Μετά από αιώνες που πέρασαν υποβρυχίως, 22 τεράστια πέτρινα κομμάτια του αρχαίου Φάρου της Αλεξάνδρειας, ενός από τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου, ανασύρθηκαν από τον βυθό της Μεσογείου, μια σημαντική ανακάλυψη σε μια φιλόδοξη προσπάθεια ψηφιακής ανακατασκευής.
Η αποκατάσταση αποτελεί μέρος του εν εξελίξει έργου “PHAROS”, το οποίο διευθύνει η αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας Isabelle Hairy του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας (CNRS), σε συνεργασία με το Κέντρο Αλεξανδρινών Μελετών της Αιγύπτου (CEAlex) υπό την αιγίδα του Υπουργείου Τουρισμού και Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου. Με την υποστήριξη του Ιδρύματος Dassault Systèmes, το έργο στοχεύει στην εικονική ανασύνθεση του μνημείου με τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας.
Μεταξύ των πρόσφατα ανασκαφέντων ευρημάτων συγκαταλέγονται οι τεράστιοι υπέρθυροι και οι παραστάδες της μνημειώδους εισόδου του φάρου, οι λίθοι, οι πλάκες θεμελίωσης, καθώς και αποσπασματικά λείψανα ενός μέχρι πρότινος άγνωστου πυλώνα. Η πύλη του πυλώνα παρουσιάζει εντυπωσιακό συνδυασμό αιγυπτιακών διακοσμητικών στοιχείων με ελληνικές τεχνικές κατασκευής, αποδεικνύοντας τη πολυπολιτισμική ταυτότητα της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας.

Κάθε ένας από αυτούς τους ογκόλιθους, βάρους έως και 80 τόνων, θα σαρωθεί με λεπτομερώς και στη συνέχεια θα παραδοθεί σε εθελοντές μηχανικούς του Ιδρύματος Dassault Systèmes. Οι ειδικοί αυτοί θα αναλύσουν ψηφιακά και θα επανατοποθετήσουν εικονικά τα κομμάτια, σαν να πρόκειται για ένα τεράστιο αρχαιολογικό παζλ. Η προσπάθειά τους θα οδηγήσει τελικά στη δημιουργία ενός ψηφιακού «δίδυμου» του Φάρου της Αλεξάνδρειας, ώστε ερευνητές και κοινό να μπορούν να τον δουν στην αρχική του μεγαλοπρέπεια και να κατανοήσουν τα αίτια της κατάρρευσής του.

Ο Φάρος, ή Φάρος της Αλεξάνδρειας, κατασκευάστηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. επί βασιλείας του Πτολεμαίου Α’ Σωτήρος. Τον σχεδίασε ο Έλληνας αρχιτέκτονας Σώστρατος ο Κνίδιος (από την Κνίδο της Μικράς Ασίας) και υψωνόταν πάνω από 100 μέτρα στο νησάκι, καθοδηγώντας με ασφάλεια τα πλοία στα επικίνδυνα νερά της Αλεξάνδρειας. Διατήρησε τον τίτλο του ψηλότερου ανθρώπινου κατασκευάσματος για περισσότερα από 1.600 χρόνια, μέχρι που ένας σεισμός το 1303 τον κατέστησε μη λειτουργικό. Τα εναπομείναντα δομικά υλικά του επαναχρησιμοποιήθηκαν από τον σουλτάνο Αλ-Ασράφ Σαΐφ αλ-Ντιν Καΐτ Μπέι για την ανέγερση φρουρίου στο ίδιο σημείο το 1477.
Αν και τα βυθισμένα ερείπια ήταν ορατά ήδη από το 1968, συστηματικές αρχαιολογικές εργασίες ξεκίνησαν το 1994, όταν ο Γάλλος αρχαιολόγος Jean-Yves Empereur ηγήθηκε πλήρους εξερεύνησης. Η ομάδα του κατέγραψε πάνω από 3.300 αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων σφιγγών, οβελίσκων, κιόνων και γρανιτένιων ογκόλιθων. Πάνω από 100 από αυτά τα αρχιτεκτονικά θραύσματα έχουν σαρωθεί ψηφιακά στον βυθό την τελευταία δεκαετία.

Η τρέχουσα αποστολή προσθέτει ένα νέο κεφάλαιο σε αυτή την προσπάθεια. Μιλώντας στη France Télévisions, η σκηνοθέτις Laurence Thiriat, που ετοιμάζει νέο ντοκιμαντέρ 90 λεπτών για την ανάσυρση του φάρου, χαρακτήρισε την επιχείρηση «ένα εξαιρετικό βήμα για την αναβίωση ενός μνημείου που χάθηκε στον χρόνο». Το ντοκιμαντέρ της GEDEON θα προβληθεί το 2025.
Για να συμπληρωθεί η ψηφιακή ανακατασκευή, μια ομάδα ειδικών - ιστορικοί, αρχαιολόγοι, νομισματολόγοι και αρχιτέκτονες - συλλέγει επίσης αρχαίες περιγραφές και απεικονίσεις του φάρου, από επιγραφές και νομίσματα του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ. έως τον 15ο αιώνα μ.Χ. Αυτή η διεπιστημονική μελέτη είναι κρίσιμη για να καλυφθούν τα κενά που άφησαν οι αιώνες φθοράς και διάβρωσης.