ΑΝ Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ λογοτεχνία, σύμφωνα με τη γνωστή ρήση του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, προέρχεται από τις Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν, τότε σίγουρα θέλει μεγάλη αποφασιστικότητα και ικανότητα να σταθείς στο ύψος του κλασικού έργου του Μαρκ Τουέιν. Τα περίφημα κατορθώματα του έφηβου Χακ –το γνωστό μοτίβο με τους έφηβους πρωταγωνιστές επανέρχεται διαρκώς στην αμερικανική λογοτεχνία, από τον Τουέιν έως τον Σάλιντζερ– έχουν στοιχειώσει τους Αμερικανούς που μέσα από την περιπλάνηση στον ενήλικο κόσμο της αδικίας ανέπτυξαν τις δικές τους δυνάμεις αντίστασης. Κατεργάρης, αλήτης, πρώην αθώος, ο νεαρός περιπλανώμενος και διάσημος φίλος του Τομ Σόγιερ έχει επιβληθεί με τον δικό του τρόπο στον αμερικανικό κανόνα – αλλά ποιος τόλμησε ποτέ να αναμετρηθεί μαζί του;
Σε μια συμβολική κίνηση που αποκαλύπτει πολλά για τη θέση που έχει πλέον στην αμερικανική λογοτεχνία, ο Πέρσιβαλ Έβερετ το τολμά και βγαίνει κερδισμένος. Έχοντας ως σημείο αναφοράς το διάσημο έργο του Μαρκ Τουέιν παίρνει τους προβολείς από τον πρωταγωνιστή του, Χακ Φιν, και τους μεταφέρει στον συνοδοιπόρο του, Τζιμ. Μόνο που η μετατόπιση δεν γίνεται στα χνάρια του Χακ αλλά σε δημιουργικό διάλογο με αυτόν: με τα απωθημένα μιας Αμερικής που δεν ξεπέρασε ποτέ τις ρατσιστικές εμμονές και τη βία, με το αφηγηματικό στυλ της εφηβικής αυθορμησίας, το οποίο διατηρείται αυτούσιο, παρά τα πρωτότυπα λεκτικά παιχνίδια, και με τη βαθιά πεποίθηση πως κανένα αφηγηματικό παιχνίδι δεν γίνεται χωρίς βαθιά κατανόηση των όρων του παρελθόντος και του μεγάλου κανόνα.
Πολλά εύσημα για τη μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά, η οποία κατάφερε να αποδώσει την αργκό στα ελληνικά, σε αντίθεση με άλλες μεταφράσεις που την αποδίδουν με την αναχρονιστική γλώσσα της Ελλάδας του ’50.
Εξού και ότι ο Έβερετ επικαλείται κάθε σημείο αναφοράς του λογοτεχνικού κανόνα, από τη σαιξπηρική ειρωνεία μέχρι τον εσωτερικό διάλογο με κλασικά κείμενα όπως ο Μόμπι Ντικ, για να φτιάξει ένα δικό του δημιούργημα. Δεν εστιάζει μόνο στον ήρωά του, Τζέιμς, αλλά πρωτοτυπεί σε κάθε του βήμα. Αντλεί έμπνευση από κάθε απτή λεπτομέρεια των δευτερευόντων χαρακτήρων, εξετάζοντας όλα τα κοινωνικά δεδομένα, καταγράφει κάθε στοιχείο του ποταμού σαν να είναι ζωντανό πρόσωπο, ξεπερνά ακόμα και τα επιτρεπτά όρια της φαντασίας, δίνοντας ζωή στους ήρωες του Διαφωτισμού, όπως ο Τζον Λοκ, ζητώντας τους έτσι τον λόγο για τις ανεφάρμοστες υψηλές τους ιδέες.

Πέρσιβαλ Έβερετ, James,
Μτφρ.: Μυρσίνη Γκανά, εκδόσεις Ψυχογιός
Σε έναν κόσμο που βασανίζεται για τα καλά από τον ρατσισμό και τη βία δεν είναι καθόλου εύκολο να χαράζεις λογοτεχνικούς κόσμους χωρίς να εκθέτεις τις φαινομενικά υψηλές αρχές που έθρεψαν τον πολιτισμό για χρόνια. Οι φιλόσοφοι και οι αγαθοί ήρωες δεν «ανακρίνονται» επί ματαίω, αφού οι υψηλές αξίες που διακήρυτταν κατ’ ουσίαν επικάλυπταν βαθιές αμαρτίες. Το παράλογο, άλλωστε, προέρχεται ακριβώς από την επιβολή μιας πραγματικότητας που επικαλείται τον ορθολογισμό, αλλά δέχεται να πωλούνται οι άνθρωποι σαν αντικείμενα.
«Ποτέ δεν μου είχε φανεί μια κατάσταση τόσο παράλογα εξωπραγματική και γελοία. Και είχα περάσει τη ζωή μου ως σκλάβος», λέει ο Τζέιμς που έχει μεταμφιεστεί σε λευκό και αναγκάζεται, ως μεταμφιεσμένος λευκός, κάποια στιγμή να προσποιηθεί τον «νέγρο» για να τραγουδήσει ένα τραγούδι του Ντάνιελ Έμετ, ενός χαρακτήρα που θα παίξει καίριο ρόλο, με τους στίχους του να δεσπόζουν στην αρχή του βιβλίου. Πρόκειται για πραγματικό πρόσωπο, για τον ιδρυτή του πρώτου blackface περιοδεύοντος θιάσου, τα μέλη του οποίου περιφέρονταν βάφοντας μαύρα τα πρόσωπά τους, σαν καρικατούρες. Όπως και σε άλλα βιβλία του, έτσι κι εδώ, μέσα από αυτό το ενσταντανέ ο Έβερετ στοχεύει στη σκωπτική προβολή της πιο ανήκουστης, κωμικοτραγικής πραγματικότητας, κάτι που έχουμε δει να υιοθετεί στα πλέον «σκληρά» βιβλία του, τα Δέντρα (εκδόσεις Gutenberg) και το Σβήσιμο (Πόλις), το οποίο μεταφέρθηκε στο κινηματογράφο το 2023 με τίτλο «American Fiction», κερδίζοντας Όσκαρ.
Επομένως η διαμόρφωση της οριστικής ταυτότητας του Τζιμ, όπως τον αποκαλούσαν οι άλλοι, και η μετεξέλιξή του σε Τζέιμς, δηλαδή σε δομικά οργανωμένο χαρακτήρα, δεν είναι καθόλου μονοσήμαντη: ξεκινάει από την επίγνωση της θέσης του ως ενός σκλάβου οικογενειάρχη που θέλει να ξεφύγει από τη μοίρα του και την οργάνωση του σχεδίου της απόδρασης, και φτάνει στην εκδίκηση, την οποία οι κυρίαρχες θρησκείες και ο λευκοί κρατούσαν δικαιωματικά μόνο για τους ίδιους. Όλα ξεκινούν από την αιματοβαμμένη περιοχή του Νότου που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα πιο ρατσιστικά εγκλήματα, τα οποία ο γεννημένος στη Νότια Καρολίνα –απ’ όπου ξεκίνησε ο Αμερικανικός Εμφύλιος– Πέρσιβαλ Έβερετ γνωρίζει καλά.
Σε αντίθεση, όμως, με τον Μαρκ Τουέιν, από τον οποίο δανείζεται τα χωροχρονικά δεδομένα, δεν προσπερνά όλα όσα συμβαίνουν στο κοινωνικό πεδίο: καταγράφει με λεπτομέρειες τα εγκλήματα των λευκών, τα κρεμασμένα σώματα στα δέντρα σαν το τραγούδι «Strange Fruit», τις πιο ανήκουστες ρατσιστικές πρακτικές που ήταν κανόνας καθημερινά. Όλα αυτά, ωστόσο, δεν αναπαρίστανται στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής απεικόνισης αλλά μιας πολύχρωμης περιπέτειας, αφού στον δρόμο τους οι δυο πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με διάφορα κωμικοτραγικά συμβάντα και παράξενους τύπους, όπως ο Δούκας και ο Βασιλιάς, που τους συναντάμε και στον Μαρκ Τουέιν – όχι πάντα χωρίς βαρύ τίμημα.
Σε αυτό το σημείο τελειώνουν τα κοινά στοιχεία που μοιράζονται ο Έβερετ με τον αγαπημένο του συγγραφέα, από τον οποίο δανείζεται την αφηγηματική ενάργεια και τον σαρκασμό, και αρχίζει η δική του λογοτεχνική μαεστρία που του χάρισε δικαίως το Πούλιντζερ. Εκτός από την κατάθεση ενός κειμένου, που φιλοδοξεί να καταστεί με τη σειρά του κλασικό, είναι εντυπωσιακά αριστοτεχνικό το παιχνίδι που κάνει ο Αμερικανός συγγραφέας και πανεπιστημιακός με τη γλώσσα· εύλογα οι διάλογοι που αναπτύσσουν οι «νέγροι» μεταξύ τους –επαναλαμβάνει επίτηδες διαρκώς τη λέξη «νέγρος», όπως και ο Τουέιν στο βιβλίο, για να δείξει ότι η μνήμη της γλώσσας πρέπει να διατηρείται ακόμα και αν φαντάζει σοκαριστική– είναι κωδικοποιημένοι μέσα από μια ιδιότυπη αργκό που δύσκολα γίνεται κατανοητή από τους λευκούς.
Και αυτό δεν συμβαίνει, όπως τονίζει ο ήρωας του Έβερετ, επειδή οι σκλάβοι ανήκουν σε μια λιγότερο αναπτυγμένη γλωσσικά κοινότητα αλλά γιατί αυτή η διαφορετική γλώσσα τούς βοηθάει να κρύβονται και να επιβιώσουν. Άλλωστε, ποτέ κανείς δεν προσπάθησε, ούτε και στα κλασικά κείμενα, όπως οι Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν να δει τι κρύβεται πραγματικά στο κεφάλι των σκλάβων, ποιες ήταν οι φαντασιώσεις ή οι επιθυμίες τους. Εν προκειμένω, ο Τζέιμς, προτού καταστεί εκδικητής στην πράξη, προσφεύγει στα μοναδικά όπλα που κατάφερε να αποκτήσει στη ζωή του, που είναι η γραφή, η ανάγνωση και η γλώσσα. «Αν μπορούσα να κοιτάζω τις λέξεις, κανείς δεν μπορούσε να ελέγξει εκείνες ή το τι έπαιρνα εγώ απ’ αυτές. Δεν μπορούσε κανείς να ξέρει ούτε καν αν απλώς τις κοιτούσα ή τις διάβαζα, αν μπορούσα να τις προφέρω ή αν τις καταλάβαινα. Ήταν μια εντελώς προσωπική υπόθεση και εντελώς ελεύθερη και, κατά συνέπεια, εντελώς ανατρεπτική», γράφει σε πρώτο πρόσωπο ο Έβερετ διά του πρωταγωνιστή του, για τον οποίο το ουσιαστικό λάθε βιώσας δεν σήμαινε ότι κρυβόταν στις άγριες πλευρές του ποταμού αλλά ότι έκρυβε, μιλώντας μια κανονικοποιημένη από τους λευκούς γλώσσα ως γλώσσα των νέγρων, τα μύχια του.
Τι πιο επαναστατικό από αυτό, από το να μπορεί να διαμορφώνει ο σκλάβος Τζιμ κατά βούληση τη δική του γλώσσα, αυτή που μοιράζεται με τα παιδιά των δικών του ανθρώπων, τα οποία μαθαίνει ότι μόνο έτσι μπορούν να κρύβονται από τα σκληρά αφεντικά τους; Αυτή, τελικά, είναι η μεγαλύτερη ελευθερία, όπως σήμερα οι ανθρωπιστικές επιστήμες είναι η μοναδική απάντηση στον διαπιστωμένο κυνισμό. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από τους ανθρώπινους ήχους» σκέφτεται κάποια στιγμή προς το τέλος του βιβλίου ο Τζέιμς, διακηρύσσοντας τη δική του απόφαση να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους, ακριβώς επειδή επιδιώκει να αναδείξει με άλλους όρους την ανθρωπιά. «Il faut cultiver notre jardin» γράφει στο βιβλίο παραπέμποντας άμεσα στο Καντίντ του Βολτέρου, εννοώντας πως ακόμα κι αν ζούμε στον ελάχιστα καλύτερο κόσμο, ας προσπαθήσουμε για το καλύτερο, ο καθείς όσο μπορεί.
Ίσως αυτό να είναι το πιο επιτακτικό αίτημα σήμερα και μπορεί τελικά να αναδείξει μόνο η λογοτεχνία, αλλά και μια στάση ζωής και έκφρασης που χάρισε δικαίως στον Έβερετ και στο άκρως φιλόδοξο εγχείρημά του το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ για το βιβλίο μυθοπλασίας, ενώ ήταν στις βραχείες λίστες για το Μπούκερ. Μοναδική ένστασή μας όσον αφορά το James είναι η αμήχανη αποκάλυψη στο τέλος του βιβλίου για τους ουσιαστικούς δεσμούς μεταξύ του Τζέιμς και του Φιν που παραείναι ρεαλιστική για μια λογοτεχνία που θέλει να αφήνει ανοιχτά κάποια ενδεχόμενα στον αναγνώστη. Πολλά εύσημα για τη μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά, η οποία κατάφερε να αποδώσει την αργκό στα ελληνικά, σε αντίθεση με άλλες μεταφράσεις που την αποδίδουν με την αναχρονιστική γλώσσα της Ελλάδας του ’50 – αν και, τελικά, έχοντας ακούσει πρώτα το audiobook από έναν ηθοποιό που μιλά με επάρκεια τη γλώσσα των μαύρων του Νότου, καταλαβαίνει κανείς ότι δύσκολα μπορεί να μεταφερθεί στη γλώσσα μας, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει καμία αναλογία. Και είναι ο μόνος λόγος που βιβλία σαν το James, σε αρκετά σημεία, μοιάζει να είναι λιγότερο αντιληπτά από ένα ευρωπαϊκό κοινό και σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, παρόλες τις αρετές τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.