ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΟΥ ΟΠΕΚΕΠΕ κοστίζει στην κυβέρνηση και οι δημοσκοπήσεις που έγιναν αυτές τις μέρες κατέδειξαν ότι αυτό επιτείνει τη φθορά της. Πρόσφατη έρευνα της Opinion Poll κατέγραψε ότι το 93% των πολιτών θεωρεί ότι η κυβέρνηση έχει πολιτικές ευθύνες για το σκάνδαλο, ενώ η πλειοψηφία της κοινής γνώμης εμφανίζεται να μην είναι ικανοποιημένη με τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν για την αντιμετώπισή του.
Αυτό αποτυπώνεται στην πρόθεση αλλά και στην εκτίμηση ψήφου, με την καταγραφής μιας τάσης υποχώρησης για τη ΝΔ, την οποία όμως στο Μέγαρο Μαξίμου θεωρούν μικρή και διαχειρίσιμη, παρότι η υπόθεση αυτή δεν έχει κλείσει ακόμα. Υποχώρηση καταγράφουν και τα ποσοστά του Κυριάκου Μητσοτάκη στην καταλληλότητά του ως πρωθυπουργού. Πρώτος στο σχετικό ερώτημα είναι ο «κανένας» με 31%, ακολουθεί ο Κ. Μητσοτάκης με 27,4%, η Ζωή Κωνσταντοπούλου με 9,6%, ο Νίκος Ανδρουλάκης με 7,1%, ο Κυριάκος Βελόπουλος με 6,1% και όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί με ποσοστά από 3% και κάτω.
Το κυβερνητικό αφήγημα περί διαχρονικών παθογενειών δεν περνάει, καθώς οι πολίτες ναι μεν αναγνωρίζουν ότι υπήρχαν και στο παρελθόν απάτες με τις αγροτικές επιδοτήσεις, αλλά το συγκεκριμένο σκάνδαλο το χρεώνουν στη σημερινή κυβέρνηση, η οποία εξελέγη υποσχόμενη ότι θα τελείωνε το πελατειακό κράτος και θα εκσυγχρόνιζε τη διοίκηση.
Το κυβερνητικό αφήγημα περί διαχρονικών παθογενειών δεν περνάει, καθώς οι πολίτες ναι μεν αναγνωρίζουν ότι υπήρχαν και στο παρελθόν απάτες με τις αγροτικές επιδοτήσεις, αλλά το συγκεκριμένο σκάνδαλο το χρεώνουν στη σημερινή κυβέρνηση, η οποία εξελέγη υποσχόμενη ότι θα τελείωνε το πελατειακό κράτος και θα εκσυγχρόνιζε τη διοίκηση. Σοβαρό πρόβλημα υπάρχει και με το θέμα του Μάκη Βορίδη, για του οποίου την εμπλοκή η Ευρωπαία εισαγγελέας έχει καταθέσει στοιχεία στη Βουλή, ενώ εκείνος εμφανίζεται σχεδόν βέβαιος ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ δεν θα ψηφίσει προανακριτική σε βάρος του. Στο Μέγαρο Μαξίμου, όμως, αντιλαμβάνονται ότι αυτό θα προκαλούσε νέες αρνητικές συνέπειες στην κοινή γνώμη καθώς και νέες κατηγορίες για συγκάλυψη.
Προσπάθεια αλλαγής ατζέντας
Η κυβέρνηση προσπαθούσε εναγωνίως το προηγούμενο διάστημα να αλλάξει την ατζέντα της επικαιρότητας, στην οποία κυριαρχούσαν οι ειδήσεις για το κύκλωμα που έστηνε τις απάτες για τις αγροτικές επιδοτήσεις, χωρίς να τα καταφέρνει. Την πολιτική επικαιρότητα μονοπωλούσαν οι προανακριτικές για τους υπουργούς της και οι αποκαλύψεις για τον ΟΠΕΚΕΠΕ που έμοιαζαν να μην έχουν τέλος. Γι’ αυτό και τους ξάφνιασε θετικά η επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος άνοιξε μόνος του το θέμα του δημοψηφίσματος και των πρακτικών της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών πριν από δέκα χρόνια, τότε που το «όχι» του δημοψηφίσματος στο 3ο μνημόνιο έγινε «ναι».
Στην πραγματικότητα, η ΝΔ είχε προσπαθήσει να κάνει το ίδιο με αφορμή τη σχετική επέτειο, προκειμένου να προβάλει το αφήγημά της και να αλλάξει θέμα, αλλά χωρίς επιτυχία. Το κατάφερε όμως ο Αλέξης Τσίπρας αυτό, φέρνοντας το θέμα στην επικαιρότητα μαζί με τις παλιές έριδες, σε μια προσπάθειά του να επανέλθει, σβήνοντας τις γκρίζες σελίδες του πολιτικού του βίου.
Γιατί επανέφερε το θέμα του δημοψηφίσματος του 2015 ο Τσίπρας

Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι η αριστερά ως πολιτική πρωταγωνίστρια στη διεκδίκηση της εξουσίας έχει τελειώσει στην Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό προσπαθεί να χτίσει ένα πολιτικό προφίλ πιο κεντρώο, καθώς τον ενδιαφέρει ο κεντροαριστερός χώρος και όχι η αριστερά, η οποία θεωρεί ότι δεν μπορεί να τον ξαναφέρει στην εξουσία και τη βλέπει μόνο ως συμπλήρωμα.
Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που έχει υπ’ όψιν του, οι πολίτες θεωρούν πως το πιο μελανό σημείο απ’ όλα τα αρνητικά της διακυβέρνησής του ήταν το δημοψήφισμα και η διαχείρισή του. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας θεωρεί ότι είναι το πρώτο που πρέπει να διορθώσει, επιχειρώντας να πλασάρει ένα νέο αφήγημα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αρνηθεί τα πραγματικά γεγονότα.
Η απόπειρα αυτή μοιάζει περισσότερο με απολογία στους υποστηρικτές του «ναι», παρά ως δικαιολογία σε εκείνους που τότε ψήφισαν «όχι». Το αφήγημα που προωθεί είναι ότι ποτέ δεν έθεσε σε κίνδυνο την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. και ότι το «όχι» δεν ήταν όχι σε ένα 3ο μνημόνιο αλλά στο συγκεκριμένο 3ο μνημόνιο και όχι σε αυτό που τελικά ψηφίστηκε και ήταν μια παραλλαγή του. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, ο Τσίπρας προσπαθεί να πείσει ότι ποτέ δεν έκανε κωλοτούμπα γιατί όλα αυτά έγιναν επειδή ήθελε ένα καλύτερο μνημόνιο, το οποίο δεν αποκαλούσε καν έτσι τότε, για να φαίνεται ότι ήταν κάτι άλλο.
Αγνοούν, ωστόσο, όσοι κάνουν αυτές τις αναλύσεις ότι η κοινή γνώμη βλέπει αρνητικά εκείνη την περίοδο για διαφορετικούς λόγους, ανάλογα με το σε ποια πλευρά ήταν τότε. Όσοι υποστήριζαν το «ναι», θεωρούν ότι έβαλε τη χώρα σε μια μεγάλη και αχρείαστη περιπέτεια, ενώ πολλοί από τους υποστηρικτές του «όχι» θεωρούν ότι ακύρωσε αντιδημοκρατικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αφού έφερε τελικά ένα τρίτο μνημόνιο, αψηφώντας την εντολή της κάλπης.
Δεν είναι τυχαίο ότι η δημοσκοπική κάθοδος (που δεν σταμάτησε ποτέ έκτοτε) για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα ξεκίνησε αμέσως μετά την ψήφιση του 3ου μνημονίου, το οποίο πέρασε με τη βοήθεια της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, καθώς πολλοί βουλευτές του αρνήθηκαν να το ψηφίσουν και δεν διέθετε την πλειοψηφία γι’ αυτό. Ούτε και τη λαϊκή νομιμοποίηση διέθετε, σύμφωνα με όσους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αποχώρησαν, επειδή είχαν εκλεγεί με άλλο πρόγραμμα. Στις δεύτερες εκλογές του 2015 βγήκε ξανά πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ήταν μια πύρρειος νίκη με τεράστιες απώλειες εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων που τον εγκατέλειψαν, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους.
Η αναβίωση της περιόδου αυτής ήταν ένα ανέλπιστο επικοινωνιακό δώρο για τη ΝΔ που πάλευε να σπάσει τη μονοθεματική επικαιρότητα γύρω από τα σκάνδαλα και τις προανακριτικές και μια ευκαιρία για να συσπειρώσει ξανά τη βάση των ψηφοφόρων της, με την οποία έχει αρκετά προβλήματα και δυσκολίες τελευταία.
Θα κάνει, τελικά, κόμμα ο Τσίπρας;
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι γνωστό ότι ασχολείται μόνο με την επιδιόρθωση του δικού του πολιτικού προφίλ και όχι με την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ που καταρρέει εδώ και αρκετό καιρό. Παρότι παραμένει βουλευτής του, δεν έχει σχεδόν καμία ιδιαίτερη δραστηριότητα στη Βουλή ούτε έχει τοποθετηθεί ουσιαστικά πάνω στα μεγάλα ζητήματα, όπως είναι η υπόθεση των Τεμπών (όπου ελέγχεται και η δική του διακυβέρνηση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία) ή τώρα με την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Συνομιλητές του αναφέρουν ότι θέλει να επιστρέψει, όχι όμως για να ξαναχάσει από τη ΝΔ, ούτε αν δεν έχουν προηγουμένως υποχωρήσει οι αρνητικές γνώμες για το δημοψήφισμα και το 3ο μνημόνιο. Για να επιστρέψει, θέτει ως προϋπόθεση να τον καλέσουν κάποιοι από τα κόμματα της πολυδιασπασμένης αριστεράς και το ΠΑΣΟΚ, για να ηγηθεί ενός «μετώπου». Για την ώρα, διαπιστώνει όμως ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, γιατί το ΠΑΣΟΚ (πέρα από κάποιους λίγους με τους οποίους είναι σε επαφή) εξακολουθεί να μη συζητά καν τέτοια σενάρια, ενώ και οι δημοσκοπήσεις που έχει υπ’ όψιν του δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Η φθορά της κυβέρνησης, ωστόσο, είναι μια αντικειμενικά θετική συγκυρία, όπως και οι αντιπαλότητες που έχουν προκύψει με επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν επιθυμούν τη διατήρηση της παντοκρατορίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και ενθαρρύνουν όποιον θα μπορούσε να την πολιορκήσει.
Η κινητικότητα στο πολιτικό παρασκήνιο παραμένει έντονη, αλλά δεν υπάρχουν πολλοί κατάλληλοι και πρόθυμοι για να αναλάβουν πρωτοβουλίες, ενώ παρατηρείται και μια μεγάλη διστακτικότητα, όταν τα σενάρια που κυκλοφορούν αναζητούν τους πρωταγωνιστές τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO