ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΑΞΙΜΟΥ επιχειρούν να αξιοποιήσουν πολιτικά και επικοινωνιακά τις πρόσφατες συμφωνίες που ανακοινώθηκαν στο Διατλαντικό Φόρουμ για την Ενέργεια, μέσα από τις οποίες η Ελλάδα αποκτά κεντρικό ρόλο στο αμερικανικό σχέδιο αντικατάστασης του ρωσικού αερίου με αμερικανικό LNG στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Παρότι η συνέχιση της χρήσης ορυκτών καυσίμων επιβαρύνει το περιβάλλον και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι τιμές θα μειωθούν, η γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας θεωρείται σημαντικό κέρδος – ένα αφήγημα που το κυβερνητικό επιτελείο θέλει να αναδείξει για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι χρειάζεται οπωσδήποτε μία επιτυχία μετά από μια περίοδο διαρκούς αρνητικής δημοσιότητας (κυρίως λόγω Τεμπών και ΟΠΕΚΕΠΕ). Ο δεύτερος, για να απαντήσει στην κριτική που δέχεται εδώ και καιρό για την εξωτερική πολιτική (από καραμανλικούς, σαμαρικούς και αντιπολίτευση), σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση θεωρείται υπερβολικά δεδομένη για τις ΗΠΑ ώστε να την υπολογίζουν. Και ο τρίτος, για να ανακόψει όσους κινούνται προς τα δεξιά της ή και να «επαναπατρίσει» ορισμένους δεξιούς ψηφοφόρους που απομακρύνθηκαν. Το Μέγαρο Μαξίμου εντάσσει τις συμφωνίες για το φυσικό αέριο στο πατριωτικό αφήγημα που καλλιεργεί, προκειμένου να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του δεξιού χώρου και να περιορίσει τις διαρροές προς τα δεξιά, ενώ ταυτόχρονα θεωρούν ότι έτσι αποδυναμώνουν τα επιχειρήματα του Αντώνη Σαμαρά.
Όσο το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό παραμένει εγκλωβισμένο σε αντιπαραθέσεις, προσωπικές κόντρες και παλιά μέτωπα που ξανανοίγουν, το αποτέλεσμα θα είναι ένας δημόσιος διάλογος που περισσότερο ανακυκλώνει το παρελθόν παρά σχεδιάζει το μέλλον.
Ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, με τη συνέντευξη που έδωσε την περασμένη Κυριακή, ξεκαθάρισε τις προθέσεις του απέναντι στον νυν πρωθυπουργό, καθιστώντας σαφές ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να τα βρουν. Κατά τα άλλα, κάτι καινούργιο δεν είπε. Όσα ανέφερε ήταν οι γνωστές θέσεις του που έχει διατυπώσει πολλές φορές τελευταία, ενώ δεν απάντησε για το αν σκοπεύει να ηγηθεί κάποιου νέου κόμματος, όπως έχει κληθεί δημοσίως από πρόσωπα που πριν από λίγο καιρό υπέγραψαν και μια σχετική διακήρυξη. Ο κ. Σαμαράς εξέφρασε ωστόσο για πρώτη φορά την ενόχλησή του για τη διαγραφή του από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον οποίο, όπως είπε, είχε στηρίξει για να γίνει πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, και αναφέρθηκε στον αρνητικό ρόλο της πρώην καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ όταν ήταν πρωθυπουργός, υποστηρίζοντας ότι «πλήρωσε» και την ανακίνηση του εκκρεμούς ζητήματος των γερμανικών οφειλών. Παράλληλα, κατηγόρησε τη «συμμαχία» Τσίπρα, Καμμένου και Χρυσής Αυγής, που –όπως είπε– έβαλε εμπόδια στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας το 2014, οδηγώντας στην πτώση της κυβέρνησής του. Αντίστοιχες κατηγορίες αναμένονται και από τον Αλέξη Τσίπρα το επόμενο διάστημα για τον Αντώνη Σαμαρά, με αφορμή όσα έχει γράψει γι’ αυτόν στο βιβλίο του, το οποίο αυτές τις ημέρες διαφημίζει καθημερινά με κάθε τρόπο.
Από όσα έχουν γίνει γνωστά, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα καταφέρεται μόνο εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων στο βιβλίο του αλλά θα υπάρχουν σοβαρές αιχμές και για πρώην συντρόφους του. Εδώ εντοπίζεται άλλη μία αντίφαση του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος θεωρούσε «βαρίδιο», πριν παραιτηθεί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, τον πρώην υπουργό Οικονομικών, της κυβέρνησής του, Ευκλείδη Τσακαλώτο, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί την οικονομία που παρέδωσε η κυβέρνησή του ως ένα από τα βασικά επιτεύγματα του (το άλλο θεωρεί ότι είναι η Συμφωνία των Πρεσπών). Η κυκλοφορία του βιβλίου αναμένεται να αναμοχλεύσει παλαιά πάθη τόσο μεταξύ αντιπάλων όσο και μεταξύ (πρώην) πολιτικών φίλων.
Έτσι, την ώρα που η χώρα επείγεται να προχωρήσει μπροστά, προκειμένου να καλύψει το έδαφος που χάθηκε στην κρίση και να μειώσει το χάσμα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο πολιτικός κόσμος εξακολουθεί να ασχολείται με τους ανοιχτούς λογαριασμούς του 2015. Σε μια γερασμένη χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η πλειονότητα όσων ψηφίζουν είναι άνω των 50 ετών, το 2015 μπορεί να μοιάζει «σαν χθες». Στην πραγματικότητα, όμως, τα δέκα χρόνια που μας χωρίζουν από τότε αποτελούν ένα πολύ μεγάλο διάστημα και για τους νέους ανθρώπους εκείνη η εποχή μοιάζει πολύ μακρινή – αποτελεί σχεδόν ιστορία.
Οι νέοι παίκτες που ετοιμάζονται να μπουν στο πολιτικό γήπεδο είναι ήδη παλιοί και «τραυματισμένοι». Αντί να προτείνουν λύσεις για τα σύγχρονα προβλήματα, ασχολούνται με το παρελθόν και ό,τι τους στοιχειώνει. Γνωστός πολιτικός επιστήμονας, μιλώντας στη LiFO, ανέφερε ότι το επάγγελμα του πολιτικού στην Ελλάδα παραμένει ένα από τα πιο «κλειστά», γι’ αυτό και είναι τόσο δύσκολο να αναδυθεί κάτι πραγματικά καινούργιο έξω από τους κομματικούς μηχανισμούς και τις πολιτικές οικογένειες.
Η Μαρία Καρυστιανού πήρε αυτές τις μέρες μια γεύση από το πόσο αδυσώπητο μπορεί να γίνει το πολιτικό παιχνίδι για όσους δεν ανήκουν στους παραδοσιακούς μηχανισμούς, δεχόμενη χτυπήματα ακόμη και κάτω από τη μέση. Η ίδια έχει διαψεύσει ότι σκοπεύει να δημιουργήσει κάποιο κόμμα, ωστόσο της το έχουν προτείνει πολλοί λόγω της υψηλής δημοτικότητας και αναγνωρισιμότητας που έχει αποκτήσει και ίσως κάποια στιγμή να το σκέφτηκε αν πρέπει ή αν μπορεί να το κάνει. Προτάσεις, όμως, είχε και από ήδη υπάρχοντα κόμματα της αντιπολίτευσης, τις οποίες αρνήθηκε. Όλα αυτά ήταν αναμενόμενα: τόσο η προσπάθεια μέρους της αντιπολίτευσης να την ενσωματώσει όσο και η προσπάθεια πολιτικών τυχοδιωκτών να τη χρησιμοποιήσουν ως όχημα για την είσοδό τους στο πολιτικό παιχνίδι. Εξίσου αναμενόμενη ήταν και η αντίδραση όσων τη θεωρούν απειλή.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν τον εγκλωβισμό του πολιτικού συστήματος που, όπως όλα δείχνουν, θα εκφραστεί και στις επόμενες εκλογές. Όσο το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό παραμένει εγκλωβισμένο σε αντιπαραθέσεις, προσωπικές κόντρες και παλιά μέτωπα που ξανανοίγουν, το αποτέλεσμα θα είναι ένας δημόσιος διάλογος που περισσότερο ανακυκλώνει το παρελθόν παρά σχεδιάζει το μέλλον.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO