ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΤΑΝ ο σημαντικότερος εν ζωή αγγλόφωνος σκηνοθέτης συναντάει τον σημαντικότερο εν ζωή αγγλόφωνο συγγραφέα; Κατά κάποιον τρόπο, είχαμε ήδη την απάντηση το 2014, όταν ο Πολ Τόμας Άντερσον (Magnolia, Θα χυθεί αίμα, The Master) μετέφερε το Έμφυτο Ελάττωμα του Tόμας Πίντσον στη μεγάλη οθόνη. Εκεί, συναντήσαμε τον Doc Sportello του Γιοακίμ Φίνιξ, έναν χίπη ντέτεκτιβ που αντιμετωπίζει έναν χωρισμό, το hangover των sixties και μια ασαφή πλεκτάνη, η οποία καλύπτει –ή ταυτίζεται με– όλη την Αμερική.
Την περασμένη Πέμπτη, κυκλοφόρησε η νέα ταινία του Άντερσον, Μια μάχη μετά την άλλη, μερικώς εμπνευσμένη από το Vineland του Πίντσον, ένα εκπληκτικό βιβλίο που δεν εκτιμήθηκε επαρκώς την εποχή της έκδοσής του (1990): αφενός, το μεσαίου μεγέθους και σχετικά συγκροτημένο μυθιστόρημα απογοήτευσε τους θαυμαστές του συγγραφέα που, δεκαεπτά χρόνια μετά το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, περίμεναν ένα έπος αντίστοιχου βεληνεκούς (στην πραγματικότητα, το Mason & Dixon και το Ενάντια στη μέρα που ο Πίντσον δούλευε την ίδια περίοδο)· αφετέρου, η συνύπαρξη ριζοσπαστικών πολιτικών θέσεων και μιας ποιητικής (μέτα;) μοντερνιστικής γραφής προκάλεσε αμηχανία στους περισσότερους κριτικούς, εξωθώντας τους να καταδικάσουν το βιβλίο ως «υπερβολικά πολιτικό» ή να διαγράψουν τις ριζοσπαστικές πτυχές του και να το εξυμνήσουν ως ένα δείγμα απολιτίκ «τέχνης για την τέχνη».¹
Η επιθετικότητα του κράτους απαντάται με μια μεγάλη πορεία και μπάχαλα, ενώ οι μετανάστες χωρίς χαρτιά διαφεύγουν με τη βοήθεια του μαγευτικά ζεν Μπενίτσιο ντελ Τόρο, σε μια σύγχρονη εκδοχή του Underground Railroad. Οι συνωμοσίες της εξουσίας, καταρρέουν μπροστά σε μια «συνωμοσία» από τα κάτω, έναν υπόγειο κόσμο παραπλάνησης, δόλου και αλληλεγγύης.
Στο Vineland, ακολουθούμε την ιστορία των 24fps, μιας ομάδας που αναδύθηκε εντός των κινημάτων αντικουλτούρας των sixties και διαλύθηκε, αφού η αγωνίστρια Frenesi Gates σύναψε ερωτική σχέση με τον «εχθρό» (έναν μοχθηρό, σέξι εισαγγελέα) και πρόδωσε τους υπόλοιπους. Στον απόηχο της ήττας του κινήματος, ο σύντροφος της Frenesi συνάπτει «ειρήνη» με το κράτος, αποκηρύσσοντας τόσο την πολιτική όσο και την ίδια, ώστε να μπορέσει να ζήσει ασφαλής με τη νεογέννητη κόρη τους.
Ωστόσο, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, η ειρήνη σπάει, καθώς ο εχθρός επιστρέφει, κυνηγάει τα μέλη της οργάνωσης και ψάχνει το παιδί. Η ταινία του Άντερσον διατηρεί τον βασικό σκελετό της αφήγησης, αλλά διαφοροποιείται σημαντικά απ’ το βιβλίο, τοποθετώντας τη δράση στη σύγχρονη Αμερική της ηγεμονικής alt-right και των πογκρόμ μεταναστών.²
Το Μια μάχη μετά την άλλη προσεγγίζει με μαεστρία μια σειρά από ζητήματα. Πρώτον, ψηλαφεί την επικοινωνία του σεξουαλικού και του πολιτικού, που βρίσκεται στην καρδιά του Vineland. Δείχνει, με άλλα λόγια, ότι η επιθυμία επενδύεται σε πολιτικούς θεσμούς, πολιτικές πράξεις και ιδέες με καθαρά λιβιδινικούς όρους, ότι οι σημαίες, οι στρατοί, οι τράπεζες και οι επαναστάσεις καυλώνουν τον κόσμο (η ξεκαρδιστική αναφορά του Vineland στους Ντελέζ-Γκαταρί δεν είναι καθόλου τυχαία).³ Είτε βλέπουμε τον Σον Πεν να αυνανίζεται σ’ ένα στρατιωτικό τζιπ, είτε την Tεϊάνα Tέιλορ να ερεθίζεται τοποθετώντας τις βόμβες που θα βυθίσουν μια πόλη στο σκοτάδι, καταλαβαίνουμε πως οι κοινωνικές μηχανές του ενός ή του άλλου τύπου κινητοποιούν ροές επιθυμίας.
Ταυτόχρονα, το Μια μάχη μετά την άλλη χλευάζει την υποκρισία του φιλελεύθερου/δημοκρατικού κράτους, το οποίο δεν θα διστάσει να δολοφονήσει, να βασανίσει και να εξευτελίσει τους «εσωτερικούς του εχθρούς» στο πλαίσιο μιας ατέρμονης αντι-εξέγερσης ενάντια σε ό,τι ξεφεύγει. Προπαντός, η ταινία υιοθετεί αυτήν τη στάση χωρίς να στοχοποιεί την τάδε ή τη δείνα κυβέρνηση με τρόπο που θα αγνοούσε την ιστορική συνέχεια του κράτους. Ανοίγοντας με μια σκηνή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών του Oμπάμα και περνώντας στην εποχή του ICE, το έργο βγάζει τη γλώσσα στους φιλελεύθερους που σοκάρονται με τις βάναυσες πολιτικές του Τραμπ ή του Πλεύρη αλλά όχι μ’ αυτές των «προοδευτικών» προκατόχων τους.
Ακόμα πιο ουσιαστικά, η ταινία δείχνει πως, όσο και να αυξάνονται η βαναυσότητα του κράτους και η δύναμη του ελέγχου, πάντα κάτι της διαφεύγει της εξουσίας, επιζεί και αντιστέκεται. Όταν οι στρατιώτες του Σον Πεν εισβάλλουν στην πόλη του πρωταγωνιστή με το πρόσχημα του «πολέμου ενάντια στα ναρκωτικά» και τη μετανάστευση, ενεργοποιούν έναν πολύπλοκο μηχανισμό άμυνας, κοινοτικούς δεσμούς αλληλεγγύης και τρόπους διαφυγής που βασίζονται στις «προνομιακές» μορφές γνώσης των υποτελών. Έτσι, η επιθετικότητα του κράτους απαντάται με μια μεγάλη πορεία και μπάχαλα, ενώ οι μετανάστες χωρίς χαρτιά διαφεύγουν με τη βοήθεια του μαγευτικά ζεν Μπενίτσιο ντελ Τόρο, σε μια σύγχρονη εκδοχή του Underground Railroad. Οι συνωμοσίες της εξουσίας, με άλλα λόγια, καταρρέουν μπροστά σε μια «συνωμοσία» από τα κάτω, έναν υπόγειο κόσμο παραπλάνησης, δόλου και αλληλεγγύης.
Παρά τα επιτεύγματα της ταινίας, πιστεύω πως η επιλογή του Άντερσον να τοποθετήσει τη δράση στο παρόν δεν τον αφήνει να αξιοποιήσει τον πραγματικό πολιτικό και συναισθηματικό πυρήνα του Vineland. Το μυθιστόρημα του Πίντσον δεν αφορά την ήττα μιας οποιασδήποτε πολιτικής ομάδας ή ενός οποιουδήποτε κύκλου κινημάτων αλλά τη συγκεκριμένη αποδυνάμωση του οράματος των sixties: τον τρόπο με τον οποίο τα όνειρα και οι ελπίδες μιας γενιάς που τόλμησε να πιστέψει έμπρακτα σ’ έναν ελεύθερο κόσμο καταπνίγηκαν ύπουλα και μεθοδικά.
Ακούγοντας τους χίπηδες του Πίντσον που, εξόριστοι στην Αμερική του Ρίγκαν, αναπολούν τα sixties, δεν νιώθουμε μια κατευναστική νοσταλγία αλλά την ισχύ μιας κίνησης που ηττήθηκε από τους ίδιους θεσμούς που μας περιβάλλουν. Υπόρρητη, με άλλα λόγια, στην πολιτική του Vineland είναι μια κομμουνιστική «στοιχειοντολογία» (Ζακ Ντεριντά, Mαρκ Φίσερ): η ιδέα ότι τα οράματα και οι αγώνες του παρελθόντος επιβιώνουν ως φαντάσματα, φέροντας ένα ισχυρό εξεγερσιακό απόθεμα, πιθανά μέλλοντα τα οποία μπορούμε να ενεργοποιήσουμε ανά πάσα στιγμή.
Αναφερόμενος στα sixties και στον «ψυχεδελικό κομμουνισμό» που επινόησαν τα κινήματα της εποχής, ο Φίσερ γράφει πως «η δεκαετία αυτή μας στοιχειώνει όχι λόγω κάποιας συμπαιγνίας παραγόντων που δεν μπορεί ούτε να ανακτηθεί ούτε να επαναληφθεί» αλλά, απεναντίας, επειδή «οι δυνατότητές [της] ενυπάρχουν ακόμη, έτοιμες να αφυπνιστούν ξανά» και επειδή η εξουσία βασίζεται στην καταστολή αυτών των δυνατοτήτων, στη λήθη των ονείρων του παρελθόντος, σε έναν στρατηγικό «εξορκισμό του φαντάσματος ενός κόσμου που θα μπορούσε να είναι ελεύθερος».[4]
Ή, αλλιώς, στον Πίντσον:
«Α, απλά θα ήθελα να ’μασταν πάλι εκεί, όταν ήσουν ο Κόμης. Θυμάσαι πώς ήταν το LSD; Θυμάσαι αυτό το τζάμι, κάτω στη Λαγκούνα Μπιτς; Θεέ μου, το ’ξερα τότε, το ήξερα».
Κοιτάχτηκαν. «Α, ναι. Κι εγώ. Ότι ποτέ δεν θα πεθάνεις. Χα! Καθόλου παράξενο που φρίκαρε το Κράτος. Πώς θα ήλεγχαν έναν λαό που ξέρει πως δεν θα πεθάνει, όταν αυτό ήταν πάντα το τελευταίο χαρτί τους, όταν πίστευαν πως ορίζουνε τον θάνατο και τη ζωή; Αλλά το LSD μάς έδωσε τις ακτίνες Χ για να δούμε την μπλόφα τους, οπότε, φυσικά, έπρεπε να μας το πάρουν».
«Ναι, αλλά δεν μπορούν να πάρουν αυτό που ζήσαμε, αυτό που ανακαλύψαμε».
«Εύκολο. Απλώς μας αφήνουν να ξεχνάμε. Μας πνίγουν με πληροφορία, γεμίζουν το κάθε λεπτό, μας αποσπούν, αυτό κάνει η Οθόνη και, αν και με πονά που το λέω, αυτό καταντάει κι η ροκ – ένας ακόμα τρόπος να κλέψουν την προσοχή μας, έτσι που αυτή η πανέμορφη βεβαιότητα που είχαμε αρχίζει να ξεθωριάζει και, σύντομα, μας έχουν πείσει απ’ την αρχή πως όντως θα πεθάνουμε. Και τότε μας ξανακρατούν». Έτσι μιλούσε ο κόσμος (σ. 313-314).
Ακόμα και αν χάνει την ευκαιρία να αλληλοεπιδράσει με αυτό το όραμα αντιστροφής της λήθης, η ταινία προτείνει έναν δικό της οπτιμισμό, μια οπτική που υποστηρίζει ότι, παρά τις ήττες, τις προδοσίες και την απογοήτευση, ο αγώνας συνεχίζει· ότι, μπορεί ο πρώην επαναστάτης του Ντι Κάπριο να περιφέρεται αποσβολωμένος σε ένα ναρκοπέδιο που δεν καταλαβαίνει αλλά υπάρχουν άλλοι (πανκ σκεϊτάδες, μετανάστες χωρίς χαρτιά, η κόρη του) που αναγνωρίζουν το παρόν και που το σαμποτάρουν· ότι η νεαρή Willa ίσως ν’ αλλάξει τον κόσμο που απέτυχε ν’ αλλάξει η μητέρα της· ότι πάντα θα υπάρχει κάποιος που πολεμά, κόσμοι που αντιστέκονται και άρα ότι η παρούσα φάση του κοινωνικού πολέμου δεν είναι δυστοπία ή αποκάλυψη, πραγματικό αδιέξοδο ή υπερπραγματικό Κενό, αλλά, όπως πάντοτε, μια μάχη μετά την άλλη.
[1] https://pynchonnotes.openlibhums.org/article/2787/galley/3179/download/
[2] Το εναρκτήριο λάκτισμα της εκάστοτε πλοκής είναι ενδεικτικό: στο βιβλίο, η ειρήνη σπάει λόγω τεχνικών προβλημάτων που επιφέρουν οι νεοφιλελεύθερες περικοπές του Ρίγκαν· στην ταινία, ο καταλύτης είναι η εσωτερική αναδιάρθρωση μιας ακροδεξιάς οργάνωσης πολιτικών, στρατιωτικών, αρχηγών αστυνομίας κ.λπ.
[3] «Ευτυχώς, η βιβλιοθήκη του Ralph Wayvone διέθετε ένα αντίτυπο του αναντικατάστατου Εγχειριδίου ψεύτικων ιταλικών γάμων των Ντελέζ & Γκαταρί». Tόμας Πίντσον. 2000 [1990]. Vineland. Vintage, σ. 97, δική μου μετάφραση, όπως και παρακάτω.
[4] Μαρκ Φίσερ. 2024. Η ακύρωση του μέλλοντος, (μτφρ. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου). Αντίποδες, σ. 293, 295, 298.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.