O Δημήτρης Νόλλας έγραψε ένα διήγημα για τις βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι

Δημήτρης Νόλλας Facebook Twitter
Ένα διήγημα, τραγικά επίκαιρο μετά το νέο τρομοκρατικό χτύπημα στις Βρυξέλλες, τυπωμένο από τον «Ικαρο» στα γαλλικά, τα ελληνικά και τα αραβικά σε μια έκδοση εκτός εμπορίου, θα μοιραστεί σε διάφορα παρισινά καφέ και γκαλερί.
1

Τι απουσιάζει από την σύγχρονη κοινωνία και εκτρέφει τόση βία; Τι εξορίσαμε από τις ζωές μας κι έφτασε το «μαχαίρι» να μοιάζει τόσο ελκυστική λύση για τις κοινωνικές, τις φυλετικές, τις πολιτισμικές μας διαφορές; Απ' αυτό το ερώτημα πήγασε το διήγημα «Διάλογοι σε φωτεινό καφενείο» που έγραψε ο Δημήτρης Νόλλας λίγο μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι, και σ' αυτό ακριβώς επικεντρώνεται η κουβέντα που πιάνουν οι ήρωές του –γαλλοσπουδαγμένοι, της γενιάς του Μάη του ΄68, όλοι- με νωπό ακόμα το αιματοκύλισμα του περασμένου Νοεμβρίου.



Το ίδιο διήγημα, τραγικά επίκαιρο μετά το νέο τρομοκρατικό χτύπημα στις Βρυξέλλες, τυπωμένο από τον «Ικαρο» στα γαλλικά, τα ελληνικά και τα αραβικά σε μια έκδοση εκτός εμπορίου, θα μοιραστεί σε διάφορα παρισινά καφέ και γκαλερί, και αποσπάσματά του θα διαβάσει η ηθοποιός Δάφνη Πατακιά, στο πλαίσιο ημερίδας για την Ελλάδα, την Ευρώπη, την μετανάστευση και την συμβίωση στην ψηφιακή εποχή, που διοργανώνει στις 2 Απριλίου στο Artstudio K (14, Rue des Jardiens Saint Paul) η νεοσύστατη μη κερδοσκοπική οργάνωση New Wrinkle. Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα της Ουνέσκο κι αποτελεί την μόνη ελληνική και μοναδική μη γαλλική συμμετοχή στον θεσμό του Δήμου Παρισίων La nuit des debats (Η νύχτα των συζητήσεων). Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΕ ΦΩΤΕΙΝΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Ξεκινήσαμε να περιηγηθούμε το Περ Λασαίζ ένα πρωινό, που ’χε ξημερώσει γκρίζο και με 13 βαθμούς θερμοκρασία. Ό,τι έπρεπε για περίπατο. Αποβραδίς όμως γκρίνια και μουρμούρα, και τι θέλουμε να τρέχουμε στα νεκροταφεία πρωινιάτικα, είμαστε για τρεις μέρες στο Παρίσι και θα πάμε να δούμε τάφους; Τι ιδέα κι αυτή...

Η ιδέα ήταν της Δάφνης κι όπως για όλα τα κρίσιμα ζητήματα η απόφαση πάρθηκε με ψηφοφορία και η πλειοψηφία δήλωσε υπέρ της επίσκεψης. Νομίζω πως το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε όταν ο Τζελούλ είχε πει, άμα ξεμπερδέψουμε με τους νεκρούς, θα σας πάω στην Πλας Αλίγκρ, δυο βήματα είναι, είπε, να πιούμε κάνα μεσημεριάτικο κρασί στον «Κόκκινο Βαρώνο»· και να ευφρανθούμε δοκιμάζοντας στρείδια. Το δέλεαρ ήταν ελκυστικό και το τσιμπήσαμε όλοι μας.

Βρισκόμασταν στην Πόλη του Φωτός για ένα συνέδριο γλωσσολογίας, στο οποίο ο Τζελούλ, ο τυνήσιος παλιός μας συμφοιτητής και σύζυγος της Δάφνης, παρουσίαζε μια εργασία με θέμα «Το παιχνίδι του θανάτου κι ο αιώνιος άνθρωπος: το παράλογο εναγκαλίζεται τον εαυτό του στο έργο του Καμύ».

Όταν βγήκαμε στον κόσμο των ζωντανών, μετά από το ξεθεωτικό σουλάτσο ανάμεσα στους τάφους των επιφανών, προσπαθώντας να εντοπίσουμε τον τοίχο των αφανών, εκεί όπου μαζικά εκτελέστηκαν οι Κομμουνάροι, που τρέχαν από μνήμα σε μνήμα να σωθούν από τους Βερσαγέζους που ’χαν ξαμοληθεί στο εκδικητικό κυνήγι τους, ήμασταν ξεθεωμένοι κι αράξαμε στο πρώτο καφενείο που βρέθηκε μπροστά μας. Εντάξει δεν ήταν το πρώτο που βρέθηκε μπροστά μας, όχι μόνον επειδή εκείνο δεν ήτανε της αρεσκείας μας, αλλά και για να επαληθευθεί ο τίτλος της παρούσας αφήγησης.

O Δημήτρης Νόλλας έγραψε ένα διήγημα για τις βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι Facebook Twitter
Το έργο του Ζάφου Ξαγοράρη από το εξώφυλλο της έκδοσης

Σύννεφα είχαν αρχίσει να μαζεύονται μουγκρίζοντας κι ο καιρός σκοτείνιασε απότομα, η μπόρα πλησίαζε. Μια παριζιάνικη μπόρα απ’ αυτές που θα ευχόσουν να είσαι κλεισμένος στο δωμάτιό σου· ακόμη και μέσα στο μετρό. Χοντρές στάλες βροχής πέφτανε λίγα μέτρα μπροστά μας, όταν καθίσαμε στην ταράτσα του κα- φενείου που έμοιαζε νυχτερινό, έτσι όπως ένα δυνατό και γλυκό χρυσαφένιο φως διαχέονταν από το εσωτερικό του σαν να ερχόταν απ’ το βάθος, από την άγνωστη ψυχή του καφενείου, και μας έκλεινε προστατευτικά στην αγκαλιά του. Καλώς εχόντων των πραγμάτων και της απόστασης που είχαμε ήδη διανύσει «δυο-βήματα είναι», είχε πει ο φίλος μας, νόμιζα πως είχαμε φτάσει στον προορισμό μας, αλλά ο «Βαρώνος» φαίνεται πως ήταν ακόμη μακριά μας. Διψούσαμε κι είχαμε κουραστεί.

«Λοιπόν, προς τι όλη αυτή η δοκιμασία;» ρώτησε ο Μίλτος, αφού παραγγείλαμε κι η Δάφνη είπε, εντάξει, μας τα χάλασε ο καιρός. «Μια χαρά είναι ο καιρός κι εμείς τώρα πολύ καλύτερα. Για πριν σε ρωτάω. Τι έννοια είχε αυτή η πρωινή εκδρομή», επέμενε να σαρκάζει εκείνος.

Πώς δυσκολεύεται καμιά φορά ο άνθρωπος να ξεφορτωθεί κάτι πράγματα που ’χουν κολλήσει πάνω του όσος καιρός και να ’χει περάσει. Πάνε είκοσι χρόνια τώρα, τέλη του προηγούμενου αιώνα, που ο Μίλτος είχε χωρίσει με τη Δάφνη κι εκείνη ύστερα από λίγο είχε γεννήσει τη Λουίζα και παντρεύτηκε τον Τζελούλ, ο Μίλτος όμως, όποτε τη συναντούσε δεν μπορούσε να αποφύγει το τσίγκλισμα του παρελ- θόντος. Ο καιρός είχε περάσει, αλλά τα σημάδια είχαν μείνει πάνω στο δέρμα κι έσκαγαν όποτε έβρισκαν την ευκαιρία· όπως μια μπόρα.

«Ήθελα να ξαναρίξουμε μια ματιά σε ολόκληρο τον γαλλικό 19ο αιώνα των γραμμάτων – από τον Μπαλζάκ μέχρι τον Προυστ», είπε η Δάφνη κρατώντας χαμηλά τους τόνους, κι ύστερα πρόσθεσε, «Θυμόσουνα ότι είχαν πεθάνει κι οι δυο τους πενήντα ενός ετών;», και θα στοιχημάτιζα πως ήταν έτοιμη να συνεχίσει και θα ’λεγε, όσο είστε κι εσείς, οι άντρες της παρέας μας. Αλλά δεν το είπε.

Μίλησε η Κατερίνα, η μόνη από την παλιά φοιτητική παρέα που ’χε αφοσιωθεί κι είχε παραμείνει πιστή στην εκπαίδευση, η «γαλλικού», όπως τη λέγαμε πίσω απ’ την πλάτη της, ενώ εμείς, με κάλυψη τα γράμματα, όλο και σε κάτι ιδρύματα σιτιζόμασταν, σύμβουλοι εδώ και σύμβουλοι εκεί, όταν η Κατερίνα είπε, «Αυτό που μου ’κανε εντύπωση είναι πως του Προυστ είναι μια σκέτη ταφόπλακα με μόνο στόλισμα το όνομά του, ενώ στου Μπαλζάκ, κάτω απ’ τη λιονταροκεφαλή του, υπάρχει ένας μεγάλος σταυρός... Αναρωτιέμαι πώς γίνεται να συνυπάρχουν στον ίδιο τόπο».

Και πάλι μίλησε η Δάφνη κι η φράση της ακούστηκε σαν τον κρότο που κάνει ο πάγος, όταν θρυμματίζεται μέσα στη σιωπή, και είπε, «Μπορούν και συνυπάρχουν γιατί τους συνδέει η πίστη στην αιώνια ζωή». Η βροχή είχε σταματήσει κι ο Μίλτος κοίταξε γύρω του σαν να μην πίστευε αυτό που είχε ακούσει. Προσπάθησε να συγκρατηθεί, όταν είπε, «Καλά, τι θεολογικές παπαριές είν’ αυτά, ρε Δάφνη!» «Δεν είναι παπαριές, είναι η απάντηση στην απορία της Κατερίνας», είπε σταθερά εκείνη.

«Μα είσαι με τα καλά σου, βρε Δάφνη, έχουν ανάγκη τη μεταφυσική πίστη αυτοί οι δύο γίγαντες για να υπάρχουν στον αιώνα;... Έχουν το έργο τους... Μη λες ό,τι θέλεις!»

«Κι εγώ σου λέω πως το μνήμα, είναι ένα σημάδι πάνω στη γη, στον τόπο που πορεύτηκε ο νεκρός, είναι ένα ίχνος που αφήνει στον αιώνα. Αυτό πιστεύει ο άνθρωπος κι αυτό κάνει. Το έργο μπορεί κι αυτό να λειτουργεί ανάλογα, δεν λέω, το άλλο όμως προηγείται... Επειδή ο άνθρωπος αποζητάει την αφθαρσία· τη νίκη πάνω στο θάνατο. Ειδάλλως όλα θα τ’ άφηνε να γίνουν κονιορτός, να τα πάρει ο αέρας... Για σκέψου το!»

Κανείς δεν γνώριζε την κατάληξη της κουβέντας, κι ούτε θα μπορούσε να την προδικάσει, όταν η Δάφνη συμπλήρωσε την άποψή της, λέγοντας πως είναι αυτό που είχε ωθήσει όλους τους πολιτισμούς της Ιστορίας να οικοδομήσουν επιτάφια μνημεία, αν ο Λυκούργος δεν είχε σηκωθεί απότομα σαν να ’βλεπε να τον πλησιά- ζει ένα φάντασμα απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο και μίλησε ταραγμένα, «Βρε σεις, εδώ, πάνε λίγες βδομάδες, σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι. Να, εκεί, στα εκατό μέτρα δολοφονήθηκαν τόσοι αθώοι...»

Κι έτσι η συζήτηση, από το προηγούμενο θέμα του ανθρώπινου σήματος πάνω στη γη προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος –για όσους ακόμη θυμούνται το Σύμβολο της Πίστεως–, μετατοπίστηκε στο καφέ «λα Μπελ Εκίπ» και στον εφιάλτη των τρομοκρατικών επιθέσων του περασμένου Νοεμβρίου. Η συζήτηση επιφανειακά μόνο έμοιαζε να μετατοπίστηκε, γιατί ο Τζελούλ, αμίλητος τόση ώρα, έδειχνε τώρα πως ήθελε να επαναφέρει το ζήτημα στην πνευματική του διάσταση, όπως είχε κάνει λίγο πριν και η γυναίκα του.

Γι’ αυτό και είπε, «Αρνούμαι να συζητήσω για τα υποβαθισμένα προάστια και τη μουσουλ- μανική πλειοψηφία τους· για την ανέχεια και την ανεργία που διαπερνά αυτές τις κοινότητες όπως τοξικό αέριο· και ούτε για την ευθύνη του καπιταλισμού στον κοινωνικό αποκλεισμό της νεολαίας. Δεν αποτελεί τον κύριο και απο- κλειστικό τροφοδότη του εξτρεμισμού... Ούτε βεβαίως και το Κοράνι –»

Ένα «Μα!...» πρόλαβε να πει ο Μίλτος, ενώ ο άλλος συνέχιζε με φόρα. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε να μας είχε οδηγήσει εδώ, σκόπιμα, για να μας εκθέσει την άποψή του, και πως «ο Κόκκινος Βαρώνος» μπορεί να ήταν το πρόσχημα.

«Άκουσε, φίλε μου», είπε ο Τζελούλ και στράφηκε στον Μίλτο, «Είναι κάτι που απουσιάζει από τη σύγχρονη κοινωνία και εκτρέφει όλη αυτή τη βία. Έχουμε εμείς οι ίδιοι εξορίσει το Ιερό απ’ τη ζωή μας κι έχουμε ευθύνη γι’ αυτό. Κι όταν το Ιερό απουσιάζει, θεμελιώνεται το θηριοτροφείο. Γι’ αυτό και όλ’ αυτά που λέν’ για το Κοράνι είναι ανοησίες... Επειδή όλες οι θρησκείες, όλα τα μεγάλα Πιστεύω, διαβάζονται και έτσι και αλλιώς. Το ζήτημα είναι ο τρόπος που μοιράζεσαι τον θείο λόγο μαζί με μένα: με τον άλλον, με τον συνάνθρωπό σου. Είναι ζήτημα σχέσης, αν με καταλαβαίνεις. Όλο το παιχνίδι σ’ αυτό το σημείο παίζεται. Ξέρεις», είπε κι έσκυψε μπροστά σαν να συνέχιζε να του λέει κάτι εμπιστευτικό και αποκλειστικά στον Μίλτο, «γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Γκάφσα, κάτω στο Νότο. Δυο βήματα απ’ την πόλη μου αρχίζει η Σαχάρα. Εκεί γύρω, μέσα στην έρημο, ζούσε ένας ασκητής σαν κι αυτούς που φυτρώνουν ένα σωρό στη Μεσόγειο, το ξέρεις... Δίδασκε και συνήθιζε να λέει σ’ όποιον ήθελε να τον ακούσει, πως οι ανθρώπινες διαφορές όσο μεγάλες κι αν είναι, διαφορές κοινωνικές, γλωσσικές, φυλετικές, οτιδήποτε, όσο άσχημες και φαρμακερές και να είναι, λύνονται ή με την αγάπη ή με το μαχαίρι. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος έλεγε, ή με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Έτυχε να τον ακούσω μια φορά και κατάλαβα πως στη ζωή είσαι υποχρεωμένος να επιλέξεις. Όταν έχεις ακούσει αυτόν το λόγο είναι ο ίδιος σου ο εαυτός που σε καλεί ν’ αποφασίσεις τι θα διαλέξεις». Τώρα στράφηκε προς όλους μας και μίλησε με μια ήπια πειθώ, περισσότερο γαλήνιος και βέβαιος για τον εαυτό του απ’ όσο χτες όταν ανέπτυσσε το θέμα της εργασίας του, μπροστά σ’ εκείνο το πλήθος των κριτών του. «Όλοι σας γνωρίζετε, πως όταν παντρευτήκαμε με τη Δάφνη, εγώ μουσουλμάνος, εκείνη χριστιανή, πέσαν επάνω μας οι οικογένειές μας να μας φάνε. Να μας αλλάξουν τα μυαλά· μάλλον την απόφασή μας θέλανε ν’ αλλάξουν. Ξέρετε, αρχίσαν όλες αυτές τις παπαριές και πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά σας, και τι θα τους λέμε για τον Θεό κι άλλα πολλά. Το σημαντικότερο όμως, που δεν λέγανε, ήταν πως για την αγάπη δεν είχανε ούτε μισή κουβέντα να πούνε. Τσιμουδιά, κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί έναν λόγο για την αγάπη. Εμείς», είπε φανερά συγκινημένος και κράτησε το χέρι της Δάφνης, κάνοντας μια κίνηση αμηχανίας να κρύψει τα αι- σθήματά του, «εμείς είπαμε, οδηγό της ζωής μας θα έχουμε την αγάπη· έτσι αποφασίσαμε, γι’ αυτό και δεν βάλαμε όρους σχετικά με την πίστη του καθενός μας. Ξέρω, στην Γκάφσα ή στη Λάρισα, ακούγεται ουτοπικό κάτι τέτοιο, αλλά εμείς βρήκαμε τον τρόπο και τον τόπο να το κάνουμε πραγματικό».

Ούτε κιχ δεν ακούστηκε όταν τέλειωσε αυτή η όψιμη ερωτική εξομολόγηση. Κι η Δάφνη, όταν με κράτησε αγκαζέ, απομακρυνόμενοι από εκείνο το καφενείο που συνέχιζε να μας φωτίζει όπως ναυαγοσωστικό στο δρόμο που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, ήταν ολοφάνερο πως είχε συγκινηθεί. Θυμήθηκε τον πατέρα της που κι εγώ είχα προλάβει να γνωρίσω, και ρίχνοντας μια ματιά πίσω της στο φωτισμένο νυχτερινό καφενείο, είπε πως ο πατέρας της συνήθιζε να λέει ότι τα καφενεία παντού στον κόσμο, αλλά κυρίως στη Γαλλία, είναι η μετεξέλιξη της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής αγοράς. Και πρόσθεσε, πως αυτός και κάποιοι φίλοι του, επειδή στις μεγάλες διαδηλώσεις εκείνης της χρονιάς (η Δάφνη είχε γεννηθεί το καλοκαίρι του ’68), οι ομάδες των φοιτητών κατέβαιναν με τις πολιτικές παρατάξεις τους, εκείνοι που δεν ήταν ούτε μαοϊκοί, ούτε τροτσκιστές, ούτε α-ναρχικοί, και πολύ λιγότερο σταλινικοί, άραζαν στα καφενεία απ’ όπου περνούσαν οι διαδηλωτές και παρατούσαν τους καφέδες τους και τις μπίρες μόνον όταν άρχιζε ο πετροπόλεμος κι οι μολότοφ και τα οδοφράγματα υψώνονταν, ορμώντας να δώσουν κι οι ίδιοι ένα χέρι, κάτω απ’ τις κραυγές και τις ενθουσιώδεις προτροπές των διαδηλωτών, που τους καλούσαν να ενωθούν μαζί τους.

«Ξέρεις», είπε η Κατερίνα που μας είχε πλησιάσει κι είχε ακούσει αυτή την αναφορά της Δάφνης στον πατέρα της. Είχε αφήσει πίσω της τους άλλους τρεις άντρες ν’ ακολουθούν και είπε, «Ξέρεις, ένα ανάλογο φαινόμενο είναι καταγραμμένο στη λογοτεχνία του περασμένου αιώνα. Εκατό χρόνια πριν από σήμερα, όταν έ- σπευδαν οι κληρωτοί να πολεμήσουν στην πρώτη μεγάλη ανθρωποσφαγή του 20ού αιώνα, ξετρελαμένοι από την προοπτική του ταξιδιού που ξεκινούσαν στην άκρη της νύχτας, ξεσήκωναν με τα τραγούδια και τις φωνές τους όσους κοπροσκύλιαζαν αμπελοφιλοσοφώντας στα καφενεία, άεργοι μικροαστοί, φοιτητές ή υπαλλήλοι, οι οποίοι έσπευδαν να ενωθούν μαζί τους και να πυκνώσουν τις γραμμές τους... Έτσι γινόταν πάντα με τα καφενεία, όταν μάλιστα οι άνθρωποι καταλαμβάνονται από τον πυρετό της πίστης σε κάτι που σε ξεπερνάει και δεν μπορείς να το μετρήσεις...»

«Κι ο “Βαρώνος”;» ρώτησα εγώ που ένιωσα πως η συζήτηση μπορούσε να ξαναγλιστρήσει και θα χρειαζόταν πάλι κάποιος να τη ρυμουλκήσει σε πιο ήρεμα νερά. «Δεν μας παίρνει απόψε πια», είπε φρόνιμα η Κατερίνα, «αύριο πετάμε πολύ νωρίς. Καλύτερα να επιστρέψουμε».

«Έτσι είναι», συμφώνησε η Δάφνη. «Όμως δεν υπάρχει βία. Θα τον αφήσουμε για μια άλλη φορά τον “Βαρώνο”. Για μιαν άλλη μέρα, έναν άλλο μήνα, μια άλλη χρονιά!»

Τώρα είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και μόνο το χρυσαφένιο φως του νυχτερινού καφενείου πίσω μας επέμενε να προβάλλει τις σκιές μας μπροστά στα πόδια μας. Κι εμείς να πατάμε πάνω τους, οδεύοντας προς την μπούκα του μετρό.

Δ.Ν.

5 Ιανουαρίου 2016, παραμονή των Φώτων.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Βιβλίο / To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Κόντρα στα κυρίαρχα ήθη, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε διεθνώς μια εποχή σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μια πρωτότυπη έκδοση από τους Τάσο Θεοφίλου και Εύα Γανίδου εστιάζει στις επιδόσεις των Αθηναίων στο «παράνομο» σεξ, μέσα από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, με τα ευρήματα να είναι εντυπωσιακά, ενίοτε και σπαρταριστά.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εύα Στεφανή: «Με συγκινεί ακόμα ο «Πεισίστρατος» του Γιώργου Χειμωνά»

The Book Lovers / Εύα Στεφανή: «Βρίσκω θεραπευτικά τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Εύα Στεφανή, σκηνοθέτιδα και καθηγήτρια Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τη διαδρομή της από την Δάφνη ντι Μοριέ στον Ε.Χ. Γονατά κι από τον Τσβάιχ στον Γιώργο Χειμωνά.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT
Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Βιβλίο / Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και στοχαστής, που έβαλε ποίηση στο σκυρόδερμα και συνέδεσε τα οράματα ενός σύγχρονου «Blade Runner» με τον Παρθενώνα, μοιάζει σήμερα να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο και σημασία όσο ποτέ. Η «Συζήτηση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής» από εκδόσεις ΠΕΚ αποδεικνύει γιατί.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Βιβλίο / Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Τα κεραμικά των Δαρδανελλίων, ο συσχετισμός τους με την ταυτότητα, με το συναίσθημα. Ένα γοητευτικό βιβλίο δείχνει πώς τα «λαϊκά», «αγροτικά» κεραμικά συνδέονται με το κίνημα Arts & Crafts, με τον ιαπωνισμό, με τις διακοσμητικές τέχνες και το ντιζάιν στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

σχόλια

1 σχόλια