Αν κάποιος ήθελε να μιλήσει για την τέχνη του Juergen Teller, ενός από τους πιο διάσημους φωτογράφους της γενιάς του, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στο θάρρος, το ωμό συναίσθημα και το χιούμορ που διαποτίζουν κάθε πτυχή των εικόνων του, στον τρόπο με τον οποίο έκανε κάθε αναγνώστη ενός glossy περιοδικού να λατρεύει την αμηχανία και την ατέλεια, μετουσιώνοντάς τες σε αρετή, σε αυτοπεποίθηση, σε αλήθεια.
Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά ένας αδιάλειπτα ενδιαφέρων φωτογράφος-καλλιτέχνης, συχνά αιχμηρός, άλλο τόσο αμφιλεγόμενος, ωστόσο όλοι έχουν υποκλιθεί στον τρόπο με τον οποίο διέλυσε τη γυαλιστερή εικόνα που είχαν χτίσει με προσήλωση και κινηματογραφική ακρίβεια φωτογράφοι-θρύλοι στα εξώφυλλα και τα editorials περιοδικών. Ο Teller κατάφερε όχι μόνο να θολώσει τα όρια μεταξύ τέχνης και μόδας και να τα συνδυάσει με απαράμιλλα προκλητικό τρόπο, αλλά και να κάνει την πιο σοβαρή αναγωγή στη φαντασίωση, με ένα έργο συχνά ενδοσκοπικό, γεμάτο με όλες τις ερεθιστικές αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης, τη σεξουαλικότητα, την ομορφιά της απλότητας, τον ερωτισμό της ατέλειας. Μέσω των περιοδικών έβαλε σε κάθε σπίτι τις αντιθέσεις ενός ολόκληρου κόσμου, τη σκληρότητα και την ευθραυστότητα, τον ρεαλισμό και την ποίηση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Teller όχι μόνο άλλαξε το λεξιλόγιο της φωτογραφίας και ενέπνευσε τις επόμενες γενιές, αλλά μεταμόρφωσε και τον τρόπο που η μόδα ή το μήνυμα φτάνει στις αισθήσεις μας, ενώ ο ίδιος δεν φοβήθηκε ποτέ να το παρουσιάσει ακομπλεξάριστα σε διαφορετικά πλαίσια, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στη διεθνή σκηνή της φωτογραφίας. Όπως έλεγε το 2013 στο «An evening with photographer Juergen Teller» της «Guardian»: «Με ενδιαφέρει το τι ελκύει κάποιον σε ένα προϊόν. Ορισμένες φορές δεν είναι καν το ίδιο το προϊόν. Είναι παρόμοιο με το να πας σινεμά και να δεις μια ταινία και να πεις: “Θεέ μου, θέλω να νιώσω κάτι τέτοιο”. Αυτό προσπαθώ να πετύχω με μια δισέλιδη φωτογραφία σε ένα περιοδικό. Δεν είναι “θέλω να γίνω αυτό”. Είναι “θέλω να νιώσω έτσι”».
Το φυσικό φως, η έλλειψη ρετούς, ο ρεαλισμός και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία –με τον ίδιο να εμφανίζεται ως πρωταγωνιστής στις φωτογραφίες του, εξερευνώντας ζητήματα ταυτότητας, ηλικίας, φθοράς και αυτοπαρουσίασης– τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πλέον επιδραστικούς και αντισυμβατικούς φωτογράφους στον χώρο της μόδας και της σύγχρονης τέχνης.
Σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, η οπτική του Teller, οι μαγικές εικόνες του που φανερώνουν ότι έχουν βάθος και ιστορία και εγγύτητα και μύθο, είναι επίκαιρες γιατί φέρνουν στο προσκήνιο ξανά τις συζητήσεις γύρω από τη φωτογραφία, το πώς αντιμετωπίζουμε όχι μόνο τα θέματα που φωτογραφίζουμε, σε μια εποχή που όλοι κρατάμε στα χέρια μας ένα κινητό σαν φωτογραφική μηχανή, αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο ίδιος λέει ότι «τα πάντα, με μια ευρύτερη έννοια, είναι ένα είδος αυτοπορτρέτου…» και ενώ η εποχή μας θέλει να εξαφανίζουμε την ατέλεια, ο Γερμανός φωτογράφος επιμένει και αναδεικνύει τελικά με τη δουλειά του και την υπαινικτική «ατελή» αισθητική του, με την απουσία ρετουσαρίσματος, με την αποθέωση της ατέλειας και με την «ερασιτεχνική» πρακτική του ένα ανθρωποκεντρικό, ειλικρινές, ανοικτό και άμεσο στυλ, που ενθαρρύνει, μέσα από τη διαδικασία που ακολουθεί και την πρακτική του, το να αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας και στον άλλο μύχιες και αναπάντεχες ποιότητες που αποκαλύπτει η εικόνα.
Είστε έτοιμοι για τον Juergen Teller?

Ο Juergen Teller είναι ο καλλιτέχνης που εγκαινιάζει το Onassis Ready, τον νέο χώρο του Ιδρύματος Ωνάση στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, με την έκθεση «you are invited», από τις 19 Οκτωβρίου έως τις 28 Δεκεμβρίου 2025, η οποία δίνει ένα νέο στίγμα στον πολιτιστικό χάρτη της Αθήνας και παράλληλα σηματοδοτεί μια κομβική στιγμή στην πορεία του καλλιτέχνη τον οποίο παρουσιάζει. Πρόκειται για την πιο εκτενή ατομική έκθεση του Teller στην Ελλάδα, μια αναδρομική πλούσια σε σημαντικά γεγονότα και καθοριστικές συναντήσεις από τη σπουδαία σταδιοδρομία του, όπου παρουσιάζει διάφορες σειρές, μεμονωμένα έργα και πολυάριθμα βίντεο, συνδυάζοντας επιλογές από προηγούμενες εκθέσεις με νέες, αδημοσίευτες εικόνες που εκτείνονται από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα.
Το Onassis Ready, που στεγάζεται σε ένα πρώην εργοστάσιο στην πάλαι ποτέ βιομηχανική ζώνη της πόλης, έχει σχεδιαστεί για να φιλοξενεί πειραματικά έργα τα οποία διευρύνουν τα όρια της σύγχρονης δημιουργίας και να λειτουργεί ως πλατφόρμα για τολμηρές καλλιτεχνικές φωνές από όλο τον κόσμο. Στεγάζει επίσης τον αθηναϊκό κόμβο του Onassis ONX, ενός διεθνούς προγράμματος με έδρα και στη Νέα Υόρκη, το οποίο στηρίζει καλλιτέχνες που εργάζονται με αναδυόμενες τεχνολογίες. Εστιάζοντας ταυτόχρονα στη σύγχρονη τέχνη και την καινοτομία, το Onassis Ready παρουσιάζει την πρώτη του μεγάλη έκθεση, στο πλαίσιο του καλλιτεχνικού προγράμματος της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση για τη σεζόν 2025-2026.
Αυτή η συνεργασία μεταξύ του Juergen Teller και της Στέγης αντανακλά την κοινή πεποίθηση ότι η τέχνη μπορεί να είναι ταυτόχρονα ενδόμυχη και πολιτική, ακατέργαστη και ποιητική, προσωπική και συλλογική. Μέσα από αυτήν τη σύμπραξη, η έκθεση «you are invited» ανοίγει έναν χώρο διαλόγου μεταξύ του συναισθηματικά φορτισμένου σύμπαντος του Teller και των σύγχρονων πραγματικοτήτων της Ελλάδας, καλώντας σε μια ουσιαστική συνάντηση του τοπικού με το παγκόσμιο.

Παρουσιάζονται καθηλωτικά έργα του με θρυλικές φυσιογνωμίες, από τον Iggy Pop και τον Alexander Skarsgård έως την Kate Moss και τη Charlotte Rampling, από τη φωτογράφιση του Πάπα Φραγκίσκου σε γυναικεία φυλακή έως τη φωτογράφιση του Άουσβιτς με αφορμή την 80ή επέτειο της απελευθέρωσης του ναζιστικού στρατοπέδου, αλλά και εικόνες νεκρής φύσης και υπαίθρου. Παράλληλα, τα τελευταία οκτώ χρόνια ο Teller συνεργάζεται με τη σύζυγό του Dovile Drizyte σε έργα που αντικατοπτρίζουν διάφορες όψεις της σχέσης τους αλλά και τη γέννηση της κόρης τους. Τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται από έναν συνδυασμό σοβαρών, οικείων και συχνά χιουμοριστικών χαρακτήρων, με μια αισθητική που αγγίζει το γκροτέσκο.
Πρόκειται για μια έκθεση-γιορτή της τέχνης του αλλά και για έναν ζωντανό διάλογο γύρω από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες διαδρομές έμπνευσης και δημιουργικής εξερεύνησης που διατρέχουν το έργο του. Η εν λόγω έκθεση συμπίπτει με μια περίοδο κατά την οποία ο Teller έχει βρει ένα νέο νόημα ως καλλιτέχνης.
Από τη Charlotte Rampling στη μικρή Iggy
Ο Teller γεννήθηκε στο Ερλάνγκεν της Γερμανίας, σπούδασε στη Βαυαρική Κρατική Σχολή Φωτογραφίας στο Μόναχο και το 1986 μετακόμισε στο Λονδίνο. Το φυσικό φως, η έλλειψη ρετούς, ο ρεαλισμός και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία –με τον ίδιο να εμφανίζεται ως πρωταγωνιστής στις φωτογραφίες του, εξερευνώντας ζητήματα ταυτότητας, ηλικίας, φθοράς και αυτοπαρουσίασης– τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πλέον επιδραστικούς και αντισυμβατικούς φωτογράφους στον χώρο της μόδας και της σύγχρονης τέχνης. Έμεινε πιστός στην προσωπική του αισθητική, παρότι η καριέρα του είναι γεμάτη εμπορικές επιτυχίες και συνεργασίες με μεγάλους σχεδιαστές και οίκους μόδας, όπως η μακροχρόνια σχέση με τον Marc Jacobs, τη Vivienne Westwood, τους οίκους Yves Saint Laurent, Céline, Louis Vuitton, Helmut Lang, Adidas, Diesel, Comme des Garçons, και με διεθνή περιοδικά όπως τα «i-D», «Dazed & Confused», «Vogue» και «Purple Magazine», μεταξύ άλλων. Μπροστά στον φακό του στάθηκαν όλες οι διασημότητες της εποχής μας, από τη Cindy Sherman και τη Winona Ryder, τη Sofia Coppola και την Helena Bonham Carter μέχρι τον Arnold Schwarzenegger, τον O.J. Simpson, τον Kurt Cobain, την Björk, την Kate Moss, τον Elton John, τη Sarah Lucas… η λίστα είναι ατέλειωτη.

Ακόμα και στα editorials για κορυφαία περιοδικά τέχνης και μόδας δεν είναι απλώς φωτογράφος. Είναι αφηγητής, ένας καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί τη φωτογραφία για να μιλήσει για τον εαυτό του –άλλωστε η αυτοβιογραφία συνιστά βασικό άξονα του έργου του–, για τους άλλους και για τον κόσμο της μόδας με τρόπο ανθρώπινο, τραχύ και απρόσμενο.
Η προβληματική του γύρω από ζητήματα ματαιότητας, φήμης, εικόνας και χρόνου αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα έργα του, π.χ. στο «Go-Sees», όπου φωτογράφισε μοντέλα που περνούσαν από casting για να σχολιάσει την ωμή πραγματικότητα της μόδας, τα «Macht Spaß!» και «Nürnberg», που περιλαμβάνουν φωτογραφίες από την παιδική του ηλικία και τη ζωή της οικογένειάς του στη Γερμανία μαζί με σύγχρονες εικόνες –έναν συνδυασμό μνήμης και παρόντος–, τα «I’m fifty», «The keys to the house» ή «Handbags», όπου πραγματεύεται με χιούμορ και τρυφερότητα ζητήματα όπως η ηλικία και η θνητότητα.
Το 2009 φωτογράφισε τη Charlotte Rampling γυμνή στο Λούβρο, μπροστά στη Μόνα Λίζα, για το γαλλικό περιοδικό «Paradis», και η εικόνα αυτή παραμένει μια από τις πιο ανατρεπτικές στιγμές στην ιστορία της φωτογραφίας μόδας. Τότε η Rampling ήταν 63 ετών και στάθηκε απέναντι στον φακό του απογυμνωμένη από κάθε στυλιστική επίφαση, σε έναν χώρο ιστορικής και καλλιτεχνικής αναφοράς, μπροστά στον πιο εμβληματικό πίνακα του μουσείου. Η εικόνα της αναιρούσε το καθιερωμένο πρότυπο της γοητείας και της τέλειας εικόνας, με την ηθοποιό να χαρακτηρίζει την εμπειρία «μαγική», από αυτές που καταργούν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη μόδα, την τέχνη και τον εαυτό. Το μαγικό και τολμηρό αυτό στιγμιότυπο επισφράγιζε μια φιλία και συνεργασία ετών, μια σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης και πλήρους έκθεσης του φωτογράφου και του μοντέλου.


O Juergen Teller, στη μακρά και πλούσια διαδρομή του ως φωτογράφου, έχει αποδομήσει το glamour, ανατρέποντας το στυλιζάρισμα και χρησιμοποιώντας με χιούμορ διάφορα αντικείμενα· παράδειγμα αποτελεί η θρυλική φωτογραφία της Victoria Beckham, όπου τα πόδια της προεξέχουν από μια τσάντα Marc Jacobs. Η σταρ-μοντέλο υπονοείται, ενώ το αντικείμενο μόδας αποδομείται, και ο καλλιτέχνης καθιστά το μήνυμα άμεσα ξεκάθαρο με τον πιο αστείο τρόπο. Με τον ίδιο αντισυμβατικό τρόπο φωτογράφισε τη Vivienne Westwood να κρατά ένα τσεκούρι σε promo της συλλογής της, δίνοντας έμφαση στο αντιεξουσιαστικό, ειλικρινές και ρηξικέλευθο DNA της δημιουργού. Στο πορτρέτο της Joan Didion για τον οίκο Céline παρουσίασε ένα λιτό, γεμάτο ένταση πορτρέτο, με τη συγγραφέα να φορά μεγάλα μαύρα γυαλιά που κρύβουν το διεισδυτικό βλέμμα της, το οποίο υπάρχει απλώς ως υπαινιγμός. Λίγο καιρό προτού πεθάνει η Maggie Smith, πόζαρε στον φακό του Teller φορώντας τη γούνα της και χαμογελώντας αμυδρά για την καμπάνια της Loewe.
Σε ένα από τα πιο διάσημα αυτοπορτρέτα του ποζάρει φορώντας ροζ σορτς και κρατώντας πολύχρωμα μπαλόνια, σε μια πόζα που συνδυάζει τον αυθορμητισμό, την αυτοσαρκαστική διάθεση και το ψυχογράφημα. Αλλά η σειρά στην οποία σχολίασε την αρρενωπότητα και την επιθυμία για δύναμη και τεστοστερόνη ήταν το «Masculine», στην οποία δεν δίστασε να εκθέσει στην ίδια του την κάμερα τον πενηντάχρονο εαυτό του και την αγωνία να κρατήσει σε φόρμα το σώμα του, ενώ σαρκαστικά σχεδόν λιποθυμά πάνω σε μια πιατέλα με γουρουνόπουλο.
Φωτογραφίζοντας διάσημα πρόσωπα, ο Teller τα έβγαλε από το καθιερωμένο κάδρο τους και μας παρέδωσε θολές εικόνες, έκκεντρες συνθέσεις, μια στιγμιαία αλληλεπίδραση, κάνοντας ένα σχόλιο για την ανθρώπινη διάσταση των διασημοτήτων, αμφισβητώντας τα πρότυπα ομορφιάς και δείχνοντας μια ανθρώπινη, σχεδόν καθημερινή εικόνα τους. Ανάμεσα στους μεγάλους κύκλους δουλειάς του Teller δεν μπορεί κανείς να μην ξεχωρίσει το «Irene im Wald», μια επιστολή αγάπης προς τη μητέρα του, που τη φωτογραφίζει σε φυσικές συνθήκες, μέσα σε δάσος κοντά στο πατρικό του, με απαλό φωτισμό και μικρές φωτογραφίες και παιδικές ιστορίες να συνοδεύουν την έκδοση. Πρόκειται για έναν ύμνο στη μητρική φιγούρα στη μνήμη, μια ειλικρινή αφήγηση της ατομικής του ιστορίας.



Με την ίδια ειλικρίνεια χρησιμοποίησε το ποδόσφαιρο για να εκφράσει τα συναισθήματά του για τον νεκρό πατέρα του, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Juergen ήταν παιδί και τελικά αυτοκτόνησε σε σύγκρουση με το αυτοκίνητό του την οποία προκάλεσε ο ίδιος. Ο Teller ενσωμάτωσε το συγκεκριμένο γεγονός στο έργο του, κυρίως σε μια φωτογραφία με τον ίδιο γυμνό πάνω στον τάφο του πατέρα του, μεσάνυχτα, με μια μπίρα και ένα τσιγάρο στο χέρι. Πρόκειται για ένα έργο που αντανακλά τα συναισθήματά του, τον αγώνα του με τα ίδια προβλήματα καταχρήσεων που βασάνιζαν και τον πατέρα του, και την επιθυμία να επεξεργαστεί το γεγονός και να προχωρήσει στη ζωή του. Για πολλούς, η εικόνα αυτή είναι ασεβής, βλάσφημη· για τον ίδιο είναι ο τρόπος να αποδεχτεί τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του.
Ο Teller έχει έναν αφοπλιστικό τρόπο να παρουσιάζει το γυμνό. Έχει υποστηρίξει πολλές φορές ότι η γυμνότητα είναι κάτι φυσικό για έναν Γερμανό. Ωστόσο, κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι όλες οι εικόνες του που έχουν στόχο να προκαλέσουν το βλέμμα δημιουργούν ένα πλαίσιο σκέψης πρωτίστως γύρω από τα στερεότυπα που ανατρέπονται, καθώς ο φωτογράφος δεν έχει πάψει ποτέ να επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει τι σημαίνει ομορφιά μέσα σε μια προσωπική αλήθεια.
Στο πορτρέτο του Iggy Pop στο Μαϊάμι, σε μια εικόνα τυπική της αισθητικής του, ο θρύλος της ροκ, έχοντας αφήσει τη χαρακτηριστικά εκρηκτική του ενέργεια, στέκεται με την τρυφερότητα ενός παιδιού σε μια στιγμή ανθρώπινης ειλικρίνειας. Το 2024 ο Teller απαθανάτισε την πρώτη επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στην Μπιενάλε της Βενετίας, στο πρώτο περίπτερο του Βατικανού στις γυναικείες φυλακές Giudecca, σε ένα νησί στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας. Από τα πιο πολυσυζητημένα και αμφιλεγόμενα έργα του είναι η σειρά φωτογραφιών «Auschwitz Birkenau», με περισσότερες από 800 φωτογραφίες εκπληκτικής απλότητας, που τραβήχτηκαν με iPhone. Οι επικριτές του συγκεκριμένου έργου θεώρησαν ότι οι φωτογραφίες δεν συμβάλλουν καθόλου σε μια βαθύτερη κατανόηση του Άουσβιτς.



Από την παιδική φωτογραφία του που είχε τραβήξει ο πατέρας του μέχρι τις φωτογραφίες της κόρης του, της Iggy, και της οικογένειάς του, ο Teller δεν διστάζει να αποκαλύψει μια τρυφερή πλευρά του, με την προσωπική του ζωή να καθίσταται μέρος του οπτικού αφηγήματός του, όπου οι μικρές καθημερινές στιγμές αποτελούν κινητήρια δύναμη για μια συνέχεια δημιουργική, μια ειλικρινή και ανανεωμένη στάση απέναντι στη ζωή.
Ο Juergen Teller, με μια κάμερα Contax G2 και χωρίς καμία ψηφιακή επεξεργασία στα τυπώματά του –ήδη από το πρώτο εξώφυλλο το 1996 στο «Süddeutsche Zeitung Magazin», με την Kristen McMenamy γυμνή και τη λέξη «Versace» ζωγραφισμένη στο σώμα της, ένα πορτρέτο που τον έκανε αμέσως διάσημο–, έδειξε ότι η ομορφιά βρίσκεται κάπου μέσα μας. Για να την ανακαλύψουμε, δεν χρειάζεται καμία προσποίηση· είναι αυτή που συνδέει τις προσωπικές και τις οικουμενικές ιστορίες με οικειότητα και φυσικότητα, ιστορίες που μέσα από την άμεση, ευαίσθητη, αυθόρμητη ματιά του Teller έρχονται στο προσκήνιο ως πηγή αστείρευτης έμπνευσης, υμνώντας την ατέλεια και το εφήμερο της ανθρώπινης φύσης με τρόπο σπαρακτικό και αστείο.
