Η ΚΛΑΙΡΗ ΜΙΤΣΟΤΑΚΗ ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των μεταφραστών που διαμορφώνουν αθόρυβα τον πυρήνα μιας ολόκληρης αναγνωστικής κουλτούρας. Πάντοτε διστακτική απέναντι στη δημοσιότητα, έχει υπηρετήσει με συνέπεια, ελευθερία και ακρίβεια τόσο τη μετάφραση όσο και τη γραφή. Έχει μεταφράσει μερικά από τα απαιτητικότερα έργα της γαλλικής γραμματείας − από τον Fernand Braudel και τον Denis Diderot έως τον Paul Valéry, τον Victor Segalen και τον Saint-John Perse. Παράλληλα, έχει υπογράψει δικά της έργα, όπως τα «Η πριγκίπισσα Τίτο κι εγώ», «Μετάλλια», «Flora Mirabilis», «Οι παράξενοι λόγοι της κυρίας Μποβαρύ», «Σωρείτες» και «Η Νίκη σαν φοίνικας».
Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Μεσαιωνική Ανθρωπολογία στην École des Hautes Études στο Παρίσι. Στα νεανικά της χρόνια υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων κατά την περίοδο της δικτατορίας, καθώς και ενεργό μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» από το 1972 έως το 1975, μια εποχή πολιτισμικής αναταραχής και έντονων ιδεολογικών ζυμώσεων.
Συναντηθήκαμε στα Χανιά, στο περιθώριο του 4ου Φεστιβάλ Βιβλίου. Απέναντί μου έχω μια ευαίσθητη και καλλιεργημένη φωνή που τρέφει βαθιά αγάπη για τη γλώσσα, τη φόρμα και την αισθητική του λόγου. Άλλωστε, όπως θα μου πει: «Η αγάπη για τις λέξεις ήρθε νωρίς». Μιλά χωρίς έπαρση, χωρίς βεβαιότητες, αλλά με εκείνη τη σπάνια διαύγεια που αποκτά ένας άνθρωπος μέσα από πολλά χρόνια προσεκτικής ανάγνωσης και ακούραστης εσωτερικής εργασίας.
«Με θυμώνει η πανταχού παρούσα απάτη. Έχει καταντήσει φαινόμενο μεταφυσικό. Κατάρρευση των αναστολών; Τεχνικά υποβοηθούμενη αδηφαγία; Εθισμός στην παραπλάνηση; Χίλια πράγματα μπορεί να σκεφτεί κανείς, κι εγώ ανακαλώ τακτικά τον Μπόρχες των παλαιότερων ημερών, όταν έγραφε την "Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας"».
Αφορμή για τη συνάντησή μας στάθηκε μια από τις πιο απαιτητικές −και ταυτόχρονα σαγηνευτικές− προκλήσεις της λογοτεχνικής μετάφρασης: η επιλογή, η σύνθεση και η απόδοση στα ελληνικά αποσπασμάτων από το εμβληματικό «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ. Το αποτέλεσμα αυτής της πολύχρονης και στοχαστικής δουλειάς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα με τον τίτλο «Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου – Θέματα, πρόσωπα και σκηνές». Την επιλογή των αποσπασμάτων, τη σύνθεση, τον πρόλογο και, φυσικά, τη μετάφραση υπογράφει η Κλαίρη Μιτσοτάκη. Είναι μια έκδοση που επιχειρεί να σκιαγραφήσει τον πολύπλοκο κόσμο του Προυστ μέσα από χαρακτηριστικά στιγμιότυπα κάθε τόμου του μνημειώδους έργου.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί εξιστορεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια τη διαδρομή της και τις παιδικές της μνήμες, μιλά για τη λογοτεχνία και για τη βαθιά σχέση που αναπτύσσει με τους συγγραφείς που μεταφράζει και περιγράφει την πράξη της μετάφρασης όχι ως απλή τεχνική εργασία, αλλά ως βιωματική εμπειρία, ως μια «φαντασίωση ταύτισης» που απαιτεί ευαισθησία, προσήλωση και, κυρίως, σεβασμό στη φωνή του άλλου.

―Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε και τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Σκεφτείτε μόνο ότι από το παράθυρό μου, στο πλάι του γραφείου όπου διάβαζα ως παιδί, μέχρι δέκα χρονών, είχα τα νερά του ενετικού λιμανιού με τον Κούλε − αυτό που σήμερα οι αρχαιολόγοι, επί το ενετικότερο, αποκαλούν «Rocca a mare». Και πίσω το πέλαγος. Και ότι ο περίπατος στην απερίφρακτη Κνωσό ήταν μια συνήθεια τα κυριακάτικα μεσημέρια μετά το φαγητό, όταν πηγαίναμε επίσκεψη σε άλλα μέλη της οικογένειας. Οι πρώτες θολές εικόνες που έχω, ωστόσο, είναι από ένα σχετικά αλλόκοτο οθωμανικό σπίτι όπου γεννήθηκα, προτού μετοικήσουμε κοντά στη θάλασσα. Κι ύστερα, όπως συνέβαινε σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο με την αναπόφευκτη αστυφιλία, απότομες μεταβολές με μετοικεσίες στην πρωτεύουσα και τη βόρεια Ελλάδα, ένας άλλος κόσμος, με ποτάμια και σιδηροδρόμους, βασιλικούς κήπους, καραμανλικά έργα στην Ομόνοια, αθηναϊκούς καύσωνες, θεσσαλική κάψα, μακεδονικές λίμνες και κατάφυτα νησιά του βόρειου Αιγαίου. Και μια Αθήνα του ’60 σε μεγαλειώδη, με τα σημερινά μάτια, ψυχική και δημιουργική ευφορία, μέχρι να έρθει η κατραπακιά της Χούντας.
―Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μετάφραση και τη συγγραφή;
Πολύ νωρίς οι λέξεις μού προξενούσαν ένα είδος δέους. Όταν άκουγα μια λέξη που δεν ήξερα, έκανα στάση. Στο οικογενειακό περιβάλλον ακούγονταν διαφόρων λογιών μικρογλώσσες, από το τοπικό ιδίωμα έως μια ήπιας μορφής καθαρεύουσα, η οποία εξάλλου κυριαρχούσε στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες. Η «στρωτή» δημοτική είναι μεταγενέστερη εφεύρεση. Η γλώσσα του καθενός ανθρώπου, του καθενός ατόμου, τότε ήταν έντονα ηθογραφική, ας πούμε − και ως γνωστόν, άλλωστε, η κρητική λαλιά ιδιαίτερα έχει πολύ αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά, κυρίως έντονη παραστατικότητα. Στεκόμουν με πολύ σεβασμό στις μικρές αυτές γλώσσες του καθένα. Με ενδιέφεραν. Όταν μπήκα στις λατινογενείς γλώσσες, απέκτησα τη συνήθεια να παίζω με την αλλαγή του κλαβιέ στον νου μου. Το γεγονός ότι άλλαζε η μουσική και το ύφος μιας λέξης από τη μια γλώσσα στην άλλη με διασκέδαζε, μου προξενούσε μια ικανοποίηση να μεταπηδώ, να παρακολουθώ ποια σημεία της έννοιας φωτίζονταν περισσότερο ή λιγότερο από τη μια γλώσσα στην άλλη, τι είδους διαθέσεις δημιουργούσαν. Ξαφνικά σε μια άλλη γλώσσα κάτι που σκεφτόσουν καταρχάς ελληνικά αποκτούσε μεγαλύτερη αντιστοιχία, απέδιδε καλύτερα αυτό που είχες στον νου σου. Έτσι, παίζοντας, άρχισα να μεταφράζω νοερά σχεδόν συνέχεια. Η επιθυμία να γράψω ήρθε όταν έπρεπε να γράψω για να σκεφτώ. Δεν αρκούσε η νοερή επεξεργασία. Όμως έγραψα όταν ήξερα τι ήθελα να φτιάξω. Ήταν μια συνολική αισθητική χειρονομία, πέρα από τη γραφή. Ήταν ένα διήγημα, ας πούμε, με μορφή σκηνής από ταινία. Το χάρισα σε μια φίλη που δεν είναι πια μαζί μας, και δεν το έχω βέβαια, αφού ενός δώρου δεν κρατά κανείς αντίγραφα. Στα χνάρια του γράφτηκε το «Π», κι αυτό για χάρισμα, αλλά αυτό βρήκε τον δρόμο του στο ανέκαθεν και πάντα καρδιακά προσφιλέστατό μου περιοδικό «Εκηβόλος». Από τότε και μετά, πάντα έγραφα με βαθύ μου κίνητρο τη φόρμα. Και κάποια αφιέρωση ίσως.
―Πιστεύετε ότι η μετάφραση είναι μια μορφή δημιουργίας;
Υπό όρους, ναι. Ίσως είναι μια δημιουργία πριν από τη δημιουργία, παρότι έρχεται μετά την πρώτη δημιουργία κάποιου άλλου. Είναι σαν να φτιάχνεις το εκμαγείο ενός γλυπτού που έχει ήδη χυθεί και το έχεις μπροστά σου, απέναντί σου. Θέλει πολλή τέχνη, δεν ξέρω αν είναι δημιουργία. Καταχρηστικά βέβαια μπορούμε να πούμε ότι πλησιάζει, καθώς χρησιμοποιεί όλα τα συστατικά της δημιουργίας − εκτός της φαντασίας. Μα αυτή είναι κάτι το μέγα. Υπάρχουν βέβαια μεταφράσεις που σε μαγεύουν ως μεταφράσεις. Έχω πολύ ψηλά στο πάνθεόν μου μεταφραστές Έλληνες, γυναίκες και άνδρες, των παλαιότερων και νεότερων δεκαετιών, που αληθινά σε αφήνουν άναυδο. Δεν θα πω ονόματα, αλλά θα ήθελα μια μέρα να μπορούσα να τους αποτίσω έναν φόρο τιμής κι ευγνωμοσύνης.

―Ποια στοιχεία κάνουν μια μετάφραση καλή; Και πώς αξιολογείτε το γεγονός ότι πολλοί μεταφραστές επεμβαίνουν στα κείμενα, δίνοντας ένα άλλο, δικό τους πνεύμα στο πρωτότυπο;
Κοιτάξτε, μπορεί κάποια στιγμή ο μεταφραστής να έχει μια έκλαμψη. Τι να κάνουμε, να μην υποκύψει; Στην ποίηση είναι πιο ανεκτές, και καμιά φορά και ευκταίες τέτοιες ευτυχείς παραβάσεις. Ξάφνου βλέπεις όχι μόνο την ποίηση ως αποτέλεσμα αλλά και την έμπνευσή της. Είναι κάτι. Εγώ προσωπικά τις χαίρομαι. Δεν έχω προτίμηση στις πιστότατες αποδόσεις. Εξάλλου το νόημα δεν είναι πάντα κάτι πάρα πολύ απλό, μπορεί να χωράει αποχρώσεις, μετατοπίσεις, μεταφορές, υπερμεταφράσεις. Κάποια κείμενα είναι από δικού τους κατά αυτή την έννοια δυναμικά. Σε προκαλούν. Πάντως, μεταφράζοντας, μεταφράζεις έναν συγγραφέα, όχι μόνο ένα κείμενο. Το κείμενο αυτό δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε ο συγγραφέας αυτός. Είναι μέρος του έργου. Αυτός είναι η ρίζα που κρατά το κείμενο σε επίπεδο πραγματικό και ηθικό, του αποδίδονται δικαιώματα. Όταν μεταφράζεις το βιβλίο του, πρέπει να μπορεί ο αναγνώστης να τον αναγνωρίσει και εκείνον πίσω από τις γραμμές, και όχι μόνο εσένα που το μεταφράζεις ή το πνεύμα μιας εποχής ή μια κάποια λογοτεχνική ροπή. Βεβαίως να ανθιστεί και με όλα τούτα τα άλλα −δεν γίνεται διαφορετικά−, αλλά και τον συγγραφέα του βιβλίου πρέπει να μπορείς να τον ιχνογραφήσεις πίσω από το κείμενο. Έτσι όπως τον έχεις καταλάβει και αυτόν, βέβαια, η ματιά ακόμα και γι’ αυτόν είναι πάντα δική σου.
Εγώ πάντως φαντασιώνομαι μια ταύτιση με τον συγγραφέα όταν μεταφράζω, όχι πάντα την ίδια, φυσικά, από συγγραφέα σε συγγραφέα αλλάζει. Στον Braudel, επί παραδείγματι, φαντασιωνόμουν έντονα το γούστο του, τα γούστα του, ακόμα και στο επίπεδο της γεύσης. Στον Diderot, πάλι, όλες τις κουβέντες που θα έκανε με τους τόσους και τόσους θαμώνες των «σαλονιών», γιατί ένιωθα πίσω από τις γραμμές του κειμένου του να σβουρίζουν οι μυριάδες κουβέντες που ανταλλάσσονταν στους κύκλους των διαφωτιστών του 18ου αιώνα και που μοιάζουν να είναι η κρυμμένη προϋπόθεση και το υπόβαθρο κάθε γραμμένης του αράδας.

―Τι σας ώθησε να αναμετρηθείτε με ένα τόσο μεγάλο και σύνθετο έργο όπως το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ;
Το ότι ήταν μεγάλο και σύνθετο. Ένας κόσμος. Όμως, για να είμαι ειλικρινής, και επειδή δεν είχα εξαρχής ως στόχο να φτιάξω αυτή την επιτομή, το πρώτο μου στοίχημα ήταν να αναμετρηθώ με την περίφημη μακροπερίοδη, δύσκολη, ενίοτε δαιδαλώδη φράση του Προυστ. Μου αρέσουν οι περίπλοκες φράσεις όσο και οι απλές, ίσως μάλιστα περισσότερο. Η μακρά αναπνοή στη φράση με κρατά, έχει άλλου είδους μουσικότητα. Νόμιζα, ωστόσο, πως θα έχω μεγαλύτερη δυσκολία. Δεν είχα. Αναδρομικά πάντως σκέφτομαι ότι η ιστορική συνθήκη, τα ολέθρια χρόνια της κρίσης, μια αίσθηση τέλους εποχής (η οποία τελικά επανέρχεται κάθε τόσο), με έριξε με τα μούτρα σε αυτή την κολυμπήθρα του ευρωπαϊκού δυτικού κόσμου. Είχα και σχεδόν άπλετο χρόνο στη διάθεσή μου για να αφιερωθώ με αποκλειστικότητα σ’ αυτήν τη δουλειά. Είχα ελάχιστες επαφές με τον εξωτερικό κόσμο, απέφευγα ό,τι διασπούσε την προσήλωσή μου στο εγχείρημά μου, και περνούσα υπέροχα με αυτούς τους περιορισμούς. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά αυτή μέσα σε ένα σύνηθες τρένο ζωής. Αν σκεφτεί κανείς την έσχατη απομόνωση που είχε εξασφαλίσει ο Προυστ όταν έγραφε, πολύ λίγο ήταν το δικό μου μερτικό, εννοείται. Έχω διηγηθεί την επίδραση που είχε επάνω μου, ώστε να μου δημιουργήσει ένα κλίμα, ιδεολογικό-δραματικό ας πούμε, για το ξεκίνημα της δουλειάς μου η αναφορά που κάνει ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, όταν διέσχισε με τα πόδια την Ευρώπη πριν από τον πόλεμο, στον Ρουμάνο ευγενή που συναντά στον πύργο του στα Καρπάθια, μέσα στο σαλόνι του, με τους τόμους του Προυστ πλάι του, να έχει μόλις τελειώσει την ανάγνωση της «Αναζήτησης». Ο κόσμος αυτός λίγα χρόνια αργότερα, μαζί με την προπολεμική Ευρώπη, θα είχε χαθεί για πάντα. Την ίδια αίσθηση απώλειας μού δημιουργούσε κατά τη δική μου ανάγνωση το lamento του αφηγητή της «Αναζήτησης» όταν αναπολεί το πέρασμα της Οντέτ ως νεαρής φαντασμαγορικής εταίρας κάτω από τις αλέες του δάσους της Βουλώνης. Χρόνοι επενδυμένοι με παρουσία και ύπαρξη, προορισμένοι να χάνονται από το επερχόμενο παρόν. Σημειωτέον ότι το lamento αυτό δεν το συμπεριέλαβα στο βιβλίο που έφτιαξα, δεν ταίριαζε με την οικονομία της επιτομής. Όπως και ένα αντίστοιχο lamento για τη μητέρα του. Υπέροχα κομμάτια αγάπης, θαυμασμού και καημού.
―Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε κατά τη μετάφραση αυτών των επιλεγμένων αποσπασμάτων;
Δυσκολεύομαι να απαντήσω γιατί τελικά ακόμα και αυτό που φοβόμουν αποδείχτηκε αρκετά απλό, δηλαδή όλο το σύστημα των αλλεπάλληλων εξαρτημένων προτάσεων, των περιγραφών ή των συλλογισμών που ελίσσονται παρακολουθώντας τη ματιά, το αίσθημα και τη σκέψη, συνθέτοντάς τα σε μια ενότητα, δεν ήταν δύσκολο να μεταφερθεί αυτούσιο στη γλώσσα μας. Δεν χρειαζόταν καμιά συντακτική αλχημεία. Η πρώτη αμηχανία μπροστά στον χείμαρρο των λέξεων, που όταν τον ακούς −κυρίως όταν τον ακούς− να κυλά θαρρείς πως δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει και αναρωτιέσαι πώς θα τον αποδώσεις και πώς θα ακουστεί σε μια γλώσσα πιο «νέτη-σκέτη» που είναι τα ελληνικά, αποδείχτηκε μάταιος φόβος. Η γλυκύτητα της γλώσσας μας νομίζω είναι και αυτή αστείρευτη κι ας το ξεχνάμε συχνά εξαιτίας της τραχείας χρήσης. Κάνω λόγο για άκουσμα, καθώς είχα για λόγους τελείως τυχαίους την ευκαιρία να ακούω μεταφράζοντας μια εξαιρετική ανάγνωση του συνολικού έργου από μια Γαλλίδα υπό ψευδώνυμο, από την ακουστική βιβλιοθήκη Littérature audio, πράγμα που κατά κάποιον τρόπο με έθετε μέσα στο πλαίσιο της ίδιας της προσωδίας του γαλλικού κειμένου. Είμαι έκτοτε φανατικός οπαδός των λογοτεχνικών αναγνώσεων. Αρκεί να είναι καλές. Μπορεί να συμβεί και το αντίθετο.

―Πώς αποφασίσατε ποια αποσπάσματα να επιλέξετε για την ανθολόγηση; Υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο;
Να σας πω. Από τη στιγμή που κατέληξα ότι το βιβλίο αυτό θα γίνει, έπαιρνα πια τη θέση του αναγνώστη, ο οποίος ήθελα να μπορέσει να αποκομίσει από την ανάγνωση του βιβλίου μια συνολική εικόνα της εξέλιξης του όλου μυθιστορήματος. 70 χρόνια πάνω-κάτω. Και των κύριων προσώπων, από τα 250 ενεργά σε σύνολο 1.000 προσώπων που αναφέρονται στην «Αναζήτηση». Να μπορούν να μεταφερθούν οι αναγνώστες σε όποιον τόμο της «Αναζήτησης» επιθυμούν, έχοντας εικόνα του τι προηγείται τουλάχιστον, αν όχι και του τι έπεται. Για λόγους όμως γενικής οικονομίας, άφησα αναγκαστικά έξω σημεία του βιβλίου που μου άρεσαν ιδιαίτερα, όπως αυτά που σας ανέφερα πιο πριν, ή εκείνο το διάσημο όσο κι ο ίδιος ο Προυστ σχόλιο πάνω στη ζωγραφική του Βερμέερ και τον πίνακά του «Άποψη του Ντελφτ», τον «μικρό κίτρινο τοίχο», δηλαδή, και άλλα πολλά.
―Ποια θέση κατέχει για εσάς προσωπικά το έργο του Προυστ στη σύγχρονη λογοτεχνία;
Νομίζω ότι το ζήτημα με τον Προυστ δεν είναι η θέση του στη σύγχρονη λογοτεχνία, σχετικά με την οποία οφείλω να πω ότι θεωρώ την τριάδα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, Γουλφ, Τζόις, Προυστ, το αποκορύφωμα του λογοτεχνικού φαινομένου. Η «Αναζήτηση» όσο περνάει ο καιρός γίνεται ένα κοινό έδαφος, ένα παράδειγμα, μια διδασκαλία, είναι iconic, έχει αποκτήσει μια εμβληματικότητα, έχει ένα στάτους υπερπραγματικότητας, μιας πραγματικότητας δηλαδή μεγαλύτερης από την πραγματικότητα. Είναι ένας κόσμος ολόκληρος, μια Γαλλία ολόκληρη, μια καθηλωτική διερεύνηση του αισθήματος της ζήλειας, ένα πολύχρωμο fresco της Μπελ Επόκ, μια ριζική συζήτηση για την τέχνη και άλλα πολλά, που τα κερδίζει κανείς όταν γνωριστεί με το σύνολο του έργου. Το εγχείρημα το δικό μου κατέτεινε στο να ανοίξει έναν δρόμο προς αυτό ακριβώς: το σύνολο του έργου.
―Υπάρχει κάποια φράση ή απόσπασμα που σας συνόδευσε καθ’ όλη τη διάρκεια της μετάφρασης;
Δεν είναι μια φράση, είναι οι δυο απλές λέξεις, «adieu, petit», «αντίο, μικρούλη», με τις οποίες απευθύνεται γεμάτη τρυφερότητα, συγκίνηση, οδύνη και αποφασιστικότητα η Αλμπερτίν στον αφηγητή, όταν τον αποχαιρετά στην πόρτα του δωματίου του μια νύχτα, ξέροντας εκείνη ότι θα τον εγκαταλείψει και μην ξέροντας εκείνος ότι δεν θα την ξαναδεί. Τι λυγμός. Νομίζω πως άκουγα τη φωνή της σε όλη τη διάρκεια του διαστήματος που δούλευα κι ακόμα αργότερα, μέχρι από μόνη της κάποια στιγμή να σβήσει. Και τώρα που με ρωτάτε, δεν μου ήρθε στον νου με την πρώτη. Όμως γύρισα πίσω στα χρόνια που δούλευα το βιβλίο και αμέσως την άκουσα ξανά μέσα στο κεφάλι μου. «Adieu, petit!»
―Ποιο θεωρείτε ότι είναι το βασικότερο μάθημα που μπορεί να πάρει ένας σύγχρονος Έλληνας αναγνώστης από τον Προυστ;
Αν και αυτό που θα πω θα ηχήσει σχεδόν γελοίο και ανεδαφικό στις μέρες μας, το βασικότερο μάθημα που θα μπορούσε να πάρει ένα σύγχρονος Έλληνας αναγνώστης, αφού βέβαια θα οριζόταν από το γεγονός ότι είναι αναγνώστης του Προυστ και όχι όποιου άλλου συγγραφέα, θα ήταν να εκτιμήσει ακόμα περισσότερο τον εαυτό του ως τέτοιον.
―Πόσο επηρέασαν την επιλογή και την απόδοσή σας οι προηγούμενες μεταφράσεις, του Ζάννα και του Πούλου;
Δεν με επηρέασαν καθόλου στην πράξη, γιατί κρατήθηκα μακριά. Πώς θα μπορούσε να με ενδιαφέρει να μεταφράσω Προυστ, αν τον είχα διαβάσει πρόσφατα στα ελληνικά; Σαράντα και βάλε χρόνια μετά, όμως, δεν είχα καμία ανάμνηση της απόδοσης του Παύλου Ζάννα από την εποχή του ’70-’80, όταν μας είχε κάνει τότε ο Παύλος αυτό το πολύτιμο δώρο. Τότε φυσικά είχα διαβάσει όλους τους έως τότε εκδοθέντες τόμους.
―Τι σας γοητεύει περισσότερο στον κόσμο που περιγράφει ο Προυστ; Η ψυχολογία, οι περιγραφές, οι σχέσεις;
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να τα διαχωρίσω αυτά τα τρία, αλλά αφού το θέτετε έτσι, θα σας απαντήσω. Η περιγραφή, η δαιδαλώδης, εξαντλητική περιγραφή. Αυτή που δίνει διάρκεια στο παρόν, το οποίο έχουμε συνηθίσει να το σκεφτόμαστε σαν μια στιγμή ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Που δίνει διάρκεια στη στιγμή, με άλλα λόγια, δημιουργεί μια διαστολή του χρόνου κι αυτό, μοιραία, φέρνει μια αίσθηση ευφορίας.
―Αν είχατε τη δυνατότητα να συνομιλήσετε με τον ίδιο τον Προυστ, ποια ερώτηση θα του κάνατε;
Τι θα έγραφε παρακάτω αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος. Έχω αληθινά φρικτή περιέργεια. Πώς θα εξέδιδε ο ίδιος τους μεταθανάτιους τόμους; Και μετά τι θα έκανε; Θα έγραφε;
―Ποια είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση που σας έδωσε αυτό το εγχείρημα;
Ήταν από αρχή μέχρι τέλους μια απερίγραπτη απόλαυση. Αλλά η δουλειά της Άγρας μού έδωσε ίσως τη μεγαλύτερη ικανοποίηση.
―Όταν ανοίγετε παλιά βιβλία και βλέπετε τις υπογραμμίσεις που έχετε κάνει με μολύβι και τα χειρόγραφα σχόλια στα πλαϊνά των σελίδων, ποιες σκέψεις κάνετε;
Μα, να σας πω την αλήθεια, συνήθως δεν τα αναγνωρίζω. Γι’ αυτό και σταμάτησα να το κάνω αυτό κάποια στιγμή, όταν συνειδητοποίησα πόσο με τάραζε η τόσο αποξενωμένη σχέση με τον εαυτό μου, είτε ήταν η τότε εικόνα υπό το πρίσμα της σημερινής είτε το αντίστροφο∙ εξαρτάται από ποια σκοπιά θα το δει κανείς. Μου αρέσει όμως πάρα πολύ να βλέπω μολυβωμένα τα δανεικά βιβλία. Πώς σας φαίνεται αυτό; Πονηρό, ε;
―Ποια αναγνώσματα σάς έχουν καθορίσει όλα αυτά τα χρόνια;
Έχω στραφεί, χωρίς να είμαι γερμανομαθής, στην κεντρική Ευρώπη και στην αυξομειούμενη επικράτειά της. Ήμουν θιασώτης της ρωσικής και της γαλλικής λογοτεχνίας στα μικράτα μου, μετά πέρασα από τους ανόμοιους κόσμους του Μπρεχτ, του Κλάιστ, του Κανέτι, αλλά και του Μπλέικ, του Κόνραντ, του Στίβενσον, του Πόε, του Φόκνερ, του Μπάροουζ και ξανά πίσω στον Μαν. Η κεντρική Ευρώπη τελευταία με τραβά σαν να είναι το προπατορικό αμάρτημα. Τα πιο πρόσφατα χρόνια δεν θέλω να χάνω λέξη από τον Ζέμπαλντ, τον Ροτ. Όταν πρωτοδιάβασα Γιόζεφ Ροτ, το «Hotel Savoy», μου μύρισε πολύ Κάφκα, οι κεραίες μου ταράχτηκαν, δεν φανταζόμουν ωστόσο ότι θα ήταν τόσο μεγάλη ανακάλυψη.

―Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και γιατί;
Με την ευκαιρία αυτή θέλω να θυμηθώ την αγάπη που είχα για τον Βιζυηνό, τον οποίο διάβαζα και ξαναδιάβαζα την εποχή που ήρθαν στη ζωή μου τα παιδιά μου. Τότε ξαναδιάβασα πολλά από τα βιβλία που αγαπούσα. Ξαναδιάβασα και τον «Ηλίθιο», κι επειδή είχα χάσει τον τελευταίο τόμο (είχα μια πολύτομη έκδοση του Γκοβόστη), δανείστηκα από μια φίλη το δικό της βιβλίο. Αλλά δεν ήταν μεταφρασμένο από τον ίδιο μεταφραστή. Τότε πρωτοδιαπίστωσα σε ποιο βαθμό ειδικά ο Ντοστογιέφσκι γίνεται άλλος συγγραφέας από μεταφραστή σε μεταφραστή. Είναι εντυπωσιακό. Άλλο βιβλίο της εποχής εκείνης που με σημάδεψε ήταν ο «Κοινός Λόγος» της Έλλης Παπαδημητρίου, μα αγαπούσα και ξαναδιάβαζα τον Στρατή Δούκα, τον Κόντογλου.
―Γιατί;
Το γιατί θα το αφήσω σε σας να το φανταστείτε. Και, επίσης, όσα δεν σας αναφέρω, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν τα αγαπώ. Γιατί, τι να πω για τον Παπαδιαμάντη;
―Τι σας θυμώνει στις μέρες μας;
Η πανταχού παρούσα απάτη. Έχει καταντήσει φαινόμενο μεταφυσικό. Κατάρρευση των αναστολών; Τεχνικά υποβοηθούμενη αδηφαγία; Εθισμός στην παραπλάνηση; Χίλια πράγματα μπορεί να σκεφτεί κανείς, κι εγώ ανακαλώ τακτικά τον Μπόρχες των παλαιότερων ημερών, όταν έγραφε την «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας» και μας απογείωνε όλους μας∙ τι να έλεγε σήμερα αν ξαφνικά από εκεί που βρίσκεται ανακτούσε το φως του και έριχνε μια ματιά στον κόσμο γύρω μας;
―Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Αν τα βάλουμε όλα στην πλάστιγγα, και κυρίως όσο ζούμε αυτήν τη δραματική μεταβολή στα πράγματα του δυτικού κόσμου, το πιο σημαντικό στη ζωή αποδεικνύεται, από τη δική μου σκοπιά, η αξιοπρέπεια (η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που σημαίνει ότι ορισμένα πράγμα δεν τα παραδέχεσαι, δεν τα αποδέχεσαι, δεν τα καταδέχεσαι, τόσο απλά). Όλα τα άλλα μου φαίνονται χωρίς θεμέλιο δίχως αυτήν. Έπειτα, για τη δική μου ζωή, ήταν και είναι πάντα η απόλαυση αυτής της εκλεκτικής συγγένειας που λέγεται φιλία.
―Κλείνοντας, ήθελα να σας ρωτήσω αν εσείς αναζητάτε σήμερα τον χαμένο χρόνο.
Για κάποιον παράξενο λόγο, ίσως επειδή ζω αρκετά αποτραβηγμένη, ίσως επειδή έχω επιστρέψει, μια εικοσαετία τώρα, σε μεγάλη ηλικία στον τόπο όπου γεννήθηκα και πολύ λίγο τον είχα ζήσει στην παιδική ηλικία, πάει καιρός που βιώνω κάτι που μοιάζει με ένα ακορντεόν χρόνου: βρίσκομαι και στο τώρα και στο τότε, σε πολλά και διάφορα τότε, πλησιάζω ή απομακρύνομαι, ανάλογα με το πού θα με οδηγήσει ένας ευκαιριακός συνειρμός. Έτσι γιατρεύω ίσως και τις πληγές του παρόντος. Γιατί κι αυτές οι άτιμες είναι ανυπόφορες.