Το σπίτι αυτό το έβλεπα κάθε μα κάθε φορά που περνούσα από τη Μάρκου Μουσούρου στο Μετς. Κοντοστεκόμουν λοιπόν και χάζευα αυτή την ωραία αυλή με τις καμάρες, το χρώμα της τερακότας και το ασπρόμαυρο πλακάκι στο δάπεδο. Όταν η Ευγενία με κάλεσε μια Δευτέρα βράδυ για φαγητό, για τη γνωστή «οσπριάδα» που διοργάνωνε, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι πρόκειται για το συγκεκριμένο σπίτι και άρχισα να χοροπηδάω απ' τη χαρά μου.
Δεν χρειάστηκαν πολλά επιχειρήματα για να την πείσω να το φωτογραφίσουμε. Της είπα: «Το χρωστάς στο ίδιο το σπίτι. Πρέπει να το δουν πολλά μάτια, γιατί έτσι είναι σαν να χαρίζεις ομορφιά στον κόσμο». Η Ευγενία –επειδή είναι όνομα και πράγμα– συμφώνησε, παρόλο που δήλωσε ευθύς εξαρχής ότι είναι εσωστρεφής και νιώθει άβολα απέναντι στην έκθεση. «Θα μιλήσει το σπίτι για λογαριασμό σου», της είπα και δώσαμε τα χέρια. Και να με εδώ να διαβαίνω για δεύτερη φορά το πανέμορφο κατώφλι της και να σκέφτομαι ότι η ζωή δεν σταματά να με εκπλήσσει.
«Όλα δείχνουν πιο ωραία μ’ έναν έρωτα. Να φανταστείς, αυτό το σπίτι δεν είναι και το πιο φωτεινό, και ουσιαστικά αυτό είναι το μόνο του μειονέκτημα. Όταν είμαι ερωτευμένη, λοιπόν, νομίζω ότι λάμπει ολόκληρο, πως ο ήλιος μπαίνει μέσα και το φωτίζει».
Το πρώτο πράγμα που παρατηρώ στο εσωτερικό είναι ότι το πάτωμα κοσμούν αυτά τα παλιά ζωγραφισμένα πλακάκια, τα οποία του δίνουν με το καλημέρα την υπεροχή μιας εποχής που τα πράγματα γίνονταν χειροποίητα και με φροντίδα. Το σπίτι είναι ψηλοτάβανο και ευτυχώς όχι γεμάτο με αντικείμενα και πολλά έπιπλα. Εδώ μέσα μπορείς να παίρνεις ανάσες, το σπίτι σε παρακινεί να ανακαλύψεις όλη την αίγλη της ιστορίας του.

Προτού καλά καλά καθίσω στον καναπέ, τη ρωτάω πώς της έλαχε αυτός ο θησαυρός. Μαθαίνω ότι ο προπάππους της ήταν ο ζωγράφος και κινηματογραφιστής Γιώργος Προκοπίου. Το 1922 συνελήφθη από τους Τούρκους και καταδικάστηκε σε θάνατο, κατάφερε όμως να διαφύγει στην Αθήνα. Εκεί συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα και ύστερα από κάποιες επιτυχημένες εκθέσεις κατάφερε να χτίσει αυτό το σπίτι. «Έχεις έργα του προπάππου σου;» τη ρωτάω. «Ω ναι», μου απαντά με φανερό καμάρι και μου τα δείχνει. Πράγματι πρόκειται για έναν εξαιρετικό ζωγράφο που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει φιλοτεχνήσει τα έργα του το 2025 και όχι πριν από εκατό χρόνια.
Μετά τον προπάππου, το σπίτι πέρασε στους παππούδες της και έπειτα στη μαμά της, σαν μια σκυτάλη που περνά από γενιά σε γενιά. Η Ευγενία μεγάλωσε εδώ. «Είμαι η τέταρτη γενιά», λέει. «Άρα μένεις σ’ αυτό το σπίτι από τότε που γεννήθηκες μέχρι σήμερα;» τη ρωτάω με ειλικρινή έκπληξη. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Έφυγα μόνο για λίγα χρόνια, όταν πέθανε η μαμά μου. Ήμουν έξι χρόνων τότε. Δεν πήγαμε μακριά βέβαια, μέχρι την παραπάνω γωνία. Αλλά αυτό το σπίτι έγινε το γραφείο του μπαμπά μου και έμενε και η γιαγιά στον πάνω όροφο. Οπότε, έτσι κι αλλιώς, δεν έπαψε να είναι σημείο αναφοράς».
«Η γειτονιά σου λοιπόν είναι σταθερά το Μετς;» «Ναι, εδώ είναι όλη μου η ζωή. Εδώ πήγα σχολείο, εδώ είναι οι παιδικές και εφηβικές μου αναμνήσεις». Τη ρωτάω αν έχει αλλάξει κάτι στο Μετς τα τελευταία χρόνια. «Τα μαγαζιά. Είχε ένα σωρό ταβέρνες και την περιβόητη Μυρτιά, που μάζευε τους πάντες, αλλά και το μπαρ Μετς που ήταν σήμα κατατεθέν της περιοχής. Λείπει πια αυτή η ωραία αίσθηση», μου εξηγεί.




Ήρθε στο σπίτι και το κατοίκησε στα είκοσι δύο της. Της λέω ότι είναι ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζω ο οποίος ζει σχεδόν όλη του τη ζωή στο σπίτι όπου έχει γεννηθεί και μου απαντά ότι δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο από αυτό το σπίτι. «Ποιος κλοτσάει την τύχη του;» αναρωτιέται με ένα πονηρό γελάκι. Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί της. Ομολογεί πως κάποιες φορές που το σκέφτηκε να φύγει, έτσι για την αλλαγή, κοιτούσε από περιέργεια άλλα σπίτια και τελικά επέστρεφε σ’ αυτό με ευγνωμοσύνη. Φέτος είναι η πρώτη φορά που κάνει μέσα της αυτήν τη διαπραγμάτευση για αλλαγή. «Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι πιθανόν δεν θα βρω κάτι καλύτερο, αλλά είμαι πρόθυμη να γυρίσω σελίδα».
Τη ρωτάω για τα έπιπλα. Μου απαντά ότι της αρέσει το απλό και το λειτουργικό. Ότι της αρέσει να χαζεύει τα design έπιπλα και αντικείμενα, αλλά δεν θα μπορούσε να ζει μ’ αυτά. Της φαίνεται ότι είναι ωραία για μουσείο αλλά όχι για να βολευτείς. Έχει ανακαινίσει την κουζίνα και το μπάνιο. Τα σχεδίασε μόνη της. «Να ’ναι καλά το pinterest», λέει.
Τη ρωτάω αν το σπίτι είχε πάντα αυτήν τη μορφή. Μπορεί να μην άλλαζε σπίτια, όπως λέει, όμως άλλαξε πολλές φορές τα «φώτα» σ’ αυτό το σπίτι. Και τα έπιπλα μετακινούσε πολύ συχνά, και από το ένα δωμάτιο πήγαινε στο άλλο, και το σπίτι έχει περάσει φυσικά τις εποχές του. «Μόνο το καθιστικό ήταν πάντα εδώ, με όλα τα υπόλοιπα δωμάτια έχω πειραματιστεί κατά καιρούς». Τη ρωτάω αν κράτησε έπιπλα που υπήρχαν από παλιά στο σπίτι. «Ναι», απαντά, «αλλά όχι τόσο πολλά κομμάτια. Έχω τον παλιό μπουφέ και δυο-τρία άλλα έπιπλα. Κάποια στιγμή από χόμπι πειραματιζόμουν με τις μπογιές και τους άλλαξα μόνη μου χρώμα και μορφή». Μου τα δείχνει και παρατηρώ ότι έχει κάνει πολύ επαγγελματική δουλειά, και προσφέρομαι, αν θέλει, να της δώσω και μερικά δικά μου που χρήζουν επισκευής. Γελάει. «Μέσα», μου απαντά.
Μου δείχνει και μια γκρι πολυθρόνα της γιαγιάς της στην οποία έχει αλλάξει μόνο ύφασμα. Ο καναπές είναι έργο ενός πολύ καλού επιπλοποιού και είναι, όπως χαρακτηριστικά μου λέει, «αθάνατος».




Όταν βρίσκεται στο σπίτι, περισσότερο αράζει εδώ στον καναπέ και στο γραφείο. Το δωμάτιό της αποπνέει κάτι ζεν και καθησυχαστικό, και μου λέει ότι χαίρεται που το παρατηρώ, γιατί το νιώθει σαν τη σπηλιά της. Με ξεναγεί και στο γραφείο. «Πρόκειται για ένα stand desk, το είχα δει σε βιντεάκια! Μια μέρα κάτι έκανε μέσα μου κλικ. Συνειδητοποίησα ότι κάθομαι και δουλεύω οκτώ-εννιά ώρες και σκέφτηκα κάποιες από αυτές να ’μαι όρθια. Έβαλα λοιπόν και έναν μικρό διάδρομο από κάτω και είναι σαν να περπατάω δύο ώρες την ημέρα, ενώ δουλεύω». Της λέω ότι είναι εξαιρετική ιδέα και θα σκεφτώ μήπως το υιοθετήσω κι εγώ.
Τη ρωτάω για δύο ακόμα πολύ ωραίους πίνακες που εντοπίζω. Μου εξηγεί πως είναι της ξαδέλφης της, της Ελιάννας Προκοπίου, η οποία είναι επίσης ζωγράφος. «Όλοι στην οικογένεια έχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες. Και εγώ σχεδιάζω, αλλά αποφάσισα να στραφώ σε πιο πρακτικά πράγματα, που ’ναι κι αυτά απαραίτητα στη ζωή», μου λέει και δείχνει ότι δεν θέλει να μιλήσει για τον εαυτό της.
Αναρωτιέμαι αν το σπίτι δείχνει πιο όμορφο με έναν έρωτα, και μοιράζομαι τη σκέψη μου μαζί της. «Όλα δείχνουν πιο ωραία μ’ έναν έρωτα», σημειώνει. «Να φανταστείς, αυτό το σπίτι δεν είναι και το πιο φωτεινό, και ουσιαστικά αυτό είναι το μόνο του μειονέκτημα. Όταν είμαι ερωτευμένη, λοιπόν, νομίζω ότι λάμπει ολόκληρο, πως ο ήλιος μπαίνει μέσα και το φωτίζει».
Και μετά από έναν χωρισμό; «Τι τα ρωτάς; Συμβίωνα εδώ για δέκα χρόνια. Όταν χώρισα, το 2020, δεν μπορούσα να βολευτώ στο ίδιο μου το σπίτι, να βρω ρυθμό και τα πατήματά μου. Όμως το ίδιο το σπίτι μάς θεραπεύει, μας υπενθυμίζει ότι μας ανήκει και σιγά-σιγά γίνεται πάλι δικό μας. Εντάξει, ίσως να χρειαστεί και μια μικρή ανακαίνιση σ’ εκείνη τη φάση, και όλα καλά!»
Παρατηρώ διάφορα αγαλματίδια θεών. Της το επισημαίνω και μου απαντά ότι τα συλλέγει, τα νιώθει σαν μητρικές φιγούρες στον χώρο, τα οποία της παρέχουν προστασία. Πιστεύει στην ενέργεια, αλλά δεν είναι ούτε προληπτική ούτε παράλογη.





Απόδειξη, όπως μου λέει, ότι στο σπίτι συγκεντρώνει συνέχεια κόσμο, «μαγειρεύουμε, πίνουμε κρασιά, ακούμε μουσική. Να φανταστείς, δέκα διαφορετικοί φίλοι έχουν κλειδιά. Τι άλλο να πω... Στο κάτω μέρος του σπιτιού, ένας φίλος έχει αφήσει τα μουσικά του όργανα, και μην ξεχνάμε ότι σχεδόν κάθε Δευτέρα μαζεύω φίλους και μαγειρεύω όσπρια». Μου εξάπτει την περιέργεια: «Και γιατί ειδικά όσπρια;». Γιατί κάνουν καλό στο μικροβίωμα και όλοι βαριούνται να τα μαγειρέψουν, ενώ εκείνης της αρέσει. Κοντοστεκόμαστε στην πόρτα και μου λέει ότι το σπίτι έχει φέτος γενέθλια. Κλείνει τα εκατό χρόνια.
Φεύγω απ’ αυτό το αιωνόβιο cool σπίτι λέγοντάς της ότι θέλω να παρευρεθώ στην επόμενη συγκέντρωση της Δευτέρας που θα έχει ρεβίθια, καθώς έχει βρει το μυστικό και τα κάνει σωστά χυλωμένα.