Zωγράφος, χαράκτης και γραφίστας, o Μπάμπης Ρετζεπόπουλος (1940-2002) τιμάται με μια αναδρομική έκθεση που διοργανώνει ο ΟΠΑΝΔΑ στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Χριστόφορου Μαρίνου, έως τις 25 Μαΐου 2025. Η έκθεση, με τίτλο «Ιδέες και περιστατικά», περιλαμβάνει έργα της περιόδου 1957-1994. Στο πλαίσιο της αναδρομικής παρουσιάζονται και δεκατρία έργα του χαράκτη Α. Τάσσου, ο οποίος ήταν δάσκαλος του Ρετζεπόπουλου στη Σχολή Δοξιάδη.
Γνωστός και ως Μπάμπης R, γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1940 στην Αθήνα. Σπούδασε σχέδιο και χρώμα στο Εργαστήριο του Πάνου Σαραφιανού και του Βρασίδα Βλαχόπουλου στην Αθήνα (1957-60) και Γραφικές Τέχνες στη Σχολή Διακοσμητικής Τέχνης του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου (1960-63), με δάσκαλο τον Α. Τάσσο. Συνέχισε για ανώτερες σπουδές εικαστικών και τεχνικών χάραξης (Cours supérieurs d’arts et de techniques graphiques) στην École Estienne στο Παρίσι (1967-68). Στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα (1960-67) ήταν υπεύθυνος για τη διακόσμηση κεντρικών καταστημάτων της Αθήνας (μεταξύ άλλων, «Μαγγιώρος», «Τσαντίλης» και «Bettina»).
Ο Μπάμπης Ρετζεπόπουλος δεν λειτούργησε ούτε συμμορφώθηκε με τους κανόνες της αγοράς και της καριέρας. Έκανε τέχνη καθαρά από ανάγκη· δημιουργούσε μόνο όταν θεωρούσε πως είχε κάτι ουσιαστικό να πει. Το αξιακό του σύστημα και το καλλιτεχνικό του όραμα ήταν ασύμβατα με τις κυρίαρχες τάσεις και τις επιταγές της εποχής του.
Την ίδια περίοδο εργάστηκε ως βοηθός καλλιτεχνικού διευθυντή στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ και ως καλλιτεχνικός συνεργάτης στη δισκογραφική εταιρεία «Λύρα». Κατά τη διαμονή του στο Παρίσι (1967-73) συνεργάστηκε ως γραφίστας για εξώφυλλα βιβλίων, δίσκων και εικονογράφηση με τη δισκογραφική εταιρεία Pathé-Marconi και τους εκδοτικούς οίκους Les éditions sociales, Grasset & Fasquelle και Éditeurs français réunis, μεταξύ άλλων. Σχεδίασε επίσης τοιχογραφίες για το αρχιτεκτονικό συγκρότημα La résidence Univers 21 και διάφορα οπτικοακουστικά προγράμματα για τη Studiotechnic.

Τιμήθηκε με έπαινο για την αφίσα της 30ής Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης το 1965, με το πρώτο βραβείο ζωγραφικής στην Έκθεση Οκτωβρίου της Galerie Τέχνης (Αθήνα, 1961), με το χάλκινο μετάλλιο ζωγραφικής στη 12η Διεθνή Έκθεση του Paris-Sud (1971) και με το πρώτο βραβείο αφηρημένης σύνθεσης στο Σαλόνι Τέχνης της Αλενσόν (Γαλλία, 1972).
«Ο Ρετζεπόπουλος ζωγράφιζε παιδιόθεν. Αγαπημένα του θέματα ήταν οι νεκρές φύσεις και η ελληνική φύση», λέει ο επιμελητής της έκθεσης Χριστόφορος Μαρίνος. «Χρησιμοποιώντας χρωματιστά μολύβια και νερομπογιές, σχεδίαζε φρούτα, λουλούδια, κανάτια, σπίτια, ξωκλήσια, καράβια, ζωάκια, αγαλματίδια, τοπία και τριήρεις, και μάλιστα υπέγραφε τις δημιουργίες του άλλοτε ως Χαράλαμπος Ρετζεπόπουλος και άλλοτε ως Renz ή Rän, το οποίο δηλώνει υψηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Στο Γυμνάσιο παρακολουθεί μαθήματα σκιαγραφίας και ελεύθερης σύνθεσης· σχεδιάζει εκ του φυσικού το ποτιστηράκι του και την παραθαλάσσια κωμόπολη του Γαλατά, όπως αυτή φαίνεται από τον Πόρο. Την ίδια περίοδο, στο σχολικό εγχειρίδιο “Νεοελληνικά Αναγνώσματα” διαβάζει δημοτικά τραγούδια, λυρικά ποιήματα –όπως εκείνο του Λάμπρου Πορφύρα που μιλάει για μια ελιά, η οποία συνεχίζει πεισματικά να ανθίζει μέσα στα συντρίμμια– και αποσπάσματα από μεταφρασμένα αρχαία δράματα του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Εκεί διαβάζει για τη Νίκη του Παιωνίου (“ένα από τα θαυμασιότερα αρχαία αγάλματα”) και πρωτακούει τα ονόματα Απελλής και Ελ Γκρέκο. Και το κυριότερο: τότε έρχεται –πιθανότατα για πρώτη φορά– σε επαφή με τη χαρακτική, μέσα από την πλούσια εικονογράφηση του ζωγράφου Κώστα Θετταλού (1905-1992).
Όταν πια ενηλικιώθηκε και άρχισε να εκθέτει τη δουλειά του, ο Ρετζεπόπουλος βάλθηκε να διατηρήσει την αθώα, ανόθευτη ματιά των παιδιών. “Ξέρει να βλέπει”, γράφει για εκείνον ο Γιώργος Φωκάς στην “Αυγή” με αφορμή την παρθενική του εμφάνιση, σε μια ομαδική έκθεση 11 νέων ζωγράφων στην Galerie Τέχνης τον Οκτώβριο του 1960.


“Το χρώμα του έχει ευαισθησία και η φόρμα του πλαστικότητα” προσθέτει ο τεχνοκριτικός, ενώ η Ελένη Βακαλό, σχολιάζοντας το “Παιδάκι”, μία από τις τρεις ελαιογραφίες που παρουσίασε στην ίδια έκθεση, αναφέρεται στην “αναλυτική αντίληψή του που δεν καταστρέφει την αίσθηση της πλαστικής συνθέσεως της φόρμας”. Τα καλύτερα έχει να πει και ο Μιχαήλ Κωνσταντόπουλος για τις δύο νεκρές φύσεις με τις οποίες συμμετείχε στην 6η Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, η οποία εγκαινιάστηκε στις 23 Οκτωβρίου 1960: “Ο Χ. Ρετζεπόπουλος είναι νέος ζωγράφος με πολύ δυνατό ταλέντο. Ανήσυχη φύση, εργάζεται ελεύθερα. Κολορίστας σπουδαίος, τολμά πυρετικά χρώματα”», συνεχίζει ο Χριστόφορος Μαρίνος.
Πράγματι, ήδη από τα πρώτα του ζωγραφικά έργα, ο Ρετζεπόπουλος εντυπωσιάζει με τον τρόπο που χειρίζεται το χρώμα και, κυρίως, με τη διάθεσή του να πειραματιστεί. Οι συνθέσεις του είναι καλοδουλεμένες, στιβαρές και πολυεπίπεδες, όπως και τα χαρακτικά που θα αρχίσει να φτιάχνει τα επόμενα χρόνια, από το 1962 και μετά. Εκείνη την περίοδο ο νέος καλλιτέχνης αντιμετωπίζει τις ανθρώπινες μορφές σαν νεκρές φύσεις και τις νεκρές φύσεις σαν έμψυχες οντότητες. Οι μορφές και τα αντικείμενα συνυπάρχουν αρμονικά δίχως καμία διάθεση επιβολής.
Μέσα από την επιφάνεια του καμβά ξεπροβάλλουν πρόσωπα, ενώ υποπτεύεσαι ότι κρύβονται ακόμη περισσότερα. Δεν είσαι σίγουρος αν οι δυσδιάκριτες μορφές είναι ενταγμένες σε εξωτερικό ή εσωτερικό περιβάλλον. Ο ζωγράφος μάς βάζει τεχνηέντως οπτικά εμπόδια· αδιαφορεί για τα περιγράμματα –ενίοτε τα διαγράφει ή τα μπλέκει– και χρησιμοποιεί κατά βάση γήινα χρώματα, τα οποία συνδυάζει, σε σημεία, με έντονες πινελιές – κόκκινες, μπλε, πράσινες, κίτρινες και λευκές. Οι εικόνες του είναι πυκνές, ακαθόριστες, ασφυκτικά γεμάτες. Το γεγονός ότι αρέσκεται να δίνει στα συγκεκριμένα έργα τον γενικό τίτλο «Σύνθεση» υποδηλώνει την επιθυμία του να φλερτάρει με την αφαίρεση.

Τα επόμενα χρόνια, θα αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη χαρακτική, τη γραφιστική και τη διακόσμηση εμπορικών καταστημάτων της Αθήνας. Όταν επιστρέφει πάλι στη ζωγραφική, την περίοδο που ζει μόνιμα στο Παρίσι (1967-73) και υπογράφει πια ως Ch. Babis R., οι συνθέσεις του διαφέρουν αισθητά από εκείνες των αρχών της δεκαετίας του ’60. Η χρωματική γκάμα αλλάζει, γίνεται πιο απαλή, ενώ φαίνεται να τον ενδιαφέρουν περισσότερο η κίνηση των όγκων και οι σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους, ο τρόπος που εισχωρεί ο ένας μέσα στον άλλο, δημιουργώντας βάθος και την ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου χώρου. Έχεις την εντύπωση ότι τα έργα αυτά μοιάζουν με σχηματικές κατόψεις πόλεων.
Από τις ξυλογραφίες που φιλοτεχνεί όσο ζει στην Αθήνα, στα χρόνια των σπουδών του στη Σχολή Δοξιάδη και αργότερα (1962-67), μας είναι γνωστές γύρω στις είκοσι, ενώ αργότερα θα δημιουργήσει άλλες σαράντα ξυλογραφίες παραστατικού χαρακτήρα.
Η χαρακτική του Ρετζεπόπουλου αποκτά μια διαφορετική και σίγουρα πιο στενή σχέση με το φως όταν, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, υιοθετεί μια αφαιρετική τεχνοτροπία – μια τολμηρή, πρωτότυπη προσέγγιση που διακρίνεται για την ποιητικότητά της. Βρίσκει κορμούς γέρικων ελαιόδεντρων και χρησιμοποιεί ως μήτρες τις διάτρητες διατομές τους, αφού πρώτα έχει λειάνει καλά την επιφάνειά τους. Εγκαταλείπει έτσι τα ξύλα αχλαδιάς ή φλαμουριάς και το χάραγμα ενός σχεδίου ή μιας παράστασης και δίνει τον πρώτο λόγο στο τυχαίο.
Το βασικό γνώρισμα των αφαιρετικών χαρακτικών του Ρετζεπόπουλου είναι το παιχνίδι με το φως και το σκοτάδι, ανάμεσα στο μαύρο της τυπωμένης φόρμας και στο λευκό του γιαπωνέζικου χαρτιού. Εδώ, η χαρακτική γίνεται παιχνίδι, παραλλαγή στο ίδιο θέμα· ο καλλιτέχνης συνδυάζει σχεδόν πάντα στην ίδια επιφάνεια δύο μήτρες ξύλου ελιάς, δημιουργώντας ζεύγη. Κοιτώντας αυτές τις κομψές και πένθιμες σιλουέτες, σκέφτεσαι την ερωτική συνύπαρξη της φόρμας, το θηλυκό δίπλα στο αρσενικό.

Όπως ο μυθικός φοίνικας που αναγεννιέται από τη στάχτη του, όπως η ελιά που επιμένει να ανθίζει στα συντρίμμια, έτσι κι αυτές οι φόρμες είναι απέθαντες και μπορούν να αναπαράγονται σε πολλαπλά αντίτυπα. Αναδεικνύουν έτσι, με τον πιο έκδηλο τρόπο, αφενός τη βασική ιδιότητα του μέσου της χαρακτικής και, αφετέρου, τις απεριόριστες δυνατότητες που προσφέρει το μέσο όταν πέσει στα χέρια ενός οραματικού καλλιτέχνη που δεν ακολουθεί την πεπατημένη.
Ο εκλεκτικός καλλιτέχνης δεν λειτούργησε ούτε συμμορφώθηκε με τους κανόνες της αγοράς και της καριέρας. Έκανε τέχνη καθαρά από ανάγκη· δημιουργούσε μόνο όταν θεωρούσε πως είχε κάτι ουσιαστικό να πει. Το αξιακό του σύστημα και το καλλιτεχνικό του όραμα ήταν ασύμβατα με τις κυρίαρχες τάσεις και τις επιταγές της εποχής του. Πέρα από το πολύτιμο εικαστικό του έργο, η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του είναι η ακέραια στάση του ως καλλιτέχνη: ένας ακομπλεξάριστος τρόπος να αντιμετωπίζεις την τέχνη, τους συναδέλφους σου και το κοινό.
Μετά την Αθήνα η έκθεση θα ταξιδέψει στην Τήνο, στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού (Ιούνιος-Σεπτέμβριος).
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την αναδρομική έκθεση «Ιδέες και περιστατικά» εδώ