ΤON ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1977, πέντε μήνες πριν από την έναρξη της Ιρανικής Επανάστασης, η CIA παρουσίασε μια μυστική έκθεση για το Ιράν, σύμφωνα με την οποία ο πιστός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών Ρεζά Παχλαβί, ο Σάχης της Περσίας, «θα κυριαρχεί στην ιρανική πολιτική ζωή μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980». Το έγγραφο δήλωνε επίσης ότι «δεν θα υπάρξει ριζική αλλαγή στην πολιτική συμπεριφορά του Ιράν στο εγγύς μέλλον». Ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου 1979, ο Σάχης και η οικογένειά του διέφευγαν από το Ιράν με αεροπλάνο για την Αίγυπτο, εγκαταλείποντας τη χώρα στον Αγιατολάχ Χομεϊνί, τον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη μιας ισλαμικής επανάστασης που εξακολουθεί να βρίσκεται στην εξουσία μέχρι σήμερα.
Ο Σκοτ Άντερσον –γνωστός συγγραφέας ιστορικών βιβλίων όπως ο «Λόρενς της Αραβίας» (2013), για τη θρυλική μορφή που πολέμησε στο πλευρό των Αράβων εναντίον των Οθωμανών στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, και το «The Quiet Americans» (2020), για ένα κουαρτέτο Αμερικανών κατασκόπων που καθόρισαν τη μορφή και τη φύση της κατασκοπείας στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου– παραθέτει αυτή την αναφορά της CIA στην πρώτη σελίδα του «King of Kings» («Βασιλεύς των βασιλέων»), ενός βιβλίου του οποίου ο τίτλος αποτελεί την αγγλική απόδοση του φαρσί όρου shahanshah, όπως αποκαλούσε τον εαυτό του ο Παχλαβί. (Ήταν επίσης το «Φως των Αρίων» και η «Σκιά του Θεού στη Γη»).
Οι διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ «αποδέχτηκαν πρόθυμα τις φαντασιώσεις του Σάχη, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τη χώρα του» – φαντασιώσεις που διαμορφώθηκαν σε μια κλειστή βασιλική αίθουσα, στην οποία δεν επιτρεπόταν καμία διαφωνία ή αντίθετη άποψη.
Το βιβλίο επιδιώκει να αφηγηθεί «μια νέα εκδοχή ενός παλιού μύθου» –αυτού της πτώσης του Σάχη και του θριάμβου του Χομεϊνί– και να «απαντήσει σε μερικά από τα αινίγματα του γιατί η Ιρανική Επανάσταση εξελίχθηκε όπως εξελίχθηκε». Πρόκειται για ένα γεγονός που συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο σημαντικών στην ιστορία. Αν θέλαμε να φτιάξουμε μια λίστα, γράφει ο Άντερσον, με «τις λίγες επαναστάσεις που προκάλεσαν αλλαγές σε πραγματικά παγκόσμια κλίμακα στη σύγχρονη εποχή, που προκάλεσαν μια αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο λειτουργίας του κόσμου», θα τοποθετούσαμε την Ιρανική Επανάσταση δίπλα στην αμερικανική, την γαλλική και τη ρωσική.

Την εποχή που εγκατέλειψε το Ιράν, και πριν γίνει πλήρως αντιληπτή η φρίκη του καθεστώτος Χομεϊνί, ο Σάχης ήταν ένας άνθρωπος που είχε δαιμονοποιηθεί στη φαντασία των δυτικών φιλελεύθερων. Εν μέρει, δικαίως. Ως απόλυτος και καταπιεστικός μονάρχης, προσλάμβανε και απέλυε υπουργούς κατά βούληση και δεν ανεχόταν σχεδόν καμία διαφωνία. Το βιβλίο επιχειρεί να απαντήσει σε ερωτήματα που βασανίζουν τους ιστορικούς και τους Αμερικανούς διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής, από την πτώση του Σάχη τον Ιανουάριο του 1979. Αν ήταν τόσο αυταρχικός όσο θεωρούνταν και αν η μυστική του αστυνομία, η Σαβάκ, ήταν τόσο ισχυρή, γιατί η πτώση του ήταν τόσο γρήγορη; Ή, όπως το θέτει ο Άντερσον, «γιατί ο Σάχης απέτυχε παταγωδώς να δράσει προκειμένου να σώσει τον εαυτό του και το καθεστώς του καθώς οι τοίχοι έκλειναν γύρω του;» Μια απάντηση, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι ότι ο Σάχης «απλώς δεν διέθετε τη βαρβαρότητα και το ακλόνητο δολοφονικό ένστικτο» άλλων δεσποτικών ηγετών της περιοχής, όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος στις αρχές του 1978 «προσφέρθηκε να εξοντώσει» τον Χομεϊνί –που τότε βρισκόταν σε εξορία στο Ιράκ– ως «προσωπική χάρη προς τον Σάχη», αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε.
Ένα πιο επίμονο ερώτημα –το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα πηγή έντονης αμερικανικής αμηχανίας– είναι γιατί οι πανίσχυρες ΗΠΑ δεν «είδαν τον κίνδυνο για έναν από τους πιο σημαντικούς συμμάχους τους μέχρι που ήταν πολύ αργά;» Η απάντηση του συγγραφέα, πέρα από την ανικανότητα των μυστικών υπηρεσιών, είναι ότι ο Σάχης ήταν «τόσο σημαντικός για τις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν μπορούσαν να φανταστούν τη ζωή χωρίς αυτόν – και έτσι δεν το έκαναν». Αντ' αυτού, γράφει, οι διαδοχικές κυβερνήσεις «αποδέχτηκαν πρόθυμα τις φαντασιώσεις του, τόσο για τον εαυτό του όσο και για την χώρα του» – φαντασιώσεις που διαμορφώθηκαν σε μια κλειστή βασιλική αίθουσα, στην οποία δεν επιτρεπόταν καμία διαφωνία ή αντίθετη άποψη.

Ανάμεσα στους χαρακτήρες που δεσπόζουν στην αφήγηση του βιβλίου είναι και η «shahbanou» («βασίλισσα») Φαράχ Παχλαβί, η 86χρονη σήμερα χήρα του Σάχη, η οποία μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ ενός διαμερίσματος στο Παρίσι και ενός σπιτιού στα προάστια της Ουάσιγκτον. Η σχετική σταθερότητα της ζωής της τις τελευταίες δεκαετίες έρχεται σε έντονη αντίθεση με το πρώτο ενάμισι έτος της εξορίας της, όταν αυτή και ο Σάχης –ανεπιθύμητοι σχεδόν παντού– βολόδερναν πολυτελώς από την Αίγυπτο στο Μαρόκο κι από τις Μπαχάμες στο Μεξικό, πριν τους επιτραπεί να εισέλθουν στις ΗΠΑ για την ιατρική φροντίδα του Σάχη. Ο επόμενος σταθμός τους ήταν ο Παναμάς, όπου, όπως λέει ο Άντερσον, η βασίλισσα έπρεπε να αποκρούσει τις ανεπιθύμητες σεξουαλικές προτάσεις του ισχυρού άνδρα της χώρας, Ομάρ Τορίχος, καθώς και του συνεργάτη του, Μανουέλ Νοριέγκα. (Ο Σάχης πέθανε στο Κάιρο τον Ιούλιο του 1980.)
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η περίπτωση του Ιμπραχίμ Γιαζντί, ενός εμιγκρέ Ιρανού φαρμακολόγου, ο οποίος ζούσε στο Χιούστον του Τέξας, κατέληξε όμως ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Χομεϊνί. Ο Γιαζντί αναρριχήθηκε στη θέση του υπουργού Εξωτερικών στο νέο ισλαμικό καθεστώς πριν παραιτηθεί όταν καταλήφθηκε η αμερικανική πρεσβεία. Στο νεκροκρέβατό του, στην Τουρκία το 2017, όταν ρωτήθηκε αν θα συμμετείχε ξανά στο καθεστώς του Χομεϊνί αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο σαράντα χρόνια πίσω, στο 1977, ο Γιαζντί απάντησε: «Ποτέ. Ποτέ δεν θα το έκανα ξανά αυτό». Αντίθετα με τον Σαντέγκ Χαλκάλι, τον δικαστή και δήμιο του καθεστώτος Χομεϊνί, έναν παχύσαρκο κληρικό που έστειλε στον θάνατο έως και 8.000 κρατούμενους. «Τελευταία», είχε πει σε μια συνέντευξή του το 1995, «σκέφτομαι πόσο λίγους ανθρώπους σκότωσα τελικά. Υπήρχαν τόσοι πολλοί που ήταν ώριμοι για εκτέλεση και μου ξέφυγαν».
Με στοιχεία από The Wall Street Journal