ΦΕΥΓΟΥΝ ΚΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ τα βιβλία από τα χέρια, κάποια κάνουν μια στάση για να πουν μια ιστορία και άλλα γίνονται μια διαρκής ηχώ, ένα mantra για πράγματα που σκεφτόσουν και δεν κατάφερες να ζήσεις και άλλα τόσα που δεν είχες φωνή να εκφράσεις ή να πεις. Αυτά τα λόγια που αντηχούν το ένα μέσα στο άλλο σαν echo chamber του ασυνείδητου, σαν ιστορίες αδικαίωτες που απαιτούν να ακουστούν, τολμάει να μετατρέψει σε εναργείς διαλόγους η Αμάντα Μιχαλοπούλου στο νέο της βιβλίο Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη (από τις εκδόσεις Πατάκη αυτήν τη φορά). Δεν έχει σημασία ποια μιλάει κάθε φορά, αφού οι πρωταγωνίστριες του βιβλίου παίρνουν είτε τη δική σου φωνή, είτε της μητέρας σου, είτε της κόρης σου, είτε της Παναγίας που επικαλέστηκες μια αδύναμη στιγμή της ζωής σου, είτε της Ρόζα Λούξεμπουργκ που θαύμαζες μικρή, είτε της Βιρτζίνια Γουλφ που άνοιξε την πόρτα στο δικό σου δωμάτιο, είτε της Αφγανής που είδες το βλέμμα της σε μια φωτογραφία, είτε της μητέρας Τοπαλούδη, είτε όλων εκείνων των ανώνυμων γυναικών που μετατράπηκαν σε Παναγίες του Ραφαήλ και έκτοτε δεν ήξεραν πόσες ζωές να δικαιώσουν.
Η Παναγία επιστρέφει διαρκώς στα όνειρα της συγγραφέως και αποκτά δικαιωματικά φωνή, καθώς τέτοιο μεταφυσικό δικαίωμα στο να ορίζουν τη μοίρα έχουν αποκλειστικά οι μεταφυσικής ισχύος οντότητες, οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς.
Χωρίς να γράφει ένα ακόμα φεμινιστικό μυθιστόρημα, καθώς γνωρίζει καλά ότι στη μυθοπλασία δεν χωράει ούτε στράτευση, ούτε καταγγελία, η Αμάντα Μιχαλοπούλου δανείζεται, εν προκειμένω, τη φωνή μιας γυναίκας για να συνομιλήσει ταυτόχρονα με τον άνδρα της ζωής της, τη μητέρα, την κόρη της, κι εν τέλει με τον ίδιο της τον εαυτό. Σαν μια μήτρα που χωράει όλες τις θεωρίες του ασυνειδήτου απλώνει το καλούπι της αφήγησης, ξεκινώντας από τα όνειρα που είδε μεταξύ ύπνου και αϋπνίας –δηλαδή εκείνη τη στιγμή που καταγράφεται, όπως ο έλεγε ο Ντελέζ, η πραγματική φιλοσοφία–, στήνοντας ένα περίτεχνο μυθοπλαστικό έργο που αποκτά την εξωτερική μορφή της τραγωδίας, με την πάροδο, τα στάσιμα, τους κομμούς αλλά και τις μονωδίες/διωδίες. Πηγή έμπνευσης είναι από τη μια ο άγραφος νόμος που υπαγορεύει το θάρρος μιας μικρής Αντιγόνης και θα μπορούσε να είναι, εν προκειμένω, η κόρη της Μαρία-Κλάρα, και από την άλλη ο γραπτός νόμος της μητέρας Μαρίας, η οποία διαμορφώνει τη δική της απτή πραγματικότητα ως ένας γήινος θηλυκός Κρέοντας με το διαφημιστικό καπέλο της Google.

Όσο για την Παναγία, που επιστρέφει διαρκώς στα όνειρα της συγγραφέως, αποκτά δικαιωματικά φωνή, καθώς τέτοιο μεταφυσικό δικαίωμα στο να ορίζουν τη μοίρα έχουν αποκλειστικά οι μεταφυσικής ισχύος οντότητες, οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς (το είχε τολμήσει και πάλι η Αμάντα Μιχαλοπούλου, χαρίζοντας φωνή όχι στην Παναγία αλλά στη φανταστική Γυναίκα του θεού). Η Παναγία, ως εκ τούτου, γίνεται συμπρωταγωνίστρια της ζωής της, αποκτά υπόσταση και καθημερινό ρόλο ακόμα και μέσα από τα όνειρα, όπως στο διήγημα του Κορτάσαρ, στο οποίο παραπέμπει η συγγραφέας, όπου στις παραισθήσεις του οι Αζτέκοι, αφού περιλούζουν τους εχθρούς με λουλούδια, τους ανεβάζουν στις πυραμίδες και τους ξεριζώνουν την καρδιά. Μόνο που εδώ η Παναγία συμβολικά αποκτά εντελώς αντίστροφο ρόλο που είναι να συμφιλιώσει μητέρα και κόρη με τους πολλαπλούς ρόλους της πραγματικότητας και να αποκαταστήσει τον φαντασιωτικό κόσμο της συγγραφέως ως χώρο ύψιστης και ξεκάθαρης αναγκαιότητας. Εξού και ότι το φανταστικό αποκτά ίση δικαιωματική ισχύ στην αφήγηση με το πραγματικό και γεννά ένα καινούργιο πλάσμα με αντίστοιχα θεϊκές και αληθινές ιδιότητες που είναι τελικά το νέο βιβλίο της συγγραφέως – γιατί τι άλλο μπορεί να είναι η γραφή από μια alma mater studiorum, η μητέρα-Παναγία όλων των σπουδών; «Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι,/ θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina. Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε μου να πεθάνω όλους τους θανάτους», έγραφε χαρακτηριστικά η Μάτση Χατζηλαζάρου για το αλλόκοτο πλάσμα που γεννά η γραφή και ανακαλεί, εν προκειμένω, η Μιχαλοπούλου.
Αντίστοιχα, η συγγραφέας είναι έτοιμη να συνοψίσει όλους τους ρόλους, να γίνει όλες οι μητέρες του κόσμου –«ένας στρατός απλήρωτων μισθοφόρων στα οδοφράγματα σπιτιών, παιδικών χαρών, σχολείων, νοσοκομείων, σούπερ μάρκετ, γηροκομείων. Βαστάζοι με μπουφάν και αλλαξιέρες. Διμοιρίες που γυρνάνε αποδεκατισμένες σπίτι. Στρατιωτάκια με μαλλί τζίβα και γδαρμένους αγκώνες»–, να ταυτιστεί ακόμα και με τη μητέρα του Μουσολίνι, να φανεί ως ο επαναστάτης Κέρουακ και η μάνα του μαζί, αρκεί να αποδεχθεί τη θνητή υπόσταση που θα της χαρίσει τη φωνή της εμπειρίας. Ο ρόλος της μητέρας και της κόρης δεν είναι τίποτε άλλο από τη θνητή υπόσταση της συγγραφέως που, όπως λέει σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου, αναλαμβάνει σαν την Παναγία να «γεννήσει» –γράφοντας– συμπόνια και να βοηθήσει τους ανθρώπους. Αρκεί να μπορέσει να πραγματώσει το ταξίδι της μεταμόρφωσης που άφησε στη μέση το προηγούμενο βιβλίο και να γίνει κάτι πέρα από την πόρνη και την αγία που προστάζουν τα στερεότυπα, να μάθει να περιφέρεται χωρίς αιδώ και φόβο στις ατραπούς της φαντασίας. Και εν τέλει, σαν μια νέα Αλίκη στη δική της χώρα των θαυμάτων, να περιπλανηθεί σε ένα ταξίδι όπου τα αλλόκοτα πλάσματα δεν θα την τρομάζουν αλλά θα της μάθουν επιπλέον μαγικούς τρόπους να υπάρχει και να ζει – τι πιο μαγικό και ταυτόχρονα άγριο από το να είσαι γυναίκα; Αρκεί να μπορεί, όπως ακριβώς το φαντάζεται στο βιβλίο, να πετάει ελεύθερη «στη ράχη ενός αλόγου μ’ ένα βιβλίο, ένα χτένι κι ένα λούτρινο κουνέλι».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO