ME TH ΝΕΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ του σε εκδήλωση του ινστιτούτου του ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να παρουσιάσει μια ανανεωμένη εικόνα ενός πιο ώριμου πολιτικού, την οποία προσπαθεί να χτίσει στο πλαίσιο της στρατηγικής του πολιτικού μάρκετινγκ που ακολουθεί, βάσει και των συμβουλών που δέχθηκε από διεθνείς εταιρείες επικοινωνίας μετά την αποχώρησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και τη συντριπτική ήττα των εκλογών του 2023.
Περιμένοντας την κατάλληλη χρονική στιγμή και προσδοκώντας άλλη μία πολιτική ευκαιρία, ο Αλέξης Τσίπρας εργάζεται, εδώ και έναν χρόνο σχεδόν, για να αποστασιοποιηθεί από το αρνητικό παρελθόν και να διευρύνει την απήχησή του, αναδιαμορφώνοντας το δημόσιο προφίλ του.Τους τελευταίους μήνες επιχειρεί να δημιουργήσει μια εικόνα ενός πολιτικού πιο μετριοπαθούς, πιο ώριμου, πιο διαβασμένου και πιο σοσιαλδημοκράτη. Με την τελευταία ομιλία του επιχείρησε να πλασάρει ένα πατριωτικό προφίλ, πιθανόν λαμβάνοντας υπόψη του τις δημοσκοπήσεις και τις πολιτικές τάσεις.
Αυτή την περίοδο υπάρχουν αρκετοί συστημικοί παράγοντες που θα έβλεπαν θετικά μια επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα, στο ίδιο το κυβερνητικό στρατόπεδο υπάρχουν αρκετοί (όχι όλοι) που θεωρούν ότι η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα είναι η μόνη λύση για να συσπειρωθεί ξανά η ΝΔ και να επιστρέψουν μερικοί από τους χαμένους ψηφοφόρους, τουλάχιστον αυτό το 5% που κυνηγάει για τις επόμενες εκλογές.
Είναι προφανές ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει καμία διαφορετική πολιτική πρόταση να παρουσιάσει, πέρα απ’ όσες υπάρχουν ήδη και κυκλοφορούν. Μιλάει για ένα «όραμα» που αδυνατεί να περιγράψει και περιορίζεται για άλλη μια φορά απλώς στο «να φύγουν οι άλλοι για να (ξανά)έρθουμε εμείς»
Από την άλλη, η ξαφνική και μεγάλη άνοδος της δημοτικότητας της Ζωής Κωνσταντοπούλου τρόμαξε αρκετούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες που φοβήθηκαν μήπως καλύψει εκείνη το υπαρκτό κενό στην αντιπολίτευση. Γι’ αυτό και το τελευταίο διάστημα προωθείται από συγκεκριμένους συστημικούς παίκτες, όχι τυχαία, το «μήπως να ξαναδοκιμάζαμε με τον Τσίπρα», τον οποίο θεωρούν συνεννοήσιμο.
Και, φυσικά, στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Αριστερά, πολλοί που βλέπουν καθαρά πλέον τον κίνδυνο να μην ξαναβρεθούν στα έδρανα της Βουλής, υποστηρίζουν μια επιστροφή Τσίπρα προκειμένου να επιτευχθεί κάποια συσπείρωση δυνάμεων που έχουν διασκορπιστεί και η οποία ίσως εξασφαλίσει την πολιτική επιβίωσή τους.
Ήταν όμως ένας αλλαγμένος και πιο ώριμος Τσίπρας αυτός που είδαμε στην τελευταία ομιλία του; Είχε κάτι καινούργιο να προτείνει; Πέρα από κάποιες ευχές και γενικόλογες προτάσεις, η ομιλία του ήταν αρκετά ξύλινη και γεμάτη κοινοτοπίες, μιλώντας έτσι γενικά για «ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό κύμα που θα συνενώσει αποτελεσματικά τα πολύχρωμα κινήματα αντίστασης και με πυξίδα τις ανάγκες της πατρίδας θα δώσει κίνητρο, έμπνευση, εναλλακτική στους κουρασμένους πολίτες» και για έναν «νέο πατριωτισμό στην Ελλάδα που θα συναντηθεί με αντίστοιχα κινήματα στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον κόσμο, γιατί θα συγκροτείται στη βάση της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και του ουμανισμού». Φράσεις που ουσιαστικά δεν λένε τίποτα και θα μπορούσε να τις πει κάθε συστημικός πολιτικός, χωρίς να διαφωνεί κανένας.
Είναι προφανές ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει καμία διαφορετική πολιτική πρόταση να παρουσιάσει, πέρα απ’ όσες υπάρχουν ήδη και κυκλοφορούν. Μιλάει για ένα «όραμα» που αδυνατεί να περιγράψει και περιορίζεται για άλλη μια φορά απλώς στο «να φύγουν οι άλλοι για να (ξανά)έρθουμε εμείς». Και φυσικά δεν υπάρχει όχι απλώς καμία εγγύηση αλλά ούτε καν ένδειξη ότι αυτήν τη φορά θα μπορούσε να είναι αλλιώς ή ότι έχει διδαχθεί από τα λάθη του.
Πώς μπορεί να πείσει όμως ότι δεν θα επαναλάβει τα ίδια λάθη, όταν ακόμα και τώρα αρνείται να τα παραδεχθεί; Τα μόνα ίσως που εμμέσως έχει παραδεχτεί είναι οι χειρισμοί του στην υπόθεση της Novartis και των τηλεοπτικών αδειών, αλλά κι αυτό έμοιαζε περισσότερο με διαπιστευτήρια σε ένα σύστημα του οποίου θέλει να κερδίσει την εμπιστοσύνη, παρά με απολογία στον κόσμο που ένιωσε προδομένος από τις πολιτικές που ακολούθησε όταν είχε την εξουσία.
Η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα έγινε λίγες μόλις ημέρες μετά την απόφαση του εφετείου για το Μάτι, για το οποίο δεν ζήτησε ποτέ μια πραγματική συγγνώμη. Μίλησε για συγκάλυψη στα Τέμπη, ενώ και στο Μάτι αποδεδειγμένα επιχειρήθηκε συγκάλυψη και πολλοί απ’ όσους είχαν ευθύνη δεν λογοδότησαν ποτέ.
Επιμένει να παρουσιάζει τη Συμφωνία των Πρεσπών ως δική του πρωτοβουλία ειρήνης, όταν όλοι γνωρίζουν ότι ήταν απαίτηση του ΝΑΤΟ και δεχόταν πιέσεις από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Επιμένει να αποκαλεί ακροδεξιούς εθνικιστές όσους διαφωνούσαν με τη συμφωνία αυτή και ταυτόχρονα προσπαθεί να εμφανιστεί ως νέος Ανδρέας Παπανδρέου, αν και τις θέσεις του στα εθνικά και ειδικά στο θέμα της Μακεδονίας τις θεωρεί επίσης εθνικιστικές.
Το μόνο καινούργιο στοιχείο στην τελευταία εμφάνισή του ήταν, παρ’ όλα αυτά, η έντονη ρητορική περί πατριωτισμού, παρότι ο Τσίπρας ήταν ο μόνος «μνημονιακός» πρωθυπουργός που υποχώρησε στις πιέσεις των δανειστών για τη δημιουργία του Υπερταμείου και την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια. Το Υπερταμείο το είχαν αρνηθεί και ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς και ο Λουκάς Παπαδήμος.
Ο Αλέξης Τσίπρας εξακολουθεί να κατηγορεί με ευκολία ως ακροδεξιούς πολλούς πολιτικούς ακόμα και με πιο μετριοπαθείς θέσεις από εκείνους που επέλεξε το 2015 ως κυβερνητικούς εταίρους και αυτή δεν είναι η μόνη αντίφαση του. Επίσης, έχει καταγγείλει πολλές φορές την κυβέρνηση Μητσοτάκη για pushback, ενώ πριν από λίγο καιρό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε τη χώρα μας για πρώτη φορά και η καταδίκη αφορούσε pushback που έγινε την περίοδο που ήταν εκείνος πρωθυπουργός. Αλλά για την υπόθεση αυτή δεν βρήκε να πει ούτε μία κουβέντα, παρότι πρόκειται για την πρώτη επίσημη καταδίκη.
Ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να επιστρέψει ως προϊόν πολιτικού μάρκετινγκ, μιλώντας για ένα όραμα που δεν έχει και δεν μπορεί καν να περιγράψει. Παρουσιάζεται ως μεταμελημένος, χωρίς να παραδέχεται τα λάθη του και χωρίς να έχει μία συγγνώμη προς εκείνους που τους την οφείλει.
«Παραμέρισε» πριν από δύο χρόνια, μετά την οδυνηρή τρίτη ήττα του από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όταν κατάλαβε ότι η καθοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αναστρέψιμη. Άφησε τους υπόλοιπους να διαχειριστούν έναν σχεδόν διαλυμένο ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα ναρκοθέτησε τη διαδικασία της διαδοχής του, συμβάλλοντας στην επιτάχυνση της πορείας προς το 5%, αλλά μένοντας έξω από το κάδρο της απόδοσης ευθυνών. Εντός του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει δυσαρέσκεια και κριτική, αλλά αυτή δεν βγαίνει προς τα έξω, καθώς όσοι έχουν απομείνει θέλουν να επιβιώσουν πολιτικά και ελπίζουν ότι αυτό τουλάχιστον ο Τσίπρας ίσως μπορεί ακόμα να τους το προσφέρει. Η επιστροφή του ως ενός άλλου πολιτικού με πιο διευρυμένη απήχηση από αυτή που είχε δεν στηρίζεται σε καμία ρεαλιστική εκτίμηση. Στην Ελλάδα, άλλωστε, η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων είναι άνω των 50 ετών, άρα θυμούνται καλά πώς κυβέρνησε το διάστημα 2015-2019 και, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, δεν φαίνεται να νοσταλγούν την περίοδο αυτή.