«ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ», «κίνδυνος πληθυσμιακής αντικατάστασης», «οι μετανάστες κάνουν περισσότερα παιδιά και δεν έχουν τις δικές μας απαιτήσεις για το πώς θα μεγαλώσουν» ,«η Ελλάδα σε πενήντα χρόνια θα είναι μια άλλη χώρα όπου οι Έλληνες θα αποτελούν μειονότητα…»: αυτά και άλλα ειπώθηκαν παραμονή της Παγκόσμιας Ημέρας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε τηλεοπτική εκπομπή του Alpha που έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την υπογεννητικότητα των Ελλήνων, σε αντίθεση με το πόσο «καρπεροί» είναι ο μετανάστες και ειδικά οι μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, ώστε να τροφοδοτηθεί ακόμα περισσότερο ο ηθικός πανικός των απευθείας απογόνων του Περικλή.
Προς επίρρωση αυτού αναφέρθηκε μάλιστα κάποια στιγμή ότι «50.000 μετανάστες έμειναν φέτος στη χώρα»(;), χωρίς ωστόσο καμία αναφορά στο πόσο έχει δυσκολέψει όχι μόνο η απόκτηση ασύλου αλλά ακόμα και η παραμονή σε δομές που θυμίζουν ολοένα περισσότερο κάτεργα: «Η Ευρώπη υιοθετεί πλέον αυτήν τη γραμμή: αυστηρή διαδικασία, ταχεία εξέταση ασύλου, κράτηση για όσους προέρχονται από χώρες με ελάχιστες πιθανότητες ασύλου. Μπαίνουμε στη λογική των αποτροπών, των κλειστών κέντρων, των απελάσεων και όχι στη λογική "welcome to Europe"», κόμπαζε χτες στον ΣΚΑΪ ο υπουργός (Αντι) Μετανάστευσης και (μη) Ασύλου. Το πώς θα καλυφθούν οι ανάγκες για 150.000-200.000 εργατικά χέρια κυρίως σε κλάδους όπως η γεωργία, ο τουρισμός και οι κατασκευές δεν μας λέει μόνο, καθώς η υπογραφή διμερών διακρατικών συμφωνιών δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα, εκτός κι αν αυτό δεν λογίζεται ως «εθνικό συμφέρον». Αλλά τι να λέμε, εδώ δεν μπορούν να απορροφηθούν στην αγορά εργασίας και να προκόψουν ακόμα και μετανάστες β’ γενιάς καθώς η απόκτηση ιθαγένειας γι' αυτούς νομοθετήθηκε μεν το 2015, αλλά παραμένει περίπλοκη, με γραφειοκρατικά εμπόδια και καθυστερήσεις.
Είναι ανησυχητικό να βλέπουμε ξενοφοβικές εκπομπές και ρεπορτάζ να κερδίζουν ξανά έδαφος πέντε μόλις χρόνια μετά την πρωτόδικη καταδίκη της εγκληματικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής, η οποία στις μεγάλες της «δόξες» είχε βρει πρόθυμους συμμάχους στα συστημικά ΜΜΕ.
Η υπογεννητικότητα είναι, βέβαια, ένα υπαρκτό πρόβλημα το οποίο δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, όπου, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024 είχαμε 126.916 θανάτους έναντι ούτε 70.000 γεννήσεων, ήτοι κάπου 1,35 παιδιά ανά οικογένεια (η φετινή καταμέτρηση δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, ωστόσο το αρνητικό ισοζύγιο αναμένεται ακόμα μεγαλύτερο), αλλά όλη σχεδόν τη Γηραιά - στην κυριολεξία – Ήπειρο (μέσος όρος γεννήσεων 1,7), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μισθούς, συντάξεις, αγορά εργασίας, ακόμα και για κοινωνικές αλλαγές, γιατί η νεολαία είναι που πρωτοστατεί σε αυτές. Στην υπογεννητικότητα και την προϊούσα γήρανση του πληθυσμού, καθώς αυξάνεται ταυτόχρονα το προσδόκιμο ζωής, συμβάλλει η διαρκώς διογκούμενη οικονομική επισφάλεια που πλέον απειλεί ακόμα και τα μεσαία εισοδήματα. Ακόμα και τα οικονομικά κίνητρα που δίνονται πια για περισσότερες γεννήσεις με επιδόματα, φορολογικές ελαφρύνσεις κ.λπ., που κι αυτά στην Ελλάδα κινούνται σε χαμηλά αναλογικά επίπεδα, ενώ ταυτόχρονα «εξανεμίζονται» από την ακρίβεια, μετά βίας επηρεάζουν τη γενική εικόνα. Είναι προφανές ότι χρειάζεται να σχεδιαστούν και να συνδυαστούν νέες πολιτικές – ανάμεσα σε αυτές θα μπορούσε να είναι (λέμε τώρα) και η άρση των περιορισμών στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή για τα ομόφυλα ζευγάρια, έλα όμως που οι ΛΟΑΤΚΙ+ ευαισθησίες της κυβέρνησης είναι πολύ «last year».
Αλλά δεν χρειάζεται να είναι κανείς διάνοια για να καταλάβει ότι όσο το κόστος ζωής αφενός, το βιοτικό επίπεδο αφετέρου ανεβαίνουν, τόσο λιγότερες γεννήσεις καταγράφονται ακόμα και σε χώρες με πιο παραδοσιακές κοινωνικές δομές όπως η γειτονική Τουρκία (1,63 παιδιά ανά οικογένεια). Ακόμα και στην πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου, την Ινδία, γεννιούνται πλέον κατά μέσο όρο 2 παιδιά ανά οικογένεια έναντι 5,7 τη δεκαετία του ’60. Ανεβαίνει ταυτόχρονα για τις γυναίκες στον ανεπτυγμένο αλλά και τον αναπτυσσόμενο κόσμο η ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού – στην Ελλάδα πήγε από τα 28,8 έτη που ήταν το 2008 στα 30,3 έτη το 2016. Διότι όσο ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο και «επιμηκύνεται», ταυτόχρονα, η εφηβεία (και μαζί οι σπουδές, η εργένικη ζωή και η κουλτούρα της ατομικής ανεξαρτησίας και αυτοπραγμάτωσης) τόσο ανεβαίνει και το όριο ηλικίας των υποψήφιων γονέων.
Ωστόσο όχι, ούτε οι μετανάστες έχουν καμιά πρεμούρα να «γεννοβολάνε σαν τα κουνέλια» και μάλιστα βάσει… σχεδίου, όπως γκαρίζουν τα ακροδεξιά φερέφωνα – τα υψηλά ποσοστά γεννήσεων χαρακτηρίζουν κατά κανόνα την πρώτη γενιά, από τη δεύτερη και μετά, όταν αρχίζουν να βρίσκουν τα πατήματά τους, ακολουθούν κι αυτοί το κυρίαρχο ρεύμα. Κάτι ποτ είναι εμφανές και στην περίπτωση της Γερμανίας όπου τα ποσοστά γεννήσεων από αλλοδαπές μητέρες τείνουν σταδιακά να συγκλίνουν με αυτά των «βέρων» Γερμανίδων (1,84 έναντι 1,23 το 2024), όπως αναφέρθηκε στην ίδια εκπομπή. Μολονότι, ωστόσο, δεν αποσιωπούνταν οι πραγματικοί λόγοι της δημογραφικής κατάρρευσης, τους οποίους εξάλλου εξέθεταν και οι ερωτώμενοι, ο παρουσιαστής επέμενε να επισείει διαρκώς τον μεταναστευτικό «μπαμπούλα», διανθίζοντάς τη με απανωτά βίντεο από αφίξεις προσφύγων και χώρους «υποδοχής».
Δεν είναι βέβαια η μόνη εκπομπή, ούτε το μόνο ρεπορτάζ που επικαλείται τον… αναπαραγωγικό πατριωτισμό των Ελλήνων ως ανάχωμα στην επαπειλούμενη πληθυσμιακή μας αλλοίωση και τη μετατροπή μας σε «μειονότητα μέσα στην ίδια μας τη χώρα». Και δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι αυτό γίνεται σκόπιμα καθώς ακόμα κι ένας πρωτοετής φοιτητής δημοσιογραφίας γνωρίζει ότι αυτές ακριβώς οι εικόνες είναι που θα αποτυπωθούν στη μνήμη του μέσου θεατή και αυτές θα ανακαλέσει πρώτες, πιθανότατα και μπροστά στην κάλπη, και όχι τα πραγματικά στοιχεία που ακυρώνουν την εν λόγω αναγωγή. Και είναι ανησυχητικό να βλέπουμε ξενοφοβικές εκπομπές και ρεπορτάζ να κερδίζουν ξανά έδαφος πέντε μόλις χρόνια μετά την πρωτόδικη καταδίκη της εγκληματικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής, η οποία στις μεγάλες της «δόξες» είχε βρει πρόθυμους συμμάχους στα συστημικά ΜΜΕ.
Στην ERTnews, πάλι, έβλεπα χθες την υφυπουργό Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας να λέει ότι η αφομοίωση περισσότερων μεταναστών προς ενίσχυση του δημογραφικού «δεν αποτελεί σημείο εκκίνησης» για την κρατική πολιτική – «όχι γιατί δεν μπορεί αλλά επειδή δεν θέλουμε», όφειλε να συμπληρώσει ώστε να είναι πιο ειλικρινής. Ευτυχώς που στο παιχνίδι των εντυπώσεων δεν μπήκαν και οι Ρομά οι οποίοι τείνουν, ως γνωστόν, να παντρεύονται πολύ νέοι και να κάνουν αρκετά παιδιά, γιατί με δεδομένα τα πολύ υψηλά ποσοστά τσιγγανοφοβίας, όπως καταγράφηκαν και στη φετινή έρευνα του Σημείου Μελέτης και Αντιμετώπισης της Ακροδεξιάς (ένα 56,3% θεωρεί ότι η παραβατικότητα συνιστά «στοιχείο του πολιτισμού τους», δίχως βέβαια ταυτόχρονα να αναρωτιούνται πόσα «μπαλαμά» θα προσλάμβαναν έναν Ρομά ή θα τον δέχονταν για συνάδελφο), θα έπεφτε το Δίκτυο από τα αρνητικά σχόλια.