ΕΝΑ ΚΟΥΝΕΛΙ ΦΑΙΝΟΤΑΝ να ορίζει το έργο του εικαστικού καλλιτέχνη Γιόζεφ Μπόις από νωρίς, όπως όταν το 1965, που στη δράση «πώς να εξηγήσετε τις εικόνες σε έναν νεκρό λαγό», ήθελε να δείξει το τεράστιο χάσμα μεταξύ της θεωρίας της τέχνης και αυτής της πράξης της ζωής – πόσο περιττές μπορούν να μοιάζουν, αλήθεια, οι λέξεις μπροστά στην αστείρευτη ενέργεια του βίου; Ή όπως τότε που ο καλλιτέχνης έλιωνε το χρυσό στέμμα του Ιβάν του Τρομερού για να καταγράψει την επιβλητική εικόνα ενός λαγού που απλώς ήθελε την ειρήνη. Αυτός ο συνειρμός έρχεται αυτόματα στον νου όταν βλέπεις να εισβάλει στο νέο μυθιστόρημα της Λίνας Ρόκου ο Τζεφ Μπους –μια σύνθεση των ονομάτων του καλλιτέχνη και του πολιτικού– για να δείξει την απρόβλεπτη εξέλιξη που μπορεί να προκαλέσει οποιοδήποτε πλάσμα γεννάει το «λάθος κεφάλι» του συγγραφέα.
Αυτό, τουλάχιστον, συμβαίνει με όλα τα παράξενα πλάσματα που γεννάει η φαντασία της Ρόκου: από έναν περίεργο γάτο που φέρει το όνομα ενός ποντικού, την κοκκινομάλα Αλίκη και τον μυστηριώδη Μαρίνο Παντόφλα, τον γιατρό, μέχρι, φυσικά, το ζευγάρι συγγραφέων Παύλο Μ και Καρίνα, οι οποίοι έχουν αναλάβει να δημιουργήσουν από κοινού μια ιστορία που δεν θα μοιάζει με καμία άλλη. Για τον σκοπό αυτό αποφασίζουν να συγκατοικήσουν, αυτός, ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, και αυτή, μια συγγραφέας που έχει γράψει μόλις ένα βιβλίο, ζώντας από κοινού μια κατάσταση ταυτόχρονα ακυρωμένης έμπνευσης και υπερδιέγερσης, υπερβολικής αυτοπεποίθησης και απόλυτης ανασφάλειας, ευρωστίας και αρρώστιας, ικανής να τους οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο. Πρόκειται, μάλλον, για την κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάθε συγγραφέας που φέρει στο «λάθος κεφάλι» του όλα τα πλάσματα και τις εκφάνσεις του κόσμου, έτοιμα να τα αραδιάσει ως αποκυήματα της φαντασίας του αλλά και ως συμπεράσματα της πραγματικής του ζωής.
H Ρόκου που θέτει τα ερωτήματα για τους όρους του παιχνιδιού που είναι η γραφή, το οποίο δεν ξέρει ποτέ κανείς πώς θα τελειώσει, ίσως γιατί κανείς συγγραφέας δεν κατέχει ποτέ το προνομιακό σημείο, όντας ταυτόχρονα θύμα και θύτης.
Σε μια τέτοια δυναμική εντροπία που στήνει η Ρόκου, αντί για μια κανονική εξιστόρηση ξέρουμε ότι, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο της, «Το τέλος της πείνας», δεν υπάρχει γραμμική αφηγηματική ροή κυρίως γιατί ποτέ κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος και την αρχή μιας ιστορίας, η οποία έχει την τάση να αυτονομείται ή να είναι αρκούντως ελεύθερη, όπως τα πλάσματα της φαντασίας του ανθρώπου που γράφει. Όταν γράφεις, άλλωστε, ανήκεις σε έναν διαφορετικό χωρόχρονο, όπου το φανταστικό αντικαθιστά το πραγματικό μέσα από μια διαρκή αλληλεπίδραση με την ελευθερία που επιτρέπει η παιγνιώδης διάσταση της γραφής· «γιατί θα παίζαμε γράφοντας και θα γράφαμε παίζοντας», όπως υποστηρίζει η Καρίνα σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Αυτή η πρωτόλεια και απόλυτη συνθήκη της γραφής φαίνεται να απασχολεί εκ νέου τη Ρόκου που θέτει τα ερωτήματα για τους όρους του παιχνιδιού που είναι η γραφή, το οποίο δεν ξέρει ποτέ κανείς πώς θα τελειώσει, ίσως γιατί κανείς συγγραφέας δεν κατέχει ποτέ το προνομιακό σημείο, όντας ταυτόχρονα θύμα και θύτης.

Αντίστοιχα, πάλι, το συγγραφικό ζευγάρι Παύλου Μ και Καρίνας αντιστρέφει τους ρόλους μέντορα και μούσας, καταργώντας τις στερεοτυπικές υποδηλώσεις που θα έθεταν, αφού γίνονται οι φορείς μιας κατάστασης όπου κυρίαρχοι δεν είναι ποτέ αυτοί που συνθέτουν την ιστορία αλλά τα πλάσματα που τη στοιχειώνουν: εν προκειμένω όλοι αυτοί που παρελαύνουν ως δευτεραγωνιστές, απειλώντας να πάρουν τα ηνία. Οι ιστορίες σε ρουφάνε έτσι κι αλλιώς σαν μια απέραντη μαγική σκούπα που ρουφάει προσδοκίες, απωθημένα και αναμνήσεις για να γεννήσουν κάτι καινούργιο που καταργεί τις αρχές της θνητότητας και της αυτονομίας του συγγραφέα. Κυρίως, όμως, τα νέα αυτά πλάσματα της φαντασίας καταργούν την αρχή και το τέλος των πραγμάτων γιατί η αρχή έχει πολλά κεφάλια πολύ πιο επικίνδυνα, που «έχουν δόντια κοφτερά που μπήγονται στη σάρκα μας πέντε λεπτά πριν ξυπνήσουμε, ποτίζοντας τα σεντόνια με ιδρώτα, γιατί ο ιδρώτας του ύπνου δεν είναι τίποτε άλλο παρά διάφανο αίμα, κι έχουν φρύδια, κι ας μην έχουν μάτια. Δεν έχουν μάτια γιατί τα κλείσαμε όταν φοβηθήκαμε, ζορίζαμε τα βλέφαρα κι εκείνα μπήκαν προς τα μέσα και χάθηκαν». Μέχρι να αποκτήσουν ολοκληρωμένη ανθρώπινη υπόσταση, τα πλάσματα που εμπλέκονται στη γραφή θα έχουν διανύσει τα δικά τους απειροστικά χιλιόμετρα και θα αφουγκράζονται αυταπάτες, εξουσιαστικές κυριαρχίες και διαψεύσεις, άμεσα συνυφασμένες με τις ζωές των ανθρώπων. Ωστόσο, η δικαίωση της αιωνιότητας, μοιάζει να μας λέει εμμέσως πλην σαφώς η συγγραφέας, δεν έρχεται απ’ όλα αυτά αλλά από την αγάπη, από τη διαπίστωση ότι εξακολουθείς να παραμένεις ζωντανός ακριβώς επειδή κάποιος από τρυφερότητα σε θυμήθηκε και σε ανέστησε μέσα από τις λέξεις. Ενδεχομένως να είναι αυτό το άγραφο μότο με το οποίο μάχεται μέσα από τη μοντέρνα αλληγορική ιστορία, που διαβάζεται ως υπαρξιακό θρίλερ η Λίνα Ρόκου.