Η Ζυράννα Ζατέλη γράφει στη LifO για τον Κωστή Παπαγιώργη

Ζυράννα Ζατέλη Facebook Twitter
Φωτ.: Σπύρος Στάβερης / LiFO
1

Τώρα πλάκα μου κάνεις, βρε Ζυράννα, που θα γράψεις κάτι για μένα επειδή πέθανα; Για σοβαρό άνθρωπο σε είχα.

 

Αυτό με στύλωσε πρωί-πρωί με το που άνοιξα τα μάτια σαν να με δέρναν όλη νύχτα στον ύπνο μου, επαύριο της κηδείας του – αυτό το περιπαιχτικό «κούρδισμα» του Κωστή στ’ αυτιά μου.

Κι ενώ ό,τι πιο δύσκολο για μένα, και ανίερο έως, ήταν να γράψω κάτι για κείνον «κατά παραγγελία», επ’ αφορμή του θανάτου του, ενώ τον αισθάνομαι ακόμα τόσο κοντά και τόσο επίμονα παρόντα που άμα τον φωνάξω θ’ ακούσει, θα γυρίσει το κεφάλι  –φευ, ουκέτι καιρός και ποτέ ξανά, μα άσε μας να λέμε, να νομίζουμε–, ενώ τελοσπάντων είχα αποφασίσει να μη γράψω τίποτα και πουθενά αυτές τις μέρες για τον Κωστή, εκτός μόνο στα τετράδιά μου κάτι ριπές αφήνοντας έτσι το ζήτημα να ωριμάσει μόνο του για αλλού και άλλοτε, τελικά, πώς έγινε δεν ξέρω κι άλλαξα γνώμη σήμερα το πρωί· εν μέρει τουλάχιστον, γιατί το αλλού και άλλοτε ξέρει να περιμένει – έτσι δεν είναι, Κωστή; Εσύ δεν μου ’λεγες πως γράφω δέκα βιβλία μέχρι να γράψω το κανονικό; Ε, λοιπόν;...

Καμιά δραματικότητα δεν είχαν οι κουβέντες μας, ποτέ, πλάκες κάναμε όποτε βρισκόμασταν, καλαμπούρια, κι αυτό ήταν που μου άρεζε –πέραν των άλλων– στον Κωστή.

Δεν θα πω για την τέχνη σου στο δοκίμιο, στη συγγραφή εν γένει, για τη λοξή και τόσο εύστοχη ματιά σου στα πράγματα, στα ανθρώπινα πάθη, αιρετική και ακαταμάχητη ματιά, που άλλη τέτοια δεν θα ανατείλει επί των ημερών μας. Δεν το κάνω γιατί μόνο μεγάλα λόγια μπορώ να πω και δεν θα μ’ άφηνες (για σοβαρό άνθρωπο με είχες). Άλλωστε υπάρχουν τα ίδια τα βιβλία σου, ζωντανότερα από ποτέ, κι όσοι σε γνώρισαν μέσα από αυτά θα χρειαστεί να σε ξαναβρούνε, βάζω στοίχημα, όσοι πάλι δεν είχαν την τύχη μέχρι πρότινος, καιρός να την αδράξουν, να σε μάθουν.

Κωστή, πλάκα μου κάνεις ότι πέθανες, ειλικρινά, και δεν ξέρω πώς να το φέρω βόλτα. Αγράμματο παιδάκι έγινα ξανά, αναλφάβητο, τραυλίζω εδώ πέρα ζαλισμένη, «από ανάγκη»... Ήθελα να είσαι εδώ, να σε δω το βράδυ, να περάσω από τον πέμπτο όροφο επί της Μπουμπουλίνας 28, που θα άνοιγες εσύ την πόρτα, ως συνήθως, κι η Ράνια από πίσω θα χαιρετούσε πεταρίζοντας σκερτσόζικα τα σχιστά της μάτια· να καθίσουμε στην άκρη εκεί του καναπέ, να σου πω γι’ αυτό το απίστευτο και παλαβό, ότι πέθανε λέει ο Παπαγιώργης, σε σένα να το πω, όχι σε άλλον, ειδικά σε σένα, αλλιώς δεν χωνεύεται ούτε αντέχεται, πιο εύκολα να καταπιώ σπαθί παρά αυτό το «νέο» – διάολε, δεν φτάνει που πεθαίνουμε, να μην μπορούμε και να το σχολιάσουμε λιγάκι; να κουτσομπολέψουμε;... Ειδικά εσύ κι εγώ –ειδικά, επίτρεψέ μου-, δίνοντας σκουντιές αναμεταξύ μας σαν πειραχτήρια που τους έπεσε κακός λαχνός.

Όλα με πόνεσαν, Κωστή, από κείνες τις πενήντα τελευταίες ημέρες σου στο Λαϊκό Νοσοκομείο, μάτωνε κρυφά η ψυχή μου όπως εσένα τα σπλάγχνα σου – όχι και τόσο «κρυφά» και πάντα Κυριακή, πάντα την Κυριακή, φόβητρο είχαν γίνει οι Κυριακές για εμάς εκεί στους διαδρόμους, οι ματωμένες Κυριακές. Όλα με πόνεσαν με τον ξεχωριστότερο τρόπο, χαλάλι σου, και μέσα σε όλα –καθώς στένευαν πια τα περιθώρια και δούλευε αντίστροφα ο χρόνος–, μέσα σε όλα, λοιπόν, με τυραννούσε και το πιο αλλόκοτο: γιατί αυτή η εμπειρία, έλεγα, ό,τι πιο ανήκουστο και αδιανόητο, που μετά απ’ αυτό δεν έχει άλλο, γιατί να μην υπάρχει τρόπος να γίνει το μεγάλο κελεπούρι σου για ένα επόμενο βιβλίο με την υπογραφή του Παπαγιώργη; Γιατί να μην το ζήσεις ότι πέθαινες και να μας το χαρίσεις «λογοτεχνική αδεία»; Αυτό με τρέλαινε και με τρελαίνει όσο το σκέφτομαι – το πόσο θα σου πήγαινε να γράψεις για τον θάνατό σου!... Όλα γύρω απ’ αυτό δεν περιστρέφονταν σάμπως στα όσα χρόνια ανέπνεες, και δη όταν κλεινόσουν στο δωματιάκι σου κι έπιανες το μολύβι; Όλα γύρω απ’ αυτό δεν περιστρέφονται και για μένα σάμπως, την φίλη σου Ζιζί, που ορφάνεψα από ’ναν τέτοιο σύμμαχο;

Καμιά δραματικότητα δεν είχαν οι κουβέντες μας, ποτέ, πλάκες κάναμε όποτε βρισκόμασταν, καλαμπούρια, κι αυτό ήταν που μου άρεζε –πέραν των άλλων– στον Κωστή· ότι δεν παίρναμε τον εαυτό μας στα σοβαρά, ούτε για υπαρξιακά μιλούσαμε ούτε για μεταφυσικά, κι είχα μια συστολή απέναντί του γενικώς, όπως κι αυτός σε μένα, αλλά και μπόλικη αβίαστη ζεστασιά – ένοιωθα πως με συμπαθούσε ιδιαίτερα γιατί κι εγώ τον συμπαθούσα έτσι. Άκουγα επίτηδες αθλητικές ειδήσεις στο ραδιόφωνο όταν ήταν να τον δω, μάθαινα ονόματα ποδοσφαιριστών, μάθαινα για μεταγραφές, προπονητές και τέτοια, για να τον «ξεκουφαίνω» με τις γνώσεις μου! Το ’κανε χάζι και μου ήταν ευχάριστο, το χαιρόμουν. Κάτι φορές, δε, είχα τέτοια ρέντα –πέρα από τα ποδοσφαιρικά, εννοείται–, που μου έλεγε την άλλη μέρα η Ράνια στο τηλέφωνο πόσο καλά πέρασε ο Κωστής με τις ιστορίες μου και τι της έλεγε όταν έφευγα.

Και συνάμα, στα παραμέσα, άλλος ντουνιάς. Θέλω να πω, η μύχια συνεννόηση που είχαμε μέσω των γραπτών μας. Για τα βιβλία μου δεν είναι λίγοι αυτοί που γράφανε εγκωμιαστικά και τους ευχαριστώ, παράπονο δεν έχω, μα η εμβρίθεια του Παπαγιώργη (και) ως βιβλιοκριτικού, το τι έπιανε το δαιμόνιό του από τα άπιαστα και πώς το εξέπεμπε, δεν έχει το όμοιό του. Και θα μου λείψει αυτό, καλύτερα να μην πω πόσο.

Περί τα τέλη του 1987 είχα με τον Μιχάλη Γκανά μια κουβέντα για τον Κ.Π., τον οποίο ακόμη δεν γνώριζα προσωπικά. Μόλις είχα διαβάσει τα Σιαμαία και ετεροθαλή κι έλεγα στον Μιχάλη πόσο μου αρέσει αυτός ο Παπαγιώργης, πόσο η γραφή και η σκέψη του με έχουν γοητεύσει. «Αμοιβαίο», μου λέει, «και σ’ αυτόν αρέσουν πολύ τα βιβλία σου – δεν έγραψε στο «Πλανόδιο» για σένα;». (Τότε ήμουν ακόμη με τα δύο πρώτα, Αρραβωνιαστικιά και Ερημιά.) «Στο Πλανόδιο», του λέω «για μένα έγραψε κάποιος Κ. Πλάνης». «Μα Κ. Πλάνης και Κωστής Παπαγιώργης είναι το ίδιο πρόσωπο», μου λέει. Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη, τη χαρά που πήρα.

Λίγους μήνες αργότερα τον γνώρισα κι από κοντά τον Παπαγιώργη. Ήταν ήδη με τη Ράνια, στα επεισοδιακά ξεκινήματά τους, και είχε ήδη περάσει το πρώτο μεγάλο ντράβαλο με την υγεία του, όπου τω Άδη ήγγισεν ο άνθρωπος. Στην κυριολεξία, όπως κατάλαβα, είχε βρεθεί προ των πυλών, τον πήγε και τον έφερε εκείνη η οξεία αιμορραγική παγκρεατίτιδα λόγω της διψομανίας του... Και νομίζω πως τότε ήταν, γύρω στα σαράντα του, που ο Κωστής τα είχε κάψει όλα, είχε παίξει τη ζωή του κορώνα-γράμματα, αλλά από ένα γινάτι ή ένα θαύμα επέζησε και έζησε και τελεσφόρησε μεσ’ απ’ τα λάθη και τα πάθη του. Και χάρις στη Ράνια βέβαια, που τον φρόντισε και τον λάτρεψε όσο τίποτα. Χάρις, επίσης, στη δικιά του απίστευτη πειθαρχία και συνέπεια: και το κρασί είχε κόψει, και το τσιγάρο κάποτε, είχε βάλει πρόγραμμα να περπατάει κάθε μέρα δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα –ήταν και το ζάκχαρο γαρ–, μόνο ένα πράσινο μήλο τού επιτρεπόταν μεσημέρι ή βράδυ, σαν «γλύκισμα» υποτίθεται, και γενικώς, ως προς αυτά, ζούσε βίον ασκητού ο πρώην θύων εις τον Βάκχον.

Κι έλεγα, ήθελα τόσο πολύ να ελπίζω, ότι από ένα γινάτι πάλι, από ένα θαύμα, θα τη γλυτώσεις και τώρα, ακριβέ μας φίλε, θα ξεπεράσεις και τη χειρότερη ζαριά που σου έλαχε με τον καρκίνο στο πάγκρεας, που είχε αρχίσει στα μουλωχτά τις γύρες του... Έλεγα πως όσο βαρύ κουπί κι αν τραβάς, είσαι γερό σκαρί κατά βάθος και θα μας αφήσεις όλους άναυδους με τη δεύτερη «επάνοδό» σου.

Πλην φευ...

Παιδί της άλλης όχθης πια, Κωστή, συνεπώς κατέχεις το αίνιγμα. Ας κάνουμε καλά εμείς.

Ζυράννα Ζατέλη

(25/26 Μαρτίου 2014)

Βιβλίο
1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
ΕΠΕΞ Γυναικείες φωνές από διαφορετικά μέρη του κόσμου

Βιβλίο / Από τη Μαλαισία μέχρι το Μεξικό: 5 νέα βιλία που αξίζει να διαβάσετε

5 συγγραφείς από διαφορετικά σημεία του πλανήτη χαράζουν νέους δρόμους στη λογοτεχνία. Ανάμεσά τους, η Τζόχα Αλχάρθι που κέρδισε το Booker και η βραβευμένη με Πούλιτζερ Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

σχόλια

1 σχόλια