— Ας ξεκινήσουμε με το «Mellowing», την παράσταση που ανοίγει το φετινό 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.
Να πω καταρχάς ότι η φανταστική πρόταση να χορογραφήσω αυτή την παράσταση είχε γίνει από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Dance On Ensemble, μιας εξαιρετικής ομάδας που έχει την ιδιαιτερότητα να αποτελείται από επαγγελματίες χορευτές άνω των 40 ετών, οι μεγαλύτεροι των οποίων μπορεί να ξεπερνούν και τα 70. Πήγα στο Βερολίνο με μια πολύ συγκεκριμένη σκέψη αλλά και δισταγμό για το πώς θα μπορούσα να διαχειριστώ σώματα τα οποία ναι μεν έχουν χορέψει καταπληκτικά πράγματα, αλλά υπάρχει πλέον η φθορά, η καταπόνηση, όλα αυτά.
— Είναι ένας προβληματισμός που είχαμε συζητήσει και με τις Αγγελική Στελλάτου - Σταυρούλα Σιάμου με αφορμή την παράσταση «Shifting Time», κατά πόσο δηλαδή στον χορό, και όχι μόνο, «σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν».
Είναι γεγονός ότι όλη αυτή η διαδικασία ήταν μια έκπληξη για μένα, μου έδειξε επίσης πόσο λάθος έκανα σε μερικά πράγματα. Έξι μήνες πριν αρχίσουμε πρόβες πήγα να δώσω ένα σεμινάριο για να γνωριστούμε καλύτερα με την ομάδα και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Ενώ, δηλαδή, είχα κατά νου να σεβαστώ αυτά τα σώματα και να τα πάω με ήπιους ρυθμούς, βρήκα μια ομάδα φοβερά διαθέσιμη, καλοκουρδισμένη και εκπαιδευμένη. Κάναμε οκτώ ώρες πρόβα την ημέρα γεμάτες επί δύο μήνες, όταν στην Ελλάδα νεότεροι χορευτές δεν ξεπερνούν το εξάωρο μάξιμουμ. Ξεκινούσαν από τις 8 το πρωί με μία ώρα ζέσταμα και ήταν συγκλονιστικό το πόσο πειθαρχημένοι ήταν, δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους. Περνούσαν από διαφορετικά στάδια –μπαλέτο, βάρη, ενδυνάμωση, γιόγκα– και μετά άρχιζαν να προβάρουν το υλικό που δουλεύαμε πριν από την πρόβα. Φαντάσου ότι εγώ που ξεκινούσα την «κανονική» πρόβα στις 11 απλώς τους διέκοπτα! Δεν ισχύει έπειτα καθόλου στον χορό ότι είναι «απαγορευτικός» μετά από κάποια ηλικία. Το θέμα είναι αν αντέχεις να συνεχίσεις να θέλεις να χορεύεις, γιατί είναι μια πολύ απαιτητική τέχνη, ένα πολύ σκληρό επάγγελμα – και βέβαια να μη σε εμποδίζει κάποιος σοβαρός τραυματισμός.
Σκεφτόμουν ότι να, πώς ένα φρούτο ωριμάζει και αποβάλλει σιγά-σιγά το νερό και τους χυμούς του και μένει η γλύκα, το ώριμο κομμάτι, έτσι συμβαίνει και με τους ωριμότερης ηλικίας χορευτές. Γι’ αυτό και «mellowing», ακριβώς επειδή μιλάμε για μια διαδικασία ωρίμανσης και μια «φρενίτιδα» που εκφράζεται διαφορετικά από ό,τι στη νιότη μας.
— Νομίζω ότι εκείνο που κυρίως διαφέρει με τα χρόνια είναι ο τρόπος της κίνησης, όχι η ουσία.
Μα η ζωή είναι μια διαρκής μετατόπιση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μπορείς να κάνεις πράγματα που λαχταράς. Η Γιόνε Σεν Μάρτιν του Γουίλιαμ Φορσάιθ και η Βίκι Ο’Χάρα της Μάρθα Γκράχαμ, ας πούμε, είναι από εκείνες τις εξαιρετικής τεχνικής αρτιότητας και μεγάλου καλλιτεχνικού βάθους χορεύτριες που συνεχίζουν σε σχετικά ώριμη ηλικία να εξερευνούν καινούργιες φόρμες. Προσωπικά δεν έχω ξανακάνει πρόβα με άλλο γκρουπ που –μόλις ξεκλείδωνε μια κινησιολογική περιοχή, πράγμα που το συγκεκριμένο κατάφερνε μόνο μετά από σκληρή δουλειά– να ξεσπά σε δάκρυα πάνω στη σκηνή!

— Η θεματική που διαπραγματεύεται το «Mellowing» έχει να κάνει με αυτή την «ωρίμανση».
Ναι, και βασίζεται σε μια μνήμη που έχω από όταν ήμουν μικρός στην επαρχία όπου μεγάλωσα: πιάναμε καμιά φορά με τους συνομηλίκους μου ένα μικρό σπουργίτι, το κρατούσαμε στις παλάμες μας κι αυτό καθόταν πολύ ήσυχο, όμως άκουγες την καρδιά του να χτυπά σε φρενήρη ρυθμό από την αγωνία του! Έβλεπες λοιπόν ένα φαινομενικά ήσυχο πλάσμα να «βράζει» εσωτερικά, πράγμα που με έβαλε σε σκέψεις και γι’ αυτή την ομάδα, ότι μπορεί δηλαδή να μεγαλώνουμε και το σώμα μας να θέλει μια άλλη μεταχείριση, έναν άλλο σεβασμό, αλλά από μέσα η φλόγα της ανακάλυψης και η διάθεση να προχωρήσει κανείς πάλλονται έντονα, όπως ακριβώς η καρδιά αυτού του πουλιού. Σκεφτόμουν επίσης ότι να, πώς ένα φρούτο ωριμάζει και αποβάλλει σιγά-σιγά το νερό και τους χυμούς του και μένει η γλύκα, το ώριμο κομμάτι, έτσι συμβαίνει και με τους ωριμότερης ηλικίας χορευτές. Γι’ αυτό και «mellowing», ακριβώς επειδή μιλάμε για μια διαδικασία ωρίμανσης και μια «φρενίτιδα» που εκφράζεται διαφορετικά από ό,τι στη νιότη μας.
— Αυτή η εσωτερική κίνηση, ο εσωτερικός ρυθμός, είναι σημαντικό στοιχείο κι ας μην είναι πάντα ευδιάκριτο.
Φυσικά, πάντοτε υπάρχει αυτό, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι. Βλέπεις, ας πούμε, ένα μέτριο ή κακό μπαλέτο, στο οποίο όμως συμμετέχει μια συγκλονιστική ερμηνεύτρια ή ερμηνευτής που ερμηνεύει εσωτερικά, με βάθος και κατανόηση τον ρόλο του, κι εκεί καταλαβαίνεις τι πραγματικά σημαίνει χορός, τι σημαίνει μπαλέτο. Δεν υπάρχει μορφή τέχνης που να μη χρειάζεται το εσωτερικό βάθος.

— Συμπληρώνεις φέτος δέκα χρόνια στη χορογραφία, μια αποτίμηση; Θα βιώνεις κι εσύ, φαντάζομαι, αυτήν τη διαδικασία της «ωρίμανσης».
Ήταν δέκα χρόνια πολύ χαρούμενα και πολύ αποδοτικά αφενός, με πολύ κόπο και άγχος αφετέρου, καθώς μπήκα σε έναν τρόπο ζωής σαφώς πιο δύσκολο και σκληρό, σίγουρα πάντως πιο ενδιαφέρων! Εκείνο που με βασανίζει περισσότερο είναι το άγχος, δεν μου αρέσει να το νιώθω να πολλαπλασιάζεται μέσα μου. Προσπαθώ να το διαχειριστώ ξαναβάζοντας τη δουλειά μου στο σωστό πλαίσιο, προσπαθώ επίσης να συνειδητοποιήσω τους ναρκισσισμούς μου και να απαλλαγώ από αυτούς.
— Τι εννοείς;
Καμιά φορά, ξέρεις, μπαίνεις στην αίθουσα ή το στούντιο και αυτό είναι η αρχή και το τέλος της μέρας, δεν προλαβαίνεις, ούτε έχεις μυαλό να ασχοληθείς με όσα συμβαίνουν γύρω σου ή στον κόσμο. Βλέπεις, ας πούμε, τι γίνεται στην Παλαιστίνη και συνειδητοποιείς ότι αυτό είναι πολύ σημαντικότερο από την πρόβα σου. Η δουλειά μας απαιτεί απόλυτη συγκέντρωση και αφοσίωση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποκόπτεσαι εντελώς από την πραγματικότητα, να χάνεις την επαφή σου με το κοινωνικό γίγνεσθαι.
— Είναι νομίζω η διατήρηση της επαφής με την πραγματικότητα ένα «στοίχημα» για όλους λίγο-πολύ τους καλλιτέχνες, όπως και το να μπορούν με κάποιον τρόπο να την αποτυπώνουν στη δουλειά τους.
Αυτό που είσαι είναι ήδη επηρεασμένο από ό,τι γίνεται έξω, συνειδητά ή μη. Τώρα το αν αυτό θα το σχολιάσεις ή όχι μέσα από τη δουλειά σου και πώς, είναι κάτι άλλο.
— Οι σημαντικότερες συνεργασίες και οι κύριες επιρροές σου αυτά τα χρόνια, ως χορευτής και χορογράφος;
Αρχικά ως νεότερος περφόρμερ σίγουρα οι δουλειές μου με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Οι γνώσεις, η πίστη του στη σκληρή δουλειά, η σημασία που δίνει ακόμα και στη λεπτομέρεια, όλα όσα μας δίδαξε με καθόρισαν. Πρόσφατα επίσης χορογράφησα το Nederlands Dans Theater, που είναι μια φανταστική ομάδα, και ήταν συγκλονιστικός ο τρόπος που έμπαιναν στον κόσμο που ήθελα να δημιουργήσω. Θα ξεχώριζα επίσης την Όπερα της Λιόν, το Dance on Ensemble βεβαίως και φυσικά όλους αυτούς τους χορευτές με τους οποίους συνεργάστηκα σταθερά ως χορογράφος και έγιναν όχι μόνο «κοινωνοί» των ιδεών μου αλλά ταυτόχρονα φίλοι, οικογένεια, συμπαραστάτες, «αποκούμπι», όλα αυτά. Διότι πέρα από τα μεγάλα ονόματα και τις μεγάλες συνεργασίες, για μένα ιδιαίτερη αξία έχουν οι μόνιμες, οι σταθερές συνεργασίες. Χρόνο με τον χρόνο, μάλιστα, αντί να επέρχεται τριβή σε αυτές τις σχέσεις, βαθαίνουν περισσότερο, κι αυτό είναι υπέροχο.

— Έχεις πει ότι στη σκηνή ο θεατής θέλει να βλέπει μια σχέση και όχι μόνο ωραίες κινήσεις. Στην πρόσφατη δουλειά σου που ανέβηκε στη Στέγη («My fierce ignorant step») έδινες έμφαση στο «μαζί».
Ναι, ισχύουν αυτά, είναι μέσα στο χορογραφικό μου «στίγμα». Ασχολούμαι πράγματι πολύ με το «μαζί». Το «μαζί» και ο τρόπος που εμείς, οι συντελεστές μιας παράστασης, συνδεόμαστε μεταξύ μας είναι πάντα ένα από τα πράγματα που με ενδιαφέρουν. Με ενδιαφέρει το πώς η οποιαδήποτε κίνηση, η οποιαδήποτε πληροφορία επηρεάζει αναπότρεπτα τους πάντες, το όλο σύστημα, όπως ακριβώς συμβαίνει με το «φαινόμενο της πεταλούδας». Γι’ αυτό και οι συμμετέχοντες χρειάζεται να είναι εξωστρεφείς και με τις κεραίες τους τεντωμένες, ώστε να καταλαβαίνουν τι γίνεται γύρω τους ανά πάσα στιγμή και να μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτό. Καμιά φορά, επειδή τα έργα μου είναι επαναλαμβανόμενα, δημιουργούν μια συνθήκη διαλογισμού για το κοινό. Ρωτάω λοιπόν πολλές φορές τους χορευτές «εσείς, αλήθεια, τριπάρετε, μπαίνετε μέσα σε αυτό που ζούμε εμείς βλέποντάς σας;» και μου απαντούν «όχι βέβαια, εμείς πρέπει να είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση!», καθώς δημιουργώ χωροταξικά ανοικτά ενδεχόμενα μετακίνησης. Οπότε, ανάλογα με την κίνηση κάποιου χορευτή, που μπορεί σήμερα να «σπρώξει» την ομάδα ταχύτερα από ό,τι εχθές, ας πούμε, πρέπει όλοι να είναι έτοιμοι να προσαρμοστούν στην καινούργια πρόταση. Αυτή λοιπόν η ριψοκίνδυνη συνθήκη είναι για μένα η πιο πολύτιμη!
— Από όσες παραστάσεις χορού έχεις δει μέχρι τώρα, ποια θα έλεγες πως σε «έστειλε» τελείως;
Αν πρέπει να αναφέρω μία, θυμάμαι παλιότερα στο Φεστιβάλ Αθηνών το «May B» της Μαγκί Μαρέν, μια θρυλική πλέον παράσταση, βασισμένη στον κόσμο του Μπέκετ, η οποία με «στιγμάτισε» και ταυτόχρονα με αφύπνισε, δείχνοντάς μου πόσο άρρηκτα δεμένα μπορεί να είναι το θέατρο και ο χορός, πόσο πλήρης ήταν αυτή η συνθήκη μέσα στην αφαίρεσή της αλλά και μέσα στην πραγματική της αφήγηση. Η παράσταση αυτή θα ανέβει και στο πλαίσιο του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, χαίρομαι πολύ λοιπόν που θα έχω την ευκαιρία να την ξαναδώ!

— Μιλώντας για χορό, είναι εντυπωσιακή η πρόοδος που έχει γίνει στην Ελλάδα και πόσος νέος κόσμος έχει μπει σε αυτό και το παλεύει, δεδομένου κιόλας ότι υστερούμε σε υποδομές, οργάνωση, επαγγελματικές ευκαιρίες αλλά και αμοιβές.
Ναι, είναι αλήθεια αυτό, γιατί κάπως μάθαμε να δουλεύουμε πολύ σκληρά και πολύ μόνοι μας και όταν δεν περιμένεις τίποτα από κανέναν, μαθαίνεις να ζητάς πολύ λίγα από το σύστημα και πάρα πολλά από τον εαυτό σου! Δεν είναι βέβαια αυτή η ιδανική συνθήκη, όσο ρομαντικό κι αν ακούγεται. Ωραία είναι όλα αυτά που λέγονται, ότι τέχνες όπως ο χορός και το θέατρο άνθισαν μέσα στην κρίση, και αναμφίβολα έχουν ένα ποσοστό αλήθειας, πώς όμως έγινε αυτό, με τι προσωπικές θυσίες και πόσο καλύτερα θα ήταν αν υπήρχε εξαρχής κάποια στοιχειώδης στήριξη; Έλεγα πριν για τον αξιοζήλευτο επαγγελματισμό των χορευτών του Dance On Ensemble που πράγματι θαυμάζω –ακόμα και το διάλειμμα που τους πρότεινα κάποια στιγμή λόγω ηλικίας το αρνήθηκαν παραξενεμένοι, λέγοντας ότι το πρόγραμμα δεν προβλέπει διάλειμμα και ότι η κούραση είναι δικό τους πρόβλημα, όχι δικό μου! Mετά κάθομαι και αναλογίζομαι πόσα κίνητρα, πόση επαγγελματική εξασφάλιση έχουν αντίστοιχα οι Έλληνες συνάδελφοί τους ακόμα και στο ξεκίνημα της καριέρας τους. Αντιθέτως, οι χορευτές αυτοί είχαν την ευλογία και το δώρο να έχουν όλη τη στήριξη που χρειάζονταν, αμείβονταν καλά, η εργασία και το στούντιο ήταν φίλοι και όχι «εχθροί» τους για μια ολόκληρη ζωή και είχαν μία συγκεκριμένη πρόβα την ημέρα. Όταν δουλεύω στην Ελλάδα, ο μαθητής μου έχει ένα μάθημα το πρωί, μετά μια δεύτερη πρόβα, και εγώ είμαι η τρίτη πρόβα που είναι υποχρεωμένος να κάνει για να μπορέσει να ζήσει. Εννοείται ότι θα είναι καταπονημένος και κουρασμένος, σωματικά και ψυχολογικά, και προφανώς στα 45 του θα έχει εξαντληθεί και απογοητευτεί. Δεν είμαστε δηλαδή οι Έλληνες «φύσει» γκρινιάρηδες, η κοινωνική και οικονομική συνθήκη είναι που μας κάνει.
— Από τα σύγχρονα ονόματα του χορού ποια θα ξεχώριζες;
Μου αρέσει πολύ η δουλειά της Marlene Montero Freitas όπως και της Ιωάννας Παρασκευοπούλου. Υπέροχα πράγματα κάνει και ο Marco Da Silva Fereira αλλά και η Lia Rodriguez που είδα πρόσφατα δουλειά της στο Λονδίνο.
— Ένα τελευταίο σχόλιο για τη συνεργασία με τον Coti K σε αυτή την παράσταση;
Με τον Coti K είχαμε συνεργαστεί άψογα και παλιότερα. Σε αυτήν εδώ την παράσταση, είκοσι μέρες πριν από την πρεμιέρα, ήμουν στο εξωτερικό και του έστειλα το βίντεο μιας πρόβας για να γράψει τη μουσική. Το αποτέλεσμα δεν ήταν απλώς ωραίο, ήταν συγκλονιστικό. Ήρθε, μάλιστα, για το «Mellowing» στο Βερολίνο, παίξαμε στο στούντιο· αρχικά αποτύχαμε αλλά ξαναδοκιμάσαμε ώσπου μας «βγήκε». Χαίρομαι πολύ που ξαναδουλέψαμε μαζί και μάλλον θα το ξανακάνουμε!