφτομαι πραγματικά το κοινό όταν γράφω. Είναι μάταιο, σχεδόν ανόητο, να υποθέτεις ότι υπάρχει ένα «ιδανικό» κοινό. Ειδικά τώρα που μιλάω σε ένα ελληνικό περιοδικό, σε Έλληνα δημοσιογράφο, στο ελληνικό κοινό. Δεν έχω έρθει ποτέ στην Ελλάδα, πώς να ξέρω τι θέλουν οι Έλληνες αναγνώστες, ή οι αναγνώστες στο Βέλγιο ή στο Ναϊρόμπι; Οπότε για μένα το ζητούμενο είναι οι ερωτήσεις. Σκέφτομαι «ας ρωτήσω όσα έχουν σημασία για μένα». Και πάλι επιστρέφω στο γιατί οι Αδελφοί Καραμάζοφ υπάρχουν σ’ αυτό το βιβλίο, επειδή στον Ντοστογιέφσκι οι ερωτήσεις είναι πιο σημαντικές απ’ τους ίδιους τους αναγνώστες – κι αυτό είναι που αγαπώ σε αυτόν τον συγγραφέα. Γι’ αυτό εμπιστεύεσαι το έργο του, γιατί θέτει τα πιο μεγάλα ερωτήματα. Δεν ντρέπεται να πει: «πώς είναι η ρωσική ψυχή μέσα από το πρίσμα της διαφθοράς;». Στην Αμερική, αν πας σε ένα πάνελ και πεις «ήρθα εδώ για να κατανοήσω την αμερικανική ψυχή», θα γελάσουν μαζί σου. Αυτό που με εμπνέει πραγματικά, λοιπόν, είναι η ειλικρίνεια, η σοβαρότητα με την οποία διατυπώνεις ένα ερώτημα. Και καμιά φορά, για να μπορέσεις να το απαντήσεις, πρέπει κάπως να ξεχάσεις το κοινό, να το εμπιστευτείς πως θα δει ότι πραγματικά προσπαθείς, ότι σκάβεις. Κι αν σκάψεις αρκετά βαθιά, τότε κάθε κοινό, ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης, θα βρει αξία σ’ αυτό που κάνεις.
— Είπες ότι το επόμενο βιβλίο σου ίσως σε πάει πιο πίσω στον χρόνο. Στο τωρινό όμως λες ότι «δολοφονούμε τον εαυτό μας μέσω της μνήμης». Άρα, η μνήμη είναι σαν πυροβολισμός;
Είναι ακριβή. Όταν κάθεσαι και θυμάσαι, χάνεις το παρόν. Αντικαθιστάς τη ζωή σου και πρέπει να το σκεφτείς πολύ σοβαρά. Με έναν τρόπο, το μυθιστόρημα είναι μνήμη, αλλά είναι και κάτι σαν παράλληλο σύμπαν. Υπάρχουν μέρες που δουλεύω μια σκηνή, την οποία ίσως δεν έζησα ποτέ, δεν βασίζεται καν σε ανάμνηση, είναι καθαρή επινόηση. Και ξαφνικά σηκώνω το βλέμμα μου και λέω: «Θεέ μου, νύχτωσε»: όταν άρχισα να δουλεύω είχε ακόμη φως, τώρα έχει σκοτεινιάσει. Και τότε συνειδητοποιώ ότι χάθηκα, έχασα τον εαυτό μου, τη ζωή μου. Και νομίζω ότι αυτή είναι η πιο αληθινή εμπειρία της μνήμης, αλλά και της δημιουργίας. Μπαίνουμε σε αυτούς τους κόσμους και χάνουμε τον δικό μας. Κι αυτό έχει κόστος για την ψυχή. Είναι σκληρό για τις οικογένειες. Δεν παραπονιέμαι, δεν είμαι και ανθρακωρύχος. Αλλά, και πάλι… κλείνεσαι στο δωμάτιό σου και για να φτιάξεις αυτό το έργο χάνεις τη ζωή σου, στερείσαι την οικογένεια, τους φίλους, τον προσωπικό σου χρόνο. Και αυτή είναι η ζωή που διάλεξες. Δεν παραπονιέμαι, αλλά θέλω να αναγνωρίσω το υψηλό τίμημα της μνήμης και της φαντασίας.
— Έχεις ζήσει εμπειρίες σαν του Χάι, της Γκραζίνα, του Σόνι, του Μπι Τζέι;
Ναι. Φρόντιζα μια γυναίκα που τη λέγανε Γκραζίνα, γι’ αυτό αφιερώνω το βιβλίο στην «πραγματική Γκραζίνα». Έτσι κατάφερα να τελειώσω το πανεπιστήμιο. Είχα χάσει το σπίτι μου. Δεν προέρχομαι από προνομιούχα οικογένεια, δεν είχαμε λεφτά, η μητέρα μου ζούσε σε εργατικές κατοικίες. Όταν ήμουν προπτυχιακός φοιτητής, έχασα το σπίτι μου, θα έχανα και ό,τι είχα κάνει ως τότε με τις σπουδές μου, θα επέστρεφα σπίτι με άδεια χέρια, χωρίς πτυχίο. Ένας φίλος μου τότε μου είπε: «Η γιαγιά μου μένει μόνη της». Ήταν 84 χρονών –στο βιβλίο η Γκραζίνα είναι 82– και είχε άνοια. «Αν μείνεις μαζί της και φροντίζεις να παίρνει τα χάπια της, θα έχεις ένα δωμάτιο». Μίλησε με τη μητέρα του, τα κανόνισαν, κι έτσι κατάφερα να συνεχίσω το πανεπιστήμιο. Δεν ήξερα τι να κάνω, ήμουν δεκαεννιά χρονών. Δεν ήξερα καν τι είναι η άνοια, έπρεπε να το ψάξω. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι ήταν σκληρή δουλειά, αλλά τότε δεν το ένιωσα έτσι. Ήταν ευλογία για μένα – είχα στέγη και μπορούσα να συνεχίσω τις σπουδές μου. Τελικά, αποδείχθηκε θεμελιώδης εμπειρία, έμαθα πάρα πολλά μέσα σε αυτά τα δυόμισι χρόνια. Νιώθω τυχερός, γιατί ανήκω σε μια ομάδα ανθρώπων που έχουμε φροντίσει κάποιον με άνοια ή Αλτσχάιμερ, και ήθελα πραγματικά να τιμήσω αυτή την κατάσταση. Ήθελα να αποδώσω σωστά τα φάρμακα, να μιλήσω για το «sundowning», την απορρύθμιση στο σούρουπο. Υπάρχουν λεπτές αποχρώσεις που τις καταλαβαίνουν μόνο όσοι έχουν ζήσει αυτές τις καταστάσεις. Ήταν σημαντικό για μένα να αποτυπώσω λεπτομέρειες, π.χ. την αλλαγή στο βλέμμα, την πρώτη ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά. Είναι σημαντικό να σεβόμαστε αυτό που βλέπουν οι ασθενείς, δεν έχει νόημα να τους λες «κάνεις λάθος, εγώ έχω δίκιο». Δεν έχουν τη δυνατότητα να μπουν στη δική σου πραγματικότητα, εσύ έχεις τη δυνατότητα να μπεις στη δική τους. Οπότε, με έναν τρόπο, το πρόσωπο που έχει Αλτσχάιμερ ή άνοια είναι εκείνο που καθοδηγεί, κι εσύ πρέπει απλώς να είσαι παρών, δίπλα του. Είναι μια πράξη χάρης και ομορφιάς κι αυτό το έμαθα πολύ γρήγορα.
— Ένα μεγάλο μέρος του έργου σου ασχολείται με την queer ταυτότητα, το τραύμα του πολέμου και τη μνήμη που περνά από γενιά σε γενιά. Πώς εξελίσσονται αυτά τα νήματα στον Αυτοκράτορα της Χαράς;
Το πρώτο μου μυθιστόρημα ήταν ουσιαστικά μια καλλιτεχνική δήλωση για τον απόηχο του πολέμου του Βιετνάμ στην queer ταυτότητα. Πάντα πίστευα πως δεν μπορείς να γράψεις το ίδιο βιβλίο δύο φορές. Αν έχεις σκοπό να το κάνεις, ίσως δεν θα έπρεπε να ασχοληθείς καν. Οπότε σκέφτηκα πώς θα μπορούσα να επεκτείνω αυτά τα θέματα. Και άρχισα να συνειδητοποιώ ότι πολύ μεγάλο μέρος της αμερικανικής ζωής περιστρέφεται γύρω από τον πόλεμο. Πας να αγοράσεις ένα σπίτι ή να νοικιάσεις διαμέρισμα και ξαφνικά ακούς τη γλώσσα του πολέμου: «αναπαλαιωμένη προπολεμική κατοικία», «μεταπολεμική κατασκευή». Ο πόλεμος διατρέχει την αμερικανική ζωή. Μετράμε τις ζωές μας με βάση τον πόλεμο. Λέμε «μετά το Βιετνάμ», «μετά τον Β’ Παγκόσμιο», «πριν από την 11η Σεπτεμβρίου» – η τραγωδία και ο πόλεμος είναι οι τρόποι με τους οποίους μετράμε τον χρόνο εδώ, και αυτό είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Στο νέο βιβλίο μου αναφέρονται τέσσερις πόλεμοι: ο Β’ Παγκόσμιος, ο Εμφύλιος, το Βιετνάμ και οι πόλεμοι σε Ιράκ - Αφγανιστάν στις αρχές του αιώνα. Πλαισιώνουν το μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι ένα βιβλίο για τον πόλεμο. Το ίδιο και με την queer ταυτότητα: υπάρχουν queer χαρακτήρες, αλλά δεν πρόκειται για ένα βιβλίο περί queerness. Αυτό ήταν σημαντικό για μένα. Δεν ήθελα να μοιάζει σαν διαφήμιση για την queer ζωή. Το είχα κάνει ήδη, ως έναν βαθμό. Εδώ ήθελα το queerness να είναι απλώς μέρος του ευρύτερου ήθους του βιβλίου. Και με έναν τρόπο, αυτό είναι πολύ πιο αληθινό και αξιοπρεπές απ’ το να το εργαλειοποιείς ξανά. Δεν ήθελα να είναι σαν μερικά βιβλία όπου νιώθεις ότι όλοι οι χαρακτήρες κουβαλούν μια σημαία. Ήθελα η σεξουαλικότητα όλων να είναι απλώς ένα κομμάτι της ζωής τους. Και στην περίπτωση του Μπι Τζέι, αυτό δεν αποκαλύπτεται καν μέχρι τη σελίδα 300 – και αυτό είναι σκόπιμο.
— Τι σημαίνει να επιβιώνεις χωρίς να γίνεσαι σκληρός;
Είναι ένα από τα βασικά ζητήματα, ειδικά για όσους ανήκουν στην εργατική τάξη. Στη μεσαία τάξη, συνήθως, υπάρχει μια διαδρομή που ακολουθείς για να πετύχεις: παίρνεις δάνειο, πας στο πανεπιστήμιο, αποκτάς ένα πτυχίο, ελπίζεις ότι θα τα καταφέρεις να το ξεπληρώσεις, να κάνεις οικογένεια. Τώρα πια, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ακόμα μεσαία τάξη στην Αμερική, ούτε αυτό είναι σαφές. Για την εργατική τάξη, όμως, δεν υπάρχει μια τέτοια διαδρομή, δεν υπάρχει διέξοδος. Πώς ξεφεύγεις; Τι μπορείς να κάνεις; Δεν μπορείς να εξοικονομήσεις αρκετά χρήματα για να κάνεις κάτι, δεν μπορείς να αποταμιεύσεις ή να πάρεις δάνειο στο όνομά σου. Αυτό, για μένα, ως μυθιστοριογράφο, ήταν ένα πολύ φορτισμένο πεδίο που μου έδινε έδαφος προς διερεύνηση: πώς λες μια ιστορία για ανθρώπους που δεν μπορούν να ξεφύγουν; Οι περισσότερες ιστορίες που γνωρίζουμε είναι για ανθρώπους που τα κατάφεραν, που ανέτρεψαν κυβερνήσεις, που πολέμησαν την εξουσία, που ξεκίνησαν νέες ιδέες και κράτη. Ωστόσο, είναι και πολλά τα ιστορικά βιβλία που αφορούν ανθρώπους που έμειναν κολλημένοι σε χάλια δουλειές, σε γάμους από τους οποίους δεν ξέρουν πώς να φύγουν, σε πολέμους που δεν ήθελαν ποτέ να πολεμήσουν, σε ανθρακωρυχεία, σε εργοστάσια. Ενώ η πλειοψηφία είναι άνθρωποι κολλημένοι κάπου, οι σχετικές ιστορίες είναι σπάνιες· σχεδόν πάντα αφορούν φανταστικές αποδράσεις. Κι εγώ ήθελα να μείνω σταθερός, συνεπής στην ιδέα του να είσαι κολλημένος, παγιδευμένος, αλλά όχι καταδικασμένος. Αυτό ήταν σημαντικό για μένα.

— Το βιβλίο σου φαίνεται να ασχολείται έντονα με διάφορα «συστήματα»: την οικογένεια, το κράτος, τη γλώσσα, την αρρενωπότητα. Υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σύστημα που σε ενδιέφερε περισσότερο να διερευνήσεις μέσα από τους χαρακτήρες σου;
Πολύ ωραία ερώτηση. Νομίζω πως το σύστημα ή μάλλον το ήθος της εξαπάτησης είναι μια βαθιά αμερικανική ιδέα. Και το fast food εστιατόριο είναι η απόλυτη αμερικανική επινόηση, γιατί βασίζεται ακριβώς σ’ αυτό: στην εξαπάτηση. Και είναι παντού. Στο fast food δεν μαγειρεύεις – απλώς ξαναζεσταίνεις. Παρουσιάζεις κάτι σαν «μαγείρεμα», ένα «εστιατόριο», ενώ στην ουσία πρόκειται για έναν τεράστιο φούρνο μικροκυμάτων. Αυτό για μένα έγινε η μεταφορά για το ευρύτερο αμερικανικό σύστημα: τη διαφήμιση, την ψευτιά, την προπαγάνδα. Θυμάμαι μια διαφήμιση των πεζοναυτών φτιαγμένη με CGI: ένας πεζοναύτης, ντυμένος επίσημα, κρατώντας σπαθί, πολεμά έναν δράκο – είναι σαν να βλέπεις τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Και σκέφτηκα: «Αυτό δεν είναι διαφήμιση, είναι προπαγάνδα. Πότε θα ζήσει κάτι τέτοιο ένας πεζοναύτης; Πότε θα πολεμήσει έναν δράκο;». Συνειδητοποίησα ότι η Αμερική σε μεγάλο βαθμό βασίζεται σε ψευδαισθήσεις, και αυτό ξεπερνά το «αμερικανικό όνειρο». Σχεδόν κάθε πτυχή του συστήματος είναι μια ψευδαίσθηση. Και κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι όλα είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε να σε πείσουν να ψηφίσεις με έναν τρόπο, να αγοράσεις με έναν τρόπο, να ζήσεις με έναν τρόπο, να πολεμήσεις έναν πόλεμο που δεν θα σε ωφελήσει ποτέ και πουθενά. Ωφελεί μόνο τους λίγους, την ελίτ, αυτούς που έχουν τα λεφτά και την πολεμική βιομηχανία. Η πρώτη μου «πολιτική αφύπνιση» ήρθε με την πρώτη θητεία του Ομπάμα. Όπως πολλοί νέοι τότε, ήμουν γεμάτος ελπίδα. Και μετά είδα πάλι τα ίδια: έναν ακόμη Αμερικανό Πρόεδρο που διέταζε επιθέσεις με drones εναντίον παιδιών, που πολεμούσε χωρίς να έχει κηρύξει καν πόλεμο – π.χ. στη Λιβύη. Και, φυσικά, έσωσε τις μεγάλες εταιρείες που ήταν «πολύ μεγάλες για να αποτύχουν». Αυτή ήταν η πιο σoβαρή και νηφάλια αφύπνιση που είχα ως ενήλικος.
— Καταλαβαίνω απόλυτα τι λες…
Δεν είναι τρομερό; Η εταιρεία είναι το μόνο σύστημα που δημιουργεί αθανασία. Η Αμερική δημιουργεί αθανασία μέσα από τις εταιρείες· είναι το πιο κοντινό πράγμα στον Θεό, μια αποθέωση. Και ο Συνταγματάρχης Σάντερς είναι ακόμα εκεί πίσω στην κουζίνα, και ταυτόχρονα είναι παντού. Είναι σε κάθε KFC.
— Ο «χαμαιλεοντισμός» που περιγράφεις στο μυθιστόρημα μοιάζει με τακτική επιβίωσης αλλά και με πράξη διαγραφής. Τον βλέπεις ως κάτι που διαμορφώνει την ταυτότητα μακροπρόθεσμα; Το ένιωσες κι εσύ όταν μεγάλωνες, να προσαρμόζεσαι ανάλογα με το περιβάλλον;
Απολύτως. Και για μένα η ταυτότητα δεν είναι κάτι σταθερό ή πεπερασμένο, κάτι που απλώς μεταφράζεται ή εξηγείται. Νομίζω πως είναι κάτι που συνεχώς εξελίσσεται. Είναι σχεδόν σαν τον καταρράκτη που μοιάζει σταθερός, αλλά στην πραγματικότητα είναι σε διαρκή κίνηση. Έτσι βλέπω κι εγώ την ταυτότητα: από μακριά μοιάζει σταθερή, αλλά αν την πλησιάσεις, αν τη δεις πιο διεξοδικά, ρέει και αλλάζει διαρκώς, μετασχηματίζεται, «χαμαιλεοντίζει». Αγαπώ τον ποιητή και θεωρητικό Édouard Glissant από τη Μαρτινίκα, ο οποίος λέει ότι η ταυτότητα είναι στην ουσία ένα φαινόμενο πολυφυλετικής ώσμωσης (creolization). Δεν υπάρχει κάποιο «πρωτότυπο», δεν υπάρχει αυθεντική εμπειρία. Όλα είναι αποτέλεσμα ενός μείγματος, μιας σύνθεσης, ενός υβριδίου. Αυτή η ώσμωση είναι, για εκείνον και για μένα, η πιο αληθινή εκδοχή της ύπαρξης και όχι η αναζήτηση κάποιας «καθαρής», αρχέγονης ταυτότητας, κάτι που η Αμερική εξακολουθεί να λατρεύει. Λατρεύει μια μορφή ουσιοκρατίας. Ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να ορίσουμε τι σημαίνει «Αμερικανο-ασιάτης» γιατί μόλις μπεις στη διαδικασία, αρχίζουν τα προβλήματα. Τι αφορά; Το χρώμα του δέρματος; Υπάρχουν τόσες αποχρώσεις! Τι γίνεται με τους Νοτιοασιάτες; Θα τους καταλαβαίνουμε από το σχήμα των ματιών; Η ουσιοκρατία είναι ένας τεράστιος περιορισμός και νομίζω πως ο Glissant το καταλαβαίνει πολύ σωστά: σημασία έχει τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή, πώς είναι τα πράγματα τώρα. Θα δανειζόμουν ακόμη και την ιδέα του Βίτγκενσταϊν για τη γλώσσα για να μιλήσω για την ταυτότητα: «Το νόημα μιας λέξης είναι η χρήση της». Όχι ό,τι λέει το λεξικό, αλλά ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται από μια κοινότητα, τώρα. Έτσι είναι η γλώσσα: διαρκώς σε κίνηση, όπως ένα ποτάμι, ένας καταρράκτης. Τα λεξικά ενημερώνονται όσον αφορά τη χρήση των λέξεων, δεν κολλάνε σε μια ερμηνεία.
— Τι θα έκανες αν δεν έγραφες; Ο τρόπος που γράφεις είναι σαν να τραβάς φωτογραφίες, σαν να αιχμαλωτίζεις στιγμιότυπα.
Χαίρομαι που το πρόσεξες. Λατρεύω τον φωτογράφο Μπρεσόν, είναι τεράστιος, από την άποψη του decisive moment (αποφασιστική στιγμή) αλλά και της φωτογραφίας δρόμου που, πραγματικά, την επαναπροσδιόρισε. Από μια πιο στατική, τοπιογραφική προσέγγιση που ήταν την έκανε μυώδη, με κίνηση, την έβαλε σε πιο στενούς χώρους. Είμαι κι εγώ φωτογράφος, και ο Μπρεσόν ήταν σημαντική επιρροή για μένα, όπως ο Eggleston αλλά και ο Ουίλιαμ Κρίστενμπερι. Είμαι φίλος και με τον Τόμι Kα, που είναι προστατευόμενος του Κρίστενμπερι. H φωτογραφία μού έμαθε ότι ο τόπος είναι πληροφορία. Ο χώρος είναι ιστορία. Κι αυτό εξηγεί γιατί το μυθιστόρημα ανοίγει με επτά σελίδες περιγραφής τόπου. Είναι σαν φωτογραφικό άλμπουμ. Μόνο τοπία. Μόνο «establishing shots», για να χρησιμοποιήσω κινηματογραφική γλώσσα.
— Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω. Ποια ήταν η μέθοδός σου; Φανταζόσουν τις σκηνές; Έβλεπες μια εικόνα και κρατούσες σημειώσεις; Διαβάζοντάς το, σκεφτόμουν: σίγουρα τράβηξε φωτογραφία και μετά περιέγραψε αυτό που έβλεπε.
Για μένα η φωτογραφία πάει σχεδόν παράλληλα με τη συγγραφή. Τραβάω φωτογραφίες για να διατηρώ μνήμες, λεπτομέρειες. Μερικές φορές ξεχνάς και θέλεις να δεις το punctum (σ.σ. στοιχείο μιας φωτογραφίας που σε «τρυπά», που σε διαπερνά) που δεν είδες πριν. Ήθελα, λοιπόν, να αποτίσω φόρο τιμής σε αυτήν τη μέθοδο. Οι περισσότεροι συγγραφείς που εμπνέονται από φωτογραφίες εστιάζουν στο θέμα: βλέπουν μια φωτογραφία της Νταϊάν Άρμπους και αναρωτιούνται τι θα έλεγε αυτός ο χαρακτήρας. Αλλά εγώ ήθελα να ακολουθήσω τη μέθοδο της φωτογραφίας σε αυτό το βιβλίο, γι’ αυτό πολλά κεφάλαια ξεκινούν με «εισαγωγικά» πλάνα, σαν να είναι φωτογραφικό άλμπουμ ή κινηματογράφος. Πολλά είναι εμπνευσμένα από τον Ταρκόφσκι, από τον Κουροσάβα και τους Επτά Σαμουράι – στην ουσία, στο βιβλίο υπάρχουν επτά βασικοί χαρακτήρες, σαν τους επτά σαμουράι. Οπότε, αυτή η πολυμεσική, εικονοπλαστική δουλειά είναι πάντα βαθιά εμπνευσμένη από το έργο μου. Για μένα, ο Γκόρντον Παρκς είναι ένας ήρωας. Αυτήν τη στιγμή δουλεύω την πρώτη μου φωτογραφική μονογραφία και ο εκδοτικός οίκος Mack Books θέλει να την κυκλοφορήσει. Δεν είμαι ακόμα έτοιμος, θέλω δύο-τρία χρόνια ακόμα, αλλά με ενδιαφέρει πάρα πολύ.

— Πώς βλέπεις τον ρόλο των queer και τρανς συγγραφέων στην Αμερική σήμερα; Πιστεύεις ότι αυτήν τη στιγμή υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ευθύνη ή ίσως κάποιος ιδιαίτερος κίνδυνος όταν μιλάει κανείς ανοιχτά;
Δυστυχώς, ναι. Νομίζω ότι δεν ξέρουμε πλέον ποιος μας παρακολουθεί. Τα πράγματα γίνονται πραγματικά τρομακτικά, με τρόπους που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως. Όλα εξελίσσονται πολύ γρήγορα. Έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι αν με έχουν φακελωμένο κάπου. Από κει που ήμασταν συνηθισμένοι στην ελευθερία του λόγου, ξαφνικά βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα. Και είναι δύσκολο να καταλάβεις πόσο κοντά στον μακαρθισμό έχουμε φτάσει, δεν το συνειδητοποιείς παρά μόνο όταν κάποιος χτυπήσει την πόρτα σου, κάτι που ήδη συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις. Υπάρχει πολύς φόβος, δυστυχώς. Και νομίζω πως πολλοί άνθρωποι κάνουν πίσω, αναθεωρούν και αντί να σκέφτονται «πώς θα πω αυτό που πρέπει να ειπωθεί, πώς θα είμαι ριζοσπαστικός;», σκέφτονται μόνο την επιβίωση, τη μακροπρόθεσμη προοπτική, κι αυτό είναι πραγματικά δύσκολο. Όσο ήμουν στο Όστιν του Τέξας για μια ανάγνωση, στα μια ομάδα μαθητών όλων των φυλών, των φύλων και των σεξουαλικοτήτων, γύρω 17-19, αντί να είναι στο σινεμά ή να ζουν τη ζωή τους σαν παιδιά που είναι, ήταν έξω από το γραφείο του Τεντ Κρουζ, διεκδικώντας το δικαίωμά τους να διαβάζουν λογοτεχνία. Και σκέφτηκα: «Είμαι μετανάστης σ’ αυτήν τη χώρα, ποτέ δεν περίμενα κάτι τέτοιο». Όλη μου η ζωή είναι οι λέξεις, αυτό το αόρατο πράγμα που γίνεται ορατό μέσα από το βιβλίο. Δεν είναι τίποτα χειροπιαστό. Είναι μόνο ιδέες. Και να που τώρα ζω σε μια εποχή που το δικαίωμα στην ανάγνωση απειλείται τόσο πολύ, ώστε τα παιδιά αγωνίζονται για το δικαίωμα στην ανάγνωση, στη φαντασία τους. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Οι οικογένειές μας έφυγαν από ένα κομμουνιστικό καθεστώς, έγιναν πρόσφυγες και ήρθαν σ’ αυτήν τη χώρα ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή, και τώρα βλέπω λευκά Αμερικανόπουλα να παλεύουν για την ελευθερία της λογοτεχνίας. Μου είναι πραγματικά αδιανόητο.
— Στο έργο σου τα σώματα είναι ταυτόχρονα τόποι ομορφιάς και ευαλωτότητας. Πώς διαμορφώνει η πολιτική βία που ασκείται στα τρανς και μη δυαδικά σώματα τον τρόπο που σκέφτεσαι τη γλώσσα; Σε κάποιο σημείο περιγράφεις το σώμα σαν να είναι ναός και σε ένα άλλο σαν κλουβί.
Νομίζω ότι όσο περισσότερο ζω σ’ αυτήν τη χώρα, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιώ πως το να είσαι Αμερικανός σημαίνει να είσαι παγιδευμένος σε μια ελεύθερη χώρα. Είμαστε αναγκασμένοι να διαλέγουμε το μικρότερο κακό κάθε τέσσερα χρόνια, οι φόροι μας καταλήγουν σε εταιρείες που φτιάχνουν βόμβες –χωρίς τη συγκατάθεσή μας–, σε φαρμακοβιομηχανίες, κι εμείς δεν έχουμε πραγματικά λόγο σε αυτό. Οι αντιπρόσωποί μας είναι όλοι αιχμάλωτοι του συστήματος, διεφθαρμένοι. Βλέπουν την πολιτική ως ένα μέσο για να κρατήσουν τη θέση τους. Και μετά έχουμε ανθρώπους που μετά από 20-30 χρόνια στην πολιτική, ξαφνικά εμφανίζουν επαύλεις, γίνονται κτηματομεσίτες. Και αναρωτιέσαι πως στο καλό έγινε αυτό. Τι απέγινε η αμερικανική υπόσχεση της εκπροσώπησης; Είναι πολύ σκοτεινή η κατάσταση, πολύ δύσκολο να την καταλάβεις. Από την άλλη, νομίζω ότι οι queer άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι πάντα έτσι ήταν. Σκέψου τι έζησαν οι ακτιβιστές που ασχολήθηκαν με το AIDS, άνθρωποι σαν τη Nαν Γκόλντιν, τον Peter Hujar, τον David Wojnarowicz, τι πέρασαν την εποχή του Ρέιγκαν, πόσο αγωνίστηκαν για τα δικαιώματά τους. Η αμερικανική τέχνη ήταν πάντα συναρπαστική γιατί πάντα ήταν υπό απειλή. Πάντα αντιμετώπιζε αυτή την αυτοκαταστροφική δύναμη και νομίζω ότι έτσι οδηγηθήκαμε σε ανθρώπους όπως ο Μπόλντουιν, η Mόρισον, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και στους συγγραφείς της γενιάς των Μπιτ. Όλοι αυτοί είναι αντιδραστικοί. Η πιο δυνατή τέχνη είναι η τέχνη της αντίστασης. Όλη αυτή η δημιουργία είναι ενάντια στην εξουσία. Οπότε, για μένα, όλο αυτό είναι ταυτόχρονα κάτι νέο ως προς τον τρόμο που εμπεριέχει, αλλά και απολύτως γνώριμο, έτσι ήταν τα πράγματα από την αρχή σε αυτήν τη χώρα.

— Το να είσαι μετανάστης συχνά σημαίνει να βλέπεις τον κόσμο και ως το «σπίτι» σου και ως κάτι ξένο. Πώς έχει διαμορφώσει αυτό την κατανόησή σου για το ανήκειν;
Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό, γιατί δεν δεσμεύομαι από την προπαγάνδα και τα δόγματα αυτής της χώρας. Αν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ ή αν προέρχεσαι από γενεές προνομιούχων, είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητήσεις αυτούς τους θεσμούς και την εξουσία τους. Σκέφτομαι την ιδέα της Χάνα Έριν για τη διαφορά μεταξύ εξουσίας και αυθεντίας. Λέει, λοιπόν, ότι η εξουσία είναι κινητή και παροδική. Μια επαναστατική ομάδα μπορεί να πάρει την εξουσία από το κράτος, αλλά η αυθεντία δεν μεταβιβάζεται, γιατί εξαρτάται από την Ιστορία και τα αρχεία. Για παράδειγμα, έχω βρεθεί σε μέρη σαν το Γέιλ, και οι καθηγητές τους δεν είναι όλοι κάτι ιδιαίτερο. Υπάρχουν καθηγητές σε κοινοτικά κολέγια που θα μπορούσαν να τους βάλουν κάτω με τις γνώσεις τους. Έτσι, η εξουσία στο Γέιλ χάνει τη δύναμή της. Οπότε για μένα, το πλεονέκτημα του να είσαι από άλλο μέρος, ή να έχεις άλλη κουλτούρα είναι ότι δεν δεσμεύεσαι να βλέπεις τα πάντα σπουδαία. Έχεις μια άλλη οπτική και το προνόμιο να αμφισβητήσεις, κάτι που δεν μπορείς να κάνεις αν λατρεύεις τους θεσμούς. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχεις πραγματική εκπαίδευση, αλλά δογματική διδασκαλία.
— Υπάρχει κάποια εμπειρία από τα χρόνια σου στις ΗΠΑ που εύχεσαι να μην είχες ζήσει;
Πολλές. Νομίζω ότι το πιο επώδυνο είναι να μαθαίνεις ότι ένας φίλος σου πέθανε από υπερβολική δόση. Τώρα είναι κάτι πολύ συνηθισμένο, αλλά τότε, γύρω στο 2003-2004, δεν ήταν καθόλου. Τότε στο Κονέκτικατ η επιδημία με το όπιο ήταν εκτεταμένη, αλλά κανείς δεν την ονομάτιζε. Οι πολιτικοί τα «έπαιρναν», ο κόσμος δεν μιλούσε γι’ αυτό, δεν υπήρχαν ούτε ρεπορτάζ ούτε ειδήσεις. Και ήταν πολύ οδυνηρό, γιατί έχασα φίλους μου που δεν έχουμε ούτε μία φωτογραφία μαζί. Υπάρχουν μόνο μέσα στο μυαλό μου. Γι’ αυτό αναρωτιέμαι: «Ήταν αληθινοί; Έζησαν στ’ αλήθεια; Ή ήταν στη φαντασία μου, απλώς ένας εφιάλτης;». Δεν μπορώ να τους βρω πουθενά, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα ίχνος τους. Είναι τρομερό το πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να εξαφανιστεί τελείως, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Τώρα, με τα social media, είναι διαφορετικά. Οπότε υπάρχει πολύς πόνος και πολλά φαντάσματα στο έργο μου και κάποιες φορές προσπαθώ να τους φέρω πίσω για να τους δω.
— Γίνονται ολοένα περισσότερες συζητήσεις γύρω από την ιδέα ότι η queer λογοτεχνία θα πρέπει να μεταφράζεται μόνο από queer μεταφραστές. Συμφωνείς με αυτή την άποψη;
Καθόλου. Είμαι κατηγορηματικός στο ότι η γλώσσα πρέπει να έρχεται πρώτη, αλλά να χρησιμοποιείται από όλους, queer ή μη. Πρέπει να επιλέγεται ο καλύτερος μεταφραστής, βάσει των ικανοτήτων του. Δεν νομίζω ότι ο ουσιοκρατικός τρόπος σκέψης είναι χρήσιμος, γιατί, ναι, μπορεί ένα queer άτομο να δει άλλες προεκτάσεις σε ένα queer κείμενο, αλλά το κριτήριο πρέπει να είναι πάντα η γλώσσα. Ιδιαίτερα όταν δουλεύεις με άλλη γλώσσα, η κατανόηση του ρυθμού της πρέπει να είναι πάντα προτεραιότητα. Θα ήταν μεγάλη απώλεια αν περιορίζαμε το έργο της μετάφρασης σε όρους ταυτότητας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.