— Τι ποσοστό Ελλήνων έχει ασφάλιση υγείας και πόσο πληρώνουμε κατά μέσο όρο στα ασφαλιστήρια συμβόλαια;
Περίπου ένας στους πέντε Έλληνες, δηλαδή γύρω στο 20% του πληθυσμού, διαθέτει σήμερα ιδιωτική ασφάλιση υγείας, είτε μέσω ατομικών είτε μέσω ομαδικών συμβολαίων. Το ποσοστό αυτό μεταφράζεται σε περίπου 2,5 εκατομμύρια πολίτες που επιλέγουν να συμπληρώσουν τη δημόσια κάλυψή τους με ιδιωτικά προγράμματα, κυρίως για ταχύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες, καλύτερες συνθήκες νοσηλείας και ευρύτερες επιλογές γιατρών και νοσοκομείων. Το μέσο ετήσιο κόστος για μια βασική ιδιωτική ασφάλιση υγείας στην Ελλάδα κυμαίνεται περίπου από 400 έως 800 ευρώ, ανάλογα με την ηλικία, τις καλύψεις και τις απαλλαγές, ενώ για πιο πλήρη προγράμματα με υψηλά όρια νοσηλείας μπορεί να ξεπεράσει τα 1.000 ευρώ ετησίως.
— Έχουν «παγίδες» τα συμβόλαια ασφάλισης υγείας;
Η λέξη «παγίδες» δεν είναι ίσως η σωστή, καθώς θα μπορούσε να περιγραφεί πιο δίκαια ως «ιδιαιτερότητες» των συμβολαίων ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Οι ιδιαιτερότητες αυτές εντοπίζονται κυρίως στους όρους και στις λεπτομέρειες που καθορίζουν την έκταση και τις προϋποθέσεις της κάλυψης. Η απαλλαγή, για παράδειγμα, δηλαδή το ποσό που πληρώνει ο ασφαλισμένος προτού ενεργοποιηθεί η αποζημίωση, επηρεάζει σημαντικά τόσο το κόστος του συμβολαίου όσο και τη συμμετοχή του σε κάθε νοσηλεία. Εξίσου σημαντική είναι η συμμετοχή του δημόσιου ταμείου (όπως ο ΕΟΠΥΥ), καθώς πολλά προγράμματα υπολογίζουν την αποζημίωση αφαιρώντας το ποσό που καλύπτει το ταμείο, μειώνοντας έτσι τη συνολική κάλυψη. Επιπλέον, υπάρχουν περίοδοι αναμονής κατά τις οποίες δεν καλύπτονται συγκεκριμένες παθήσεις ή επεμβάσεις, καθώς και εξαιρέσεις για προϋπάρχουσες ή συγγενείς παθήσεις, που ενδέχεται να μην αποζημιώνονται ή να απαιτούν ειδική έγκριση. Όλα αυτά, φυσικά, δεν οφείλει να τα γνωρίζει εξαρχής ο ενδιαφερόμενος προς ασφάλιση, αλλά ο εκάστοτε ασφαλιστής πρέπει να τα εξηγεί με σαφήνεια και υπευθυνότητα πριν από την υπογραφή του συμβολαίου.
Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ασφαλιστικό Marketing» και του insurancedaily.gr
— Αν θελήσουμε να αλλάξουμε ασφαλιστική εταιρεία ή ασφαλιστήριο συμβόλαιο γιατί βρήκαμε αλλού καλύτερες παροχές, τι ισχύει;
Η αλλαγή ασφαλιστικής εταιρείας ή συμβολαίου υγείας δεν είναι πάντα τόσο απλή όσο φαίνεται, καθώς κάθε νέο συμβόλαιο θεωρείται καινούργια ασφάλιση και όχι συνέχεια της προηγούμενης. Αυτό σημαίνει ότι, αν αλλάξουμε εταιρεία, η νέα ασφαλιστική θα μας αντιμετωπίσει ως νέο πελάτη, ζητώντας ξανά ιατρικό ιστορικό και αξιολόγηση κινδύνου, ενώ μπορεί να επιβάλει περιόδους αναμονής ή εξαιρέσεις για προϋπάρχουσες παθήσεις που μέχρι τότε ίσως καλύπτονταν. Παράλληλα, ενδέχεται να χάσουμε δικαιώματα συνέχειας που έχουμε αποκτήσει στο παλιό συμβόλαιο, όπως προνομιακούς όρους, μηδενικές αναμονές ή κάλυψη χρόνιων παθήσεων. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η νέα ασφαλιστική μπορεί να αναγνωρίσει το ασφαλιστικό ιστορικό μας, δηλαδή τα χρόνια που ήμασταν ήδη ασφαλισμένοι σε άλλο πρόγραμμα, εφόσον υπάρχει συνεχής κάλυψη χωρίς διακοπή και προσκομίσουμε τα απαραίτητα αποδεικτικά. Σε αυτή την περίπτωση, ενδέχεται να μην εφαρμοστούν εκ νέου περίοδοι αναμονής ή να καλυφθούν προϋπάρχουσες παθήσεις που είχαν ήδη αναγνωριστεί στο προηγούμενο συμβόλαιο. Παρ’ όλα αυτά, η αναγνώριση του ιστορικού δεν είναι υποχρεωτική και εξαρτάται από την πολιτική της κάθε εταιρείας, γι’ αυτό ο ασφαλισμένος πρέπει πάντα να ζητά γραπτή επιβεβαίωση για το τι ακριβώς θα ισχύσει πριν προβεί σε οποιαδήποτε αλλαγή.
— Πού οφείλονται οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας τα τελευταία δύο χρόνια;
Οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας τα τελευταία χρόνια δεν αποδίδονται επίσημα σε «καρτέλ» των ιδιωτικών κλινικών, αλλά αρκετές έρευνες και ρεπορτάζ αναδεικνύουν πως η υψηλή συγκέντρωση της αγοράς και οι ολιγοπωλιακές πρακτικές των μεγάλων ιδιωτικών ομίλων υγείας έχουν συμβάλει ουσιαστικά στην αύξηση του κόστους. Όπως επισημαίνεται, λίγες πλέον μεγάλες αλυσίδες ελέγχουν το μεγαλύτερο ποσοστό των ιδιωτικών νοσηλειών και επιβάλλουν προσυμφωνημένες τιμές στις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες στη συνέχεια μετακυλίουν αυτό το επιπλέον κόστος στους ασφαλισμένους μέσω αυξήσεων στα ασφάλιστρα. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, στην πρόσφατη κλαδική μελέτη της για την ιδιωτική υγεία, δεν διαπίστωσε τυπικά καρτέλ, αλλά προειδοποίησε για «σοβαρές στρεβλώσεις ανταγωνισμού» και έλλειψη διαφάνειας στις τιμολογήσεις, που οδηγούν σε ανοδική πίεση στα κόστη. Συνεπώς, ενώ δεν υπάρχει αποδεδειγμένο καρτέλ με τη νομική έννοια, η ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς και η έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού φαίνεται να είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους τα συμβόλαια υγείας γίνονται ολοένα και ακριβότερα.
— Πώς μπορεί να λυθεί όμως αυτό το πρόβλημα που εν τέλει επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή;
Η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) έχει καταθέσει σειρά προτάσεων για τη συγκράτηση του αυξανόμενου κόστους και των ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις υγείας, οι οποίες συνοπτικά είναι οι εξής: Πρώτον, η γενίκευση της εφαρμογής του συστήματος DRG (Diagnosis-Related Groups) στον ιδιωτικό τομέα –ανεξάρτητα από το αν ο νοσηλευόμενος καλύπτεται από το Δημόσιο, την ιδιωτική ασφάλιση ή από ίδιους πόρους– εξορθολογίζοντας έτσι το κόστος των νοσηλειών. Επίσης, στις προτάσεις περιλαμβάνεται η ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τομέα της υγείας μέσω απλούστευσης του ρυθμιστικού πλαισίου για τη δημιουργία νέων ιδιωτικών κλινικών και την ταχύτερη προσέλκυση επενδύσεων. Παράλληλα, προτείνεται η επανεξέταση της επιβολής ΦΠΑ 24% στις ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας, προκειμένου να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση που μετακυλίεται στα ασφάλιστρα. Ακολουθεί η μείωση της φορολογίας των ασφαλίστρων –συγκεκριμένα, ελάφρυνση του φόρου ασφαλίστρων κατά 15%– ώστε τα συμβόλαια υγείας να καταστούν πιο προσιτά στους πολίτες. Τέλος, προτείνεται η οριοθέτηση του δείκτη που χρησιμοποιείται για τις αναπροσαρμογές ασφαλίστρων. Η ΕΑΕΕ υποστηρίζει ότι ο δείκτης του ΙΟΒΕ δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός παράγοντας καθορισμού του ασφαλίστρου, αφού το τελικό κόστος επηρεάζεται και από άλλες παραμέτρους, όπως η ηλικία, η εμπειρία χαρτοφυλακίου και τα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας. Με αυτές τις προτάσεις η ΕΑΕΕ επιδιώκει να διαμορφωθεί ένα πιο βιώσιμο, διαφανές και ανταγωνιστικό περιβάλλον στην αγορά της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας.
— Ποιες είναι οι δικές σας συμβουλές σε ό,τι αφορά την ασφάλιση υγείας;
Η δική μου συμβουλή για την ασφάλιση υγείας είναι να μην επικεντρώνεται κανείς αποκλειστικά στο όνομα της ασφαλιστικής εταιρείας ή στις λεπτομέρειες του προγράμματος, γιατί στην πραγματικότητα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, σε γενικές γραμμές, είναι παρόμοια μεταξύ εταιρειών – προσφέρουν αντίστοιχες καλύψεις, όρια και παροχές, με μικρές διαφοροποιήσεις στις λεπτομέρειες. Εκεί όμως που πραγματικά γίνεται η διαφορά είναι στον ασφαλιστή, δηλαδή στον επαγγελματία που θα καθοδηγήσει, θα εξηγήσει τους όρους, θα προτείνει το πρόγραμμα που ταιριάζει στις ανάγκες του πελάτη και, κυρίως, θα σταθεί δίπλα του τη στιγμή της ζημιάς ή της νοσηλείας. Ένας καλός ασφαλιστής δεν πουλάει απλώς ένα προϊόν, αλλά αναλαμβάνει τον ρόλο του συμβούλου εμπιστοσύνης, διασφαλίζοντας ότι ο ασφαλισμένος κατανοεί πλήρως τι καλύπτει το συμβόλαιό του και αποφεύγει δυσάρεστες εκπλήξεις όταν χρειαστεί να το χρησιμοποιήσει.