*ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ, Η ΦΛΟΓΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΖΗΤΑΕΙ ΑΔΕΙΑ/
Το queer βλέμμα δεν είναι ποτέ ουδέτερο. Είναι πάντα ένα ίχνος: είτε τραύματος, είτε φαντασίωσης. Κάποιες φορές και των δύο.
FacebookTwitter Σ’ έναν κόσμο που δεν μας δίδαξε απλώς να επιθυμούμε, αλλά και πώς να επιθυμούμε, οι queer φαντασιώσεις δεν γεννήθηκαν στην αθωότητα. Πλάστηκαν μέσα από βλέμματα που μας διέλυαν. Μέσα από σιωπές. Μέσα από προσβολές που έγιναν ανάμνηση και ανάσες που έγιναν μηχανισμοί επιβίωσης.
Στο πρώτο κείμενο ένα επεισόδιο από την Κερατέα, καταγράφεται η queer επιθυμία όχι ως ανταπόδοση, αλλά ως ανασύνταξη. Ένα «πούστης» γίνεται μηχανισμός μνήμης, και το σώμα, αντί να χαθεί, σηκώνει τη σκηνή από την αρχή. Δεν καταναλώνει την επίθεση την ξαναγράφει.
Στο δεύτερο μια περιήγηση στην ψηφιακή φαντασίωση, τρεις άνδρες (Pedro Pascal, Murray Bartlett, Jonathan Bailey) γίνονται οθόνες όπου προβάλλουμε τη συλλογική queer τρυφερότητα που μας λείπει. Εκεί που το βλέμμα άλλοτε σκότωνε, τώρα χτίζει κοινότητες λαχτάρας. Αλλά όχι χωρίς ρίσκο. Γιατί και αυτή η επιθυμία η θρυμματισμένη, η meme-οποιημένη, η υπόγεια είναι φτιαγμένη από απουσίες.
Δύο κείμενα. Δύο καταγραφές. Ένα σώμα που δεν ζητάει άδεια πια. Και ένα βλέμμα που δεν χρειάζεται συγγνώμη.
*Δεν είναι όλοι οι εχθροί καλοί εραστές/
Περπατούσα πριν λίγες μέρες σε έναν δρόμο της Κερατέας. Επιστρέφοντας από το φαρμακείο, ένα αυτοκίνητο πέρασε πίσω μου. Κάποιος φώναξε δυνατά: «πούστη». Δεν γύρισα. Δεν τρόμαξα. Δεν ένιωσα σχεδόν τίποτα αμέσως. Αλλά κάτι μετακινήθηκε μέσα μου. Όχι από φόβο. Από μνήμη. Γιατί πια δεν κατεβάζω τα μάτια. Δεν αλλάζω τρόπο περπατήματος. Δεν ψάχνω να καταλάβω τι είδαν.
Και κάπου εκεί κατάλαβα: δεν θέλω να απαντήσω. Θέλω να ξαναγράψω τη σκηνή. Όχι επειδή είμαι πιο δυνατός. Ούτε επειδή τους συγχωρώ. Αλλά επειδή δεν μου πήραν τίποτα. Αντίθετα, μου θύμισαν το εξής: δεν είναι όλοι οι εχθροί καλοί εραστές. Και δεν είναι όλοι οι εραστές ικανοί να διαχειριστούν τη φλόγα του να γαμήσουν κάποιον που δεν ντρέπεται πια.
Και τότε άρχισα να σκέφτομαι όλα όσα είχα μάθει μεγαλώνοντας. Πώς να βλέπω το βλέμμα. Πώς να επιβιώνω μέσα από αυτό.Μάθαμε να μετατρέπουμε το βλέμμα του άλλου σε σύμβολο. Ό,τι δεν μπορούσε να αγγίξει εμάς, μας άγγιζε μέσα από το βλέμμα του φόβου. Του φθόνου. Της απόρριψης. Κι εμείς, μέσα από αυτό το σκοτεινό φως, καυλώναμε.
Γιατί το queer σώμα δεν έμαθε ποτέ να επιθυμεί σε ουδέτερο έδαφος. Η επιθυμία μας ήταν πάντα μέσα σε έναν πόλεμο που δεν δηλώσαμε εμείς. Και το βλέμμα του εχθρού, το χλευαστικό, το γεμάτο καταπίεση ήταν πολλές φορές η πρώτη μορφή προσοχής. Η πρώτη φορά που κάποιος μας κοίταξε με ένταση.
Έμαθα να επιβιώνω στο βλέμμα. Όχι στην αγκαλιά. Γι’ αυτό και συχνά μάθαμε να ερεθιζόμαστε εκεί που πληγωθήκαμε. Να ξυπνάμε εκεί που μας σημάδεψαν. Και να φαντασιωνόμαστε όχι μια κανονική αγκαλιά, αλλά μια σκηνή όπου εμείς πια ελέγχουμε το βλέμμα που μας πλάκωσε. Το ερώτημα δεν είναι ποτέ μόνο «να γαμηθώ μαζί τους ή όχι;» Το ερώτημα, βαθιά μέσα, είναι πάντα ποιος γράφει τη σκηνή. Ποιος σηκώνει το φως όταν τελειώσει η φάση. Ποιος κρατάει τη φλόγα κι όχι απλώς τη στύση.
Έχω καυλώσει κι εγώ με τα βλέμματα που με χτύπησαν. Έχω νιώσει στύση εκεί που κάποτε έσταζε ντροπή. Έχω πλάσει μέσα μου σκηνές όπου ο εχθρός γονατίζει, όχι από μετάνοια, αλλά από επιθυμία που δεν μπορεί να κατονομάσει. Η κάβλα μου δεν είναι απόδειξη. Είναι επιβίωση. Κι όμως δεν είναι όλοι οι εχθροί καλοί εραστές. Και σίγουρα δεν είναι όλοι οι εραστές ικανοί να διαχειριστούν τη φλόγα του να γαμήσουν κάποιον που δεν ντρέπεται πια. Το σώμα μου σήμερα αυτό που περπατά σε δρόμους, αυτό που κουβαλά το φαρμακείο, τον ιδρώτα, την ανάμνηση δεν είναι σώμα σε αναμονή. Είναι σώμα σε πλήρη λειτουργία. Όχι για όλους. Όχι πάντα. Αλλά δικό μου.
Δεν υπάρχει φαντασίωση εξουσίας. Ούτε παγίδα νίκης. Υπάρχει μόνο μια συνείδηση επιθυμίας που δεν χρειάζεται πια μετάφραση. Αν γουστάρεις να με δεις, θα πρέπει πρώτα να χαλάσεις τη δική σου εικόνα. Αυτό που κάποτε ένιωθα αόρατο ή επικίνδυνο, τώρα το φοράω σαν αόρατο κόσμημα: αυτό το queer μέσα μου που δεν κρύβεται, αλλά και δεν εκτίθεται για χάρη κανενός. Δεν είναι αλαζονεία. Είναι κάθαρση. Δεν θα σου ζητήσω να με καταλάβεις, δεν θα σου επιτρέψω να με εξημερώσεις και δεν θα μπω ποτέ ξανά σε σκηνή που δεν έγραψα εγώ. Δεν με φοβάμαι πια. Εσύ να δεις.
Δεν ξέρω ποιοι ήταν αυτοί που φώναξαν. Δεν χρειάζεται. Ίσως δεν με ήξεραν. Ίσως με είχαν δει. Ίσως κάτι τούς ερέθισε. Ίσως απλώς ήμουν εκεί. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν μου πήραν τίποτα. Αντίθετα: με έφεραν κοντά σε εκείνη τη λεπτή γραμμή όπου ο φόβος γίνεται γνώση και η ντροπή, περασμένο κεφάλαιο. Και τώρα, όταν κάποιος με κοιτάει ή με χτυπάει με το βλέμμα του δεν αναρωτιέμαι πια τι βλέπει. Αναρωτιέμαι μόνο αν θα αντέξει να με αγγίξει χωρίς να σπάσει.
Και κάποτε, σ’ έναν δρόμο της Κερατέας, μου το θυμίσανε.
Αλλά η επιθυμία δεν είναι πάντα μια σκηνή που τελειώνει με ήττα ή νίκη. Κάποιες φορές, απλώς σε στοιχειώνει. Ή σε καθρεφτίζει. Ο ψηφιακός πόθος είναι κι αυτός μια τελετουργία επαναλήψεων: προσπαθούμε να αγγίξουμε κάτι που ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά επιμένει. Γι' αυτό, ίσως, κάποιοι μας λείπουν πριν καν τους γνωρίσουμε.
*Η Παρουσία που Λείπει/
Υπάρχουν βλέμματα που σε διαλύουν. Κι άλλα που σε συγκρατούν. Και μετά υπάρχουν εκείνα τα ακαθόριστα, τα σιωπηλά, τα σχεδόν ενοχικά που σε στοιχειώνουν γιατί δεν πρόλαβες να τα ζήσεις. Στην queer εμπειρία, η απουσία δεν είναι απλώς έλλειψη. Είναι δοχείο. Χώρος επιθυμίας. Καθρέφτης. Και οι φιγούρες που μας αγγίζουν μέσα από οθόνες όπως ο Pedro Pascal, ο Murray Bartlett, ο Jonathan Bailey δεν είναι απλώς icons. Είναι κάτι ανάμεσα σε μνήμη και υπόσχεση.
Κάτι που δεν ξέρεις αν όντως υπήρξε, αλλά σε διαμορφώνει σαν να υπήρξε. Αυτός ο πόθος δεν είναι επιφανειακός. Είναι σώμα που λείπει και βλέμμα που δεν ολοκληρώθηκε. Είναι φαντασίωση όχι για να καταναλωθεί, αλλά για να υπάρξει, έστω και για λίγο, ως μορφή τρυφερότητας. Αυτό που μας συγκινεί σε αυτούς τους άντρες δεν είναι η τελειότητα τους. Είναι το ρήγμα. Η σκιά. Η διαρροή μιας τρυφερότητας που δεν έρχεται προς εμάς, αλλά εκβάλλει μέσα μας.
Ο queer ψηφιακός πόθος δεν είναι επιθυμία για κατοχή. Είναι επιθυμία για εγγραφή. Γι’ αυτό και αυτοί οι τρεις άντρες δεν είναι χαρακτήρες, ούτε crushes. Είναι μορφές απουσίας που μας έμαθαν πώς να υπάρχουμε μέσα στο κενό. Και κάπως έτσι, η απουσία γίνεται αφή. Η φαντασίωση, εργαλείο. Και το σώμα που λείπει κάτι που μας κρατάει, αντί να μας διαλύει.
Στο TikTok, στο Instagram, στο Twitter κυκλοφορεί σαν κάτι περισσότερο από icon· είναι σύμπτωμα, μια αντανάκλαση της συλλογικής μας λαχτάρας για μια τρυφερότητα που δεν φοράει πανοπλία.
Κάθε viral clip, κάθε βλέμμα που διαρκεί μόνο μια στιγμή, κάθε αστείο που ξεφεύγει από τα χείλη του σε μια συνέντευξη, μετατρέπεται σε κάτι οικείο, σχεδόν προσωπικό.
Η γοητεία του δεν βρίσκεται στην προφανή σεξουαλικότητα ή σε explicit εικόνες, αλλά στην ένταση ανάμεσα στην οικειότητα και το μυστήριο, στην τραχύτητα και την ευαλωτότητα.
Είναι ακριβώς σε αυτή την αντίφαση που ανθίζει ο queer πόθος: δεν θέλουμε απλή εκπροσώπηση, αλλά πολυπλοκότητα, κάποιον που ενσαρκώνει μια ασφαλή αντίφαση ένα comforting παράδοξο.
Αυτός ο ψηφιακός πόθος δεν είναι απλώς ψυχαγωγία· είναι αμυντικός μηχανισμός. Μέσα στο τραύμα, στη μοναξιά και στις ασταμάτητες απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, ο Pascal γίνεται μια ψηφιακή ανάπαυλα, ένα παρήγορο είδωλο στοργής.
Δεν καταναλώνουμε απλώς την εικόνα του, προβάλλουμε πάνω της τον συλλογικό μας πόθο, δημιουργώντας μια κοινή φαντασίωση που μας ενώνει, έστω και στιγμιαία, σε μια εποχή που ορίζεται από την απομόνωση.
Murray Bartlett
Ο Murray Bartlett είναι το πρόσωπο της queer μετα-ωριμότητας, εκείνου του πόθου που δεν ψάχνει πια να σε κατακτήσει, αλλά να σε κουβαλήσει.
Από το “Looking” στο “White Lotus” και το «The Last of Us», το σώμα του, το βλέμμα του, ο τρόπος που κινείται ανάμεσα στο φως και τη σκιά, ενσαρκώνει κάτι σπάνιο: έναν queer άντρα που έχει ζήσει.
Και γι’ αυτό επιθυμείται. Όχι σαν κενό αντικείμενο πόθου, αλλά σαν φορέας ιστορίας. Όχι σαν avatar επιτυχίας, αλλά σαν ζωντανή απόδειξη ότι η αγάπη μπορεί να επιμείνει ακόμα κι όταν όλα έχουν τελειώσει.
Ο Bartlett δεν είναι μια εύκολη εικόνα. Είναι ο πόθος που κουβαλάει συνέπειες. Η φαντασίωση που δεν σε φτιάχνει μόνο για το τώρα, αλλά σου δείχνει πώς είναι να γερνάς μέσα στην επιθυμία χωρίς να χάνεις την τρυφερότητα.
Είναι ο queer Pascal με σκιά. Και σ’ έναν κόσμο που καταναλώνει τα πάντα, εκείνος σου ψιθυρίζει πως υπάρχει ακόμα κάτι που δεν τελειώνει. Μόνο βαθαίνει.
Με μια τρυφερότητα τόσο έντονη, που μοιάζει επικίνδυνη. Το σώμα του δεν διεκδικεί χώρο τον καταλαμβάνει, μόνο και μόνο για να σου δείξει πώς να αναπνέεις μέσα του.
Από το Bridgerton μέχρι το Fellow Travelers, ο Bailey δεν υποδύεται τον queer πόθο. Τον ενσαρκώνει με έναν τρόπο σχεδόν τελετουργικό σαν κάτι που σου παραχωρείται, αλλά δεν σου ανήκει.
Ο Jonathan Bailey δεν είναι το αγόρι που δεν πρόλαβες να φιλήσεις. Είναι αυτός που το ήξερες ότι θα μπορούσες, αλλά δεν θα άντεχες να σε αγαπήσει στα αλήθεια.
*Στο ποστ χρησιμοποιηθηκαν εικόνες των Kingsley Ifill, Rob Tenent , Matt Richards, @danitorrentx, @orlebarbrown, Julian Freyberg, Anthony Amadeo, Luke Smaley