Η Ασάτα Σακούρ, πρώην μέλος της οργάνωσης Black Liberation Army, μιας ένοπλης ομάδας Αφροαμερικανών ακτιβιστών που έδρασε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, και εμβληματική μορφή για την αφροαμερικανική κοινότητα, πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου στην Κούβα σε ηλικία 78 ετών.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών της Κούβας, ο θάνατός της οφείλεται σε γηρατειά και προβλήματα υγείας. Η Σακούρ, που υπήρξε νονά και θεία εξ αγχιστείας του ράπερ Τουπάκ Σακούρ, έζησε για δεκαετίες εξόριστη στην Κούβα.
«Στις 25 Σεπτεμβρίου, περίπου στη 1:15 το μεσημέρι, η μητέρα μου, Ασάτα Σακούρ, άφησε την τελευταία της πνοή», έγραψε η κόρη της, Κάκουγια Σακούρ, σε ανάρτησή της στο Facebook. «Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν το βάθος της απώλειας που αισθάνομαι».
Η Ασάτα Σακούρ γεννήθηκε το 1947 στο Κουίνς της Νέας Υόρκης με το όνομα ΤζοΑν Ντέμπορα Μπάιρον και πέρασε μέρος της παιδικής της ηλικίας στη Βόρεια Καρολίνα, σε μια περίοδο έντονου φυλετικού διαχωρισμού. Ως έφηβη επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε σε χαμηλόμισθες θέσεις, πριν στραφεί στις σπουδές. Το 1964, μια συζήτηση με Αφρικανούς φοιτητές για τον κομμουνισμό και τον πόλεμο στο Βιετνάμ την ώθησε να επανεξετάσει τις πολιτικές της αντιλήψεις. Στην αυτοβιογραφία της («Assata: An Autobiography», 1987) θυμόταν εκείνη την περίοδο γράφοντας: «Μας μαθαίνουν από μικρά παιδιά ποιον να θεωρούμε εχθρό, χωρίς να ξέρουμε γιατί. Μόνο ανόητος αφήνει κάποιον άλλο να του πει ποιος είναι ο εχθρός του».
Στη δεκαετία του ’60 φοίτησε στο Borough of Manhattan Community College και στη συνέχεια στο City College of New York. Εκεί εντάχθηκε σε ακτιβιστικές ομάδες που πίεζαν για τη δημιουργία πανεπιστημιακών μαθημάτων γύρω από την ιστορία και τον πολιτισμό των Αφροαμερικανών, κάτι που τότε δεν υπήρχε στα αμερικανικά προγράμματα σπουδών.
Το 1967 παντρεύτηκε τον συμφοιτητή και ακτιβιστή Λούις Τσεσίμαρ· ο γάμος τους έληξε τρία χρόνια αργότερα. Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στους Μαύρους Πάνθηρες (Black Panther Party), μια ριζοσπαστική οργάνωση που είχε ιδρυθεί το 1966 στην Καλιφόρνια και ζητούσε τον αφοπλισμό της αστυνομίας, αυτονομία για τις μαύρες κοινότητες και κοινωνικά προγράμματα για τους φτωχούς. Όπως έγραφε αργότερα: «Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έκανε το Κόμμα ήταν να ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο εχθρός — όχι οι λευκοί ως σύνολο, αλλά οι καπιταλιστές, ιμπεριαλιστές καταπιεστές».
Το 1971 άλλαξε το όνομά της σε Ασάτα Ολουγκμπάλα Σακούρ: Ασάτα σημαίνει «αυτή που αγωνίζεται» στα σουαχίλι, Ολουγκμπάλα «αγάπη για τον λαό» στα γιορούμπα και Σακούρ «ευγνώμων» στα αραβικά.
Από τους Μαύρους Πάνθηρες στον ένοπλο αγώνα
Η Σακούρ σύντομα αποχώρησε, υποστηρίζοντας ότι το κόμμα αγνοούσε τη μαύρη ιστορία και δεν ανεχόταν εσωτερική κριτική. Εντάχθηκε στο Black Liberation Army, μια μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση που προωθούσε τον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση των Αφροαμερικανών. Από το 1971 έως το 1973 κατηγορήθηκε για σειρά εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένων ληστειών τραπεζών και μιας δολοφονίας εμπόρου ναρκωτικών, αλλά οι περισσότερες υποθέσεις απορρίφθηκαν.
Στις 2 Μαΐου 1973, μετά από έλεγχο τροχαίας στο Νιου Τζέρσι, ξέσπασε ανταλλαγή πυρών με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ο αστυνομικός Βέρνερ Φόερστερ και το μέλος της BLA Ζέιντ Μαλίκ Σακούρ. Το 1977, η Ασάτα Σακούρ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία του Φόερστερ. Δύο χρόνια αργότερα απέδρασε με τη βοήθεια μελών της BLA, που είχαν μεταμφιεστεί ως επισκέπτες, από τη φυλακή γυναικών Κλίντον του Νιου Τζέρσι.
RIP, Assata Shakur. She passed away yesterday in Havana, Cuba. She died free!
— The Cake Lady (@got_cake) September 26, 2025
The U.S. government, after decades of pursuit, never got the satisfaction of putting her in a cage. They wanted her bound, broken, and paraded as an example, but instead, she slipped their grip and… pic.twitter.com/AVrd0dp0la
Κατέληξε στην Κούβα, όπου η κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο της χορήγησε άσυλο.
Το 2013 η Σακούρ έγινε η πρώτη γυναίκα που μπήκε στη λίστα των «πιο καταζητούμενων τρομοκρατών» του FBI. Το έργο της και η αυτοβιογραφία της συνέχισαν να επηρεάζουν γενιές ακτιβιστών, ακόμη και από την εξορία της στην Αβάνα.
Με πληροφορίες από Guardian, CNN