Σε νέα φάση εισέρχεται η ένταση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιράν, μετά την εκτόξευση τουλάχιστον έξι πυραύλων από το Ιράν προς την αμερικανική στρατιωτική βάση Al Udeid, στην επικράτεια του Κατάρ.
Η επίθεση σημειώθηκε λίγες ώρες μετά τα αεροπορικά πλήγματα των ΗΠΑ σε τρεις μεγάλες πυρηνικές εγκαταστάσεις στο ιρανικό έδαφος, στο πλαίσιο της κλιμακούμενης αντιπαράθεσης που έχει προκαλέσει ανησυχία σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Η Al Udeid αποτελεί το περιφερειακό αρχηγείο της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ (CENTCOM) και φιλοξενεί περίπου 9.000 Αμερικανούς στρατιωτικούς. Οι πρώτες αναφορές από αξιωματούχους της Ουάσινγκτον και της Ντόχα κάνουν λόγο για άμεση ενεργοποίηση των αμυντικών συστημάτων της βάσης, γεγονός που απέτρεψε τυχόν απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Παρόλα αυτά, ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης παραμένει ιδιαίτερα υψηλός.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Sky News, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Τεχεράνη ενδέχεται να είχε στείλει σήμα σε ΗΠΑ και χώρες του Κόλπου πριν την επίθεση, μια κίνηση που ερμηνεύεται ως προσπάθεια να σταλεί μήνυμα ισχύος χωρίς άμεσες ανθρώπινες συνέπειες – ίσως και ως παράθυρο αποκλιμάκωσης.
Την ίδια ώρα, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται στο Δωμάτιο Καταστάσεων του Λευκού Οίκου μαζί με ανώτατους συμβούλους Εθνικής Ασφαλείας, χωρίς ωστόσο να έχει κάνει επίσημες δηλώσεις. Είχε χαρακτηρίσει τις επιθέσεις του Σαββάτου στα ιρανικά πυρηνικά κέντρα ως «τεράστια επιτυχία», ενώ η Τεχεράνη είχε προειδοποιήσει για αντίποινα, τα οποία τώρα φαίνεται να ξεδιπλώνονται.
Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι αρκετές χώρες του Περσικού Κόλπου, ανάμεσά τους το Κατάρ, το Ιράκ, το Κουβέιτ και το Μπαχρέιν, ανακοίνωσαν το κλείσιμο του εναέριου χώρου τους για λόγους ασφαλείας. Η απόφαση αυτή εντείνει περαιτέρω το αίσθημα ανησυχίας στην περιοχή, με τον φόβο μιας γενικευμένης σύρραξης να είναι πλέον ορατός.
Παρότι προς το παρόν δεν έχουν ανακοινωθεί νέες επιχειρήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ, διπλωματικοί κύκλοι σε Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες εκτιμούν ότι η επόμενη αντίδραση θα εξαρτηθεί από το εύρος των επιπτώσεων της ιρανικής επίθεσης, αλλά και από την πολιτική βούληση της Τεχεράνης να συνεχίσει ή να ανακόψει την πορεία σύγκρουσης με τη Δύση.