Ο ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΤΟΥ Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, διάσημος ιστορικός και συγγραφέας, και τακτικός αρθρογράφος σε κορυφαία έντυπα, Μπεν Γουίλσον, ξετυλίγει την ιστορία των πόλεων ως «τα εργαστήρια της ανθρωπότητας, τις κινητήριες δυνάμεις της Ιστορίας». Ο βραβευμένος με το Σόμερσετ Μομ συγγραφέας στο «Metropolis» (μτφρ. Βιολέτα Ζεύκη, Διόπτρα) ξεκινάει από την πρώτη πόλη του κόσμου, την Ουρούκ, όπως απεικονίζεται στο Έπος του Γκιλγκαμές, και φτάνει στη σύγχρονη Νέα Υόρκη, στο Τόκιο και δτο Λος Άντζελες, ενώ στην «Αστική ζούγκλα» μιλάει για τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πόλη και την εξοχή, για τα σημεία που τη συνδέουν με τη φύση (μτφρ. Χριστόδουλος Λιθαρής, Διόπτρα). Συναντήσαμε τον κορυφαίο ιστορικό στα Χανιά, χαρούμενο που συμμετείχε στο 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων και που γνώρισε μια τόσο σημαντική πόλη της Κρήτης, όπως μας είπε, δίνοντάς μας την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει.
— Δεν είναι τυχαίο ότι βιβλίο σας «Metropolis» εμπνέεται, όπως εξηγείτε αναλυτικά, από μια ελληνική λέξη. Θέλετε να μας πείτε γιατί η αρχαιοελληνική έννοια της πόλεως είναι σημαντική για τη συμβολική εξέλιξη της πόλης ως συμβόλου κοσμοπολιτισμού;
Είναι αλήθεια πως τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου «Μetropolis» μιλούν για τις πόλεις της Μεσοποταμίας, οι οποίες μπορεί να σήμαναν την απαρχή του μορφώματος της πόλεως, ωστόσο εμπνέονταν από το θεϊκό στοιχείο, το οποίο καθόριζε τη λειτουργία τους. Μόνο με τις ελληνικές πόλεις και την Αθήνα άρχισε να επιβάλλεται η έννοια του δημόσιου χώρου, πολύ βασικού για τη δημοκρατία και για τις ζυμώσεις που προκάλεσε ανάμεσα στους πολίτες, προάγοντας την Αγορά σε κατεξοχήν χώρο συνάθροισης, ανταλλαγής απόψεων και εν τέλει λειτουργίας του πολιτεύματος. Γιατί μπορεί ο Αριστοτέλης να είπε ότι είμαστε πολιτικά ζώα, αλλά σε τελική ανάλυση είμαστε τα ζώα της πόλης: εκεί βρίσκουμε την έννοια του πολιτεύεσθαι, του ανήκειν σε μια κοινότητα, τη λογοδοσία, οπότε πιστεύω ότι η ελληνική πόλη είναι αυτή που προσέδωσε μια ριζοσπαστική διάσταση στη λειτουργία και εξέλιξη των πόλεων. Από εκεί διαμορφώθηκαν παράλληλοι θεσμοί, άμεσα συνυφασμένοι με τον δημόσιο και κοινό χαρακτήρα των πόλεων, όπως τα λουτρά στην Αρχαία Ρώμη και κατόπιν τα καφέ στο Λονδίνο. Η Αγορά της Αθήνας είναι που διευκόλυνε αυτές τις λειτουργίες και μας έκανε να καταλάβουμε ότι η ιστορία των πόλεων συνίσταται στις θεσμικές καταχωρίσεις και όχι απλώς στην αρχιτεκτονική και στα κτίρια. Μπορεί το πρώτο που έρχεται στο μυαλό στο άκουσμα της λέξης «Αθήνα» να είναι η Ακρόπολη, αλλά δεν θα είχε καμία σημασία, αν η πόλη δεν συμβολοποιούσε το κτίριο μέσω της αυτενέργειας των ανθρώπων.
«Μπορεί ο Αριστοτέλης να είπε ότι είμαστε πολιτικά ζώα, αλλά σε τελική ανάλυση είμαστε τα ζώα της πόλης: εκεί βρίσκουμε την έννοια του πολιτεύεσθαι, του ανήκειν σε μια κοινότητα, τη λογοδοσία, οπότε πιστεύω ότι η ελληνική πόλη είναι αυτή που προσέδωσε μια ριζοσπαστική διάσταση στη λειτουργία και εξέλιξη των πόλεων. Από εκεί διαμορφώθηκαν παράλληλοι θεσμοί, άμεσα συνυφασμένοι με τον δημόσιο και κοινό χαρακτήρα των πόλεων, όπως τα λουτρά στην Αρχαία Ρώμη και κατόπιν τα καφέ στο Λονδίνο».
— Είναι, ωστόσο, πολύ σημαντικό που αναδεικνύετε τους δημόσιους χώρους της Αθήνας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, συνδέοντας τις πλατείες κατά τη διάρκεια της κρίσης, ακόμα και το αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο Ναυαρίνου στην καρδιά των Εξαρχείων, με την ιστορία της εξέλιξης του δημόσιου χώρου στην πόλη.
Στον βαθμό που η Ιστορία είναι κάτι ζωντανό, έχουμε το χρέος ως ιστορικοί να δούμε πώς διαμορφώνονται, εκτός από τους γνωστούς και πολλές φορές εμπορικά «στιγματισμένους» χώρους που επιβάλλουν οι νέες συνθήκες του εξευγενισμού (gentrification), οι δημόσιοι χώροι – ειδικά σήμερα που εκλαμβάνονται ολοένα περισσότερο ως κίνητρο για την άντληση κέρδους και εμπορευματοποιούνται. Είναι, επομένως, επιβεβλημένο, τη στιγμή που ο δημόσιος χώρος σήμερα θεωρείται, λίγο ή πολύ, η παιδική χαρά των πλουσίων, να εντοπίζει κανείς τα σημεία της πόλης που διεκδικούν πραγματικά οι πολίτες, γιατί μόνο από τη βάση, δηλαδή από τον ίδιο τον κόσμο, μπορούν να διαμορφωθούν οι χώροι που θα καταστούν οργανικό σημείο της πόλης. Οι πόλεις παράγουν ενέργεια και δυναμική με πολύ διαφορετικό τρόπο στο πέρασμα των χρόνων. Είναι, επίσης, διαπιστωμένο, ιστορικά μιλώντας, ότι κάθε φορά που έγιναν προσπάθειες να διαμορφωθούν τεχνητές πόλεις, πόλεις-ρέπλικες, δεν λειτούργησαν ακριβώς γιατί εξέλιπε αυτή η δυναμική που παράγεται από τους ίδιους τους κατοίκους τους. Επομένως τολμώ να πω ότι η χαοτική εικόνα της Αθήνας είναι το μυστικό της αντοχής και της επιτυχίας της. Οι πραγματικές πόλεις έχουν τον τρόπο να προσαρμόζονται στα σημεία των καιρών και αυτό προσπάθησα να καταδείξω στο «Μetropolis».

— Φαίνεται, πάντως, ότι δίνετε μεγάλη έμφαση στους πολλαπλούς συμβολισμούς της κάθε πόλης και στην προσωπική τους μυθιστορία. Εκτός από την Αθήνα, στο επίκεντρο της μελέτης σας βρίσκεται η Βαβυλώνα, η οποία θεωρούνταν πόλη της αμαρτίας και συνώνυμο της παρακμής, αλλά εσείς επιμένετε ότι μας έμαθε τον κοσμοπολιτισμό και ότι παρέμεινε σπουδαία ακόμα και μετά την πτώση της αυτοκρατορίας της από τους Πέρσες.
Έχετε δίκιο όταν λέτε ότι με ενδιέφερε να δω πώς ενσωματώθηκε η Βαβυλώνα στις κυρίαρχες αφηγήσεις, και όχι χωρίς λόγο: καταρχάς οι αρχαίοι Έλληνες προσπάθησαν να παρουσιάσουν συλλήβδην τις πόλεις της Μεσοποταμίας ως πολύ πιο δεσποτικές, αυταρχικές, συνώνυμες του τρυφηλού βίου, κάτι που είχε αντίκτυπο στη δυτική καλλιτεχνική παράδοση – και όχι μόνο. Απτά παραδείγματα βλέπουμε σε σύγχρονους πίνακες, του 19ου αιώνα, όπως ο «Θάνατος του Σαρδανάπαλου» του Ντελακρουά, όπου αποκαλύπτεται όλο το φάσμα της πορνογραφικής εικόνας που έτρεφε ο κόσμος για την πόλη. Πρόκειται ουσιαστικά για την εβραϊκή πρόσληψη της Βαβυλώνας ως της κατεξοχήν εγκόσμιας μεγα-πόλης της αμαρτίας, της παρανομίας και της παρέκβασης – το συμβολικό αντίθετο της Ιερουσαλήμ δηλαδή. Αυτό πέρασε στην εικόνα που αναπτύχθηκε για όλες τις μεγάλες πόλεις, όπως η Ρώμη στη συνέχεια, ως πόλεις των πειρασμών και της εκκοσμίκευσης, όπου ο Θεός περιφρονείται. Είναι τρομερό ότι ακόμα και σήμερα ο κοσμοπολιτισμός της Βαβυλώνας και αυτό το παλίμψηστο πολιτισμών και γλωσσών εκλαμβάνεται ως κάτι αρνητικό, ως η διεφθαρμένη πόλη της Βαβέλ. Η πόλη έγινε έτσι στις συλλογικές αφηγήσεις κάτι απρόσωπο και τερατώδες, ένα παράδοξο κατασκεύασμα που προκαλεί τρόμο, όπως σε εκείνη τη χαλκογραφία του Τζον Μάρτιν με τίτλο «Η πτώση της Βαβυλώνας», βασισμένη σε έναν παλιότερο πίνακά του, όπου οι άνθρωποι, γονατισμένοι, φαίνονται σχεδόν μικροσκοπικοί μπροστά στην επιβλητική παρουσία των κτιρίων, αντικρίζοντας τον θυμό του Θεού που ενέσκηψε στην πόλη τους. Και όμως είναι ακριβώς αυτή η βαβυλωνική πρόσληψη που κάνει τις πόλεις τόσο γοητευτικά απρόβλεπτες, ωραίες και ζωντανές.
— Παρ’ όλα αυτά, για να μιλήσουμε για το πρακτικό μέρος, λέτε πως ο τρόπος που οργανώθηκε η Βαβυλώνα μάς δείχνει πολλά για το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια πόλη στο μέλλον. Για παράδειγμα, ισχυρίζεστε πως στη Βαβυλώνα, που έγινε διάσημη, εκτός των άλλων, για τους κήπους της, αναπτύχθηκαν κανάλια και διάφορα συστήματα ύδρευσης τα οποία ωστόσο την ίδια στιγμή που δημιούργησαν φυσικούς χώρους παρήγαγαν μόλυνση και λύματα. Δεν είναι τελικά αυτές οι αντινομίες που κάνουν τις πόλεις τόσο γοητευτικές;
Ναι, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στις πόλεις ενυπάρχει μια δημιουργική δύναμη πειραματισμού που μπορεί να αποδειχθεί ταυτόχρονα αποτελεσματική και καταστροφική. Για μένα ιδανική πόλη είναι αυτή όπου μπορεί κανείς να διακρίνει τις αντινομικές όψεις της Ιστορίας που εγγράφονται στα διάφορα αρχιτεκτονήματά της, τα οποία δεν είναι ποτέ μονοσήμαντα, ούτε μονοδιάστατα. Κάθε φορά που επισκέπτομαι μια πόλη και βλέπω ένα κτίριο, το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό δεν είναι τόσο η ιστορία του όσο η εικόνα του πώς θα είναι σε εκατό χρόνια, πώς θα το έχουν αναδιαμορφώσει οι ένοικοί του, τι ιστορίες θα έχουν να αφηγηθούν στο μέλλον. Και αυτό συμβαίνει μόνο μέσα από τις λεγόμενες λειτουργικές αντιφάσεις που προάγουν τις πόλεις: γιατί αποτυχημένες πόλεις είναι αυτές που δεν κάνουν λάθη και δεν αλλάζουν. Οι πόλεις που άντεξαν στο βάθος των χρόνων είναι αυτές που πέρασαν από διαφορετικά στάδια, μεταλλάχθηκαν και προσαρμόστηκαν στις εκάστοτε συνθήκες. Αυτό που κάνει, επομένως, μια πόλη ενδιαφέρουσα είναι το πώς θα απορροφήσει αυτές τις αλλαγές, το πόσο ανθεκτική θα αποδειχθεί μέσα από τις αντινομίες της.
— Έχει, αντίστοιχα, ενδιαφέρον το ότι προσπαθείτε να ανατρέψετε καθεστηκυίες αντιλήψεις, μιλώντας, για παράδειγμα, για «άγριους» και «απολίτιστους» Σταυροφόρους που είχαν βάλει στο μάτι την Κωνσταντινούπολη.
Δεν ξέρω αν αυτό που προέχει είναι να ανατρέψεις τις καθεστηκυίες αναγνώσεις και αντιλήψεις –τουλάχιστον δεν είναι αυτός ο σκοπός μου– αλλά να δεις τις διαφορετικές πλευρές της Ιστορίας. Γι’ αυτό ακριβώς σπουδάζουμε την Ιστορία ως επιστήμη: για να μπορούμε να διερευνούμε τις διαφορετικές οπτικές και ερμηνείες και να είμαστε ανοιχτοί σε αυτές θέτοντας ερωτήματα.

— Παρότι, όμως, αυστηρός ιστορικός, σας αρέσει να προσφεύγετε σε συνδυαστικές αναγνώσεις επικαλούμενος διαφορετικά καλλιτεχνικά είδη, από πίνακες έως και μυθιστορήματα, προκειμένου να καταδείξετε τις πολύπλευρες αυτές πτυχές της Ιστορίας. Είναι σχεδόν ποιητικός, για παράδειγμα, ο τρόπος που περιγράφετε το ναυαγισμένο πλοίο του Μπελιτούγκ, όπως το αποκάλεσαν, από το νησί όπου βρέθηκε, το οποίο έφερε ως φορτίο όλα τα αγαθά που προορίζονταν για τα πολυτελή παζάρια της μεγαλύτερης και πιο πλούσιας ίσως πόλης από τον 6ο αιώνα μ.Χ. και μετά, της Βαγδάτης. Τελικά η ομορφιά είναι το ίδιο απαραίτητη όσο και η αναγκαιότητα της φύσης που περιγράφετε στην «Αστική ζούγκλα»;
Ναι, ακριβώς γιατί αντικειμενικά μιλώντας οι πόλεις δεν είναι όμορφες από μόνες τους, είναι ωραίες γιατί έχουμε διαμορφώσει συγκεκριμένες ιστορίες γύρω από αυτές, αναμειγνύοντας μυθικά και πραγματικά στοιχεία. Η μυθιστορία, που ενέχει την ποιητική έκφραση, είναι και αυτή ένας άλλος τρόπος να μελετήσεις την Ιστορία της κάθε πόλης και να δεις τις μεταμορφώσεις της. Αρκεί να στρέψει κανείς το βλέμμα στη ρομαντική αγάπη για τη φύση που επικρατούσε τον 19ο αιώνα, που γέννησε ποίηση, που ερχόταν σε απόλυτη αντιδιαστολή με το αστικό περιβάλλον, μέχρι να γίνει κατανοητό ότι δεν πρόκειται για εχθρικούς πόλους, αλλά το αντίθετο. Η φύση αξιοποιήθηκε από τον άνθρωπο, κατά την ανάπτυξη των πόλεων, φυσικά με τεράστιες επιπτώσεις, φτάνοντας πολλές φορές να γίνει επικίνδυνη για τους πολίτες, με τη μόλυνση των νερών και με την εισβολή αλλότριων πλασμάτων: είναι τρομερές, για παράδειγμα, όλες αυτές οι ιστορίες για τους κροκόδειλους στους υπονόμους της Νέας Υόρκης. Βέβαια, ευτυχώς, μετά τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη το περιβάλλον, έχουμε πλέον αντιληφθεί την αναγκαιότητα της φύσης και του άγριου ακόμα στοιχείου μέσα στις πόλεις: ειδικά οι νέοι φαίνεται ότι αναζητούν νέους τρόπους αξιοποίησης των δημόσιων πάρκων, που έχουν εξελιχθεί από χώροι αναψυχής σε δυναμικά οικοσυστήματα. Είναι ωραίο να ανακαλύπτεις όλους αυτούς τους ευφάνταστους τρόπους αξιοποίησης της φύσης που μετατρέπουν παλιές γραμμές τρένων σε δυναμικά οικοσυστήματα ή ολόκληρες γέφυρες σε ζούγκλες. Αν ήμουν νεότερος, σίγουρα θα ζούσα σε μια πόλη όπως το Βερολίνο, που έχει έναν μοναδικό τρόπο να συνδέει το φυσικό με το αστικό τοπίο, ευνοώντας ταυτόχρονα την απομόνωση αλλά και την κοινωνικότητα. Είναι, επίσης, εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς κατάφερε να χειριστεί την ισοπεδωτική ιστορία του παρελθόντος, μετά τους πολέμους και τον βομβαρδισμό, έτσι ώστε να φτιάξει κάτι καινούργιο.
— Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις στο βιβλίο σας βλέπουμε να καταδικάζετε τη λογική των απομονωμένων μεγάλων πάρκων, των ιδιωτικών κήπων και των λεγόμενων «καθαρών» λύσεων, υποστηρίζοντας ότι το πράσινο πρέπει να είναι πιο ενσωματωμένο στο αστικό τοπίο, ακόμα και στο τσιμέντο.
Ναι, γιατί το βρίσκω πολύ σημαντικό για μια πόλη να αναπτύξει το δικό της ενταγμένο οικοσύστημα, και το έχουμε ευτυχώς δει να συμβαίνει στην πράξη με τους κήπους που ξεφυτρώνουν ακόμα και μέσα στο τσιμέντο, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα φυσικό τοπίο ακόμα και με μέλισσες στο κέντρο της πόλης: δείτε, για παράδειγμα, πώς λειτουργεί το flyover στο Λος Άντζελες ή στην Ατλάντα ή πώς κατάφεραν στο Έσεξ να μετατρέψουν ένα εγκαταλειμμένο διυλιστήριο πετρελαίου σε τροπικό δάσος, με σπάνια φυτά και έντομα. Είναι τρομερό πόσες λύσεις κρύβονται πίσω από μέρη που δεν το περιμένεις, πόσους εκλεκτούς μικροβιότοπους συναντάς στη Νέα Υόρκη, σε άδεια οικόπεδα, γέφυρες, σε κτίρια, ακόμα και σε νησίδες αυτοκινητόδρομων. Είστε δημοσιογράφος και άρα ξέρετε ότι ζούμε σε έναν ασταθή και επικίνδυνο κόσμο που προκαλεί άγχος, και είναι βασικό να μπορούμε να βρίσκουμε θετικά σημεία για τις νέες γενιές, τις οποίες γεμίζουμε με πεσιμισμό. Γι’ αυτό σκόπιμα επιζητούσα να γράψω για πόλεις που υπέφεραν τα μάλα ή καταστράφηκαν ολοσχερώς ή είναι πολλαπλά τραυματισμένες, όπως η Βαρσοβία, αλλά άντεξαν και βγήκαν κερδισμένες. Εδώ ακριβώς έγκειται η ανθρώπινη αυτενέργεια (human agency): είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις ότι οι πόλεις θα βρουν τη δύναμη να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και στα σημεία των καιρών και ότι είναι ανθεκτικές και προσαρμόσιμες. Επομένως, παρά το γενικότερο κακό κλίμα, τους πολέμους και την ασφυξία, υπάρχουν πάντα άλλες λύσεις, καλά νέα και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. «Πρέπει να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας» έλεγε με πολλαπλή σημασία ο Βολτέρος, γνωρίζοντας πως όλα ξεκινάνε από τον κήπο που μπορεί να καλλιεργήσει ο καθένας ως αντίσταση σε αυτά που συμβαίνουν και ως ένδειξη των δυνατοτήτων που έχουμε για να κάνουμε καλύτερη τη ζωή μας και κατ’ επέκταση τη ζωή όλων.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΠΕΝ ΓΟΥΙΛΣΟΝ ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.