Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, σε μια ομαδική έκθεση στο Αγκάθι του Γιώργου Καρτάλου, ερωτεύτηκα ένα κουτί με έναν Πινόκιο, τη φιγούρα ενός τέρατος και ενός μικροσκοπικού όμορφου πρίγκιπα και το αγόρασα μη έχοντας ιδέα ποιος ήταν ο καλλιτέχνης. Το έχω απέναντί μου, στο γραφείο μου, έχει ακολουθήσει τα βήματα της ζωής μου και δεν θα το αποχωριστώ ποτέ. Σε μια τυχαία συζήτηση πριν από χρόνια, ένας φίλος μου που αναγνώρισε ότι το έργο ήταν του Λάζαρου Ζήκου, μου είπε ότι πέθανε νέος, αιφνίδια, αλλά ξεχάστηκα και δεν έψαξα την περίπτωσή του. Πριν από μερικούς μήνες, περαστικός από το σπίτι μου, ο Χριστόφορος Μαρίνος είδε τον Πινόκιο και είπε «είναι του Ζήκου» και με έπιασε κι εκείνος αδιάβαστη. Ήταν τότε σε συζητήσεις με τον αρχιτέκτονα Σπύρο Καπή, ο οποίος είχε μια μεγάλη συλλογή με έργα του και ήθελε να τη δείξει.
Ο Σπύρος Καπής έφτιαξε έναν καταπληκτικό χώρο τέχνης στον Άλιμο που τον ονόμασε ENOIKOS και εγκαινιάζει το εκθεσιακό του πρόγραμμα με ένα αφιέρωμα στον εικαστικό και εικονογράφο Λάζαρο Ζήκο σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου, που θα διερκέσει από τις 13 Δεκεμβρίου έως τις 18 Ιανουαρίου του 2026 .
Η έκθεση, η μεγαλύτερη έως σήμερα για το έργο του Ζήκου, συγκεντρώνει έργα από την προσωπική συλλογή του Σπύρου Καπή, από τους κληρονόμους του καλλιτέχνη και από ιδιωτικές συλλογές. Τα ανατρεπτικά και ενίοτε ενοχλητικά «εικονο-όργανα» του Ζήκου (ο όρος ανήκει στον ίδιο) είναι εικόνες που λειτουργούν ως εργαλεία ή μηχανές και παρουσιάζουν το ανθρώπινο σώμα ευμετάβλητο, χωρίς όρια και χωρίς όργανα.
O Ζήκος θέλησε να μιλήσει για «τη θέρμη ψυχών και σωμάτων», για τις τεχνολογίες του εαυτού, για τον ερωτισμό και τη σχέση του με τη μοναξιά, για τη ρευστότητα φύλου, τις σεξουαλικές παρεκκλίσεις και τους σεληνιασμούς.
Ο Σπύρος Καπής γνώρισε τον Λάζαρο Ζήκο στα μέσα της δεκαετίας του ’90. «Όταν πήγα στο εργαστήριό του στα Εξάρχεια, βρέθηκα σε έναν κόσμο γεμάτο βιβλία, δίσκους, περιοδικά, κόµικς, χαρτόνια, κατασκευές και χιλιάδες μικροπράγματα μαζεμένα από τον δρόμο. Τον συναντούσα συχνά. Κάναμε υπέροχες συζητήσεις. Έπαιρνα έργα του. Αγόραζα ένα, µου χάριζε άλλο ένα. Το 2000 που δημιούργησα στην Αίγινα το “Έγινα Αίγινα”, ερχόταν µε τη μηχανή του, φέρνοντας πάντα κάνα δυο έργα του. Μετά το 2005 βρεθήκαμε στην ίδια γειτονιά, οπότε συναντιόμασταν πολύ συχνά.
Όταν έφυγε το 2011, συνειδητοποίησα πως δεν γνώριζα τίποτα από την προσωπική του ζωή. Βρέθηκα µε μια συλλογή από έργα του και κάθε τόσο σκεφτόμουν τι να την κάνω. Τον προηγούμενο χειμώνα αποφάσισα να διοργανώσω μια έκθεση αφιερωμένη στον Λάζαρο. Αναζητώντας ανθρώπους που τον ήξεραν, µου αποκαλύφθηκε σιγά σιγά ο κόσμος του. Όλοι τον αγαπούσαν και ενθουσιάστηκαν µε την ιδέα µου. Εκεί που έψαχνα για χώρο, άδειασε η αποθήκη δίπλα στο σπίτι μου. Αποφάσισα να τη μετατρέψω σε χώρο τέχνης. Έτσι δημιουργήθηκε ο ΕΝΟΙΚΟS, µε πρώτο ένοικο τον Ζήκo», λέει.
Σύνεργα και δείγματα της αχαλίνωτης φαντασίας του Λάζαρου Ζήκου, τα σχέδια, τα κολάζ και οι κατασκευές του συνδυάζουν τον μηδενισμό του πανκ με τη μελαγχολία του dark wave. Φιλοτεχνώντας σκληρές και ταυτόχρονα τρυφερές εικόνες, όπου πρωταγωνιστούν μάτια και ζώα, πρόσωπα-μάσκες, νεκροκεφαλές, ζευγάρια, φόνοι, τραβεστί και γυναικεία γυμνά, και αντλώντας έμπνευση από συγγραφείς-ανατόμους της ύπαρξης όπως ο Κάφκα, ο Ζήκος θέλησε να μιλήσει για «τη θέρμη ψυχών και σωμάτων», για τις τεχνολογίες του εαυτού, για τον ερωτισμό και τη σχέση του με τη μοναξιά, για τη ρευστότητα φύλου, τις σεξουαλικές παρεκκλίσεις και τους σεληνιασμούς.
Ήταν ένας καλλιτέχνης που είπε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Όπως φανερώνουν ορισμένοι τίτλοι έργων του, όπως τα «Εγώ και το παιδί μου (Ακούγοντας τους Bauhaus)» (11/11/1985) και «Από ένα εξώφυλλο των Kraftwerk. Πώς να περάσετε μια παραμονή Πρωτοχρονιάς» (31/12/1991)], η σύγχρονη μουσική τον επηρέασε βαθιά και διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τη δουλειά του.
«Ο Λάζαρος Ζήκος και ο Ηλίας Πολίτης ήταν οι νεότεροι που εκφράζονταν με το σχέδιο και βρίσκονταν γύρω από τον Λεωνίδα Χρηστάκη και τα έντυπά του. Ο καθένας φυσικά είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας. Ο Ηλίας ήταν δραστήριος και στις ομάδες της πλατείας Εξαρχείων με απόψεις ριζοσπαστικές, συμμετείχε με ευφάνταστες προτάσεις και στο ΚΡΑΚ.
Ο Λάζαρος ήταν ένας λιγομίλητος, μυστικοπαθής και πολύ γλυκός άνθρωπος. Μετά από τόσα χρόνια που δεν είναι μαζί μας, τον θυμάμαι με αυτό το ήσυχο παρουσιαστικό του που έκρυβε ένα δυνατό, ανατρεπτικό φαντασιακό σχεδίων και κατασκευών», γράφει ανάμεσα σε άλλα ο εικαστικός και ποιητής Κ ω σ τ ή ς (Τριανταφύλλου). «Ο Λάζαρος έβγαζε μια παιχνιδιάρικη και σαρκαστική διάθεση στην προσέγγισή του, που δεν την περίμενες από τον μειλίχιο χαρακτήρα του. Η ελεύθερη χρήση των επικολλήσεων δισδιάστατων ή τρισδιάστατων δημιούργησε μια αναγνωρίσιμη γραφή που παρακολουθούσα πάντα με έκπληξη. Ήταν μια λεπτομερής καταγραφή, πολύχρωμη, τρισδιάστατη, με άπειρα αντικείμενα να φτιάχνουν έναν παραμυθένιο, δικό του κόσμο. Μοναχικός κόσμος σε μικρές σκηνές καθημερινότητας αναβαθμισμένες στο όνειρο. Μικρόκοσμος με μεγάλες προεκτάσεις».
Ο Λάζαρος Ζήκος δεν χρειαζόταν πολύ χώρο για να εκφραστεί. Όπως μαρτυρούν οι «παραγωγές» του, υπήρξε ανέκαθεν λάτρης της συμπύκνωσης και του εγκιβωτισμού. Στις πιο δυστοπικές στιγμές του έργου του αυτή η τακτική απηχούσε τον οργουελικό εφιάλτη, ενώ στις πιο ανέμελες, τη σαγήνη της αθηναϊκής νύχτας και τη χαρά της επικοινωνίας με το μητροπολιτικό τοπίο. Πιστός στο πνεύμα της εναλλακτικής μπρικολάζ αισθητικής, ο Ζήκος εγκωμίασε τα κουτιά αξιοποιώντας τόσο τις χωρικές τους δυνατότητες όσο και τις μεταφορικές τους συνδηλώσεις (πολυκατοικία, τηλεόραση, πακετάρισμα, αποξένωση, κομφορμισμός, εικονοστάσι, φροϊδικό μοτίβο). Τα έργα του, όμως, δεν είναι απλώς πορτρέτα του ίδιου και καθρέφτισμα των εμμονών του – ιδωμένα μαζί, συνθέτουν ένα πραγματικά ξεχωριστό αναγνωστικό της αντεργκράουντ πλευράς της πόλης όπου ζούμε.
«Τον Λάζαρο τον ήξερα λίγο από τη "Βαβέλ". Όχι τόσο από το βιβλιοπωλείο, όπου σύχναζα τα Σάββατα, όσο από το φεστιβάλ στο Γκάζι, που ξεκίνησε το 1996. Τον γνώριζα –εξ όψεως τουλάχιστον– και από την Πολιτεία, όπου δούλευε τότε. Στο φεστιβάλ τον έβλεπα να δουλεύει στο στήσιμο για δυο τρεις μέρες συνεχώς, να κρεμά έργα, να κουβαλά κάθε λογής βαριά πράγματα… Μιλούσαμε λίγο εκεί. Τη δουλειά του δεν τη γνώριζα – ή μάλλον γνώριζα ένα μικρό, πολύ μικρό, όπως αποδείχτηκε, μέρος της: τα κόμικς και τις εικονογραφήσεις στη "Βαβέλ", τα εξώφυλλα, στη Γνώση κυρίως, και σε άλλες εκδόσεις… Αρχίσαμε να μιλάμε παραπάνω στην Πολιτεία. Για βιβλία, για μουσική, για κόμικς… Α, και λέγαμε και ανέκδοτα. Όταν άκουγα κανένα που μου άρεσε, του το μετέφερα. Ένα-δυο φεστιβάλ μετά, κάναμε μαζί και ένα μικρό πρότζεκτ με slides που προβάλλονταν σε συνεχή ροή σε έναν τοίχο με εικόνες που συνδύαζαν ήρωες κόμικς και τις κινηματογραφικές ενσαρκώσεις τους», γράφει ο Δημήτρης Βανέλλης.
«Τα βράδια δεν πολυέβγαινε, δούλευε στο σπίτι. Έτσι, όταν γνωριστήκαμε καλύτερα, με κάλεσε εκεί. Τότε έμενε σε μια κάθετη της Πατησίων, δεν θυμάμαι σε ποια (αργότερα τον επισκεπτόμουν και στα επόμενα δύο σπίτια του). Εκεί είδα για πρώτη φορά τη δουλειά του, το “εικαστικό” και όχι το “εφαρμοσμένο” κομμάτι της (σας παρακαλώ, δώστε ιδιαίτερο βάρος στα εισαγωγικά· τα έβαλα επειδή δεν πολυπιστεύω σε τέτοιους διαχωρισμούς, αλλά κάπως πρέπει να καταλαβαινόμαστε). Έμεινα έκθαμβος από το σπίτι-μουσείο, με δεκάδες, κάθε είδους έργα του να το γεμίζουν ασφυκτικά.
Είδα σχέδια, πλήθος από σχέδια, πίνακες, πολλούς απ’ αυτούς “ανάγλυφους”, που απλώνονταν και σε τρίτη διάσταση, κουτιά σαν σκηνές ενός φανταστικού θεάτρου, γλυπτά… Έναν απίστευτο πλούτο διαφορετικών τρόπων έκφρασης, που όμως, με έναν παράξενο τρόπο, αναγνώριζες πάντα ότι “αυτό που βλέπω είναι Λάζαρος”. Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο. Υπήρχαν άλλωστε και οι εμμονές του: η Μικρή Λουλού, τα ρομπότ, τα παλιά, κολλημένα αντικείμενα ή αποκόμματα, το κυρίαρχο αστικό τοπίο, ο διάχυτος σουρεαλισμός, τα στοιχεία γραφής που ενσωματώνονται στο έργο, η (ηθελημένη) αίσθηση του “παλιομοδίτικου”.
Πίνοντας συνήθως βότκα, έμαθα και για άλλες πτυχές του: τη “δράση” του ήδη από τις αρχές των ’70s σε αντεργκράουντ έντυπα, κυρίως αυτά του Λεωνίδα Χρηστάκη, όπως η “Panderma” και το “Ιδεοδρόμιο”, τις πρώιμες απόπειρές του για πειραματικά κόμικς σε βραχύβια περιοδικά όπως η “Πράσινη Γάτα” και η “Τρύπα”, τα δύο μικρά βιβλία με ιστορίες που έγραψε και τύπωσε μόνος του και άλλα πολλά. Οι “δράσεις” του με καθετί χάρτινο ήταν ασταμάτητες: παράξενα φανζίν, δίφυλλα έντυπα, κάρτες, αφισούλες… Όλα αποπνέουν την αίσθηση του χειροποίητου. Όλα περνούσαν από τα χέρια του: από την επιλογή του χαρτιού και του σχεδιασμού του κάθε εντύπου ως τα συχνά γραμμένα στο χέρι κείμενα και, τελικά, την εκτύπωση. Και βέβαια είδα τη συλλογή του –δυστυχώς, χαμένη τώρα πια– από φανζίν, αφίσες και κάθε λογής περιορισμένης κυκλοφορίας έντυπα του “χώρου”, όπως και ο ίδιος αποκαλούσε κάθε αντεργκράουντ έκφραση. Έντυπα πολιτικά, μουσικά, φεμινιστικά, κόμικς και ό,τι άλλο, φτάνει να είναι υπόγεια, να μην είναι επίσημες κυκλοφορίες.
Το σημαντικότερο, βέβαια, αυτό που μένει τελικά, είναι ότι γνώρισα τον άνθρωπο Λάζαρο: τον καλλιτέχνη με την έκδηλη σεμνότητα και τον διαρκή δισταγμό για εκθέσεις σε “κανονικές” γκαλερί, την απίστευτη γενναιοδωρία του –ήταν πιο ευχαριστημένος όταν χάριζε έργα παρά όταν πουλούσε–, τον άνθρωπο με τις πολλές γνώσεις σε κάθε σχεδόν τομέα που αφορούσε τη δημιουργία. Τον Λάζαρο που θαύμαζα ως δημιουργό και αγαπούσα ως φίλο.
Μετά την επίσκεψη και τις μακρές συζητήσεις μας, λίγο προτού φύγω από το σπίτι του, μου έδειχνε έναν πάκο από έργα σε χαρτί, τις τελευταίες δουλειές του. Αφού τα θαύμαζα και σχολίαζα μερικά, πριν από την καληνύχτα, μου έλεγε “πάρε όποιο θέλεις”. Ξεκινούσα με κάτι διστακτικά “μα… μήπως…”, εκείνος επέμενε, εγώ δεν ήθελα και πολύ για να πειστώ και τελικά διάλεγα όποιο μου άρεσε περισσότερο. Κάποια απ’ αυτά βρίσκονται ακόμα κρεμασμένα στο σπίτι μου. Σας το είπα: ένιωθε πολύ πιο καλά όταν χάριζε παρά όταν πουλούσε».
Ο Λάζαρος Ζήκος μάς έμαθε να αναγνωρίζουμε και να αγαπάμε τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, τη μαγεία του παραλόγου και ό,τι συνήθως απωθούμε, τους μη κανονικούς, τους παρίες και τα φρικιά αυτού του κόσμου. Η φυγή, η άρνηση, το όνειρο, η αντίσταση και η πρόκληση είναι πράγματι τα πέντε βασικά γνωρίσματα της δουλειάς του. Τα «εικονο-όργανά» του μας μιλούν για το μέλλον της επικοινωνίας και της εικόνας, ένα μέλλον αβέβαιο, διφορούμενο και επίπλαστο. Κυρίως, όμως, σχολιάζουν τα όρια, τις αντιφάσεις και τις ψευδαισθήσεις της ανθρώπινης φύσης και ύπαρξης: ότι κατά βάθος είμαστε απόλυτα εξαρτημένα όντα που αναζητούν εναγωνίως και μάταια την ελευθερία· όντα πολύπλοκα, που έχουν ανίατα πάθη και πολύ συχνά υποπίπτουν σε αδιόρθωτα, μοιραία λάθη.
« Άνθρωπος της αναζήτησης, της τέχνης, των γραµµάτων, της φύσης. Άνθρωπος των συνδέσεων, του διαφορετικού. Συνδεόταν µε τον καθένα µε άλλον τρόπο και µε ανθρώπους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους. Με τον Λάζαρο μάς συνέδεσε ένα κοινό όραμα, όλοι εμπνευστήκαμε από τη δουλειά, από τη γνώση. Μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων που πιστέψαμε πως προσφέρουμε στον πολιτισµό αυτής της χώρας, ήµασταν η οµάδα του εκδοτικού οίκου Γνώση, ήµασταν η οικογένεια της Γνώσης. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγµή που εγώ και ο Μανώλης Μπουζάκης τού είπαµε πως η Γνώση έπρεπε να πουληθεί, µια και δεν µπορούσαµε να αντιµετωπίσουµε τα προβλήµατα που είχαν προκύψει. Τότε ο Λάζαρος, που κράταγε ένα µολύβι στο χέρι, το έσπασε στα δύο και είπε ήρεµα: “Έχω ένα σπίτι στη Νάξο. Αν θέλετε, µπορούµε να το υποθηκεύσουµε”.
Ο Λάζαρος ζούσε για να δηµιουργεί. Τις νύχτες –σαν φάντασµα της πόλης– πάνω στη µηχανή του, συγκέντρωνε µικρά παιχνίδια, χαρτόνια, ξύλα, πεταµένα στους κάδους ανακύκλωσης. Ήταν η πολύτιµη πραμάτεια του µαζί µε τα βιβλία του και τα χρώµατά του. Φαίνεται πως αυτή την ασχήµια που όλοι συναντούσαµε, που συναντούµε και βιώνουµε στην πόλη, εκείνος κατάφερνε να τη µεταµορφώνει. Να την κάνει κάτι άλλο, να ανοίγει δρόµους ονειρικούς, µα συνάµα γαλήνια διεκδικητικούς», γράφει η Φλώρα Σαρτζετάκη.
Ο Λάζαρος Ζήκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Το 1973 πρωτοδημοσίευσε κόμικς και σχέδια στο «Panderma» του Λεωνίδα Χρηστάκη, σε ειδικό τεύχος-αφιέρωμα με τίτλο «ΝΗΠΑΡΝΤΟΥ-ΩΝΞ». Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες: «Κολούµπρα», Χαρακίρι», «Πράσινη Γάτα», «Τρύπα», «Άλλη Πόλη», «Ευτοπία», «Νέο Επίπεδο», «Απαγορευμένος Πλανήτης», «Bisumuth», «Έψιλον», «Ιδεοδρόµιο», «Κούρος», «Βαβέλ», «Athens Voice», μεταξύ άλλων. Εξέδωσε τα φανζίν «Αυτογνωσία» (1974), «Σαλαμάντρα» (1977), «F-ΖINE» (1998-2002, 2011) και τα βιβλία «E. H. MADLOVE. Ιστορίες που θα σου έλεγα» (Dark Age, 1994) και «Η μαγική ράφτρα» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1997). Ασχολήθηκε με την εικονογράφηση βιβλίων, όπως το «Ασμόλ» (Δίαυλος, 1998) του Δημήτρη Βανέλλη. Παρουσίασε την εικαστική δουλειά του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε γκαλερί και χώρους τέχνης (Εύµαρος, Ηώς, Αγκάθι, Έγινα-Αίγινα, Βαβέλ, ΤAF). Συμμετείχε στην Παγκόσμια Έκθεση Γελοιογραφίας (1977), στην έκθεση «Ο Μίκυ Μάους συναντά την Τέχνη» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (Αθήνα, 2005) και στη «Μεγάλη αναταραχή - Πέντε ουτοπίες στο ’70, λίγο πριν-λίγο μετά» (Πάτρα, 2006). Απεβίωσε το 2011 στην Αθήνα. Η μεταθανάτια έκθεση «Λάζαρος Ζήκος: Ζωγραφιές του φθινοπώρου», σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου, πραγματοποιήθηκε το 2012 στο πλαίσιο του 14ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κόμικς Αθήνας, στη Διπλάρειο Σχολή.
Η έκθεση στον ENOIKOS συνοδεύεται από έντυπο με κείμενα του Δημήτρη Βανέλλη, του Σπύρου Καπή, του Χριστόφορου Μαρίνου, του Κ ω σ τ ή (Τριανταφύλλου), της Φλώρας Σαρτζετάκη, της Βούλας Φερεντίνου και του Χρήστου Φερεντίνου. Τη βραδιά των εγκαινίων θα πραγματοποιηθεί περφόρμανς από τη Γαλλοελβετίδα εικαστικό LaraBuffard.