Η Έλλη είναι πληθωρική, γενναιόδωρη και ξέρει ακριβώς τι θέλει. Το σπίτι της έχει ποτίσει με τις αξίες και την ενέργειά της. Είναι ένα διαμέρισμα που διαθέτει χαρακτήρα και τσαγανό, όπου δεν υπάρχει τίποτα αφημένο στην τύχη. Όλα ακολουθούν μια καλοκουρδισμένη χορογραφία, προσαρμοσμένη στις ανάγκες και στην ψυχολογία των ανθρώπων που το κατοικούν.
«Τι ωραία κατάσταση έχεις κάνει εδώ», μονολογώ. «Το σπίτι είναι η φωλιά μου», λέει η Έλλη πριν ακόμα τη ρωτήσω τι είναι για εκείνη το σπίτι της. Είναι ένα σπίτι που θέλει να το χαίρεται πρωτίστως εκείνη μαζί με τον Βασίλη, τον σύζυγό της. «Θέλαμε να αρέσει σε εμάς και όχι να το δείχνουμε σαν τρόπαιο επιτυχίας. Δεν αντέχω τα σπίτια που φωνάζουν υπεροχή και όσοι τα κατοικούν ζουν σε μια ατσαλάκωτη πραγματικότητα», δηλώνει.
Παρατηρώ τις προσεγμένες λεπτομέρειες. Το σπίτι αποπνέει κάτι δυναμικό και ταυτόχρονα ανάλαφρο. Πολύ δύσκολη ισορροπία. Δεν είναι παραγεμισμένο με πολλά έπιπλα, ούτε με κουραστικά στο μάτι αντικείμενα. Πρόκειται για ένα διαμέρισμα που αφήνει ανάσες. Εδώ η φύση είναι η πρωταγωνίστρια, σαν να μπαίνει απ’ τα παράθυρα στο σπίτι.
«Θέλαμε το σπίτι να αρέσει σε εμάς και όχι να το δείχνουμε σαν τρόπαιο επιτυχίας. Δεν αντέχω τα σπίτια που φωνάζουν υπεροχή και όσοι τα κατοικούν ζουν σε μια ατσαλάκωτη πραγματικότητα».
«Πότε ήρθες σε αυτό το κομψό διαμέρισμα;» τη ρωτάω. Μου λέει ότι είναι εδώ οκτώ χρόνια. Έφυγε από ένα σπίτι που το είχε φτιάξει ακριβώς όπως της άρεσε, στο οποίο είχε επενδύσει συναισθήματα, εμπειρίες, αγάπη. «Μας έδιωξαν σχεδόν βίαια», θυμάται, «μόλις έναν χρόνο αφού το νοικιάσαμε. Όταν μετακομίσαμε εδώ, στην αρχή είχα μεγάλο αρνητισμό, γιατί το βίωσα σαν ξεριζωμό. Ήταν σαν κάποιος να μου είπε “πάρε τη βαλίτσα σου και γύρνα στη μαμά σου”», λέει με χιούμορ.
Ευτυχώς ανέλαβε δράση ο καλός της φίλος και interior designer, ο Ευάγγελος Μιχέλης, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί άριστα και στο άλλο σπίτι. «Εμπιστεύομαι απόλυτα την αισθητική του, έτσι του έδωσα τα κλειδιά και του είπα “κάνε ό,τι μπορείς για να αγαπήσω και αυτό το σπίτι”».
«Δεν είναι απρόσωπο να σου φτιάχνει το σπίτι ένας interior designer;» αναρωτιέμαι. «Δεν νιώθω ότι στερούμαι αισθητικής ως προσωπικότητα. Μου λείπει κυρίως ο χρόνος αλλά και η εξειδίκευση πάνω σε αυτό. Ο Ευάγγελος μού γλίτωνε χρόνο, περιττά έξοδα και κακές επιλογές». «Συμφωνούσες με όλες του τις προτάσεις;» τη ρωτάω. «Κοίτα, συχνά μού έφερνε πράγματα για να επιλέξω και σκεφτόμουν “τι δουλειά έχει τώρα αυτό; Πού κολλάει;”. Ευτυχώς όμως και εδώ λειτούργησα ως η “Έλλη μάνατζερ” και του έδωσα χώρο και ψήφο εμπιστοσύνης να εκφραστεί».
Ο Στιβ Τζομπς έλεγε: «Προσλαμβάνεις έξυπνους ανθρώπους όχι για να τους πεις τι θα κάνουν, αλλά για να σου πουν εκείνοι τι να κάνεις». Συμφωνεί απόλυτα. «Το πιο εντυπωσιακό είναι να βλέπω κάτι που δεν φανταζόμουν ότι θα λειτουργούσε να δένει εξαιρετικά στο τέλος. Είναι σαν μάθημα στυλ. Μετά απ’ αυτό μαθαίνεις να τολμάς ακόμα και στο ντύσιμο, με πιο απροσδόκητους συνδυασμούς».
«Τελικά το αγάπησες το σπίτι;» Το αγάπησε σταδιακά, την κέρδιζε μέρα με τη μέρα όσο το ζούσε. «Σαν έρωτας από συνοικέσιο», παρατηρώ και γελάμε.
Μ’ αρέσουν οι ταπετσαρίες στον τοίχο. Είναι της εταιρείας Pierre Frey. Της αρέσει έτσι που παίζουν με το φως και είναι σαν να δημιουργούν νοητά παράθυρα. «Βλέπεις το ροζ και λες “θα είναι ταιριαστό στην τραπεζαρία;” και τελικά έρχεται και δένει τόσο γλυκά». Το παιχνιδιάρικο έργο τέχνης είναι της Κατερίνας Μπαραμπούτη και είναι φτιαγμένο από τρία υλικά: ρητίνη, χαρτί και μαλλί. Η Έλλη το αγαπά πολύ και το πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι.
Το φωτιστικό το πήρε από την μπουτίκ Jas στο Λονδίνο και δεν θυμάται το όνομα του σχεδιαστή. Το είχαν πέντε χρόνια στο μαγαζί και δεν έφευγε γιατί είναι δύσκολο. Τελικά έγινε σήμα κατατεθέν του σπιτιού. «Επειδή είμαι στον πρώτο όροφο, όταν είναι αναμμένο τη νύχτα, φαίνεται από τον δρόμο και όλοι με ρωτούν τι είναι. Μοιάζει σαν ένα σύννεφο πάνω από το τραπέζι και έχει μια πολυπλοκότητα, μια γλυπτική που ισορροπεί και δίνει έναν design χαρακτήρα».
Παρατηρώ ότι δεν έχει άλλα design έπιπλα. Της αρέσουν, λέει, αλλά δεν είναι για εκείνη. Το σπίτι της είναι περισσότερο κλασικό με μοντέρνα στοιχεία. «Λατρεύω το design που υπηρετεί τον άνθρωπο, όχι το αντίθετο. Όταν βρίσκω κάτι χρηστικό, το επιλέγω, διαφορετικά δεν μου αρέσει να προσθέτω στον χώρο design μόνο για να του προσθέσω ύφος», παρατηρεί.
Η τραπεζαρία είναι από την εταιρεία Adorno, το ίδιο και οι καρέκλες. Δυο πολύ ωραίες καρέκλες αντίκες είναι αγορασμένες από παλαιοπωλείο στο Λονδίνο. Έχει τέσσερις στο σύνολο. Και το τραπέζι της εισόδου είναι από τη νότια Γαλλία. Ο καθρέφτης στο υπνοδωμάτιο είναι αυθεντικός μπαρόκ του 1750 από την Προβηγκία. «Σ’ αρέσει να ψωνίζεις από ανοιχτές αγορές, αντικερί και παλαιοπωλεία», διαπιστώνω. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Αν μ’ αρέσει κάτι και μου μιλήσει, θα βρω τον τρόπο να το φέρω, όσο μακριά κι αν είμαι», δηλώνει αποφασιστικά.
Ο καναπές είναι custom με ύφασμα Lacroix. H μπερζέρα του Δανού σχεδιαστή Jaime Hayon είναι της εταιρείας Fritz Hansen και την αποκαλεί με το «ονοματεπώνυμό» της, «Ro Chair». «“Ro” σημαίνει γαλήνη στα δανέζικα», μου εξηγεί, «και αυτό με βοήθησε στην επιλογή της». Το τραπέζι του σαλονιού έχει έρθει παραγγελία από την Ινδία με συγκεκριμένες οδηγίες, ενώ έχει πατιναριστεί στο χέρι. Το σύνθετο είναι του Κυρίτση και o μπουφές από λευκή λάκα είναι κι αυτός custom.
Παρατηρώ την ωραία σύνθεση με πιάτα στον τοίχο. «Είναι περισσότερο μια ποιητική συλλογή του οίκου Seletti εμπνευσμένη από το σύμπαν και τους πλανήτες», μου λέει και την παρατηρώ να μιλάει για τα αντικείμενα σαν να είναι όντα που ζουν στον χώρο. «Η συλλογή αυτή ήταν σχεδιασμένη από την Diesel και τη σειρά Living και έχει ένα storytelling που ξεκουράζει τη ματιά και το μυαλό μου όταν την κοιτάζω». Κάπου δίπλα στους πλανήτες έχει και μερικά χαρακτηριστικά πιάτα Fornasetti: Τη ρωτάω για να την προκαλέσω να μου πει κι άλλη ιστορία: «Και τα προσωπάκια του Fornasetti;». «Αυτά προσθέτουν τη γυναικεία και δημιουργική νότα στο σύμπαν, όπως και στη ζωή», μου απαντάει.
Παρατηρώ ότι το σπίτι δεν είναι ασφυκτικά γεμάτο με έργα τέχνης. Αυτό έγινε κατόπιν σκέψης, εξηγεί η Έλλη, γιατί το συγκεκριμένο διαμέρισμα έχει πολλά παράθυρα και έδωσαν στη φύση τον πρώτο ρόλο. Αυτό το σπίτι βλέπει με μάτια από μέσα προς τα έξω.
Έχει διάφορα αναμνηστικά από τα ταξίδια τους, γιατί ταξιδεύουν τακτικά και πάντα θέλει να υπάρχει κάτι που να της θυμίζει το μέρος που πήγε.
Της λέω ότι μ’ αρέσουν πολύ τα λευκά αντικείμενα έτσι που τα έχει συγκεντρώσει πάνω στον μπουφέ από λευκή λάκα. «Το πορσελάνινο βάζο είναι της Zaha Hadid, το λαγουδάκι είναι φωτιστικό της εταιρείας Alessi».
Η Έλλη το ζει το σπίτι. Την παρατηρώ που απλώνει τα πόδια της πάνω στο τραπέζι, που μου λέει να ακουμπήσω την κούπα μου χωρίς να βάλω σουβέρ. «Είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι τα αντικείμενα έχουν φτιαχτεί για να υπηρετούν τον άνθρωπο, είτε πνευματικά είτε χρηστικά στη ζωή μας. Έχω αποφασίσει να τα ζω όλα. Να τρώω με τα πορσελάνινα πιάτα, με το καλό σερβίτσιο, να μην κρατάω τίποτα για ειδικές περιστάσεις. Κάθε μέρα που ξυπνάμε ζωντανοί είναι από μόνη της μια ειδική περίσταση», λέει με φιλοσοφική διάθεση.
Παρατηρώ τα ρόδια στον τοίχο. Είναι του εικαστικού Νίκου Τσιαπάρα και τα αγαπά πολύ γιατί της θυμίζουν πόσο γλυκός άνθρωπος είναι ο Νίκος. Τα νιώθει πραγματικά σαν γούρια που συλλέγει κάθε χρονιά που περνάει.
Το μάτι μου πέφτει σε μια παλιά πολυθρόνα. Μου λέει ότι ξέμεινε εδώ και πολλά χρόνια σε ένα από τα σπίτια της όταν μια σχέση τελείωσε. Της έβαλε ένα επικό ύφασμα Matthew Williamson και μεταμορφώθηκε. Μου δείχνει σε φωτογραφίες πώς ήταν πριν η πολυθρόνα και δεν το πιστεύω. «Είδες», λέει, «τι κάνει ένας καλός interior;» και μου κλείνει το μάτι.
Τη ρωτάω αν έχει πράγματα από το πατρικό της. Έχει μόνο κάποια μικρά αντικείμενα από τις γιαγιάδες της και κάποια βιβλία. «Έκαψες τις γέφυρές σου», αστειεύομαι. Μου εξηγεί ότι είναι οικογένεια προσφύγων γενιές πίσω και έχει τη μετακόμιση στο αίμα της. Η ίδια έχει αλλάξει πάνω από δεκαπέντε σπίτια. Αυτό της δίνει την ελευθερία να δημιουργεί τη φωλιά της εκεί που τοποθετεί πέντε-δέκα αγαπημένα πράγματα και κυρίως την αγάπη της.
«Πού βολεύεσαι περισσότερο στο σπίτι;» τη ρωτάω. Μου δείχνει τη δανέζικη «Ro» πολυθρόνα της – το σημείο που γαληνεύει. Είναι η αγαπημένη της γωνιά. Της αρέσει να κάθεται εκεί, να διαβάζει και να χουχουλιάζει. Το πρωί έχει ένα πολύ ωραίο φως∙ πίνει εκεί το πρώτο τσάι της (έστω και για 10 μόνο λεπτά) και διαβάζει λίγες σελίδες από το βιβλίο της. Ξεκινάει τη μέρα της μ’ αυτό το μικρό self-care, σαν ιεροτελεστία που υπενθυμίζει ότι πρέπει να δίνουμε ανάσες στον εαυτό μας.
Το μάτι μου πέφτει στο πιάνο της. Άραγε παίζει; Μου λέει ότι έχει σπουδάσει μουσική, το πιάνο στο σπίτι είναι για κείνη το ίδιο απαραίτητο με το κρεβάτι.
Το υπνοδωμάτιό της είναι υπέροχο, σε μπλε αποχρώσεις, σαν να είναι υδάτινο. Στο προσκέφαλο του κρεβατιού η ταπετσαρία από μπαμπού και μετάξι σε σκούρο μπλε του βυθού αγκαλιάζει ένα έργο του Βαγγέλη Διονά, που είναι το αγαπημένο της.
Το δωμάτιο-γκαρνταρόμπα κάνει την καρδιά μου να χάσει έναν χτύπο. Είναι ένα κοριτσίστικο όνειρο, της λέω, καθώς μου ανοίγει την ειδικά διαμορφωμένη ντουλάπα με τα συλλεκτικά τακούνια της.
Αναρωτιέμαι αν είναι ένα ανοιχτό σπίτι. Μου λέει ότι, ενώ δεν μαγειρεύει, της αρέσει να έρχονται οι αγαπημένοι της φίλοι και να τους φροντίζει, όπως της αρέσει να στολίζει και το τραπέζι. «Δεν αντέχω να ακούω το βαρύγδουπο “art de la table”, μου φαίνεται φαιδρή ως έκφραση. Μ’ αρέσει ωστόσο να βγάζω την παιχνιδιάρικη πλευρά μου και να φτιάχνω με δημιουργικό τρόπο ένα τραπέζι. Στα πιο πολλά μεγάλα τραπέζια αγοράζω φιγούρες αγαπημένων χαρακτήρων από τα Universal Studios. Αυτό είναι το μυστικό μου: χρησιμοποιώ το art de la table ως μέσο για να σπάει ο πάγος μεταξύ των ανθρώπων που καλώ στα τραπέζια μου. Μ’ αρέσει να μπερδεύω μια χαρτοπετσέτα από τα Jumbo με ένα πορσελάνινο καλό σερβίτσιο. Βρίσκω πάντα έξυπνο το mix ‘n’ match και το να πηγαίνεις ένα βήμα πέρα από το προφανές. Αυτό με δίδαξε η συνεργασία μου με τον Ευάγγελο. Γιατί η αισθητική είναι κάτι ενιαίο και η λοξή ματιά είναι το ζητούμενο σε όλα».
Το ένα χαλί στο σαλόνι είναι χειροποίητο, αγορασμένο από τη Μοιραράκη, και το άλλο από το Αιών, μεταξωτό. Έχει και ένα πράσινο γούνινο χαλί που όμως «το λέρωσε ο σκύλος μια μέρα που ήθελε να μας εκδικηθεί», μου λέει γελώντας, «και έτσι απουσιάζει!».
Νιώθει τη Φιλοθέη γειτονιά της; Μου απαντάει ότι είχε την τύχη να επιλέγει πάντα σπίτια με θέα, κοντά σε πάρκα και πράσινο. Όμως η Φιλοθέη είναι στην καρδιά της, ως ένα αστικό περιβάλλον που μπορείς να το απολαύσεις καθημερινά. Επίσης της αρέσει ότι είναι μια περιοχή όπου βλέπεις ανθρώπους στον δρόμο που λένε καλημέρα, έστω κι αν δεν γνωρίζονται, και, σε αντίθεση με το γειτονικό Παλαιό Ψυχικό, έχει και μεσοαστικές οικογένειες, απογόνους του συνεταιρισμού της τράπεζας που κάποτε έδινε οικόπεδα στη Φιλοθέη. Βρίσκει τη Φιλοθέη φιλική και ανθρώπινη.
Η Έλλη είναι μια επιτυχημένη επιχειρηματίας, εκπρόσωπος της ΒΝΙ στην Ελλάδα. Αφιερώνει όλη την ενέργειά της στο να βοηθάει Έλληνες επιχειρηματίες να αναπτύσσονται και να διαπρέπουν. Ενώ είναι μια ισχυρή γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, το γεγονός ότι ξεκίνησε από δασκάλα πιάνου είναι μια πολύ γοητευτική αντίφαση. Φεύγοντας, σκέφτομαι ότι προτιμώ σταθερά τον Φερνάντο Πεσόα και τους ανθρώπους με τις πολλές περσόνες, με τις πολλές πτυχές, που τολμούν ν’ αλλάζουν πρόσωπο, σπίτια και συνήθειες όποτε και όσο συχνά τους αρέσει.