Είναι μια από τις πιο διάσημες νεκρές φύσεις του Βαν Γκογκ και αυτήν τη στιγμή εκτίθεται στο Μουσείο Ορσέ στο Παρίσι με τη συλλογή του φίλου και ομότεχνού του Πολ Σινιάκ. Η έκθεση της συλλογής του Σινιάκ, που περιλαμβάνει πολλά και σημαντικά έργα τέχνης, θα διαρκέσει μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 2022 και πίσω από πολλούς πίνακες βρίσκονται καταπληκτικές ιστορίες.
Ο πίνακας «Νεκρή φύση με δυο καπνιστές ρέγγες» έγινε λίγες εβδομάδες αφότου ο Βαν Γκογκ έκοψε το μεγαλύτερο μέρος του αυτιού του. Όταν τον έδωσε στον φίλο του Πολ Σινιάκ, του εξήγησε ότι ήταν μια αναφορά στους αστυνομικούς που τον είχαν κυνηγήσει.
Το έργο, που φιλοτεχνήθηκε τον Ιανουάριο του 1889, ανήκει σήμερα σε ιδιώτη συλλέκτη και σπάνια εκτίθεται. Είναι δάνειο για την έκθεση με τη συλλογή Σινιάκ.
Η ιστορία πίσω από το έργο είναι γοητευτική. Τον Μάρτιο του 1889 ο Σινιάκ, τότε 25 ετών, ξεκίνησε για τις ακτές της Μεσογείου για να ζωγραφίσει. Είχε γνωρίσει τον Βαν Γκογκ στο Παρίσι δύο χρόνια νωρίτερα και αποφάσισε να κάνει μια διανυκτέρευση στην Αρλ για να επισκεφτεί τον φίλο του, ο οποίος ανάρρωνε στο νοσοκομείο από την ψυχική κρίση που είχε υποστεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ο Βίνσεντ είχε κόψει μέρος του αριστερού του αυτιού και το παρέδωσε σε μια νεαρή γυναίκα σε έναν τοπικό οίκο ανοχής.
Ο πίνακας «Νεκρή φύση με δυο καπνιστές ρέγγες» δημιουργήθηκε λίγες εβδομάδες αφότου ο Βαν Γκογκ έκοψε το μεγαλύτερο μέρος του αυτιού του. Όταν τον έδωσε στον φίλο του Πολ Σινιάκ, του εξήγησε ότι ήταν μια αναφορά στους αστυνομικούς που τον είχαν κυνηγήσει.
Μετά την επίσκεψη του Σινιάκ, ο Βαν Γκογκ έγραψε στον αδερφό του: «Σαν ενθύμιο του έδωσα μια νεκρή φύση που απεικόνιζε δύο καπνιστές ρέγγες, που ονομάζονται χωροφύλακες». Στα γαλλικά, ρέγγες είναι η αργκό για τους χωροφύλακες εκείνης της εποχής.
Ο Βαν Γκογκ είχε υπομείνει αρκετές συναντήσεις με τους χωροφύλακες. Το αστυνομικό τμήμα τους στην Αρλ βρισκόταν στην Πλας Λαμαρτίν, λίγες μόνο πόρτες πιο κάτω από το Κίτρινο Σπίτι, το σπίτι που μοιραζόταν με τον φίλο του Πολ Γκογκέν. Οι χωροφύλακες πρέπει λοιπόν να γνώριζαν αυτούς τους δύο εκκεντρικούς καλλιτέχνες.
Πολύ νωρίς το πρωί, αφού ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του, η αστυνομία έφτασε στο Κίτρινο Σπίτι για να διαπιστώσει εάν είχε διαπραχθεί κάποιο έγκλημα. Ο Γκογκέν, ο οποίος είχε φύγει από το σπίτι του Βαν Γκογκ και είχε περάσει τη νύχτα σε ένα τοπικό ξενοδοχείο, επέστρεψε για να ανακριθεί από την αστυνομία. Ενοχλημένος από την εχθρική τους στάση, ο Γκογκέν αργότερα σχεδίασε δύο καρικατούρες του αρχηγού τους, Τζόζεφ ντ’ Ορνάνο. Στην πρώτη φαίνεται να συνομιλεί με μια χήνα, στη δεύτερη μένει σαστισμένος από έναν πίνακα που βρίσκεται πάνω σε ένα καβαλέτο.
Αν και η σωματική πληγή του Βαν Γκογκ επουλώθηκε σχετικά γρήγορα, η ψυχική του υγεία συνέχισε να είναι εύθραυστη. Λίγο πριν την άφιξη του Σινιάκ τον Μάρτιο του 1889, ο χωροφύλακας Ντ’ Ορνανό είχε δώσει οδηγίες να μείνει ο Βαν Γκόγκ στο νοσοκομείο, με το Κίτρινο Σπίτι κλειδωμένο.
Ο Σινιάκ συνάντησε τον φίλο του στο νοσοκομείο, και ο Βαν Γκογκ του πρότεινε να πάνε μαζί στο Κίτρινο Σπίτι για να δουν τους τελευταίους πίνακές του. Η αστυνομία αρχικά αρνήθηκε να τους επιτρέψει να μπουν, αν και τελικά υποχώρησε. Ο Βίνσεντ είχε προβλέψει την παρεμπόδισή τους, έχοντας γράψει στον αδερφό του Τεό ότι η εμπλοκή με τους χωροφύλακες ήταν σαν να βάζει κανείς το χέρι «σε μια σφηκοφωλιά».
Το έργο «Δυο ρέγγες» («Two Herrings») απεικονίζει δυο καπνιστά ψάρια σε ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί περιτυλίγματος, σε ένα πιάτο που στηρίζεται σε μια καρέκλα. Το ίδιο (ή παρόμοιο) έπιπλο εμφανίζεται στον πίνακα «Η καρέκλα του Βαν Γκογκ» (Δεκέμβριος 1888-Ιανουάριος 1889), που βρίσκεται τώρα στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.
Ο Σινιάκ πήρε το δώρο του Βαν Γκογκ και κράτησε το έργο μέχρι τον θάνατό του το 1935. Μετά ο πίνακας κληρονομήθηκε από την κόρη του Ζινέτ και αποτιμήθηκε εκείνη την εποχή σε 30.000 φράγκα.
Ο Σινιάκ παρέμεινε πιστός φίλος του Βαν Γκογκ. Λίγο λιγότερο από έναν χρόνο μετά την επίσκεψή του στην Αρλ, ξέσπασε καυγάς στην έκθεση της ομάδας καλλιτεχνών Les Vingt στις Βρυξέλλες. Ο Βέλγος καλλιτέχνης Ανρί ντε Γκρου τρομοκρατήθηκε από τους έξι πίνακες που έδειχνε ο Βαν Γκογκ. Ο Ντε Γκρου απείλησε να αποσύρει το δικό του έργο, «μη επιθυμώντας, από ό,τι με αφορά, να βρεθώ στο ίδιο δωμάτιο με το γελοίο δοχείο με ηλιοτρόπια του κ. Βαν Γκογκ, ή οποιουδήποτε άλλου προβοκάτορα».
Στο εναρκτήριο συμπόσιο για την έκθεση, ξέσπασαν εχθροπραξίες όταν οι υποστηρικτές του Βαν Γκογκ μίλησαν εναντίον του Ντε Γκρου, σχεδόν προκαλώντας μια μονομαχία. Ο Λοτρέκ πήδηξε όρθιος με τα χέρια στον αέρα, φωνάζοντας ότι ήταν σκανδαλώδες να συκοφαντεί κανείς έναν τέτοιο καλλιτέχνη. Απάντησε ο Ντε Γκρου. Η βία ευτυχώς αποφεύχθηκε και το επόμενο πρωί ο Ντε Γκρου αποσύρθηκε από το Les Vingt.
Σε ηλικία 69 ετών, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο Σινιάκ ξεκίνησε για ένα προσκύνημα στις τοποθεσίες όπου είχε ζήσει ο Βαν Γκογκ στη νότια Γαλλία. Ταξίδεψε στην Αρλ για να δει το Κίτρινο Σπίτι. Στη συνέχεια, πήγε στο άσυλο στο κοντινό Saint-Rémy-de-Provence, όπου ο Βαν Γκογκ είχε παραμείνει για έναν χρόνο.
Ψάχνοντας σε ένα νεοανακαλυφθέν βιβλίο επισκεπτών στο άσυλο, βρέθηκε η υπογραφή του Σινιάκ με ημερομηνία τον Απρίλιο του 1933. Ο Σινιάκ είχε πάει εκεί για να συναντήσει τον Βαν Γκογκ 44 χρόνια νωρίτερα.