Στην πρώτη συγκριτική μελέτη δύο προγραμμάτων διατροφής με παρόμοια θρεπτική αξία, όπου το ένα περιλαμβάνει μη επεξεργασμένα τρόφιμα ενώ το άλλο υπερεπεξεργασμένα, οι συμμετέχοντες έχασαν διπλάσιο βάρος καταναλώνοντας μη επεξεργασμένα τρόφιμα. Η συγκριτική μελέτη ομάδας ερευνητών του University College London αναδεικνύει την αξία των μη επεξεργασμένων τροφίμων στην υγεία, την καταπολέμηση της παχυσαρκίας και την προσπάθεια διατήρησης φυσιολογικού σωματικού βάρους διά βίου. Το τελευταίο διάστημα ακούγονται πολλά για τα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας (Ozempic, Wegovy και Mounjaro), που επιτυγχάνουν εντυπωσιακή απώλεια κιλών, μειώνοντας ταυτόχρονα τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, δηλαδή τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζουν τα παχύσαρκα άτομα. Οι έρευνες ωστόσο δείχνουν πως όταν σταματήσει η χορήγηση του φαρμάκου, τα κιλά επιστρέφουν. Συνεπώς, ακόμα και η χρήση του τελευταίου «υπερόπλου» της Ιατρικής δεν θα αντικαταστήσει την ανυπέρβλητη αξία που έχει η τήρηση μιας υγιεινής διατροφής, η οποία λειτουργεί ως προστατευτική «ασπίδα» ενάντια στις αυξομειώσεις του σωματικού βάρους.
Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, 55 ενήλικοι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα ξεκίνησε ένα πρόγραμμα 8 εβδομάδων με τρόφιμα που είχαν υποστεί ελάχιστη επεξεργασία και τα οποία διέθεταν υψηλή συγκέντρωση σε φυτικές ίνες και μικροθρεπτικά συστατικά. Αφού πέρασαν 4 εβδομάδες και έπειτα από τη μεσολάβηση μιας εξισορροπιστικής εβδομάδας, δηλαδή επιστροφής στη συνηθισμένη τους διατροφή, οι συμμετέχοντες της πρώτης ομάδας ακολούθησαν μια διατροφή με υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, διάρκειας επίσης 4 εβδομάδων. Το δεύτερο γκρουπ ακολούθησε το ίδιο πρόγραμμα με την αντίστροφη σειρά.
Στην εποχή μας η παχυσαρκία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην κατανάλωση ανθυγιεινού φαγητού, που είναι πολύ φθηνό στην τιμή και έτσι γίνεται ιδιαίτερα δελεαστικό στις μάζες. Στην έρευνα αυτή, το θρεπτικό φαγητό –στον αντίποδα του junk food– αναδεικνύεται ως σύμμαχος στην απώλειας των περιττών κιλών και υποδεικνύει πως στη μάχη με την παχυσαρκία δεν παίζει ρόλο μόνο η ατομική ευθύνη.
Τα δύο διατροφικά προγράμματα συγκρίθηκαν και έλαβαν έγκριση από τον επίσημο κρατικό Οδηγό Διατροφής της Μ. Βρετανίας (Eatwell Guide), ώστε να διασφαλιστεί πως προσφέρουν επάρκεια θρεπτικών συστατικών. Οι συμμετέχοντες είχαν στη διάθεσή τους επαρκή ποσότητα φαγητού (οι δίαιτες δεν ήταν στερητικές, κάθε άλλο) και έπειτα από την πάροδο των 8 εβδομάδων που διήρκεσε το πρόγραμμα όλοι οι συμμετέχοντες είχαν χάσει κιλά. Ωστόσο, η μείωση του σωματικού βάρους ήταν μεγαλύτερη στη δίαιτα με τα ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα (2,06% μείωση βάρους) σε σχέση με τη δίαιτα με τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα (1,05% μείωση βάρους). Σε αριθμούς, οι συμμετέχοντες στη δίαιτα με τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα κατανάλωναν 290 θερμίδες (kcal) λιγότερες την ημέρα, ενώ οι συμμετέχοντες στη δίαιτα με τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα κατανάλωναν 120 θερμίδες λιγότερες την ημέρα, σε σχέση με τη συνηθισμένη τους διατροφή. Ο επίσημος βρετανικός Οδηγός Διατροφής (Eatwell Guide) σύστησε ημερήσια θερμιδική πρόσληψη 2.000 θερμίδων (kcal) για τις γυναίκες και 2.500 θερμίδων την ημέρα για τους άνδρες. Ο Dr. Samuel Dicken από το Κέντρο Έρευνας της Παχυσαρκίας και το Τμήμα Επιστημών Συμπεριφοράς και Υγείας του UCL επισημαίνει: «Προγενέστερα ερευνητικά ευρήματα συσχετίζουν τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα με την κακή υγεία. Σε αυτή τη μελέτη, διερευνούμε τη σχέση τους με το σωματικό βάρος, την αρτηριακή πίεση, τη σύσταση του σώματος (αναλογία μυϊκού ιστού-λιπώδους ιστού), τις κρίσεις λαιμαργίας και άλλες παραμέτρους. Αναφορικά με την απώλεια βάρους, διαπιστώσαμε 2% απώλεια σωματικού βάρους στο γκρουπ με τη μη επεξεργασμένη διατροφή και 1% απώλεια σωματικού βάρους στο γκρουπ με την υπερεπεξεργασμένη διατροφή. Αν αναγάγουμε τα αποτελέσματα στη διάρκεια ενός έτους, θα αναμένουμε μείωση σωματικού βάρους κατά 13% στους άνδρες και κατά 9% στις γυναίκες του πρώτου γκρουπ, ενώ στο δεύτερο γκρουπ το αναμενόμενο θα ήταν 4% μείωση σωματικού βάρους στους άνδρες και 5% στις γυναίκες. Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα ήταν ότι η ομάδα με τη μη επεξεργασμένη δίαιτα εμφάνισε λιγότερες κρίσεις λαιμαργίας σε σχέση με το δεύτερο γκρουπ, παρότι έχασε περισσότερα κιλά. Οι συμμετέχοντες στην πρώτη ομάδα ανέφεραν διπλάσια μείωση στις κρίσεις λαιμαργίας γενικά και τετραπλάσια μείωση στην επιθυμία για κατανάλωση σακχαρούχων τροφίμων (τα λεγόμενα τρόφιμα παρηγοριάς, που είναι κυρίως γλυκίσματα)».
Ο καθηγητής Chris van Tulleken, από τον Τομέα Λοιμώξεων και Ανοσίας του UCL και του UCL Hospital, γιατρός μολυσματικών ασθενειών και συγγραφέας του βιβλίου Υπερπεξεργασμένοι Άνθρωποι (Ultra-Processed People), γνωστός διεθνώς για την έρευνά του πάνω στις επιπτώσεις των τυποποιημένων τροφίμων στην υγεία, προσθέτει: «Στην εποχή μας η παχυσαρκία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην κατανάλωση ανθυγιεινού φαγητού, που είναι πολύ φθηνό στην τιμή και έτσι γίνεται ιδιαίτερα δελεαστικό στις μάζες. Στην έρευνα αυτή, το θρεπτικό φαγητό –στον αντίποδα του junk food– αναδεικνύεται ως σύμμαχος στην απώλειας των περιττών κιλών και υποδεικνύει πως στη μάχη με την παχυσαρκία δεν παίζει ρόλο μόνο η ατομική ευθύνη. Είναι πολύ σημαντική και η ευθύνη της βιομηχανίας των τροφίμων και πρέπει ο τομέας αυτός της παραγωγής και του μάρκετινγκ των τροφίμων να αυστηροποιηθεί. Για να σταματήσει να τροφοδοτείται η “δεξαμενή” των παχύσαρκων ασθενών, θα πρέπει να βελτιωθεί το διατροφικό οικοσύστημα στο οποίο ζούμε. Τα συσκευασμένα τρόφιμα πρέπει να έχουν μικρή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι, να υπάρχουν ευδιάκριτες επισημάνσεις και προειδοποιήσεις στις συσκευασίες τους και ό,τι είναι υγιεινό πρέπει να αποκτήσει προσιτή τιμή. Δεν είναι δυνατόν τα θρεπτικά τρόφιμα να ακριβαίνουν και να γίνονται απαγορευτικά για τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Στον αντίποδα, τα ανθυγιεινά τρόφιμα πρέπει να έχουν υψηλότερη φορολογία, στο πλαίσιο της πολιτικής Υγείας της “φορολόγησης της αμαρτίας”. Δηλαδή ανθυγιεινές τροφές, αναψυκτικά, αλκοολούχα ποτά και καπνικά προϊόντα –οι “αμαρτίες”– πρέπει να έχουν υψηλότερη φορολογία, ώστε η ακριβότερη τιμή τους να καθιστά αποτρεπτική την κατανάλωσή τους».
Η καθηγήτρια Rachel Batterham από το κέντρο Έρευνας της Παχυσαρκίας του UCL υπογραμμίζει από τη μεριά της: «Παρότι η υγιεινή διατροφή ως επιλογή ζωής προωθείται από όλες τις επιστημονικές οργανώσεις και τους ανεξάρτητους φορείς, στη Μ. Βρετανία λιγότερο από το 1% του πληθυσμού ακολουθεί τις συστάσεις του Οδηγού Διατροφής Eatwell Guide. Η καλύτερη σύσταση που μπορούμε να δώσουμε στους πολίτες είναι να υιοθετήσουν τις διατροφικές οδηγίες των ειδικών, μειώνοντας την πρόσληψη αλατιού, ζάχαρης και κορεσμένων λιπαρών και αυξάνοντας, στον αντίποδα, την πρόσληψη φρούτων και λαχανικών που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες. Διαλέγοντας ανεπεξέργαστα δημητριακά, όσπρια, μαγειρεύοντας στην κουζίνα αντί να ζεσταίνουν στον φούρνο μικροκυμάτων πολύ επεξεργασμένα γεύματα, οι πολίτες θα έχουν καλύτερη υγεία, καλύτερη αναλογία μυϊκού-λιπώδους ιστού και πιο φυσιολογικό σωματικό βάρος».
Η πρωτοποριακή μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας για την Υγεία και την Κοινωνική Φροντίδα της Μ. Βρετανίας – τον βασικό χρηματοδότη της βρετανικής κυβέρνησης για την κλινική έρευνα, τη δημόσια υγεία και την κοινωνική φροντίδα.