M.Hulot

Κάθε χρόνο περιμένω πώς και πώς τις διακοπές του Αυγούστου γιατί είναι η μόνη περίοδος που έχω χρόνο να διαβάσω πολυσέλιδα βιβλία. Το Αβεσσαλώμ Αβεσσαλώμ! του Γουίλιαμ Φόκνερ (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδη, Gutenberg) και ο Έφηβος του Ντοστογιέφσκι (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, Άγρα), και τα δύο κλασική λογοτεχνία, είναι τα βιβλία που θα πάρω φέτος μαζί μου, κορυφαία μυθιστορήματα, από διαφορετικές σχολές. Το πρώτο θεωρείται το αριστούργημα του συγγραφέα του και από τις σπουδαίες στιγμές της αμερικανικής λογοτεχνίας· αφηγείται την ιστορία ενός φτωχού άνδρα που καταφέρνει να πλουτίσει και να ανελιχθεί κοινωνικά, με τη φιλοδοξία και την ανάγκη του για εξουσία να τον οδηγούν στην καταστροφή. Το προτελευταίο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, άδικα παραγνωρισμένο, είναι η φωτισμένη εξομολόγηση ενός μοναχικού εφήβου, του Αρκάντι Ντολγκορούκι, σε ένα βιβλίο που συνδυάζει το τραγικό με το κωμικό – ανυπομονώ να το διαβάσω στη νέα μετάφραση της Μπακοπούλου.

Γιάννης Πανταζόπουλος

Από το πρώτο της βιβλίο, Συζητήσεις με φίλους, η γραφή της Σάλλυ Ρούνεϋ (μτφρ. Μαρία Φακίνου, Πατάκη) με είχε κεντρίσει. Η «φωνή των millennials», όπως έχει χαρακτηριστεί, αποτυπώνει πάντοτε με συγκινητική ειλικρίνεια και αμεσότητα την περιπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, τις επιφανειακές φιλίες, το εφήμερο σεξ και την ψυχοσύνθεση μιας ολόκληρης γενιάς. Ουσιαστικά, γράφει για να εκφράσει την εσωτερική ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να αποκτήσει ταυτότητα. Έτσι, αυτό το καλοκαίρι ανυπομονώ να διαβάσω το νέο της λογοτεχνικό εγχείρημα με τον τίτλο Όμορφε κόσμε, πού είσαι, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Σ’ αυτό συναντάμε την Άλις, τον Φίλιξ, την Αϊλίν και τον Σάιμον ενώ είναι ακόμα νέοι, αλλά η ζωή τούς προσπερνάει σιγά σιγά. Ερωτεύονται ο ένας τον άλλον, εξαπατούν ο ένας τον άλλον, σμίγουν, χωρίζουν. Τους προβληματίζουν το σεξ, η φιλία, ο κόσμος στον οποίο ζουν. Γίνονται μήπως αυτόπτες μάρτυρες κάποιας μεγάλης αλλαγής; Θα βρουν τον τρόπο να πιστέψουν ότι όντως υπάρχει ένας όμορφος κόσμος; Μαζί μου στις καλοκαιρινές διακοπές θα πάρω και τη Μυστική Ιστορία της Ντόνα Ταρτ (μτφρ. Σάντυ Παρίση, Λιβάνη). Είχα διαβάσει μια εξαιρετική βιβλιοκριτική της Σταυρούλας Παπασπύρου στη στήλη της «Πίσω Ράφι» και το βρήκα ιδανικό ανάγνωσμα γι’ αυτό το καλοκαίρι. Το 1992, όταν η Αμερικανίδα Ντόνα Ταρτ έκανε το ντεμπούτο της με τη Μυστική Ιστορία, προκάλεσε αίσθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κεντρικός αφηγητής είναι ο Ρίτσαρντ Παπέν που πηγαίνει να σπουδάσει Αρχαία Ελληνικά σε ένα κολέγιο της Αμερικανικής ελίτ στη Νέα Αγγλία. Γίνεται δεκτός από μια κλειστή ομάδα φοιτητών Κλασικών Σπουδών που μελετούν τον κόσμο της γνώσης –από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς μέχρι τους σύγχρονους στοχαστές–, συμμετέχοντας ταυτόχρονα σε μυστικιστικές τελετές και παράξενα παιχνίδια εξουσίας. Ένα πολυσέλιδο δυνατό ψυχολογικό θρίλερ, σκοτεινό και ατμοσφαιρικό, το οποίο, αν μη τι άλλο, είμαι σίγουρος ότι θα με καθηλώσει.

Μυρτώ Αθανασοπούλου

Θα ξεκινήσω το καλοκαίρι μου με τη Νεφελοκοκκυγία (μτφρ. Μυρτώ Καλοφωλιά, Πατάκη) του Άντονυ Ντορ (συγγραφέα του Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε), που διαδραματίζεται στην Κωνσταντινούπολη του δέκατου πέμπτου αιώνα, σε μια μικρή πόλη της Πολιτείας του Άινταχο σήμερα και σε ένα διαστρικό σκάφος στο εγγύς μέλλον. Ο Ντορ δημιούργησε ένα μωσαϊκό από εποχές και τόπους με συνδετική ύλη την ιδιότητά μας να συνδεόμαστε – με τη φύση, μεταξύ μας, με εκείνους που έζησαν πριν από εμάς και με εκείνους που θα είναι εδώ όταν εμείς θα έχουμε πια φύγει.

Θέλω πολύ καιρό να διαβάσω το Πρόβλημα των τριών σωμάτων του Liu Cixin (μτφρ. Θωμάς Π. Μαστακούρης, SEΛINI) και φέτος ήρθε η ώρα του. Θεωρείται ορόσημο στην επιστημονική φαντασία και η βράβευσή του με HUGO (το πρώτο μεταφρασμένο μυθιστόρημα στην ιστορία που λαμβάνει αυτήν τη διάκριση) το επιβεβαιώνει. 1967: Η Γιε Γουέντζι γίνεται μάρτυρας του ξυλοδαρμού μέχρι θανάτου του πατέρα της από τους Ερυθροφρουρούς κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα. Το γεγονός αυτό θα καθορίσει το μέλλον της ανθρωπότητας. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η αστυνομία του Πεκίνου ζητά από τον μηχανικό νανοτεχνολογίας Γουάνγκ Μιάο να διεισδύσει σε μια μυστική σέχτα επιστημόνων ύστερα από μια σειρά ανεξήγητων αυτοκτονιών. Η έρευνά του θα τον παρασύρει σε έναν εικονικό κόσμο που κυριαρχείται από την ανεξέλεγκτη αλληλεπίδραση των τριών ήλιων του. Αυτό είναι το πρόβλημα των τριών σωμάτων και είναι το κλειδί για τα πάντα, αλλά κυρίως για την απειλή αφανισμού που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα.

Αλέξανδρος Διακοσάββας

Καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς διαβάζω από λίγο έως καθόλου λογοτεχνία – κι αυτό πονάει. Τα τελευταία χρόνια η ετήσια λίστα με τα βιβλία του Αυγούστου ετοιμάζεται με μεγάλη προσοχή, γίνονται προσθαφαιρέσεις και λαμβάνονται υπόψη πολλά διαφορετικά κριτήρια – μια λάθος επιλογή μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τις διακοπές. Για φέτος τα στανταράκια είναι δύο και είναι αμφότερα «μεγάλα και αμερικανικά». Τα Σταυροδρόμια του Τζόναθαν Φράνζεν (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ψυχογιός) περιμένουν υπομονετικά εδώ και μήνες στο ράφι. Η επιστροφή ενός από τους σπουδαιότερους, κατ’ εμέ, εν ζωή Αμερικανούς πεζογράφους έχει χαιρετιστεί με θετικότατα σχόλια. Το βιβλίο τοποθετείται στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ’70s και είμαι περίεργος να δω αν θα καταφέρει να μου προκαλέσει τον ίδιο ενθουσιασμό με τα κορυφαία έργα του, τις Διορθώσεις και την Ελευθερία. Τώρα, για τη Χάνια Γιαναγκιχάρα δεν θα πω πολλά – περιμένω το τρίτο της μυθιστόρημα, τo To Paradise, από τη στιγμή που διάβασα τις τελευταίες σελίδες του Λίγη Ζωή και του Οι άνθρωποι στα δέντρα. Η πιο ατρόμητη και ακατάτακτη Αμερικανίδα συγγραφέας του καιρού μας έφτιαξε μια νέα σάγκα που διαδραματίζεται σε τρεις χρονικές περιόδους, σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, οι κριτικές των ξένων μέσων διχάζονται σφοδρά για ακόμα μια φορά, με την «Guardian» να κάνει λόγο για «αριστούργημα», τους «Times» να σημειώνουν πως «ξαναγράφει την ιστορία», ενώ η «Wall Street Journal» να το χαρακτηρίζει «άψυχο και βαρετό». Θα επιχειρήσω να το διαβάσω από το πρωτότυπο, αναμένοντας τη μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη, που έχει αποδώσει ιδανικά στα ελληνικά τους δύο προηγούμενους κόσμους της συγγραφέως (κυκλοφορεί στις 27/10, με τίτλο «Προς τον παράδεισο», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).

Βασίλης Καψάσκης

Παρότι μετρά περισσότερα από είκοσι χρόνια συγγραφικής πορείας, ο Κόλσον Γουάιτχεντ χρειάστηκε την κυκλοφορία ενός και μόνο μυθιστορήματος (Υπόγειος Σιδηρόδρομος, 2016) για να εξελιχθεί σε μία από τις πιο επιδραστικές και πολυβραβευμένες μορφές των αμερικανικών γραμμάτων (ο πρώτος που βραβεύτηκε με Pulitzer για δύο συνεχόμενες κυκλοφορίες). Με το Μπέρδερμα στο Χάρλεμ (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, Ίκαρος), την πρώτη του απόπειρα στον χώρο του crime fiction, μας μεταφέρει στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’60 μέσα από ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα που υπόσχεται ότι συνδυάζει στοιχεία κωμωδίας, νουάρ και κοινωνικού σχολίου. Και συνήθως, όταν ο Γουάιτχεντ υπόσχεται κάτι, το τηρεί.

Ξεκίνησα να διαβάζω στα «κλεφτά» το Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, Δώμα) του Μπενζαμίν Λαμπατούτ στην επιστροφή από το βιβλιοπωλείο και η αλήθεια είναι ότι το άφησα με μεγάλη δυσκολία, για να μην το τελειώσω πριν από τις διακοπές. Μπλέκοντας το επιστημονικό δοκίμιο με τη μυθοπλασία, ο Χιλιανός συγγραφέας μιλά για τους κινδύνους και τον τρόμο που μπορεί να κρύβονται πίσω από κάθε επιστημονικό επίτευγμα. Μέσα σε όλες τις βραχείες λίστες για τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία της περασμένης χρονιάς, δείχνει συναρπαστικό από τις πρώτες του σελίδες.

Νικόλας Σεβαστάκης

Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά διηγήματα του γεννημένου στην Πολωνία, Αμερικανοεβραίου Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ σε μια μετάφραση που επιχειρεί να συνομιλήσει με το ιδιαίτερο σύμπαν του συγγραφέα. Ο Σίνγκερ έγραφε στα yiddish, τη γλώσσα των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Σολ Μπέλοου πήρε την απόφαση να μεταφράσει το διήγημα «Γκίμπελ, ο σαλός» για λογαριασμό του περιοδικού «Partisan Review». Kαι όποιος μπει στον μαγικό κόσμο του Σίνγκερ, στα πολωνικά χωριά με τις φτωχές γυναίκες, τους παράξενους ραβίνους, τους καλλιτέχνες που ψάχνουν το θαύμα, θα γνωρίσει μια λογοτεχνία που συνδυάζει την απέριττη φόρμα με τον δικό της, εβραϊκό, μαγικό ρεαλισμό. Η έκδοση της Κίχλης, Γκίμπελ ο σαλός και άλλες ιστορίες, με τη δημιουργική σφραγίδα του Βάιου Λιάπη, συνοδεύεται από χρήσιμο επίμετρο, γλωσσάρι όρων και σημειώσεις που εντάσσουν τον αναγνώστη στον περίγυρο των ιστοριών.

Μέσα από ποιους δρόμους στη σκέψη και στα συναισθήματα επινοήθηκε ο «κακός Εβραίος»; Η Βάνα-Νικολαΐδου Κυριανίδου επιμελείται έναν τόμο με πολλούς συγγραφείς που, από διαφορετική οπτική, εξετάζουν την καχυποψία ή το μίσος προς τους Εβραίους (Οι πολλαπλές εκφάνσεις του αντι-εβραϊσμού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Περνώντας από τη φιλοσοφία στη λογοτεχνία, από τον πατερικό χριστιανισμό στα αντισημιτικά σκίτσα και από τα ευρωπαϊκά του ίχνη στην ελληνική του αποτύπωση, το βιβλίο αυτό φωτίζει τις γνωστές και ανοίκειες πλευρές της αντι-εβραϊκής στάσης. Άλλοτε επικεντρωμένα σε όψεις του αντι-εβραϊσμού και άλλοτε με ευρύτερη ηθική και φιλοσοφική ματιά, τα κείμενα αυτά συναπαρτίζουν ένα οδοιπορικό με κρίσιμα ερωτήματα. Οι πολλαπλές εκφάνσεις του αντι-εβραϊσμού συνδέονται με μια πλευρά του ρατσισμού και της αναγέννησης των ολοκληρωτικών ιδεολογιών, έστω χωρίς τη συνοχή και τις φιλοδοξίες του παρελθόντος. Ένα βιβλίο απαραίτητο για κάθε πολίτη που θέλει να πάει πιο πέρα από τη στενή επικαιρότητα.

Χριστίνα Γαλανοπούλου

Για να κάνεις παρέα με τον Απολινέρ και τον Πικάσο, καλό παιδί δεν σε λες. Ωστόσο, το ότι αφήνεις την καλοπέρασή σου και τα πλούτη του μπαμπά για να γράψεις κάτι που σε εντάσσει στον κύκλο των καταραμένων και αποσυνάγωγων και σε χρήζει πρόδρομο του Ζαν Ζενέ, αλίμονο, έχει ένα ενδιαφέρον. Υποκόμης άνευ κομητείας, από την Κονσεπσιόν της Ουρουγουάης των αρχών του εικοστού αιώνα, στο Περί της εν ύπνω κομψότητος (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Opera) ο Υποκόμης Ντε Λασκάνο Τέγκι κρατά, απ’ ό,τι κατάλαβα και από τις βιβλιοπαρουσιάσεις δεξιά και αριστερά, το «ημερολόγιο ενός δολοφόνου». Για κάποιον λόγο μού θυμίζει λίγο τον αέρα της αγαπημένης –πολύ μεταγενέστερης– καλτ ταινίας Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο Ντε Λα Κρουθ του Μπουνιουέλ. Δεν ξέρω, μπορεί και να κάνω λάθος. Θα το διαβάσω και θα σας πω. Και μετά τον κόσμο των πηχτών, αλλοπρόσαλλων ονείρων, θέλω να προλάβω επιτέλους να διαβάσω τις Πολιτικές της Συγγένειας της Ειρήνης Παπαδάκη (Αλεξάνδρεια). Πρόκειται πρακτικά για την πρώτη σοβαρή μελέτη για τις υιοθεσίες στην Ελλάδα, ένα φως στο πώς ένα άγνωστο παιδί γίνεται μέλος, συγγενής μιας οικογένειας που πασχίζει να απλώσει κλαδιά και να χωρέσει κι άλλους από κάτω, «άλλους» σε ανάγκη, μέσα από αυτό το ταλαίπωρο, ιδιότυπο καθεστώς που διέπει την πολιτική υιοθεσίας στο ελληνικό έδαφος, εξαιτίας της οποίας έχουν κλάψει, καεί και ταλαιπωρηθεί πολλοί.

Γιάννης Βασιλείου

Όσον αφορά το resolution του 2022 να διαβάζω ένα βιβλίο τον μήνα, βρίσκομαι ήδη επτά βιβλία πίσω. Σε μια μάταιη προσπάθεια να καλύψω το χαμένο έδαφος, θα ξεκινήσω με το Οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι κρίσιμες του Γιώργου Παππά (Διόπτρα). Το διάλειμμα των καλοκαιρινών διακοπών προσφέρεται για ανασκόπηση και περισυλλογή και ο συντάκτης των «ημερολογίων κορωνοϊού» είναι ο καταλληλότερος για να συνδυάσει τον επιστημονικό με τον καθημερινό λόγο και να συντάξει το χρονικό όσων περάσαμε την τελευταία διετία, χώρια που θα το κάνει και με σινεφιλικές αναφορές ως παθολογικός σινεφίλ, πέρα από παθολόγος. Όταν τελειώσω με αυτό, θα έρθει η ώρα του Ματωμένου Μεσημβρινού (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτης), του magnum opus του Κόρμακ ΜακΚάρθυ. Η παραλία δεν είναι το αγαπημένο μου μέρος, οπότε θα στραφώ στην Άγρια Δύση του ΜακΚάρθυ για απόδραση. Συνδυάζοντας την αναζήτηση όσων σφυρηλάτησαν τον αμερικανισμό, στα χνάρια των κλασικών ομοεθνών προκατόχων του, με την αναθεώρησή τους, αλλά και με την αραχνοΰφαντη αίσθηση ενός αόρατου πνευματικού κόσμου που συνυπάρχει με τον δικό μας, ο ΜακΚάρθυ θα με βοηθήσει για ακόμα μία φορά να ξεφύγω από τους ρακετοφόρους αλλά και να εκπληρώσω μέρος του στοιχήματος που έβαλα με τον εαυτό μου.

Νίκος Μπακουνάκης

Ο Φραντς Κάφκα θαύμαζε τα διηγήματα του Χάινριχ φον Κλάιστ (1777-1811). Άλλωστε όλος ο εικοστός αιώνας διάβαζε τον Γερμανό συγγραφέα με φανατισμό και επιμονή. Με την ίδια επιμονή που παρουσίαζε και τα θεατρικά έργα του, όπως η Σπασμένη Στάμνα, ο Αμφιτρύων, η Πενθεσίλεια. Είναι εκπληκτικό πώς αυτός ο συγγραφέας του αρχόμενου ρομαντισμού γράφει τόσο μοντέρνα και τόσο ριζοσπαστικά. Δεν είναι μόνο τα θέματα, τα θεματικά μοτίβα, η πλοκή των διηγημάτων που κάνουν τον Φον Κλάιστ μοντέρνο. Είναι και η συγγραφική ιδεολογία του και, φυσικά, η γλώσσα. Ο μεταφραστής των Διηγημάτων Θοδωρής Δασκαρόλης σημειώνει ότι «ο Κλάιστ, χρησιμοποιώντας υλικά του δέκατου ένατου αιώνα, παραμένει επίκαιρος, κατορθώνοντας να σμίγει τις δικές του αγωνίες με τις δικές μας». Σημειώνει ακόμη ότι οι ρυθμοί του Κλάιστ συντονίζονται τόσο με τα Βραδεμβούργια Κοντσέρτα τού Μπαχ όσο και με τις συγχορδίες των Ρόλινγκ Στόουνς. Η συλλογή των εκδόσεων Αντίποδες περιλαμβάνει επτά διηγήματα του Φον Κλάιστ (μερικά σε έκταση νουβέλας), ανάμεσά τους το πασίγνωστο «Η Μαρκησία του Ο…» και το συγκλονιστικό «Ο σεισμός στη Χιλή». Κάποια από τα διηγήματα είχαν εκδοθεί παλιότερα, στη μετάφραση του Δασκαρόλη. Ο μεταφραστής τα επεξεργάστηκε εκ νέου και τους έδωσε την τελική μορφή για την έκδοση των Αντιπόδων. Το παράλογο, έτσι όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, ο φόβος, η τραγική πλάνη, η αμφισημία της αξιακής, θρησκευτικής αλλά και κοσμικής τάξης, η ανάγκη για αποδιοπομπαίους τράγους, η εκτροπή της λαϊκής δικαιοσύνης, ο θρίαμβος του κακού είναι μερικά από τα θέματα στα διηγήματα του Κλάιστ. Η ζωή του θα μπορούσε να είναι έτσι κι αλλιώς ένα διήγημά του. Είχε κάνει συμβόλαιο αυτοκτονίας με την αγαπημένη του Ενριέτε Φόγκελ. Την πυροβόλησε κι ύστερα τίναξε τα δικά του μυαλά στον αέρα.

Το Δαιμόνιο (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) του Γιώργου Θεοτοκά είναι κατά βάση ένα προγραμματικό μυθιστόρημα για το πώς το ατομικό δαιμόνιο (η τέχνη; η δημιουργική τρέλα; η φαντασίωση; η ψευδαίσθηση; ο μεγαλοϊδεατισμός; η σεξουαλική επιθυμία;) μπορεί να οδηγήσει στη συντριβή, όπως μπορεί να οδηγήσει και στη λύτρωση. Μπορούμε να βρούμε στο Δαιμόνιο, ένα μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 1939, την ίδια ιδέα περί ατομικότητας που ο Θεοτοκάς είχε αναπτύξει δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1929, στο πρωτοποριακό δοκίμιό του Ελεύθερο Πνεύμα. Βέβαια, ένα μυθιστόρημα, για να διαβαστεί, δεν αρκεί να είναι προγραμματικό. Και αν το ολιγοσέλιδο Δαιμόνιο διαβάζεται σήμερα με τόσο ενδιαφέρον είναι γιατί έχει πολύ καλή πλοκή. Από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την τύχη της νησιώτικης οικογένειας Χριστοφή (πατέρας, μητέρα, δύο γιοι, μία κόρη) που καταστρέφεται μέχρι θανάτου από το δαιμόνιο. Μόνο ο ένας γιος σώζεται που κατορθώνει να καταστείλει το δαιμόνιο, εγκαταλείποντας πατρίδα και οικογένεια, αλλάζοντας εντελώς ρότα και εξαφανίζοντας την ταυτότητά του. Αλλά και σ’ αυτόν η θαμμένη μνήμη του δαιμονίου βγαίνει κάπου-κάπου στην επιφάνεια και είναι η αιτία της δυστυχίας του. Ο αφηγητής του Θεοτοκά –που θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας– έχει κι αυτός το δαιμόνιο, θα λέγαμε το δαιμόνιο της δημιουργικής αφήγησης. Δεν είναι όμως ένας αποστασιοποιημένος αφηγητής αλλά ένας κανονικός ήρωας. Και η σχέση του, ακόμη και ερωτική, με τα μέλη της οικογένειας Χριστοφή είναι αυτή που οδηγεί την πλοκή, ρυθμίζει τις αφηγηματικές εκπλήξεις και αποκαλύψεις (και το Δαιμόνιο έχει πολλές) και μας ανοίγει τις πόρτες προς τον ψυχισμό των άλλων ηρώων.

Λουίζα Αρκουμανέα

Ο φιλόσοφος, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής και καθηγητής Πιερ Φεντιντά (1934-2002), μαθητής του Ντελέζ και συνοδοιπόρος του Λιοτάρ, θέτει εδώ (Από πού αρχίζει το ανθρώπινο σώμα;, μτφρ. Γιώργος Σταθόπουλος, Πάνος Αλούπης, Άγρα) συνοπτικά τα ερωτήματα που τον απασχόλησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και αναρωτιέται «πώς ξεκινά το σώμα να γίνεται ανθρώπινο;» (όπως το θέτει ο Πάνος Αλούπης στην έξοχη εισαγωγή του). Το στόμα, το στόμα που κραυγάζει, το βάραθρο του στόματος, το στόμα-σεξουαλικό όργανο, το στόμα ως εστιακός τόπος του αρχέγονου (και του ζωώδους) αλλά και ως τόπος σχηματισμού των ονείρων. Το πιπίλισμα, το απολεσθέν αντικείμενο, η αυτοερωτική καταγωγή της σεξουαλικότητας, η «ατέλεια» του δικού μας στόματος («κρίμα που δεν μπορώ να φιλήσω τον εαυτό μου!», φανταζόταν ο Φρόιντ ότι μπορεί να λέει το παιδί) και η ανάγκη για τα χείλη του Άλλου.

Η ομιλία-διαμαρτυρία του φιλόσοφου, συγγραφέα και εικαστικού επιμελητή Πωλ Μπ. Πρεθιάδο, όπως την απηύθυνε ενώπιον 3.500 ψυχαναλυτών στο Παλέ ντε Κονγκρέ του Παρισιού το 2019 (Είμαι το τέρας που σας μιλά, μτφρ. Αναστασία Ελευθερίου, Αντίποδες). Για την ακρίβεια, όπως προσπάθησε να την απευθύνει, εφόσον τα λόγια του –η ίδια η παρουσία του– προκάλεσαν τόσο μεγάλο εκνευρισμό στο ακροατήριο ώστε ο Πρεθιάδο αναγκάστηκε να ολοκληρώσει άτακτα. Εδώ παρατίθεται ολόκληρη... Παρομοιάζοντας τον εαυτό του με τον Κόκκινο Πέτερ του Κάφκα, ο Πρεθιάδο μιλάει «μέσα από το κλουβί του διεμφυλικού άνδρα», αφηγείται την ιστορία της ζωής του, τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να εγκαταλείψει το «καθεστώς της έμφυλης διαφοράς», την κοινωνική βία και τον έλεγχο με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος αλλά και για την ελευθερία που κατέκτησε, κατασκευάζοντας εκ νέου τον εαυτό του ως μη δυαδικό σώμα μέσα από μια συναρπαστική διαδικασία εξερεύνησης και ανασχεδιασμού.

Χρήστος Παρίδης

Ο Σινεφίλ του Γουόκερ Πέρσυ (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, Καστανιώτης) εξελίσσεται στη Νέα Ορλεάνη και περιγράφει τη ζωή ενός μοναχικού νέου που έχει βρει καταφύγιο στον κινηματογράφο (ενίοτε και στο τυχαίο σεξ), μέσα από τον οποίο βιώνει συναισθήματα στα οποία τελικά ενδίδει: αυτός είναι ο βασικός λόγος που τράβηξε το ενδιαφέρον μου το πρώτο βιβλίο του Γουόκερ Πέρσυ. Φιγουράρει σε κάποιες λίστες ως ένα από τα σημαντικότερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα και γενικότερα θεωρείται ένα αριστούργημα του αμερικανικού Νότου, ένα βαθιά φιλοσοφικό βιβλίο με χιούμορ. Είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για ιδανικό ανάγνωσμα ακόμα για το καλοκαίρι.

Σε μια εποχή που όλα γύρω από τα φύλα, τις σεξουαλικές ταυτότητες, την ελευθερία και τα όριά της επανεξετάζονται, η σχετική επιστημονική ανάλυση της Dagmar Herzog σε επιμέλεια Έφης Αβδελά από τις εκδόσεις Gutenberg, που αφορά όλα όσα έχουν συμβεί σε αυτούς τους τομείς μέχρι σήμερα, με ενδιαφέρει πολύ. Ο τίτλος, Η σεξουαλικότητα στην Ευρώπη τον 20ό αιώνα - Μια ιστορία, τράβηξε κατευθείαν την προσοχή μου, ενώ, ξεφυλλίζοντάς το, κατάλαβα ότι πρόκειται για έρευνα που διαβάζεται ευχάριστα και φυσικά καλύπτει όλα αυτά για τα οποία θέλω να μάθω περισσότερα: ήθη, κρατικές παρεμβάσεις, πορνεία, ευγονική, αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας, τα μαζικά απελευθερωτικά κινήματα των ’60s και των ’70s, τη λαίλαπα του AIDS που άλλαξε τα πάντα, κατακτήσεις και πισωγυρίσματα.

Μαρία Δρουκοπούλου

Όταν η λίστα με τα βιβλία που θέλεις να διαβάσεις είναι μεγάλη και ο χρόνος περιορισμένος, το να ξαναδιαβάζεις κάποια δεν είναι ό,τι πιο πρακτικό, μερικές φορές όμως είναι αναπόφευκτο. Τέτοια είναι για μένα η περίπτωση της Τόνι Μόρισον, που κάθε τόσο επανέρχομαι σε κάποιο μυθιστόρημά της∙ φέτος θα είναι η Αγαπημένη (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Παπαδόπουλος). Η ιστορία μιας σκλάβας στον αμερικανικό Νότο που δραπετεύει από τα αφεντικά της, όχι όμως και από το παρελθόν, το οποίο γυρίζει για να τη στοιχειώσει. Μια σκληρή και ταυτόχρονα τρυφερή αφήγηση που ισορροπεί μεταξύ ρεαλισμού και μεταφυσικής, η συνάντηση του επικού στοιχείου με τον λυρισμό και την ευαισθησία μιας φωνής που για μένα τουλάχιστον αποτελεί το αναγνωστικό μου comfort zone.

Καλό το comfort zone, αλλά ένας από τους βασικούς στόχους της ανάγνωσης είναι να σου μαθαίνει άγνωστους και διαφορετικούς κόσμους. Με αυτό το σκεπτικό ξεφύλλισα την Υπόσχεση του Νοτιοαφρικανού Damon Galgut (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Διόπτρα). Δεν γνωρίζω τίποτα από τη λογοτεχνία αυτού του μέρους του κόσμου και νομίζω ότι το σκεπτικό της επιτροπής που τον βράβευσε με το Booker 2021, σύμφωνα με το οποίο «χειρίζεται με μαεστρία τη φόρμα και τη σπρώχνει σε νέους δρόμους, σε ένα βιβλίο με απίστευτα αυθεντική και ρέουσα φωνή, με βαρύνουσα ιστορική και συμβολική σημασία», μάλλον επιβεβαιώνεται από τις πρώτες σελίδες που πρόλαβα να διαβάσω.

Μαρία Παππά

Μπορεί το έργο του Ted Chiang να έγινε ευρύτερα γνωστό από το φιλμ Arrival του 2016, όταν όμως διαβάσεις το διήγημά του στο οποίο βασίζεται (Εκπνοή, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Ίκαρος) συνειδητοποιείς ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Ντενί Βιλνέβ αποφάσισε να το μεταφέρει στον κινηματογράφο. Συνειδητοποιείς, επίσης, ότι παρά τις καλές προθέσεις του σκηνοθέτη, η ταινία υστέρει συγκριτικά με τη δύναμη της αρχικής ιστορίας. Οι μικρές του ιστορίες είναι τόσο σύνθετες, που θυμίζουν αρκετά τον Μπόρχες. Ο κινεζικής καταγωγής Αμερικανός συγγραφέας με τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του έχει καταφέρει να δώσει νέα πνοή στο ταλαιπωρημένο είδος της επιστημονικής φαντασίας που τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται από ιστορίες που ξεχειλώνονται σε δεκάδες βιβλία και συνέχειες. Εξίσου σημαντικό είναι και το Η Κλάρα και ο ήλιος του Kαζούο Ισιγκούρο (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, Ψυχογιός). Υπάρχει μια μόδα τελευταία, στο πλαίσιο της οποίας διάσημοι σύγχρονοι συγγραφείς καταπιάνονται με τη θεματική της τεχνητής νοημοσύνης και πάντοτε ανακαλύπτεις μια διαφορετική ματιά στο συγκεκριμένο θέμα, μια διαφορετική απάντηση στο ερώτημα τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. O Ισιγκούρο δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν και ελπίζω να μη διακατέχεται από τη βαθιά μελαγχολία και απαισιοδοξία των προηγούμενων βιβλίων του. Η Κλάρα και ο ήλιος είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του που διαδραματίζεται σε μια μελλοντική δυστοπική κοινωνία μετά το Never let me go. Η Κλάρα, η βασική αφηγήτρια, είναι ένα ρομπότ που προσφέρεται ως «τεχνητή φίλη» σε ένα άρρωστο κορίτσι. Αυτόματα το μυαλό σου πάει στα Απομεινάρια μιας μέρας: παρόλο που είναι ρομπότ, υπηρετεί τους ανθρώπους όπως ο Stevens, o μπάτλερ, αποκαλύπτοντας μια άλλη πλευρά της πραγματικότητας.

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

Αυτό το καλοκαίρι λέω να στραφώ στους μύθους ως διέξοδο από τον ασφυκτικό ρεαλισμό της τελευταίας διετίας. Το Easy Riders, Raging Bulls (Simon & Schuster) το έχω ήδη διαβάσει δυο φορές και το ιστορικο-κουτσομπολίστικο ομώνυμο ντοκιμαντέρ του 2003, πάνω στην ύλη του βιβλίου, δεν αποδίδει ούτε στο ελάχιστο τον λόγο του Πίτερ Μπίσκιντ, αυτό το ρέον αφηγηματικό κολάζ συνεντεύξεων, κριτικής και αναπαράστασης μιας ολόκληρης εποχής που λατρεύω, από το 1969 μέχρι το 1980, με «βιβλιοστάτες» τις ταινίες του τίτλου, που μόνο ένας ροκ δημοσιογράφος μπορούσε να συλλάβει, βιωματικά και διανοητικά. Το γεγονός πως πολλοί από τους πρωταγωνιστές και σχολιαστές, από τον Ρότζερ Ίμπερτ και τον Κόπολα μέχρι τον Σπίλμπεργκ και τον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς ενοχλήθηκαν από την έλλειψη ακρίβειας και απέρριψαν το περιεχόμενο ως στρεψόδικο με ιντριγκάρει να το επισκεφθώ ως μυθιστόρημα που «βασίζεται χαλαρά στην αλήθεια» (σαν Τρούμαν Καπότε χωρίς τις ποιητικές φιλοδοξίες), κόντρα στο studio system του Χόλιγουντ που τότε κρατιόταν στην επιφάνεια με τα ψέματα. Αντίθετα, την Υπεραιχμή (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, Ψυχογιός) την ξεκίνησα όταν εκδόθηκε στην ελληνική της μετάφραση πριν από μερικά χρόνια, αλλά δεν τα κατάφερα, ή δεν ήμουν έτοιμος να βυθιστώ στο πλήθος των χαρακτήρων και τον απαιτητικό ρυθμό του Τόμας Πίντσον. Θα (μου) δώσω άλλη μια ευκαιρία, γιατί ένας γίγαντας με τη δική του αφομοιωμένη και τελειοποιημένη ραπ πρόζα θέλει σεβασμό και χρόνο. Στην Υπεραιχμή, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τη Νέα Υόρκη στη νηπιακή ψηφιακή στροφή του αιώνα και η πόλη παρουσιάζεται ως ο αινιγματικός χαρακτήρας που αρνείται να ξεσκεπάσει το δικό του μυστήριο. Να ένα θρίλερ που δεν χωράει στην προφανή λίστα των mystery novels.

Γιώργος Ψωμιάδης

Το κόλλημά μου με το έργο του Ξανθούλη ήρθε πρόσφατα και έμελλε να είναι μεγάλο. Ξεκινώντας από παλιότερα έργα, όπως ο Χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας, το Ο Σόουμαν δεν θα ’ρθει απόψε ή Το ροζ που δεν ξέχασα, ένιωθα τους μοιραίους χαρακτήρες και το σκληρό μερικές φορές χιούμορ να λειτουργούν εθιστικά. Μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο, το Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη από τις εκδόσεις Διόπτρα η προσμονή μου γιγαντώθηκε. «Ένας αστέρας ερωτικών ταινιών αναστατώνει με τη διαθήκη του ένα χωριό ξεχασμένο απ’ τον χρόνο», αναφέρει η περιγραφή. Σουρεαλιστικό, με τρομερό χιούμορ και ήρωες που αναμένεται να πυροδοτήσουν την πλοκή με τον δικό τους, βαθιά προσωπικό τρόπο, όπως συνήθως, το νέο βιβλίο του Ξανθούλη δεν γινόταν να μην είναι στις must επιλογές του καλοκαιριού.

Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε το Κανείς δεν άναβε τα φώτα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου) ήθελα να το διαβάσω. Έχοντας αδυναμία στους λογοτέχνες της Λατινικής Αμερικής και στον πλούσιο εκφραστικά κόσμο στον οποίο μας έχουν συνηθίσει, το σύμπαν του Φελισμπέρτο Ερνάντες, ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του φανταστικού διηγήματος, έμοιαζε αμέσως ελκυστικό. Με το όνειρο να συνδυάζει τη μελαγχολία και το χιούμορ, έχοντας ως πρώτη ύλη τα προσωπικά βιώματα, οι ιστορίες του συγγραφέα συνθέτουν ένα σουρεαλιστικό μωσαϊκό 200 περίπου σελίδων που σίγουρα θα διαβάζεται ευχάριστα. Το εξώφυλλο είναι βέβαια κάτι παραπάνω από ερωτεύσιμο, όπως αναμένεται και το περιεχόμενό του.

Αργυρώ Μποζώνη

Μόλις κυκλοφόρησε το Ακουστικό Κέρας (μτφρ. Μαρία Φακίνου, Αίολος) που είναι μια σύνοψη της προσωπικής περιπέτειας της Λεονόρα Κάρινγκτον δοσμένη μέσα από την 92χρονη ηρωίδα της, μια βαρήκοη χορτοφάγο γυναίκα που λαχταρά να ταξιδέψει στη Λαπωνία και αποκτά αίφνης ένα ακουστικό κέρας που της επιτρέπει να ακούσει τα πάντα. Έτσι ξεκινά ένα ταξίδι παράφορης μεταφυσικής μέχρι ο κόσμος να κατοικηθεί ξανά από γάτους και μέλισσες και γίνει πιο δίκαιος.

«Φτωχός, κομμουνιστής και αδελφή», έτσι αυτοπροσδιοριζόταν ο εικαστικός καλλιτέχνης, περφόρμερ και χρονικογράφος Πέδρο Λεμεμπέλ που μας παραδίδει ένα αξεπέραστο χρονικό τρυφερότητας, έρωτα και αντίστασης εν μέσω του καθεστώτος Πινοτσέτ στη Χιλή του 1986 (Φοβάμαι, ταυρομάχε, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, Καστανιώτης). Η Τρελή, ένας μεσήλικας ομοφυλόφιλος που κεντά και ακούει παθιασμένα μπολερό, ερωτεύεται έναν νεαρό φοιτητή και κάνει το σπίτι της, χωρίς να το ξέρει, βάση και κρυψώνα νεαρών αντικαθεστωτικών. Με την ίδια ως αφηγήτρια ο Λεμεμπέλ γράφει ένα πολιτικό μυθιστόρημα σαν μελόδραμα, μια εξομολόγηση που φέρνει σε πρώτο πλάνο την ομοφυλοφιλία ως μέσο υπονόμευσης του κράτους, αποσταθεροποιεί τα στάνταρ της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας και μάχεται τον μάτσο συντηρητισμό με τον πιο «μπαρόκ» τρόπο.

Ζωή Παρασίδη

Όπως συμβαίνει με τα μπαρ και τους δίσκους, έτσι κάθε καλοκαίρι μια μερίδα της Αθήνας ανακηρύσσει κάποιες νέες κυκλοφορίες στα indie hits που θα διαβαστούν στις παραλίες και τέλη Αυγούστου - αρχές Σεπτέμβρη θα σχολιαστούν στα hip στέκια της πόλης. Ένα από αυτά για το φετινό καλοκαίρι είναι το Ουίσκι Τάνγκο Φόξτροτ, το ντεμπούτο του David Shafer από το 2014 που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε μετάφραση του Λευτέρη Καλοσπύρου από τις εκδόσεις Πόλις. Μια ιδεαλίστρια εργαζόμενη σε αμερικανική ΜΚΟ, η οποία είδε κάτι που δεν έπρεπε να δει, ένας αποτυχημένος ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου με έφεση στις θεωρίες συνωμοσίας και ένας γκουρού αυτοβοήθειας που ψάχνει να κάνει κάτι άλλο τραβάνε την προσοχή μιας πολυεθνικής μυστικής οργάνωσης που σχεδιάζει να υποτάξει την ανθρωπότητα με την αποθήκευση και μεταφορά των πληροφοριών, με την ιδιωτικοποίηση των προσωπικών δεδομένων. Αυτοί οι τρεις τριαντάρηδες με τις διαφορετικές καταβολές γίνονται μέλη μιας αντικαθεστωτικής ομάδας και σύμφωνα με τις κριτικές που γράφτηκαν όταν πρωτοκυκλοφόρησε είναι οι ήρωες ενός ποπ θρίλερ που, πατώντας στο τρίπτυχο «τεχνολογία - δυστοπία - κυριαρχία», κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον.

Το Garlic and Sapphires (Arrow Books) της κορυφαίας food writer και τελευταίας αρχισυντάκτριας του «Gourmet», Ruth Reichl, λένε πως είναι ξεκαρδιστικό και έτσι φαίνεται, αφού σε αυτό συγκεντρώνει τις επισκέψεις που έκανε σε εστιατόρια ως κριτικός για τους «New York Times» και τη διαφορετική αντιμετώπιση που είχε, μεταμφιεσμένη κάθε φορά σε μια άλλη περσόνα. Τέλος, όσο και αν μου φάνηκαν εκτός εποχής οι γεύσεις και το τυχοδιωκτικό προφίλ των ανθρώπων της κουζίνας που περιγράφει ο Άντονι Μπουρντέν στο Κουζίνα Εμπιστευτικό, το Μισοψημένο (μτφρ. Κώστα Φιλιππάκης, Νάρκισσος) του ίδιου, που ξεκινάει με μια μεταμεσονύκτια συνάθροιση διάσημων σεφ, την οποία παρομοιάζει με «μαφιόζικη συνάντηση κορυφής», θεωρείται επίσης ένα κλασικό ανάγνωσμα για foodies που λέω επιτέλους να διαβάσω. Είναι, νομίζω, από αυτά που πιάνουν στα χέρια τους κάποια στιγμή όσοι ασχολούνται με το φαγητό, είτε είναι φαν του διάσημου σεφ-παρουσιαστή είτε όχι, για να έχουν άποψη. Και αυτό από μόνο του είναι επιτυχία για ένα βιβλίο.

Σταυρούλα Παπασπύρου

Στις διακοπές –που δεν είναι και τόσο διακοπές, με βιβλία τις περνάω–, πριν από οτιδήποτε άλλο, σκοπεύω να διαβάσω το μυθιστόρημα Γκρίζες μέλισσες του Αντρέι Κούρκοφ (μτφρ. Δ. Τριανταφυλλίδης, Καστανιώτης) και τα διηγήματα Οι αγάπες του πολέμου της Κατίνας Λατίφη (Αλεξάνδρεια). Είχα την ευκαιρία ν’ ακούσω τον Κούρκοφ ζωντανά, ως συνομιλητή του Σταύρου Ζουμπουλάκη, στο 1ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, κι έτσι άναψε μέσα μου η περιέργεια για το βιβλίο του. Μιλάμε για έναν πολυμεταφρασμένο συγγραφέα, τον σημαντικότερο ίσως της σημερινής Ουκρανίας, ο οποίος γράφει στα ρωσικά, στη Ρωσία είναι απαγορευμένος και στην πατρίδα του δεν θεωρείται όσο πατριώτης απαιτείται. Οι Γκρίζες μέλισσες υπόσχονται να είναι μια ανταπόκριση από την περιοχή του Ντονμπάς, μια έκκληση για ανθρώπινη συμφιλίωση, ένα κατηγορώ στην ηλίθια ταλαιπωρία του πολέμου.

Μέχρι πρότινος, την Κατίνα Λατίφη την ήξερα μόνο ως βιογράφο του Πέτρου Κόκκαλη. Μέσα στην πρώτη καραντίνα, όμως, ο Στέλιος Ελληνιάδης φρόντισε να φτάσουν στα χέρια μου δύο ακόμα βιβλία της: Τ’ αποπαίδια και Μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη. Τα χρόνια της Αντίστασης, του Εμφυλίου και της εξορίας στις ανατολικές χώρες από τη σκοπιά μιας γυναίκας με αστραφτερό μυαλό και σπαρταριστή πένα, από τους τελευταίους μάρτυρες μιας εποχής αγώνων, βίας και απογοητεύσεων. Αυτήν τη φωνή ελπίζω να ξανασυναντήσω στις Αγάπες του πολέμου με τους ευτυχισμένους, άδοξους ή ματαιωμένους έρωτες από εκείνη την περίοδο.

Βίβιαν Στεργίου

Γρήγορο, αστείο, παραληρηματικό, κινηματογραφικό, πολιτικό και, σε σημεία, συγκινητικό. Στο Mad Dogs του Τζέιμς Γκρέιντι (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, Πόλις) οι τρόφιμοι ενός αλλόκοτου ψυχιατρικού νοσοκομείου ξεκινάνε ένα περήφανα τρελό rοad trip. Δεν είναι σίγουροι για την «πραγματικότητα». Καταπίνουν τα ψυχοφάρμακα (που τους τελειώνουν!) σαν καραμέλες. Στη διάρκεια της διαδρομής αποκαλύπτονται οι ιστορίες τους. Τους σημάδεψαν οι μυστικές αποστολές και οι πόλεμοι· τα προγράμματα της CIA και η υπηρεσία σε μακρινές, εξωτικές χώρες· η 9/11· η ίδια η Αμερική του Βιετνάμ, του Αφγανιστάν και της γενικευμένης παράνοιας.

Ένα καλό graphic novel για το καλοκαίρι; Ζάτοπεκ των Γιαν Νόβακ και Γιάρομιρ 99 (μτφρ. Σόνια Στάμου-Ντορνιάκοβα, Καστανιώτη). Βαθιά απολαυστικό οπτικά, διηγείται την ιστορία του σπουδαίου δρομέα Έμιλ Ζάτοπεκ. Ρίχνουμε ματιές στην καθημερινή ζωή στην Τσεχοσλοβακία από το 1937 και μετά. Ζεστά χρώματα, ωραίες σκιάσεις, αναφορές στη σοβιετική αισθητική, σκηνές απ’ τον στίβο, το εργοστάσιο, την καταπίεση απ’ την πολιτική. Μίνιμαλ λεκτική αφήγηση. Εξαιρετικό.

Θοδωρής Αντωνόπουλος

Πάντα πίστευα ότι, κόντρα στο γνωστό στερεότυπο, ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας υπήρξε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εποχή γεμάτη θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ζυμώσεις κι αυτό το μυθιστόρημα, που περιέχει πολλά ρεαλιστικά ιστορικά στοιχεία, έρχεται να το επιβεβαιώσει. Το σωτήριον έτος 1555 μ.Χ. ένας αιρετικός «με χίλια ονόματα» αφηγείται την ταραγμένη ιστορία, τη δική του και του μεγάλου εχθρού του, του Ε., σε μια επίσης πολύ ταραγμένη εποχή. Μέσα από την αφήγηση αυτή παρελαύνουν ιεροκήρυκες, μισθοφόροι στρατιώτες, τραπεζίτες του «πρώιμου» καπιταλισμού, τυπογράφοι απαγορευμένων βιβλίων, πρίγκιπες και πάπες καθώς και προνεωτερικά πολιτικά κινήματα με τη μορφή θρησκευτικών σεχτών όπως οι Αναβαπτιστές του ριζοσπάστη θεολόγου Τόμας Μίνστερ, ένα κίνημα «καθημερινών ανθρώπων, εργατών και αγροτών που απαιτούσαν ένα βασίλειο του ουρανού στη γη και ήταν πρόθυμοι να φτάσουν όσο μακριά χρειαζόταν για να το πραγματοποιήσουν», όπως γράφτηκε στον «Industrial Worker». Ο Εκκλησιαστής (Λούθερ Μπλίσετ, μτφρ. Άννα Φρίβα, Εκδόσεις των Συναδέλφων), τίτλος που παραπέμπει στο πλέον υπαρξιστικό ανάγνωσμα της Βίβλου, πρωτοκυκλοφόρησε το 1999, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, ο δε φερόμενος ως συγγραφέας του δεν είναι παρά η περιώνυμη ιταλική λογοτεχνική κολεκτίβα που αργότερα μετονομάστηκε σε Wu Ming («ανώνυμος» ή «κανένας» στα κινεζικά).

Την εντύπωση ότι η φιλελεύθερη, δημοκρατική Δύση δεν είχε ιδέα για το ποιόν του Αδόλφου Χίτλερ όταν εκείνος εξελέγη καγκελάριος της Γερμανίας καταρρίπτει μεθοδικά στο αποκαλυπτικό όσο και συναρπαστικό αυτό βιβλίο-χρονικό (Ντανιέλ Σνάιντερμαν, Βερολίνο, 1933: Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Πόλις) ο γνωστός Γαλλοεβραίος συγγραφέας και δημοσιογράφος, μέλη της οικογένειας του οποίου χάθηκαν επίσης στο Ολοκαύτωμα (Shoah). Κι όμως, λέει, οι περισσότεροι από τους κοντά διακόσιους ξένους ανταποκριτές που συνέχισαν να εργάζονται στη χώρα μέχρι και το 1940-41 είτε αδιαφορούσαν, είτε εθελοτυφλούσαν για τα εγκλήματα και τις διώξεις που τελούνταν εξαρχής κατά των αντιφρονούντων και ειδικά των Εβραίων, είτε πάλι αυτολογοκρίνονταν εφόσον όσα κείμενά τους αναφέρονταν σε τέτοια περιστατικά «θάβονταν» από τα μέσα στα οποία απασχολούνταν. Αυτή ήταν κιόλας, σημειώνει, η κύρια αιτία που η μαζική εξόντωση των Εβραίων δεν έγινε «είδηση» παρά μόνο όταν ο Χίτλερ άρχισε να χάνει τον πόλεμο. Ως κύριες αιτίες αυτού του δημοσιογραφικού «παράδοξου» αναφέρει τον άκρατο αντικομμουνισμό, που οι ναζί βεβαίως εξυπηρετούσαν, τον αντισημιτισμό, που δεν ήταν μόνο ναζιστικό ιδεολόγημα, την ανεκτικότητα που υπήρχε τότε απέναντι στα δικτατορικά καθεστώτα –του Φράνκο, του Σαλαζάρ, του Μουσολίνι, του Μεταξά επίσης στα καθ’ ημάς–, ακόμα και το σοκ που καταλάμβανε όσους ανακάλυπταν τις πιο διεστραμμένες πλευρές του Γ’ Ράιχ. «Είμαστε βέβαιοι ότι διαθέτουμε σήμερα περισσότερα εφόδια για να κατονομάσουμε το κακό;», διερωτάται ο Σνάιντερμαν. Δεν ξέρω πραγματικά τι να απαντήσω.

Γιάννης Κωνσταντινίδης

Έχει συμβολικό χαρακτήρα η επιλογή της «επετειακής έκδοσης» του Χαμένου Παράδεισου του Τζάιλς Μίλτον (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, Μίνωας) γιατί, αν δεν διαβάσει κάποιος τώρα κάτι για την καταστροφή της Σμύρνης, ίσως να μην το κάνει ποτέ στη ζωή του και να απομείνει με την εικόνα για το ιστορικό αυτό θέμα που σχηματίζει η διάχυτη κληρονομημένη εθνική κλάψα. Πέραν αυτού, η ουσιώδης συνεισφορά του βιβλίου είναι ότι περιγράφει τα περιστατικά από τη σκοπιά των Φραγκολεβαντίνων. Δηλαδή από μια οπτική γωνία που τηρεί ίσες αποστάσεις από Έλληνες και Τούρκους. Επίσης, φωτίζει διαφορετικά την κοινωνική διαστρωμάτωση της πάμπλουτης Σμύρνης και τη σημασία που αυτή είχε για τη συνύπαρξη των εθνικών κοινοτήτων και την πολιτική δυναμική που δημιουργήθηκε από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τον χαμό της πόλης. Και όλα αυτά αποκλίνουν απ’ όσα προβάλλει το εθνικό μας αφήγημα, καθώς ανακατανέμουν τις ευθύνες της Καταστροφής.

Σίγουρα ο Οικογενειακός Σαμάνος του Valerio Magrelli (μτφρ. Μαρία Φραγκούλη, Περισπωμένη) δεν είναι κόμικ, αλλά θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το βιβλίο αποτελείται από σχεδόν ισόποσες δόσεις εικόνων και κειμένου. Ο συγγραφέας αναλύει με μεταδοτική περιέργεια και με ελαφρώς θρασύ τρόπο, όπως επίσης με χιούμορ και θαυμασμό, αυτό που στο προοίμιο περιγράφει ως τη «σχεδόν εσωτεριστική, μυστηριοσοφική διάσταση ανάμεσα σε ραβδοσκόπους, μάντεις και χαρτομάντεις, αστρολόγους, μέντιουμ και ομοιοπαθητικούς του αξεπέραστου μετρ της κινηματογραφικής εικόνας Φεντερίκο Φελίνι.

Δέσποινα Τριβόλη

Έχω δύο απαράβατους κανόνες για τα βιβλία των διακοπών. O πρώτος είναι τα περισσότερα να είναι στα αγγλικά, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μην ξεχνάω τη μεγάλη μου αγάπη, την αγγλική λογοτεχνία. Ο δεύτερος είναι τα βιβλία μου να είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, από έξυπνα μπεστ σέλερ μέχρι πιο ακαδημαϊκους τίτλους. Στον ρόλο του φετινού μου μπεστ σέλερ φέτος εμφανίζεται το Lessons in Chemistry της Bonnie Garmus. To βιβλίο που κυκλοφορεί παράλληλα σε τριάντα επτά γλώσσες (στα ελληνικά με τον τίτλο Μαθήματα Χημείας, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Ιλάειρας Διονυσοπούλου) έχει ως ηρωίδα την πρωτο-φεμινίστρια χημικό Ελίζαμπεθ Ζοτ που καταλήγει να παρουσιάζει ένα πρόγραμμα μαγειρικής στην τηλεόραση. Η «Guardian» μιλάει για sweet revenge comedy. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σπάνια συναντάει κανείς μπεστ σέλερ που να συνδυάζουν κωμωδία και φεμινισμό. Το Empireland, How imperialism has shaped modern Britain (Penguin House) του Sathnam Sanghera εξετάζει το αποικιακό παρελθόν της Βρετανίας και τον τρόπο με τον οποίο έχει διαμορφώσει τη σημερινή εθνική ταυτότητα σε μια Βρετανία που αναζητά μια νέα. Την ώρα που η Βρετανία κλυδωνίζεται ανάμεσα στη λατρεία της για τη μοναρχία, το προφίλ της ως μεγάλης δύναμης που φθίνει και του Brexit, ο Sanghera διηγείται με μεγάλη επιτυχία το πώς έχουν διαμορφώσει τη χώρα αυτή εκατοντάδες χρόνια αποικιοκρατίας και σκλαβιάς.

Τίνα Μανδηλαρά

Παρότι τις μέρες του καλοκαιριού τις αφιερώνω αποκλειστικά στην ποίηση και στις ξένες εκδόσεις, αφού όλο τον χρόνο διαβάζω σχολαστικά μυθιστορήματα και δοκίμια, φέτος αποφάσισα να κάνω μια εξαίρεση και να αφοσιωθώ στο πολυσέλιδο αριστούργημα, όπως λένε όλοι, Σανταράμ του ιδιόρρυθμου Αυστραλού Γκρέγκορι Ντέιβιντ Ρόμπερτς, ο οποίος έχει ζήσει πραγματικά μια ζωή σαν μυθιστόρημα, έχοντας γυρίσει όλο τον κόσμο και έχοντας στερηθεί πολύ νωρίς την ελευθερία του. Ένας φιλόσοφος της καθημερινότητας, πολιτικός ακτιβιστής που κατέληξε να κάνει ληστείες, φυλακίστηκε και έγραψε τελικά αυτό το «μοναδικό έπος» για τη ζωή του, όπως το χαρακτήρισαν οι «New York Times» και η «Daily Telegraph». Εννοείται ότι η ζωή ενός τόσο περιπετειώδους τύπου δεν μπορεί να τελειώνει με τον εγκλεισμό, αφού ύστερα από την καταδίκη του σε είκοσι χρόνια φυλάκιση, δραπέτευσε και κατέφυγε στη Βομβάη, όπου άρχισε ένα απίθανο οδοιπορικό στις παραγκουπόλεις αλλά και σε κινηματογραφικά στούντιο του Μπόλιγουντ – τελικά συμμετείχε σε διάφορες ταινίες. Δεν ξέρω πόσα από όλα αυτά συνέβησαν όντως στα αλήθεια, αφού το μυθιστόρημα είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό, αλλά αγωνιώ να το διαβάσω και να το χαρώ. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κυψέλη, σε μετάφραση Ευαγγελίας Μούμα.

Άλλο βιβλίο που έχει μείνει καιρό στο ράφι μου, αφού κάποια στιγμή είχε εξαφανιστεί και το ξαναβρήκα ως διά μαγείας, είναι ο Τρελός του βασιλιά του αγαπημένου μου Γαλλομαροκινού Μαχί Μπινεμπίν (μτφρ. Έλγκα Καββαδία, Άγρα). Από τότε που διάβασα τα εκπληκτικά Αστέρια του Σίντι Μουμέν, ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων για τα εξαθλιωμένα παιδιά του Μαρόκου που φτάνουν να γίνουν βομβιστές και μάρτυρες θανάτου, αλλά και το συγκλονιστικό Χαρράγκα - Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους, ο Μπινεμπίν μπήκε στη λίστα των αγαπημένων μου –αν και όχι τόσο γνωστών στην Ελλάδα– συγγραφέων. Η ακρίβεια της πρόζας του, ο ρεαλιστικός τόνος, η ισορροπία μεταξύ λυρισμού και στοχαστικής προσέγγισης στην περιγραφή, ο τρυφερός τρόπος που μπορεί να δει την αγριότητα καθιστούν, κατά τη γνώμη μου, τον Μπινεμπίν έναν πεζογράφο σπάνιας κοπής. Ειδικά στον Τρελό του βασιλιά, όπου περιγράφει τη σχεδόν απίστευτη πραγματική ιστορία της οικογένειάς του –ο πατέρας του ήταν αυλικός του βασιλιά του Μαρόκου και ο αδελφός του ένας από τους ανθρώπους που εξεγέρθηκαν για να τον ρίξουν– η πένα του πρέπει να απογειώνεται. Όπως σημειώνει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Ο πατέρας μου είχε μια ιδιόμορφη αγάπη για τη ζωή. Χρόνια προσπαθώ να τη διηγηθώ. Αυτή την ιστορία σας την προσφέρω, έχει τη φαντασία ενός παραμυθιού του παλιού καιρού και την τραγικότητα ενός ανθρώπινου δράματος». Αδημονώ.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ