Το υπόγειο της γκαλερί CAN είναι πολύ διαφορετικό από τον ισόγειο χώρο της στην οδό Χαλκοκονδύλη, μια αληθινή έκπληξη για τον επισκέπτη. Η Χριστίνα Ανδρουλιδάκη αποφάσισε να το αξιοποιήσει και εδώ οι εκθέσεις έχουν ένα αλλιώτικο ύφος, που συναρτάται με το κάπως μυστηριώδες περιβάλλον.
Το κτίριο του 1954 που στεγάζει την CAN gallery είναι του Σπύρου Στάικου και το υπόγειο ήταν καταφύγιο της SAS, μιας μονάδας της Αεροπορικής Υπηρεσίας των Ειδικών Δυνάμεων του βρετανικού στρατού, που ιδρύθηκε το 1941 και ειδικεύτηκε σε διάφορους ρόλους, όπως η αντιτρομοκρατία, η διάσωση ομήρων, η άμεση δράση και η ειδική αναγνώριση. Πολλές από τις πληροφορίες σχετικά με τη SAS είναι άκρως απόρρητες και η μονάδα δεν σχολιάζεται ούτε από τη βρετανική κυβέρνηση ούτε από το υπουργείο Άμυνας, λόγω της μυστικότητας και της ευαισθησίας των επιχειρήσεών της.
Σε αυτό τον χώρο παρουσιάζεται μια επιλογή από έργα του Paul Beumer που δημιουργήθηκαν από το 2016 ως το 2019, μια περίοδο καθοριστική για την ενασχόληση του καλλιτέχνη με το ύφασμα, την αφαίρεση και τον πειραματισμό με νέα υλικά. Στα έργα αυτά ο Beumer συγκροτεί την εικαστική του γλώσσα − μια γλώσσα που σκόπιμα θολώνει τα όρια μεταξύ ζωγραφικής και textile art.
Φθαρμένα, λεκιασμένα, βαμμένα στο χέρι ή ραμμένα μαζί, τα έργα διαπνέονται από μια εύθραυστη μυστικιστική αίσθηση, θυμίζοντας αντικείμενα που έχουν απορροφήσει τον χρόνο και την πρόθεση του καλλιτέχνη.
Η έκθεσή του, που θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Αυγούστου, έχει τίτλο «Recovering a Talisman» και διερευνά την ιδέα της textile art ως φορέα συμβολισμού − υφάσματα που φέρουν αόρατα νοήματα προσφέρουν προστασία και έναν απόηχο πολιτισμικών και προσωπικών ιστοριών. Ο τίτλος της έκθεσης υποδηλώνει επίσης μια αίσθηση μνήμης, προστασίας και αόρατης δύναμης. Φθαρμένα, λεκιασμένα, βαμμένα στο χέρι ή ραμμένα μαζί, αυτά τα έργα διαπνέονται από μια εύθραυστη μυστικιστική αίσθηση, θυμίζοντας αντικείμενα που έχουν απορροφήσει τον χρόνο και την πρόθεση του καλλιτέχνη.

Ο Paul Beumer γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1982, σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Τέχνης στη Χάγη και τα δέκα τελευταία χρόνια η ζωγραφική πρακτική του έχει επικεντρωθεί ιδιαίτερα στην έρευνα της ιστορίας και της χρήσης υφασμάτων και ινών από διαφορετικούς πολιτισμούς. Έχει ταξιδέψει σε μέρη όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νιγηρία, η Μαλαισία και πιο πρόσφατα η Σρι Λάνκα και η Ινδία. Έχει απομακρυνθεί από τις συμβάσεις του πινέλου και του καμβά και τα έργα του είναι φτιαγμένα με μια μεγάλη ποικιλία χαλαρών υφασμάτων, παράγοντας αφηρημένα μοτίβα που μοιάζουν με αμυδρές αναμνήσεις του δυτικού μοντερνισμού, ενώ αντικατοπτρίζουν τη συνεχή έρευνα του καλλιτέχνη γύρω από την αφαίρεση, τη χειροτεχνία και τη συμβολική δύναμη των υλικών. Έχοντας εμβαθύνει σε τοπικές υφαντικές παραδόσεις και τεχνικές, προσανατολίστηκε προς μια πιο διαδικαστική, διαισθητική μορφή απεικόνισης, βασισμένη στη βαφή, το λέρωμα και τη σύνθεση υφασμάτων.
Το ταξίδι του Beumer στον κόσμο της textile art ξεκίνησε το 2015, κατά τη διάρκεια ενός art residency στο Πεκίνο, το οποίο αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας. Την περίοδο αυτή, απομακρύνεται από την παραδοσιακή ζωγραφική στο στούντιο και υιοθετεί μια πιο διαισθητική προσέγγιση, βασισμένη στη μετακίνηση. Ξεκινά να ζωγραφίζει με μαύρα μελάνια σε ελεύθερα υφάσματα και αντλεί έμπνευση από τους αιθέριους χώρους της κλασικής κινεζικής ζωγραφικής − βουνά, ομίχλες και το κενό ανάμεσα τους.
Η πρακτική ανάγκη του να ταξιδεύει πιο ελαφριά και με λιγότερες αποσκευές τον οδηγεί σε μια βαθύτερη εννοιολογική μετατόπιση: από απλή απεικόνιση, η ζωγραφική του γίνεται μια διαδικασία αποτύπωσης, λεκιάσματος και ανασύνθεσης. Τα πρώτα αυτά έργα συχνά παρουσιάζονται στο πάτωμα, παραπέμποντας σε Ζεν κήπους ως προς τη σύνθεση και τη φθαρτότητα των υλικών τους. Έτσι παρουσιάστηκαν σε εκθέσεις στο CEAC Xiamen και αργότερα στο Museum Het Valkhof και το Fries Museum.
Τα έργα του 2017, τα οποία δημιουργήθηκαν κατά την παραμονή του καλλιτέχνη στην Ταϊβάν, αντικατοπτρίζουν την ενασχόλησή του με την ιστορική υφαντική, ενώ είναι εμφανώς επηρεασμένος από τη μεγάλη συλλογή κινεζικών έργων και αντικειμένων που είδε στο Εθνικό Μουσείο του Παλατιού της Ταϊβάν. Χρησιμοποιώντας μελάνι, σκουριά και χλώριο, ο Beumer δημιουργεί συνθέσεις σε υφάσματα μεγάλης κλίμακας, που παντρεύουν τη ζωγραφική με τη χρήση παλαιωμένου υφάσματος. Οι φθαρμένες επιφάνειες και οι αποσπασματικές συνθέσεις φέρνουν στον νου αρχαιολογικά ευρήματα και συγκροτούν εικόνες που φέρουν τα ίχνη από ξεχασμένες τελετουργίες και λειτουργούν ως φυλαχτά.

Το 2019, κατά τη διάρκεια ενός art residency στο Λάγος της Νιγηρίας, ο Beumer αρχίζει να δουλεύει με indigo, ένα υλικό βαθιά ριζωμένο στην τοπική υφαντική παράδοση. Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί μια ακόμη μετατόπιση στη δουλειά του. Ξεκινά να κόβει υφάσματα σε μικρότερες λωρίδες και να τα συνθέτει δημιουργώντας ρυθμικά μοτίβα. Τα έργα αυτά είναι λιγότερο χειρονομιακά και περισσότερο αρχιτεκτονικά, δομημένα μέσα από την επανάληψη και τις εναλλαγές των αποχρώσεων. Το πολιτισμικό βάρος και το οπτικό βάθος που προσδίδει το indigo στις επιφάνειες προσφέρουν στον Beumer έναν νέο χώρο πειραματισμού γύρω από την αφαίρεση, συνδέοντας το πάθος του για τη ζωγραφική με μακροχρόνιες παραδόσεις που εστιάζουν στις φυσικές βαφές, τα μοτίβα και τον συμβολισμό της χειροτεχνίας. Κάθε έργο έτσι γίνεται μια σιωπηλή, πολυεπίπεδη κατασκευή − ταυτόχρονα προσωπική και οικουμενική.
Κρεμασμένα στον χώρο του καταφυγίου, τα έργα του Beumer έρχονται σε αντίστιξη με την ψυχρότητα των μπρουταλιστικών στοιχείων της αρχιτεκτονικής του χώρου. Η απαλότητα των υφασμάτων, η χειροποίητη αίσθηση, οι υφές και η πολυπλοκότητα των μοτίβων δημιουργούν μια ατμόσφαιρα οικειότητας και ευθραυστότητας. Η ένταση αυτή ενισχύει το συναισθηματικό βάρος των έργων, αναδεικνύοντας θεματικές όπως η δεξιοτεχνία, η ευαλωτότητα, η συλλογική δημιουργία και η πολιτισμική ανταλλαγή. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, τα υφάσματα προβάλλουν σιωπηλά ως συλλογικά έργα με επίκεντρο τον άνθρωπο, ριζωμένα στην παράδοση, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητούν τους κανόνες και διεκδικούν χώρο για φροντίδα και συνεργασία.
Σε όλα τα έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση «Recovering a Talisman», ο Beumer παίζει με τη μορφολογία της ζωγραφικής ενώ ταυτόχρονα αγκαλιάζει τη γλώσσα της textile art. «Διάφορες πτυχές της ζωγραφικής αντανακλώνται στα έργα μου σε ύφασμα», εξηγεί ο ίδιος, «είτε μέσα από την ανάμειξη του στημονιού και του υφαδιού ως χρωματικών πεδίων, είτε μέσα από τη σύνθεση έτοιμων υφασμάτων σε αφηρημένες αφαιρετικές συνθέσεις».




Τα έργα στην CAN Gallery παρουσιάζονται χωρίς κορνίζα, κρεμασμένα ελεύθερα, καρφωμένα ελαφρώς στον τοίχο· αυτό που τα ενώνει είναι η αναζήτηση της συντονίας − αντικείμενα που δεν φωνάζουν, αλλά αντιλαλούν. Όπως τα φυλαχτά, προστατεύουν μια εύθραυστη ομορφιά, εγγράφοντας τη μνήμη και τη χειρονομία πάνω στο ύφασμα και τη φόρμα.
Πρόσφατες ατομικές και δι-ατομικές εκθέσεις του καλλιτέχνη περιλαμβάνουν: «Play becomes joy, joy becomes work, work becomes play» στο Artisans’ στη Βομβάη· «Pilgrim discovering another world» στην Dürst Britt & Mayhew στη Χάγη· «As long as you know I am waiting, take your time, flowers of the spring» στην Galeria de Arte Mexicano (GAM) στην Πόλη του Μεξικού· «CONDO Mexico City» στο Proyecto Paralelo επίσης στην Πόλη του Μεξικού· «Paul Beumer & Willem Hussem» στο Museum Jan Cunen στην πόλη Oss της Ολλανδίας· «He wanted kisses, but all he got was analytical anecdotes and philosophic epigrams» στο Venue στην Ταϊπέι της Ταϊβάν· και «Paint Wide Mouth White» στο Qingyun International Art Centre στο Πεκίνο.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση εδώ.