ΟΣΟΙ ΣΥΖΗΤΑΝΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ, λένε πως ο Αλέξης Τσίπρας προετοιμάζει σταθερά και με συγκεκριμένο πρόγραμμα την επάνοδό του στην ενεργό πολιτική και ότι αυτό θα γίνει σχετικά σύντομα. Κάποιοι προσδιορίζουν το φθινόπωρο ή τις αρχές του χειμώνα ως χρόνο εκδήλωσης των προθέσεών του. Και η αλήθεια είναι πως ακόμα και αν δεν μιλάει κάποιος κατ’ ιδίαν με τον πρώην πρωθυπουργό, είναι φανερό πως ο Αλ. Τσίπρας όχι απλώς δεν έχει σκοπό να βγει σε σύνταξη αλλά διακαής του πόθος είναι η επιστροφή σε έναν ρόλο ο οποίος θα ξεπερνάει κατά πολύ αυτόν του απλού, έστω ανενεργού βουλευτή τον οποίο έχει σήμερα. Όλες οι πολιτικές κινήσεις που ακολούθησαν την αναγκαστική αποχώρησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογική ήττα δείχνουν πως προσπαθεί με κάθε τρόπο να μην τον ξεχάσουμε. Ταξίδια στο εξωτερικό, ομιλίες σε πανεπιστήμια, ομώνυμο ίδρυμα που διοργανώνει εκδηλώσεις και παρεμβάσεις, κάποιες σποραδικές δηλώσεις σε κάποια ζητήματα της επικαιρότητας, όλα αυτά δείχνουν ότι ο Αλ. Τσίπρας θέλει να επιστρέψει, αλλά οι φιλοδοξίες του ξεπερνούν αυτές ενός πρώην προέδρου κόμματος που θέλει να πάρει την ρεβάνς (από τους εσωκομματικούς αντιπάλους) και να επιστρέψει στο ίδιο κόμμα· θέλει πολύ περισσότερα.
Ζωτικός χώρος υπάρχει, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν τον Αλ. Τσίπρα ως τον πλέον κατάλληλο για να ηγηθεί ενός φορέα που θα τον καλύψει.
Για τον στόχο του δεν θα γράψουμε κάτι που αποτελεί κάποια πρωτοτυπία, άλλωστε έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί χιλιάδες λέξεις για τις φιλοδοξίες και τα σχέδιά του. Θέλει να δημιουργήσει έναν πολιτικό φορέα ο οποίος θα κινείται στον κεντροαριστερό χώρο και αφενός θα στεγάσει ένα μεγάλο μέρος των κομματικών υπολειμμάτων που έχει αφήσει ο άλλοτε κραταιός ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου να προσελκύσει στελέχη και ψηφοφόρους από τον σοσιαλιστικό χώρο οι οποίοι δεν βρίσκουν την εκπροσώπηση που θέλουν στον σημερινό ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρό του. Αν ένας τέτοιος νέος φορέας καταφέρει να προσεγγίσει και καθαρά κεντρώους ψηφοφόρους (από τον μεσαίο χώρο, όπως έχει χαρακτηριστεί) ή ακόμα και δυσαρεστημένους από την κυβέρνηση δεξιούς (ένα μέρος των οποίων είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και το μακρινό 2015), ακόμα καλύτερα. Με άλλα λόγια, η προσδοκία του Τσίπρα είναι να ηγηθεί ενός σχηματισμού που θα έχει το δικό του όνομα (και όχι αυτό του πολιτικά φθαρμένου ΣΥΡΙΖΑ) και τη δική του ξεχωριστή παρουσία, η οποία θα αποτελεί την εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι σε αυτήν της ΝΔ και του Κ. Μητσοτάκη.
Είναι αναμφισβήτητο ότι ζωτικός χώρος για κάτι τέτοιο υπάρχει, το κενό είναι μεγάλο και όλα δείχνουν πως δεν είναι πολλές οι πιθανότητες –το αντίθετο, μάλιστα– να καλυφθεί από ένα από τα υπάρχοντα κόμματα της κεντροαριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι έχει ένα ταβάνι στις δυνατότητές του και μοιάζει εντυπωσιακά δύσκολο να πλησιάσει ποσοστά κόμματος εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ που έχει απομείνει παιδεύεται χωρίς επιτυχία να πείσει πως έχει τις προϋποθέσεις να ανακτήσει την παλιά μεγάλη επιρροή του στην κοινωνία και, από κει και πέρα, τα ποσοστά που συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις το κόμμα της κ. Κωνσταντοπούλου, το οποίο φαίνεται να παγιώνεται στη δεύτερη θέση, επιβεβαιώνει όσους νιώθουν απελπισία βλέποντας ότι ένα προσωποπαγές κόμμα χωρίς πρόγραμμα και θέσεις, αλλά με συναισθηματικές προσεγγίσεις της πολιτικής και μεγάλες δόσεις λαϊκισμού είναι ικανό να συγκινήσει και σήμερα πολιτικά μεγάλο τμήμα της κοινωνίας.
Ζωτικός χώρος υπάρχει, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν τον Αλ. Τσίπρα ως τον πλέον κατάλληλο για να ηγηθεί ενός φορέα που θα τον καλύψει. Μια πολύ πρόσφατη δημοσκόπηση (Alco, 6 Ιουνίου) δείχνει ότι μόνο το 27% των πολιτών βλέπει θετικά το ενδεχόμενο επανενεργοποίησης του Αλ. Τσίπρα, ενώ το 64% έχει αντίθετη άποψη (το 9% δεν ξέρει ή δεν απαντά). Οι πιο δεκτικοί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι, φυσικά, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ (66%), ενώ ψηφοφόροι κομμάτων τα οποία θα φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει το κόμμα Τσίπρα δεν δείχνουν τόσο θετικοί (υπέρ 28% ΠΑΣΟΚ, 12% ΜέΡΑ25). Σε μεγάλο βαθμό η σχετικά μικρή αποδοχή του ενδεχόμενου επανενεργοποίησης του πρώην πρωθυπουργού συνδέεται όχι μόνο με την περίοδο διακυβέρνησης 2015-2019 αλλά κυρίως με την έλλειψη διάθεσης του ίδιου αλλά και συνολικά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει αυτοκριτική και να αναφέρει ένα στοιχειώδες mea culpa.
Φυσικά, στην πολιτική είναι όλα ρευστά και το ενδεχόμενο ενός κόμματος από τον Αλ. Τσίπρα ίσως δημιουργούσε μια δυναμική η οποία δεν μπορεί να καταγραφεί στις δημοσκοπήσεις ή ακόμα και να ψηφιστεί από ανθρώπους οι οποίοι θα το έβλεπαν ως αναγκαστική επιλογή για να μην επανεκλεγεί η ΝΔ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.