Δραματική ανατροπή σημειώνεται στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, καθώς οι χώρες του Κόλπου - με προεξάρχουσες τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα - αντικαθιστούν την Ευρώπη ως οι κύριοι συνομιλητές και μεσολαβητές των ΗΠΑ.
Η αλλαγή υπογραμμίζει πώς η πολιτική «America First» του Ντόναλντ Τραμπ περιθωριοποίησε τους παραδοσιακούς Ευρωπαίους συμμάχους και άνοιξε χώρο για περιφερειακές δυνάμεις, όπως τα κράτη του Κόλπου, να αποκτήσουν επιρροή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα είχε προχωρήσει σε μια πολυμερή συμφωνία το 2015 με συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας και της Κίνας (γνωστή ως JCPOA), ο Τραμπ στοχεύει σε μια πιο διμερή συμφωνία με το Ιράν, απειλώντας με στρατιωτική δράση σε περίπτωση αποτυχίας της διπλωματίας.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι χώρες του Κόλπου, που παλαιότερα θεωρούσαν το Ιράν αντίπαλο και αποσταθεροποιητικό παράγοντα, σήμερα προωθούν την αποκλιμάκωση και υποστηρίζουν τις συνομιλίες για ειρηνική επίλυση. Η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ που κάποτε στήριζαν σθεναρά τη «μέγιστη πίεση» του Τραμπ κατά του Ιράν, πλέον πρωτοστατούν στη διπλωματία.
Ο αναλυτής Ali Vaez από το Crisis Group χαρακτήρισε τη συμμετοχή των χωρών του Κόλπου «καταλύτη», σημειώνοντας πως πλέον ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν επηρεάζει περισσότερο τον Τραμπ από τον Νετανιάχου, ο οποίος επιμένει στη στρατιωτική λύση.
Οι έμμεσες συνομιλίες διευκολύνονται από το Ομάν και το Κατάρ. Το Ομάν έχει ιστορικό ρόλο ως ουδέτερος διαμεσολαβητής, ενώ το Κατάρ φιλοξενεί τη μεγαλύτερη αμερικανική βάση στην περιοχή και διατηρεί στενές σχέσεις με την Τεχεράνη.
Η Σαουδική Αραβία έστειλε τον υπουργό Άμυνας, Πρίγκιπα Χαλίντ μπιν Σαλμάν, στην Τεχεράνη τον Απρίλιο για συνομιλίες με ανώτατους Ιρανούς αξιωματούχους, ακόμα και με τον Ανώτατο Ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενεΐ. Ήταν η υψηλότερη επίσκεψη Σαουδάραβα στη χώρα εδώ και δεκαετίες, με στόχο την υποστήριξη της διπλωματίας και την αποφυγή σύγκρουσης.
Ο φόβος των χωρών του Κόλπου είναι πως μια αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρατιωτική επίθεση από τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ και αντίποινα από το Ιράν σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, όπως συνέβη το 2019.
Η ιδέα που συζητείται περιλαμβάνει και τη δημιουργία κοινοπραξίας για εμπλουτισμό ουρανίου χαμηλού επιπέδου, στην οποία θα συμμετέχουν οι ΗΠΑ και χώρες της περιοχής. Πρόκειται για πιθανό συμβιβασμό που θα εξισορροπεί το ιρανικό αίτημα για εμπλουτισμό και την απαίτηση των ΗΠΑ για αποδόμηση του πυρηνικού προγράμματος.
Το Αμπού Ντάμπι διαθέτει ήδη πυρηνικό εργοστάσιο, έχοντας δεσμευτεί να μην εμπλουτίζει ουράνιο, ενώ η Σαουδική Αραβία θέλει να αναπτύξει το δικό της πυρηνικό πρόγραμμα.
Αντίθετα, η Ευρώπη εμφανίζεται περιθωριοποιημένη. Παρά τις επαφές με το Ιράν, δεν συμμετέχει ουσιαστικά στις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ιράν. Οι Ευρωπαίοι κατηγορούνται από την Τεχεράνη ότι δεν προστάτεψαν επαρκώς τα οικονομικά οφέλη της JCPOA μετά την απόσυρση των ΗΠΑ, ενώ ανησυχούν ολοένα και περισσότερο για την επιθετική πυρηνική πρόοδο του Ιράν.
Αν αποτύχουν οι συνομιλίες, ο Τραμπ ενδέχεται να πιέσει τους Ευρωπαίους να ενεργοποιήσουν τον μηχανισμό «snapback», που θα επαναφέρει αυτόματα τις κυρώσεις του ΟΗΕ κατά του Ιράν - ένα σενάριο που Ευρωπαίοι διπλωμάτες προσπαθούν να αποφύγουν πάση θυσία.