O Άντονι Μάρα στα ναρκοπέδια της Τσετσενίας

O Άντονι Μάρα στα ναρκοπέδια της Τσετσενίας Facebook Twitter
Ο Άντοντι Μάρα
0

Η μνήμη είναι η μόνη αληθινή ιδιοκτησία» επέμενε ο Ναμπόκοφ που ήξερε πως οι ιστορίες είναι κάτι παραπάνω από ανάγκη για αφήγηση – είναι πόλεμος, διεκδίκηση και διαφυγή. Η μνήμη μοιάζει να σαρώνει τα πάντα, να φωλιάζει ολάκερη στον χορό μιας μπαλαρίνας, σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε μια παλιά κασέτα με μουσικές, σε έναν παραστατικό πίνακα, σε μια φθαρμένη φωτογραφία ή σε μια καρτ ποστάλ, και γίνεται η πιο ουσιαστική περιουσία, αυτή που δεν μπορεί να υποκλέψει κανείς, μια και τα πάντα μπορούν να μεταμορφωθούν σε ανάγκη για εξιστόρηση, τη μόνη ανάγκη που κάνει τον άνθρωπο να θέλει πραγματικά να ζει.

Όλα αυτά τα στοιχεία, όπως και η ίδια η ρήση του Ναμπόκοφ, ενυπάρχουν αυτούσια σαν διάσπαρτα διαμάντια στο νέο βιβλίο του Άντοντι Μάρα «Ο Τσάρος της αγάπης και της τέκνο», ο οποίος, δεξιοτεχνικά, σαν παλιός τεχνίτης, τα σηκώνει με την αριστουργηματική αφηγηματική τσιμπίδα του, τα καθαρίζει κυριολεκτικά από τις λάσπες τους και τα παραθέτει σαν απαστράπτουσες ιστορίες που μοιάζουν αυτόνομες, αλλά δένουν σαν τα κομμάτια μιας κασέτας σε ένα αρμονικό όλο – γι' αυτό στο βιβλίο υπάρχουν η α' και η β' πλευρά. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας δεν φοβάται να καταστήσει πρώτο υλικό του το γαϊτανάκι της μνήμης που στήνεται πάνω από το Κίροφσκ, τη λασπωμένη πόλη της μακρινής Τσετσενίας, γεμάτη απόβλητα και ναρκοπέδια, τρελαμένους και ζωντανούς-νεκρούς, γεμίζοντάς τo με αδιανόητα στοιχεία, τα οποία συνθέτει και παραθέτει ως μουσικά κομμάτια μιας εξωφρενικής όπερας: από άγριους λύκους που είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν την αιματοβαμμένη σάρκα μέχρι τρελαμένους οπαδούς της τέκνο, παλιούς λογοκριτές μαφιόζους, ακόμα και φιλόδοξους «αφορισματογράφους»! Ο Μάρα ευτυχώς δεν έχει έλεος, μα πραγματικά κανένα έλεος, στον τρόπο που εντοπίζει και εξιστορεί το ουσιαστικό, εμποτίζοντάς το με γερές δόσεις χιούμορ: περιγράφοντας, φέρ' ειπείν, καταλεπτώς τη στιγμή που η μητέρα που πεθαίνει από καρκίνο λέει στα παιδιά της να μην ξεχάσουν να πλύνουν τα πιάτα ή βάζει έναν άγριο λύκο, αφότου έχει κατασπαράξει το πτώμα ενός στρατιώτη, να ουρεί πάνω στο πόδι του άλλου, παρ' ολίγον θύματός του σαν άκακο σκυλί.

O συγγραφέας δεν φοβάται να καταστήσει πρώτο υλικό του το γαϊτανάκι της μνήμης που στήνεται πάνω από το Κίροφσκ, τη λασπωμένη πόλη της μακρινής Τσετσενίας, γεμάτη απόβλητα και ναρκοπέδια, τρελαμένους και ζωντανούς-νεκρούς, γεμίζοντάς τo με αδιανόητα στοιχεία, τα οποία συνθέτει και παραθέτει ως μουσικά κομμάτια μιας εξωφρενικής όπερας

 

Σε μια άγρια ζώνη, όπου με το φως του ήλιου επανέρχονται όχι μόνοι οι λύκοι αλλά πρωτίστως οι ιστορίες, οι πρωταγωνιστές ζουν μόνο για να τις μεταδίδουν, σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας που τις μεταφέρουν από γενιά σε γενιά. Οι ιστορίες έχουν διαφορετικές εκδοχές, ανάλογα με τον αφηγητή, αλλά πηγή έμπνευσής τους μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμα και οι αχαρτογράφητες τροχιές των ηλεκτρονίων και το μπιγκ μπανγκ: «Κάθε στοιχείο βαρύτερο απ' το ήλιον σφυρηλατήθηκε στις πυρηνικές αντιδράσεις που τροφοδοτούσαν με άστρα, και μετά εκτοξεύτηκε στο Διάστημα στη λάμψη ενός σουπερνόβα». Τα πιο αποτρόπαια στοιχεία γίνονται έτσι υλικά ενός σουπερνόβα που φώτιζε την άγονη χώρα, έναν χώρο εγκατάλειψης και θανάτου με μοναδική ομορφιά τη Λίμνη Υδραργύρου. Τα δώδεκα καμίνια που υψώνονταν επιβλητικά πάνω από αυτή δεν έβγαζαν παρά διοξείδιο του θείου, ειρωνικά συνώνυμα με τους δώδεκα Αποστόλους: «Η βροχή έκαιγε το δέρμα μας. Η ρύπανση στερεοποιούνταν σε κάτι σαν πηχτή οροφή που δεν άφηνε να περάσει το φως των αστεριών. Το φεγγάρι ανήκε πια στο παρελθόν για το οποίο μας μιλούσαν οι γιαγιάδες μας. Εμείς αξιοποιούσαμε το καλοκαίρι όπως μπορούσαμε: μέρες χωρίς σχολείο, νύχτες χωρίς σκοτάδι».

Δίπλα ακριβώς σε αυτό τον εφιάλτη βρισκόταν ο Λευκός Δρυμός, «ένα τεχνητό δάσος με μεταλλικά δέντρα και πλαστικά φύλλα, κατασκευασμένο στα ευλογημένα χρόνια του Μπρέζνιεφ, όταν η γυναίκα του κομματάρχη αισθάνθηκε νοσταλγία για τις σημύδες της νιότης της. Από τότε, όμως, που σερνόμασταν από κάτω τους, τα χρόνια είχαν ρημάξει τόσο το δάσος όσο και τη γυναίκα του κομματάρχη, και τα πλαστικά φύλλα από πάνω μας είχαν σακουλιάσει και γεμίσει κηλίδες όπως και τα μάγουλά της. Εμείς, παρ' όλα αυτά, συνεχίζαμε. Η λάσπη ήταν μια μουστάρδα που τη διασχίζαμε με βαριά βήματα. Στο τέλος του δάσους βλέπαμε τα θειούχα απόβλητα να εκτείνονται ως τον ορίζοντα. Φωνάζαμε. Διαδηλώναμε. Εκεί, δεν χρειαζόταν να ψιθυρίζουμε. Για λίγες μόνο εβδομάδες του Ιουλίου, κόκκινα αγριολούλουδα φύτρωναν ανάμεσα στα οξειδωμένα απόβλητα, κι ολόγυρα κουφόβραζε μια Αποκαλυπτική Ομορφιά». Τα κόκκινα λουλούδια ήταν το μοναδικό σημάδι ζωής σε ένα μέρος όπου επικρατούσε διαρκώς ο θάνατος. Σπάνια έβρισκες ζωντανό να έχει κλείσει τα πενήντα και έτσι όλοι έμεναν να αφηγούνται ιστορίες για όλους όσοι είχαν πεθάνει: όπως εκείνη η μητέρα του στρατιώτη Κόλια που πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα και έμεινε να δεσπόζει θελκτική και ερωτική στην οικογενειακή φωτογραφία και στις αφηγήσεις των στρατιωτών με ένα λεοπαρδαλί μαγιό. Αλλά ακόμα κι αν τη γλίτωνε, θα πήγαινε από «νάρκες ή σφαίρες, από υπερβολική δόση ναρκωτικών ή δηλητηρίαση από αλκοόλ, από δυστυχήματα στα μεταλλεία ή από μανιακούς οδηγούς, από φυματίωση ή από ΑIDS». Μέσα σε όλα αυτά αρκεί, ωστόσο, ένας ζωγράφος, ο Ζαχάροφ, για να κάνει το θαύμα σε έναν και μόνο πίνακα. «Ένα λιβάδι, μια βερικοκιά, ένας μαντρότοιχος που τέμνει το λιβάδι διαγώνια και μαιανδρικά, ένα κοπάδι ζωντανά στον ακρόλοφο, ένα σανιδωμένο πηγάδι, ένα σπίτι» είναι οι λέξεις που περιγράφουν ένα άλλο φαινομενικό σκηνικό ηρεμίας όπου παραμονεύει διαρκώς ο θάνατος. Ο συγκεκριμένος πίνακας γλίτωσε από μια έκρηξη και άλλαξε χέρια για να εκτεθεί στη μοναδική γκαλερί του Γκρόζνι –το υποτιθέμενο «Ντουμπάι» της περιοχής– και τελικά να αγοραστεί από έναν ολιγάρχη που παντρεύτηκε την απόλυτη σταρ του Κίροφσκ και όχι μόνο, την Γκαλίνα, η οποία επέμενε να τον αγοράσουν γιατί εκεί είχε αφήσει την τελευταία του πνοή ο πρώτος της αγαπημένος, ο Κόλια. Η Γκαλίνα μπορεί να μην ήταν τόσο ταλαντούχα μπαλαρίνα όσο η γιαγιά της –αυτή που ερωτεύτηκε ένας μέγας λογοκριτής και καλλιτέχνης, τον οποίο σκότωσε το σταλινικό καθεστώς και στο τέλος μαθαίνουμε ότι τον λένε Ρομάν Μάρκιν– αλλά έχει την ικανότητα να μετατρέπει τον εαυτό της σε αντικείμενο ειδωλοποίησης, για να γίνει τελικά η πρώτη συμβολική δύναμη απελευθέρωσης σε έναν τόπο που χρειάζονταν τις αφίσες με τη μορφή της για να επιβιώσουν.

Από το Κίροφσκ, λοιπόν, έως την Αγία Πετρούπολη είναι που υψώνονται κατόπιν τα νέα ποπ σύμβολα και ακούγονται οι μουσικές της τέκνο σαν ξεφτισμένα σέπια, σε έναν τόπο που ο Έλιοτ θα γέμιζε με κούφιους ανθρώπους και με κόκαλα, έναν τόπο όπου συνευρίσκονται οι δεισιδαιμονίες με τις παραδόσεις, τα αγάλματα του Λένιν και ο κυνισμός που καίει τα σωθικά της παλιάς πατριωτικής καρδιάς. Ακόμα όμως και ο ίδιος ο Λένιν, επιμένει ο Μάρα, δεν μπορούσε να αντισταθεί στη σονάτα 13 του Μπετόβεν, τον οποίο μισούσε γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο: γιατί διέθετε την ανεξάντλητη δύναμη του δημιουργού. Κι ο Μάρα, ως συγγραφέας, το ξέρει καλά ότι ο μοναδικός εχθρός του ολοκληρωτισμού είναι η δημιουργία: γι' αυτό το καθεστώς σκότωσε τον λογοκριτή-εικαστικό διορθωτή, ο οποίος μέχρι τότε κατάφερνε να σβήνει με περισσή επιμέλεια και κρυφό ταλέντο τους εχθρούς του καθεστώτος από τις φωτογραφίες και τα έργα τέχνης, γι' αυτό και μισούσαν οι υποτιθέμενες φίλες της Γκαλίνα την ίδια τους τη φίλη και όλοι έκαναν ο,τι μπορούσαν για να εξοντώσουν οποιονδήποτε αντιστεκόταν στην ισοπέδωση. Τη δημιουργία την απεχθάνονται οι ηγήτορες και το «ανώνυμο πλήθος που ζει και πεθαίνει στο φρύδι της γης», απόδειξη ότι το μόνο που μένει ζωντανό πραγματικά σε έναν τόπο όπου απονεκρώνονται τα πάντα είναι τα έργα τέχνης και οι ιστορίες βγαλμένες κυριολεκτικά από το τίποτα: από μια κασέτα, από τη μορφή μιας καμηλοπάρδαλης ή από τη φωτογραφία μιας χορεύτριας.

Για παράδειγμα, η αφήγηση της ερωτικής ιστορίας που συνέδεε τον στρατιώτη Ντανίλο με τη γυναίκα του ήταν αρκετή για να κάνει πολλούς στρατιώτες να αντέξουν τον θάνατο – τι κρίμα που αποδείχτηκε πως η γυναίκα του τον είχε τελικά αρνηθεί! Οι περισσότερες από αυτές, πάντως, αποδεικνύονται τόσο ενδιαφέρουσες και ενώνονται μεταξύ τους, κάνοντας έναν Τζέιμς Μποντ ή έναν Τζορτζ Κλουνεϊ, τους οποίους ενίοτε επικαλούνται οι νέοι κάτοικοι, να μοιάζουν απλώς με καρικατούρα. «Αυτοί που τους αρέσει η ηθοποιία του Τομ Χανκς δεν είναι γνώστες της ανθρώπινης φύσης» είναι η ύψιστη ατάκα που αρκεί για να δικαιολογήσει πόσο εύκολο είναι να ψυχολογήσεις ή να εκμεταλλευτείς έναν άνθρωπο που πείθεται από τις απλοϊκότητες του Χόλιγουντ. Και μην ξεχνάμε ότι ο Μάρα είναι ο ίδιος ένας Αμερικανός συγγραφέας –ίσως και ο καλύτερος της γενιάς του–, ο οποίος με την άνεση του χιουμορίστα αλλά και την ουσία του σπουδαίου δραματουργού μπορεί και περνάει ταυτόχρονα στις δύο όχθες της ύπαρξης, γραπώνοντας το ανεπανάληπτο: «Με ποιο όνειρο η άδεια άκρη του σύμπαντος κρατάει αυτή την ηχώ ζωτικότητας; Με ποια προσευχή ο τελευταίος άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνος; Ποιος να φανταζόταν πως ήσαστε μαζί μου, εδώ, τόσο μακριά από τη ζωή πάνω στη Γη, τόσο γεμάτοι με τη χάρη της;». Ίσως, τελικά, οι ιστορίες που φτιάχνουν τα όνειρα να είναι ο μόνος λόγος που το σύμπαν, και όχι μόνο η πόλη του Κίροφσκ, μπορεί και υφίσταται στη μνήμη αυτών που την κατοικούν.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ocean Vuong: «Πίσω από τη βιτρίνα της χιπστεριάς κρύβεται ο φόβος»

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ / Ocean Vuong: «Πίσω από τη βιτρίνα της χιπστεριάς κρύβεται ο φόβος»

Ο Αυτοκράτορας της Χαράς είναι ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Ένα μεγάλο μυθιστόρημα με ιστορίες απλών ανθρώπων που τις σχέσεις τους ορίζουν η καλοσύνη και η αλληλεγγύη. Με αφορμή την κυκλοφορία του, ένας από τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς της γενιάς του μιλάει για τη λογοτεχνία, τους ήρωές του, την queer ταυτότητα και την κατάσταση όπως διαμορφώνεται στην Αμερική του Τραμπ σε μια συνέντευξη-ποταμό.
M. HULOT
Η Λυδία Κονιόρδου διαβάζει τον μονόλογο της Λούλας Αναγνωστάκη «Ο oυρανός κατακόκκινος»

Lifo Videos / «Ιδού εγώ»: Η Λυδία Κονιόρδου ερμηνεύει το «Ουρανός Κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη στο LIFO.gr

O απολογισμός ζωής μιας γυναίκας που βλέπει γύρω της τον κόσμο να διαλύεται, η προσωπική εμπλοκή στη συλλογική μνήμη, μια ποιητική εκδοχή της δυστυχίας που γεννά η σύγχρονη πραγματικότητα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων: Τόπος συνάντησης για τη λογοτεχνία και τις ιδέες

Βιβλίο / Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων: Τόπος συνάντησης για τη λογοτεχνία και τις ιδέες

Με ένα πλούσιο πρόγραμμα με καλεσμένους από 16 χώρες και τιμώμενο πρόσωπο τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, το φετινό φεστιβάλ σημείωσε τη μεγαλύτερη προσέλευση στην ιστορία του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί μας γοητεύει ακόμα ο «Καβγατζής της Βρέστης»;

The Review / Γιατί μας γοητεύει ακόμα ο «Καβγατζής της Βρέστης»;

Ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου, με αφορμή τη νέα έκδοση του έργου του Ζαν Ζενέ, εξετάζουν τους λόγους που μπορεί να μας αφορά ακόμα και σήμερα το θρυλικό βιβλίο του 1945. ― ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΟΛΜΗΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
100 βιβλία που ξεχωρίσαμε για αυτό το καλοκαίρι

Βιβλίο / 100 βιβλία να διαβάσεις κάτω από ένα αρμυρίκι ή στην πόλη με το κλιματιστικό στο φούλ

Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονοι συγγραφείς, δοκίμια, ιστορία, αυτοβελτίωση, βιβλία για το «μικρό» να μην είναι όλη την ώρα στο iPad. Kάτι για όλους για να περάσει όμορφα, ήσυχα και ποιοτικά το καλοκαίρι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Βιβλίο / Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια, το γκρουπ έκανε το ντεμπούτο του στην σκηνή του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη, κι ένα νέο βιβλίο ακολουθεί την πορεία τους από τις πρώτες τους ημέρες μέχρι το είδος εκείνο της επιτυχίας που συνήθως έρχεται με τα δικά της προβλήματα
THE LIFO TEAM
Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ