«Ονειρεύτηκα πως πέθανα»: Τα τραυματικά βιώματα του Ν. Κούνδουρου από την Κατοχή και τον Εμφύλιο

«Ονειρεύτηκα πως πέθανα»: Τα τραυματικά βιώματα του Ν. Κούνδουρου από την Κατοχή και τον Εμφύλιο Facebook Twitter
Με το που τελείωσε ο πόλεμος και για τα επόμενα πενήντα χρόνια, «μάζευα εικόνες από τα ξωκλήσια της Κρήτης και από τους γύφτους που τις πούλαγαν για δυο δραχμές, μαζί με τις χάλκινες κατσαρόλες από τα ξεπουλημένα νοικοκυριά των γιαγιάδων». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0



ΤHN ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ο Νίκος Κούνδουρος (1926-2017) άκουσε τη λέξη σπαράγματα, νόμιζε πως κάνει λάθος. Αργότερα, όμως, την αναζήτησε, την έμαθε, την έκανε δική του. Κι ήταν η ίδια λέξη –«σπαράγματα»– που του στάθηκε μέτρο και οδηγός στο αυτοβιογραφικό γραπτό του «Ονειρεύτηκα πως πέθανα», το οποίο παρέδωσε στον «Ίκαρο» το 2010, μαζί με τη ζωγραφιά που θα κοσμούσε το εξώφυλλό του.

Λίγο μετά τα 80 του, ο δημιουργός της «Μαγικής πόλης», του «Δράκου», του «1922», του «Μπάιρον», καθώς σκάλιζε τα κιτάπια του με τη βοήθεια της ζωγράφου Άννας Βοργία, άφησε «τους χρόνους να πηγαινοέρχονται σε παλινδρομική κίνηση» και προσπάθησε να βάλει τάξη «στην αταξία που σφράγισε τη μοίρα του τόπου μας, τη γραμμένη με ανεξίτηλο μελάνι και αίμα».

Το αποτέλεσμα; Διακόσιες σελίδες όπου το «εγώ» συγχωνεύεται με το «εμείς» κι όπου κάποια από τα πιο τραυματικά βιώματα του Κούνδουρου δίνονται μέσα από μαρτυρίες τρίτων. Ένα βιβλίο αφιερωμένο κυρίως στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, μ' ελάχιστες αναφορές στο κινηματογραφικό του έργο και κάμποσες αναφορές σε αγαπημένους του φίλους: από τον Χατζιδάκι και τον Βασιλικό μέχρι τον παλιό συμμαθητή του που είδε να πέφτει πλάι του νεκρός στον «Κόκκινο Δεκέμβρη» της Αθήνας.

Οι αναμνήσεις του Κούνδουρου, πάντα ανάκατες, αντλημένες από ένα σημείο και πέρα από παλιότερα κείμενά του, αγκαλιάζουν μορφές όπως του Γραμματικάκη, του Σαμαράκη, του Βακιρτζή ή του Ξενάκη, αφήνοντας χώρο και για μια φευγαλέα συνομιλία με τον Φελίνι στη Ρώμη ή για μια αποτίμηση του Μάη του '68.

Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας πολιτικών από την Κρήτη, ο Κούνδουρος κουβαλούσε ως τα γεράματα με «μια εκθαμβωτική καθαράδα» την εικόνα από τη βάφτισή του το 1931: «Αυτή, η πιο παλιά μου μνήμη, έδειχνε ένα μεγάλο ευρύχωρο δωμάτιο παλιού αρχοντικού. Δυο ψηλά παράθυρα άφηναν να μπαίνει το κατάλευκο φως από μια καλοκαιριάτικη μέρα στον Άγιο Νικόλαο, εκεί που απάγκιασε η Σφακιανή φαμίλια πριν από εκατό χρόνια (...) Έγινα χριστιανός ορθόδοξος κλοτσώντας τον παπά, καθώς δεν άφηνα να μου βγάλουν το άσπρο μου βρακάκι. Μπήκα στην κολυμπήθρα έτσι που ήθελα εγώ, κι αυτή ήταν η πρώτη μου νίκη στον πόλεμο με την κοινωνία. Στα χρόνια που ακολούθησαν ξέχασα πως ήμουν χριστιανός. Τα χίλια δυο ποτάμια μιας ζωής ανήσυχης παρασύρανε στα θολά νερά το μύρο του παπα-Νικολάκη, και το φόβο για κείνο το αόρατο και πανταχού παρόν που έμοιαζε να με απειλεί».

Οι αφηγήσεις της γιαγιάς του Κούνδουρου, οι διώξεις του βενιζελικού πατέρα του και η αντιστασιακή δράση του αδελφού του Ρούσσου μπλέκονται στο «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» με τον ανελέητο βομβαρδισμό του Πειραιά και τη βοήθεια που πρόσφεραν μαθητές σαν κι αυτόν στο πανικοβλημένο πλήθος, με το μπλόκο της Κοκκινιάς και τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, αλλά και με την επιβλητική φιγούρα του Σικελιανού, όχι μόνο στην κηδεία του Παλαμά αλλά και νωρίτερα, στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού, τυλιγμένου πάντα στη μαύρη του μπέρτα. Όπως μπλέκονται και με την αίσθηση του κενού που ένιωσε ο Κούνδουρος βλέποντας να εξανεμίζεται επί Κατοχής σταδιακά η πατρική συλλογή με τις βυζαντινές εικόνες.

Η μόνη από τις 200 εικόνες που δεν δόθηκε για να εξασφαλιστούν τα προς το ζην ήταν «ένας καβαλάρης Αη-Γιώργης». Αυτή υπήρξε «και το ξεκίνημα μιας καινούριας αρχής», καθώς με το που τελείωσε ο πόλεμος και για τα επόμενα πενήντα χρόνια, «μάζευα εικόνες από τα ξωκλήσια της Κρήτης και από τους γύφτους που τις πούλαγαν για δυο δραχμές, μαζί με τις χάλκινες κατσαρόλες από τα ξεπουλημένα νοικοκυριά των γιαγιάδων»... Αυτές ήταν που «σύρανε τ' ονειροπαρμένο αγόρι ν' αγαπήσει την ψεύτικη ζωγραφισμένη ζωή, καθώς οι ασκητικές μορφές των αγίων δώσανε τη θέση τους στα καταπράσινα τοπία και τις ροδαλές γυναίκες των ζωγράφων της Αναγέννησης και της μαγικής ζωής που μου υποσχόταν η ζωή των άλλων».

Κι όπως πάσχιζε να ξεδιακρίνει ανάμεσα στα σιδερικά το μαυρισμένο ξύλο με τις χλομές φιγούρες, έτσι «μάθαινα να ξεχωρίζω το παλιό απ' το καινούριο, και το σπουδαίο από το ψεύτικο».

 

Ζωντανός νεκρός

Στις 5 Δεκεμβρίου του '44, μαζί με άλλους σπουδαστές οπλισμένους με «τουφέκια μάουζερ, πολυβόλα στεν γερμανικά και πιστόλια παραμπέλουμ», ο νεαρός Κούνδουρος βρίσκεται οχυρωμένος στο Πολυτεχνείο, με το βλέμμα καρφωμένο στην Κάζα ντ' Ιτάλια, όπου είχαν τρυπώσει τα «βρομερά ξεβράσματα της πολεμικής αναταραχής, χαφιέδες και συνεργάτες των Γερμανών, σάπια φρούτα, γεννήματα της πείνας, της απελπισίας και της παράνοιας».

Την ίδια νύχτα πιάνεται αιχμάλωτος και οδηγείται στο Γουδί, για να μεταφερθεί την επομένη σε αφρικανικό στρατόπεδο. Καταφέρνει να το σκάσει μαζί με τον Ισίδωρο, τον γιο της θυρωρίνας του και παλιό συμμαθητή του. Οι ριπές των πυροβόλων στοχεύουν και τους δυο τους. Ο φίλος του σκοτώνεται επί τόπου, ο ίδιος τραυματίζεται. Θα ξαναβρεί τις αισθήσεις του μέσα σ' ένα νοσοκομείο γεμάτο Εγγλέζους τραυματίες, καθώς για Άγγλο τον είχαν περάσει κι αυτόν.

Ώσπου, παραμονή Χριστουγέννων, «ήρθε η μάνα. Ντυμένη στα μαύρα. Έτσι ήτανε πάντα, μια ζωή πένθος... Πρόσεξα δίπλα της έναν μεγαλόσωμο αξιωματικό με αγγλική στολή που την κράταγε από το μπράτσο. Τον γνώρισα αμέσως από το μπόι του κι από εκείνο το αγέρωχο ύφος που ήταν γνώρισμα της φαμίλιας του. Ήταν ο ξάδελφός μου ο Παύλος Βαρδινογιάννης, διερμηνέας στον αγγλικό στρατό. Σπούδαζε νομικά, δικηγόρος, κι όλα τα χρόνια του σχολειού η μάνα μου είχε ένα κρεβάτι δίπλα στο δικό μου».... Όλες τις προηγούμενες βδομάδες, ο Κούνδουρος λογαριαζόταν για πεθαμένος.

«Ονειρεύτηκα πως πέθανα»: Τα τραυματικά βιώματα του Ν. Κούνδουρου από την Κατοχή και τον Εμφύλιο Facebook Twitter

Στη Μακρόνησο

Στα γυρίσματα του «1922» στο Λαύριο, ένας «τραχύς εβδομηντάχρονος ασπρομάλλης», οδηγός φορτηγού για τις ανάγκες της ταινίας, πλησιάζει τον σκηνοθέτη και του εκμυστηρεύεται μια ιστορία που έχει κρατήσει μέσα του καιρό. Είναι μια ιστορία που εξηγεί πώς βρέθηκε ο Κούνδουρος στη Μακρόνησο το '48.

Όπως αποκαλύπτεται, ο παραπάνω ηλικιωμένος άντρας ήταν φαντάρος την ίδια εποχή με τον σκηνοθέτη, επί Εμφυλίου, και ήταν λίγες σειρές πιο πίσω του σ' εκείνη τη μοιραία παρέλαση της 25ης Μαρτίου, όπου ο Κούνδουρος επιτέθηκε στον συνταγματάρχη που βάδιζε πλάι του, κι όλοι νόμισαν πως θα οδηγηθεί στο στρατοδικείο. Να όμως που «έπεσε πάνω μου το σόι και με γλίτωσε. Τρία χρόνια στο Μακρονήσι για να ξεχαστεί το πράγμα....». Η εμπειρία της εξορίας, το φρικιαστικό θέαμα των νεκρών, τα βασανιστήρια, η εξέγερση των κρατουμένων-γυναικών, όλα μπαίνουν στο στόμα άλλων.

Οι αναμνήσεις του Κούνδουρου, πάντα ανάκατες, αντλημένες από ένα σημείο και πέρα από παλιότερα κείμενά του, αγκαλιάζουν μορφές όπως του Γραμματικάκη, του Σαμαράκη, του Βακιρτζή ή του Ξενάκη, αφήνοντας χώρο και για μια φευγαλέα συνομιλία με τον Φελίνι στη Ρώμη ή για μια αποτίμηση («ψυχόδραμα, συλλογική τρέλα, καρναβάλι, γέννημα της ευημερίας ή πολιτική πράξη;») του Μάη του '68.

Κι όπως αρνείται να επεκταθεί στο κινηματογραφικό του έργο –αναφερόμενος π.χ. στον «Μπάιρον», εστιάζει στην εικόνα της διαλυμένης ΕΣΣΔ όπου έκανε γυρίσματα, ενώ για το «Μπορντέλο» αφήσει τον Ευγένιο Αρανίτση να «μιλήσει»– το ίδιο κάνει και για έναν άλλο σημαντικό τομέα: «Λείπει ο έρωτας από τούτα τα γραπτά. Λείπει και το θάρρος, και λέω πως ίσως καλύτερα θα 'ναι να φυλάξω μόνο για μένα εκείνη τη μυστική αγιοσύνη που ορίζει το σμίξιμο του αρσενικού και θηλυκού σε μια μυστική συμφωνία που έτσι ορίστηκε. Να μείνει μυστική».

Μετά τον θάνατό του, η δημοσίευση των επιστολών του προς τη Σωτηρία Ματζίρη (βλ. «Γράμματα από την Κριμαία - 1991», Άγρα) θα κάλυπτε κάπως αυτό το κενό.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Βιβλίο / «Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Το πρωτότυπο science fiction μυθιστόρημα «Οι υπάλληλοι» της Δανής Όλγκα Ράουν κερδίζει υποψηφιότητα για Booker, προβλέποντας εικόνες από τη ζωή αλλόκοτων υπαλλήλων στο μέλλον, βγαλμένες από το πιο ζοφερό παρόν.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει – και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Βιβλίο / Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας μιλά στη LiFO με αφορμή το βιβλίο του «Πέρα από τη συναίνεση» για μερικά από τα πιο δύσκολα ζητήματα της εποχής: τη βία μέσα στη φαντασίωση, τον νέο πουριτανισμό, τα όρια της επιθυμίας και την εύθραυστη, συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια του τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Lgbtqi+ / Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Τρανσφοβία» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, η τρανσφεμινίστρια Μοντ Ρουαγιέ επιχειρεί να καταγράψει τη νέα πραγματικότητα για την τρανς συνθήκη και τα τρανς δικαιώματα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
H παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πύλες της

Αποκλειστικές φωτογραφίες / Η παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πόρτες της

Η LiFO μπήκε στο ιστορικό Βαλλιάνειο Μέγαρο το οποίο, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης, θα υποδεχθεί ξανά το κοινό στις αρχές του 2026.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Βιβλίο / «Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Τι είναι το gaslighting; Το επίκαιρο και διαφωτιστικό δοκίμιο της Kέιτ Άμπραμσον αποτελεί μια διεξοδική, εις βάθος ανάλυση ενός όρου που έχει κατακλύσει το διαδίκτυο και την ποπ κουλτούρα και χρησιμοποιείται πλέον ευρέως.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Το woke στο «καναβάτσο»

Βιβλίο / Τι είναι τελικά το woke; Δύο βιβλία εξηγούν

Δύο αξιόλογα βιβλία που εστιάζουν στην πολυσυζητημένή και παρεξηγημένη σήμερα woke κουλτούρα κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά, εμπλουτίζοντας μια βιβλιογραφία περιορισμένη και μάλλον αρνητικά διακείμενη.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σκοτ Φιτζέραλντ «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ»

Το πίσω ράφι / «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ». Ένα αριστούργημα. Δίχως υπερβολή

O Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ζωντανεύει την εκλεπτυσμένη βαρβαρότητα της αμερικανικής αστικής τάξης, το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου και μαζί τη διάλυση μιας κολοσσιαίας ψευδαίσθησης.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η Έλεν ντε Γουίτ έγραψε τον «Τελευταίο Σαμουράι». Χρειάστηκε 25 χρόνια για το νέο της βιβλίο

Βιβλίο / Η Έλεν ντε Γουίτ έγραψε τον «Τελευταίο Σαμουράι». Χρειάστηκε 25 χρόνια για το νέο της βιβλίο

Η μυθιστορηματική περίπτωση της Ντε Γουίτ αποδεικνύει ότι οι καλοί συγγραφείς πάντα δικαιώνονται. Και το βιβλίο της «Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί», τη σπάνια ευφυΐα της.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μαρία Μήτσορα «Ζήτα Ήτα Θήτα»

Προδημοσίευση / Μαρία Μήτσορα «Ζήτα Ήτα Θήτα»

Μια αποκλειστική πρώτη δημοσίευση από το εν εξελίξει βιβλίο «Ανθός ΜεταΝοήματος» της Μαρίας Μήτσορα, μιας αθόρυβης πλην σημαντικότατης παρουσίας στην ελληνική λογοτεχνία, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη μέσα στο 2026.
THE LIFO TEAM