ΑΠΟ ΤΟ 2017 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, η αμερικανική εταιρεία Clearview AI έχει κατεβάσει πάνω από 60 δισεκατομμύρια φωτογραφίες ανθρώπων απ’ το διαδίκτυο. Χρησιμοποίησε τις εικόνες για να δημιουργήσει μια κολοσσιαία βιομετρική βάση δεδομένων και μια ισχυρή εφαρμογή αναγνώρισης προσώπου, την οποία έχει πουλήσει σε εκατοντάδες πελάτες ανά τον κόσμο: όχι μόνο σε αστυνομικά τμήματα των ΗΠΑ και της Ευρώπης, αλλά και στην Ινδία, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στη Σαουδική Αραβία και σε ιδιώτες, όπως το Walmart, η Bank of America και το Target.
Το πρόγραμμα facial recognition της Clearview χρησιμοποιείται συχνά ενάντια σε ακτιβιστές και μετανάστ(ρι)ες. Ο Derrick Ingram, για παράδειγμα, ένα μέλος του κινήματος Black Lives Matter, ταυτοποιήθηκε απ’ την αστυνομία μέσα από την εφαρμογή και προπηλακίστηκε στο διαμέρισμά του, ενώ η JPMorgan βασίστηκε στο πρόγραμμα για να ελέγξει το κοινό σε μια συνάντησή της και να διώξει πιθανούς «ταραχοποιούς». Την ίδια στιγμή, ένας απ’ τους μεγαλύτερους πελάτες της Clearview είναι η αμερικανική Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνειακής Επιβολής (το διαβόητο ICE). Ήδη κατά την προεδρία του Μπάιντεν, τo ICE χρησιμοποιούσε το πρόγραμμα της Clearview για να απελάσει χιλιάδες μετανάστ(ρι)ες χωρίς χαρτιά, μια τακτική που έχει εντατικοποιηθεί υπό την κυβέρνηση Τραμπ.
Ο τρόπος με τον οποίο η εταιρεία Clearview χτίζει το database της είναι αυστηρώς παράνομος, καθώς παραβιάζει τόσο τους αμερικανικούς όσο και τους ευρωπαϊκούς νόμους προστασίας δεδομένων.
Αν το πρόσωπό σας έχει ανέβει δημόσια στο διαδίκτυο (είτε από εσάς είτε από τρίτους), τότε κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεστε ήδη στη βάση δεδομένων της εταιρείας, όπως αποδεικνύουν τα δωρεάν «demo» της∙ τα εν λόγω demo είναι, ταυτόχρονα, μια προσπάθεια της Clearview να επεκτείνει το αρχείο της, καλύπτοντας τυχόν κενά.
Ο τρόπος με τον οποίο η εταιρεία χτίζει το database της είναι αυστηρώς παράνομος, καθώς παραβιάζει τόσο τους αμερικανικούς όσο και τους ευρωπαϊκούς νόμους προστασίας δεδομένων. Αντί να αγοράσει τα data των εικόνων, όπως κάνουν οι ανταγωνιστές της, η Clearview επέλεξε να λεηλατήσει το ίντερνετ, «κλέβοντας» όσο περισσότερες φωτογραφίες μπορεί.
Ως εκ τούτου, η εταιρεία έχει εμπλακεί σε μια σειρά από νομικές διαμάχες. Αρχικά, στις ΗΠΑ αντιμετώπισε μια συλλογική αγωγή στο Ιλινόι, με βάση τον νόμο «BIPA» για τα βιομετρικά δεδομένα (ACLU v. Clearview Al). Το 2020, η εταιρεία διευθέτησε το ζήτημα εξωδικαστικά, προσφέροντας το 23% των μετοχών της (52 εκατομμύρια). Στην Ευρώπη, πέντε κράτη έχουν κινηθεί ενάντια στην Clearview (Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Αυστρία και Ελλάδα), απαιτώντας να διαγράψει τα δεδομένα των πολιτών τους και επιβάλλοντας πρόστιμα συνολικού ύψους 100 εκατομμυρίων ευρώ.
Η Clearview αγνοεί επιδεικτικά αυτές τις αποφάσεις. Όπως αποκαλύπτει το «Solomon» σ’ ένα εκτενές ρεπορτάζ, η εταιρεία εκμεταλλεύεται το νομικό κενό που δεν αφήνει τον GDPR να εφαρμοστεί σε νομικά πρόσωπα χωρίς παρουσία στην Ε.Ε. Ελλείψει συμφωνιών μεταξύ χωρών της Ε.Ε. και των ΗΠΑ για τέτοιες περιπτώσεις, εταιρείες όπως η Clearview –η οποία δεν έχει γραφεία, περιουσιακά στοιχεία και εκπροσώπους στην Ε.Ε.– μπορούν να παραβιάζουν τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών. Η Ολλανδία ψάχνει μια λύση στο αδιέξοδο, διερευνώντας αν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας «μπορούν να θεωρηθούν προσωπικά υπεύθυνα για παραβιάσεις του GDPR» και παροτρύνοντας τους νομοθέτες να εξετάσουν πιθανές ποινικές κυρώσεις, όμως, προς το παρόν, η Clearview παραμένει στο απυρόβλητο.
Εκτεταμένη είναι και η σύνδεση της εταιρείας με ακροδεξιούς κύκλους των ΗΠΑ. Όπως αποκαλύπτει το σχετικό ρεπορτάζ του «Mother Jones», ο ιδρυτής της Clearview, Hoan Ton-That, «είχε εμμονή με τη φυλή, το IQ και την ιεραρχία», ενώ, «απ’ την αρχή, αυτός κι οι συνεργάτες του συζητούσαν τους τρόπους με τους οποίους η εφαρμογή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενάντια σε μετανάστ(ρι)ες, μη λευκά άτομα και αριστερούς». Μάλιστα, σε ένα email από το 2017, ο Ton-That προτείνει τη χρήση τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου στα σύνορα για να αποκλειστούν μετανάστ(ρι)ες που έχουν εκφραστεί εναντίον του Τραμπ στα social media.

Ο Ton-That δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για ακροδεξιές φιγούρες. Αφού διάβασε ένα κείμενο του πατέρα της ευγονικής, Francis Galton, το οποίο προτείνει την εγκατάσταση Κινέζων μεταναστ(ρι)ών στην Αφρική με σκοπό την αντικατάσταση της «κατώτερης» μαύρης φυλής, ο Ton-That έγραψε ότι ο Galton είναι «ένας πραγματικός προφήτης». Την ίδια στιγμή, αντάλλασσε tweet με τον νεοναζί Andrew Auernheimer, ενώ ο πρώην συνεργάτης του και συνιδρυτής της Clearview, Charles Johnson, είναι αρνητής του Ολοκαυτώματος.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Ton-That αποχώρησε απ’ τη θέση του στην εταιρεία χωρίς σαφή εξήγηση. Οι νέοι CEO της Clearview είναι ο Richard Schwartz και ο Hal Lambert, πιστοί οπαδοί του Τραμπ. Ο πρώτος ήταν σύμβουλος του Rudy Giuliani –όταν αυτός ξεκινούσε την καριέρα του ως δήμαρχος της Νέας Υόρκης και εμπνευστής του δόγματος «μηδενικής ανοχής»–, βοηθώντας να οργανωθεί το φυλετικό «φακέλωμα» του NYPD. Ο δεύτερος ήταν μέλος της οργανωτικής επιτροπής της ορκωμοσίας του Τραμπ το 2016, ενώ το 2020 υποστήριξε ότι τα «μπάχαλα» μετά τη δολοφονία του George Floyd χρηματοδοτούνταν από τον George Soros. Σε μια συνέντευξη στο «Forbes» τον Φεβρουάριο, o Lambert «δήλωσε [ότι η Clearview] θα επιδιώξει “νέες ευκαιρίες” υπό τη νέα κυβέρνηση, επικαλούμενος την πολιτική μαζικών απελάσεων του Τραμπ».
Η Clearview, συνεπώς, αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της σύγχρονης σύμπραξης τεχνολογίας και αυταρχισμού, του τρόπου με τον οποίο το κεφάλαιο, οι δομές καταστολής και ο νεοφασισμός αλληλοτροφοδοτούνται, δομώντας μια κοινωνία εξαναγκαστικής διαφάνειας και ελέγχου. Ποιοι άνθρωποι πιστεύουν ακόμα, σήμερα, ότι η πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες μπορεί να αποτελέσει «υλική βάση για την κοινωνική πρόοδο και χειραφέτηση»;
Οι ευρωπαϊκές χώρες που προσπαθούν να βάλουν νομικό φρένο στην τεχνοφασιστική ασυδοσία της Clearview είναι οι ίδιες που πρωτοστατούν στο βιομετρικό και ψηφιακό φακέλωμα εκατομμυρίων μεταναστ(ρι)ών, μέσω της Frontex, κατασκευάζοντας το κυβερνητικό υπόδειγμα του ατελείωτου ελέγχου της «δημοκρατικής Ευρώπης», όπως έχει δείξει εύγλωττα ο Ian Alan Paul. Εν τέλει, «ενάντια σε κάθε προοπτική ευτυχίας» σήμερα, «ορθώνεται ένα τέρας με δυο κεφάλια. Στη δημόσια σκηνή το ένα προσποιείται ότι είναι ορκισμένος εχθρός του άλλου. Από τη μια μεριά είναι το πρόγραμμα της φασιστικής επιστροφής στην ενότητα και από την άλλη οι παγκόσμιες δυνάμεις της εμπορίας υποδομών – η Google, η Vinci, η Amazon, η Veolia κ.λπ. Όσοι νομίζουν ότι θα συμβεί το ένα ή το άλλο, θα πάρουν και τα δύο».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO