Το θέμα της ελευθερίας του λόγου επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα.
Η Lucy Connolly, μια 41χρονη νταντά από την Κεντρική Αγγλία, βρίσκεται στη φυλακή, για λόγους ελευθερίας του λόγου, εδώ και πάνω από 330 ημέρες εξαιτίας ενός μηνύματος που δημοσίευσε στην πλατφόρμα X (πρώην Twitter). Το περασμένο καλοκαίρι, όταν έγινε γνωστή η φρικιαστική δολοφονία τριών ανήλικων κοριτσιών σε εργαστήρι χορού στο Southport, ξέσπασε ένας χείμαρρος παραπληροφόρησης. Κυκλοφόρησαν ψευδείς φήμες ότι ο δράστης ήταν μουσουλμάνος αιτών άσυλο - ενώ στην πραγματικότητα είχε γεννηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο από χριστιανούς μετανάστες από τη Ρουάντα.
Σε μια στιγμή οργής, η Connolly, μητέρα ενός 12χρονου κοριτσιού και σύζυγος τότε δημοτικού συμβούλου των Συντηρητικών, ανήρτησε ένα tweet που ζητούσε μαζικές απελάσεις και ανέφερε χαρακτηριστικά: «Αν αυτό με κάνει ρατσίστρια, ας είναι». Παρόλο που το διέγραψε λίγες ώρες αργότερα, η ανάρτηση είχε ήδη διαμοιραστεί εκατοντάδες φορές. Τις επόμενες ημέρες, ξέσπασαν ταραχές, με διαδηλωτές να προσπαθούν να πυρπολήσουν ξενοδοχεία που φιλοξενούσαν πρόσφυγες. Η Connolly καταδικάστηκε σε 31 μήνες φυλάκισης για «δημοσίευση υλικού με πρόθεση πρόκλησης ρατσιστικού μίσους». Η έφεσή της απορρίφθηκε, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις - πολλοί σημειώνουν ότι η ποινή της ήταν βαρύτερη από εκείνη ατόμων που καταδικάστηκαν για καταστροφές ή ακόμη και σεξουαλικά εγκλήματα.
Η υπόθεση της Connolly έχει μετατραπεί σε σύμβολο μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής συζήτησης για το πού σταματά η ελευθερία της έκφρασης και πού αρχίζει η ποινική ευθύνη για τον λόγο. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το Σύνταγμα προστατεύει ακόμα και τον λόγο μίσους υπό την Πρώτη Τροπολογία, οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες - πληγωμένες ιστορικά από τον φασισμό και τον αντισημιτισμό - έχουν υιοθετήσει ένα πιο αυστηρό πλαίσιο. Ο νόμος στην Ευρώπη επιτρέπει την ποινικοποίηση της «ρητορικής μίσους», ακόμη κι αν αυτή δεν εμπεριέχει άμεση υποκίνηση σε βία.
Στη Γερμανία, πολίτης καταδικάστηκε επειδή δημοσίευσε φωτομοντάζ της υπουργού Εσωτερικών με ένα πλακάτ που έγραφε «Μισώ την ελευθερία λόγου». Στη Γαλλία, γυναίκα συνελήφθη επειδή ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο στον πρόεδρο Μακρόν - τελικά αθωώθηκε. Στη Βρετανία, πολίτες καταγράφονται σε αστυνομικές βάσεις δεδομένων για «μη εγκληματικά περιστατικά μίσους» (non-crime hate incidents) ακόμη και για σχόλια ή αστεία που κρίνονται «προσβλητικά».
Το ζήτημα είναι πολυεπίπεδο. Από τη μία, οι ευρωπαϊκές αρχές επιθυμούν να προστατεύσουν το κοινωνικό σύνολο από την εξάπλωση του μίσους, ιδιαίτερα σε περιόδους έντασης και πολέμου. Από την άλλη, οι επικριτές αυτών των νόμων - ανάμεσά τους και οργανώσεις όπως η Free Speech Union— προειδοποιούν ότι δημιουργείται μια «βιομηχανία λογοκρισίας», όπου ακόμα και σατιρικά ή ειρωνικά σχόλια οδηγούν σε διώξεις. Η υπόθεση του Stefan Niehoff, ενός 64χρονου στη Γερμανία που διώχθηκε για memes κατά πολιτικών, ενισχύει αυτές τις ανησυχίες.
Η διαφορά προσέγγισης μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Eric Heinze από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, οι Αμερικανοί είδαν το ναζιστικό καθεστώς ως εκείνο που καταπίεσε την ελευθερία λόγου. Οι Ευρωπαίοι, αντίθετα, είδαν τη ναζιστική Γερμανία ως το αποτέλεσμα του λόγου μίσους που δεν περιορίστηκε εγκαίρως.
Η ποινικοποίηση της ρητορικής, όμως, έχει φτάσει σε σημείο που ακόμη και ειρηνικοί ακτιβιστές συλλαμβάνονται. Ο Peter Tatchell, μακροχρόνιος υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνελήφθη επειδή κρατούσε πλακάτ που καταδίκαζε τόσο το Ισραήλ όσο και τη Χαμάς για τις πρακτικές τους στη Γάζα. Του είπαν ότι το μήνυμά του συνιστούσε «ρατσιστικά και θρησκευτικά υποκινούμενη διατάραξη της ειρήνης».
Ενώ η νομοθεσία υποτίθεται ότι στοχεύει στην προστασία της κοινωνικής συνοχής, όλο και περισσότεροι φοβούνται ότι οδηγεί σε «ψυχρό κλίμα» για την ελεύθερη δημόσια έκφραση. Το ερώτημα παραμένει: ποιος ορίζει τι είναι προσβλητικό ή επικίνδυνο; Και πού σταματά η προστασία του συνόλου και αρχίζει η λογοκρισία της μειοψηφίας;
Η υπόθεση της Lucy Connolly είναι μια καμπή. Όχι επειδή ήταν σωστή ή λάθος η ανάρτησή της — αλλά επειδή η τιμωρία της δείχνει πώς η γραμμή ανάμεσα στην υπευθυνότητα και την καταστολή γίνεται όλο και πιο λεπτή.
Με πληροφορίες από Wall Street Journal