Κάθε πόλη διαμορφώνεται μέσα από τις ιστορικές συνθήκες. Πολλές φορές η βία και η επιβολή παράγουν αυτό που μεταγενέστερα θεωρείται όμορφο. Άλλες φορές η δημοκρατία, η συμπερίληψη και η παροχή δικαιωμάτων μάς δίνουν αυτό που, σε πρώτη και επιφανειακή ανάγνωση, φαίνεται άσχημο, μα τελικά –ίσως χάρη στην καλή του πρόθεση– καταλήγουμε να αγαπάμε. Η αρχιτεκτονική ιστορία της Αθήνας είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα: η οικιστική τυπολογία της πολυκατοικίας, που για δεκαετίες θεωρήθηκε αισθητική και κοινωνική παρακμή, αποδεικνύεται σήμερα ο πιο δημοκρατικός τρόπος μαζικής στέγασης. Οι επεμβάσεις του ’60 και του ’70 στον δημόσιο χώρο, πολλές φορές απρογραμμάτιστες, άφησαν πίσω τους ρωγμές και αρθρώσεις που γέννησαν σημεία συνάντησης. Ακόμα και οι αλάνες και τα νταμάρια, τόποι χωρίς αρχιτεκτονική πρόθεση, αποκτούν αξία μέσα από τη χρήση και την ανάμνηση. Αυτό το υλικό, απρόβλεπτο και συχνά ανεπιθύμητο, είναι το πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται η αστική μας ωριμότητα.
Αυτές τις σκέψεις γεννά το βιβλίο του Δημήτρη Φιλιππίδη με τίτλο Για το «αττικό τοπίο» σήμερα. Η κεντρική του πρόταση είναι απλή και ανατρεπτική: να δούμε το σύνολο του Λεκανοπεδίου όχι ως πρόβλημα υπερδόμησης αλλά ως ένα δυναμικό αρχαιολογικό τοπίο, όχι μόνο λόγω των αρχαιοτήτων που διαθέτουμε εν αφθονία αλλά και λόγω των άτυπων, συχνά παραμελημένων, ελεύθερων χώρων που το απαρτίζουν. Πρόκειται για μια στρατηγική ανάγνωσης και ενεργοποίησης της Αθήνας μέσω του κενού χώρου. Ένας άλλος τρόπος να υπάρξει η πόλη.

Χρειαζόμαστε κι άλλα πάρκα στην Αθήνα;
Η απάντηση, σύμφωνα με τον Δημήτρη Φιλιππίδη, δεν είναι «ναι» ή «όχι», αλλά «να δούμε αλλιώς αυτά που ήδη έχουμε». Η Αθήνα, όπως την ξέρουμε, δεν υποφέρει από απόλυτη έλλειψη πρασίνου αλλά από αδυναμία να εντάξει λειτουργικά και νοηματικά το υπάρχον πράσινο. «Η Αθήνα δεν χρειάζεται άλλο ένα πάρκο. Χρειάζεται να δει αλλιώς αυτά που ήδη έχει. Όχι μόνο τα μνημεία ή το “πράσινο” όπως το έχουμε συνηθίσει αλλά και τους κενούς χώρους: τις εκτάσεις που δεν χτίστηκαν, τους αρχαιολογικούς τόπους που παραμένουν περιφραγμένοι, τα νταμάρια που επιβιώνουν στα όρια του αστικού ιστού, τις αλάνες που ξέμειναν ανάμεσα σε οικοδομές», σχολιάζει.
Αυτοί οι χώροι, μη σχεδιασμένοι, συχνά τυχαίοι, αλλά ζωντανοί, δεν είναι αστοχία. Είναι δυναμικά σημεία του ιστού. «Ο κενός χώρος δεν νοείται αποκλειστικά ως βλάστηση αλλά και ως άνοιγμα, ως ανάσα μέσα στον πυκνό αστικό ιστό». Η πρόταση είναι να ενσωματωθούν σε ένα ενιαίο, ασυνήθιστο και ανοιχτόχρωμο «αρχαιολογικό πάρκο» της Αττικής, όχι περίκλειστο, αλλά διάσπαρτο και πολυκεντρικό.
Η πρόταση για έναν αρχαιολογικό κήπο στην Αθήνα χρονολογείται από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Δεν υλοποιήθηκε ποτέ, καθώς η έλλειψη πόρων, κατοικιών και πολιτικής βούλησης την κατέστησαν ανέφικτη. Όμως σήμερα, δύο αιώνες αργότερα, η ανάγκη για έναν νέο τρόπο αντίληψης του κενού επιστρέφει: «Μετά από δύο αιώνες, βρισκόμαστε σε ένα αντίστοιχο σημείο: μια γιγάντια πόλη, που έχει πλημμυρίσει τα πάντα μέσα στο λεκανοπέδιο της Αττικής».
Ο Φιλιππίδης αντιπροτείνει την ιδέα της στρατηγικής αποκέντρωσης: «Δεν χρειάζεται όλοι αυτοί οι χώροι να συγκεντρωθούν σε έναν υπερ-χώρο σε μια άκρη της πόλης. Ευτυχώς, δεν είναι όλα μαζί, δεν είναι μια συμπαγής επιφάνεια! Το ζητούμενο δεν είναι ένας ενιαίος χώρος πρασίνου αλλά ένα ευέλικτο, ετερογενές, διαρκώς αναδιαμορφούμενο δίκτυο. Και αυτό το δίκτυο ήδη υπάρχει, απλώς δεν το βλέπουμε έτσι», επισημαίνει.

Κοιτάζοντας από κάτω και ανάμεσα
Με αφορμή τις ανασκαφές για το μετρό λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η Αθήνα αποκάλυψε κυριολεκτικά τα θεμέλιά της. «Ξαφνικά, με τις ανασκαφές, μας αποκαλύφθηκαν όλα αυτά τα “από κάτω”. Και είδαμε ότι η Αθήνα δεν είναι μόνο η επιφάνειά της. Είναι και όσα βρίσκονται από κάτω. Είναι και όσα είναι δίπλα». Το υπέδαφος απέκτησε νόημα, και μαζί μ’ αυτό τα αστικά κενά.
Διάσπαρτα οικόπεδα, τυχαίοι ανοιχτοί χώροι, λόφοι που μετατράπηκαν σε νταμάρια, εγκαταστάσεις που ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν, όλα μπορούν να γίνουν «ένα δίκτυο αλληλοσυμπληρούμενων κενών». Αυτοί οι χώροι «δεν είναι πραγματικά τυχαίοι, αλλά μπορούν να αποκτήσουν νέο νόημα» όχι ως ένας ενιαίος υπερ-χώρος αλλά ως πολυκεντρική στρατηγική διάταξη.
Ο Φιλιππίδης προτείνει ένα μοντέλο στρατηγικού κατακερματισμού: ένα δίκτυο μικρών, ετερόκλητων, ελεύθερων χώρων που συνδέονται μέσω μιας κοινής αφήγησης. «Και όταν λέμε “πάρκα”, μιλάμε για ελεύθερους χώρους! Χώρους όπου κάποιος μπορεί απλώς να πάει να κάτσει, να έχει μια σκιά, ένα μέρος να σταθεί. Αυτά τα απλά, τα στοιχειώδη!».
Η στρατηγική αυτή δεν βασίζεται μόνο στη δημιουργία, περιλαμβάνει την επιμέλεια και τη συντήρηση. «Γιατί, όπως όλοι ξέρουμε, τα έργα εγκαινιάζονται και μέσα σε μία εβδομάδα έχουν καταστραφεί». Ο δημόσιος χώρος δεν προστατεύεται από τον καθωσπρεπισμό αλλά από τη φροντίδα. Οι φθορές, οι επεμβάσεις, οι παρεμβάσεις δεν είναι ξένες προς την πόλη. «Αυτές οι επεμβάσεις των δημόσιων υπηρεσιών δεν τελειώνουν ποτέ! Είναι η τράπεζα γης που έχουμε ανάγκη».
Το παράδειγμα δεν είναι η ομοιογένεια αλλά η διατήρηση της ετερογένειας. «Δεν μπορούμε όλοι να έχουμε πρόσβαση στα πάντα. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα!» Το ζητούμενο δεν είναι η εξομοίωση αλλά η συνύπαρξη. «Να δουλέψει όλο αυτό συνολικά, με σεβασμό στους διαφορετικούς χαρακτήρες που έρχονται σε επαφή. Αυτή είναι η πόλη. Αυτή είναι η σωστή πόλη!» μας λέει.

Το αττικό τοπίο ως ερώτηση
Το όραμα του αρχαιολογικού τοπίου δεν είναι ουτοπία. Έχει ιστορικό βάθος, από τη Μελίνα Μερκούρη και την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων έως τον Σωκράτη Στρατή και τις στρατηγικές αστικής διαπραγμάτευσης στο Ηράκλειο. Η Αττική, όπως τη φαντάζεται ο Φιλιππίδης, δεν είναι ένα ενιαίο πράσινο χαλί. Είναι ένα μωσαϊκό, μια «φαντασιακή ανασύσταση του Ελαιώνα ως κανναβοποιημένου δάσους μέσα από ένα νέο πλέγμα ή δίκτυο μικρών και μεγάλων κενών».
Ο κενός χώρος, οι μικροί ελεύθεροι τόποι, οι αλάνες, τα περάσματα, τα νταμάρια, τα πρασινισμένα ανασκαφικά στρώματα, αυτά είναι το μέλλον της πόλης. Όχι γιατί προσφέρουν λύσεις για όλα, αλλά γιατί «δεν επιδιώκουν την απόλυτη ομοιομορφία, επιτρέπουν όμως την ετερογένεια, την ποικιλία, την προσαρμογή». Η Αθήνα δεν θα γίνει ποτέ Κοπεγχάγη, και δεν χρειάζεται. «Η πολυκατοικία ήταν μια ευλογία γι’ αυτόν τον τόπο», λέει χωρίς ενοχή. Η οικοδομική πυκνότητα δεν είναι εμπόδιο αλλά προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας άλλης αντίληψης του χώρου. Το ζήτημα είναι να διασώσουμε την εναπομείνασα γη, όχι να επιβάλουμε ενιαία αισθητική. Και το σημαντικότερο: να διαμορφώσουμε μια «στρατηγική που επιτρέπει την εξέλιξη, χωρίς να εξομοιώνει τα πάντα». Ένα πλαίσιο που θυμίζει Σύνταγμα: δεν ορίζει τη λεπτομέρεια αλλά διασφαλίζει τις βασικές αρχές.
Στο τέλος, το «αττικό τοπίο» δεν είναι η απάντηση αλλά θέτει την ερώτηση: πώς μπορεί αυτή η πόλη να γίνει κατοικήσιμη ξανά, χωρίς να πάψει να είναι αυτό που είναι;
Η πρόταση του Φιλιππίδη δεν προϋποθέτει εξωπραγματικές επενδύσεις. Μιλά για τοπία υπαρκτά: «Αξίζει να διασωθούν τόποι όπως η Ρεματιά Χαλανδρίου και οι απαρχές του υδάτινου συστήματος του Κηφισού. Αξίζει να περιφρουρήσουμε το ειδυλλιακό τοπίο στην Καισαριανή και να χαρούμε την ιδιωτική ή δημόσια υψηλή βλάστηση όπου υπάρχει, όσο ετερόκλητη και φαντασμένη κι αν είναι».
Είναι μια πρόταση που συνδυάζει την υλικότητα της πόλης με τη φαντασιακή της διάσταση. «Έχει επίσης νόημα να δοκιμάσουμε τη φαντασιακή ανασύσταση του Ελαιώνα, χρησιμοποιώντας ένα νέο πλέγμα ή δίκτυο μικρών και μεγάλων κενών που ξεκινούν από τους γύρω ορεινούς όγκους και διεισδύουν σαν σφήνες στον ιστό της πόλης, όπου βρουν διαθέσιμο κενό ή, έστω, την ελάχιστη τρύπα». Ένα τέτοιο δίκτυο περιλαμβάνει το Αττικό Άλσος στα Τουρκοβούνια και πολιτισμικούς σταθμούς όπως το «Υπόγειο Δάσος» του Τσόκλη στον σταθμό «Εθνική Άμυνα».
Όλα αυτά κορυφώνονται στον πυρήνα της πρότασης: τη σύνδεση των πρασινισμένων αρχαιολογικών χώρων σε ένα αστικό σύστημα με συνέχεια, ιστορικότητα και μέτρο. Με στόχο όχι τον εξωραϊσμό αλλά την υπενθύμιση ότι η Αττική είναι ήδη, από τη φύση και την ιστορία της, το πιο σπάνιο παράδειγμα ανοιχτού τοπίου μέσα στην πυκνότητα της μητρόπολης.