Η σαμπάνια Moët κινείται στη δίνη εργασιακών σκανδάλων, το τελευταίο διάστημα, με εργαζόμενους να αναφέρουν μεταξύ άλλων πως το περιβάλλον στην εταιρεία μοιάζει με «παλιομοδίτικη βασιλική αυλή μισογύνηδων».
Κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση, διακρίσεις λόγω φύλου και άδικες απολύσεις έχουν βρεθεί στο επίκεντρο αγωγής κατά της Moët Hennessy, θέτοντας στο προσκήνιο ένα πιο εκτεταμένο εργασιακό και πολιτισμικό ζήτημα στον τομέα ποτών της LVMH, που αποτιμάται στα 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Μαρία Γκασπάροβιτς, πρώην επικεφαλής προσωπικού του Jean-Marc Lacave, επικεφαλής της παγκόσμιας διανομής, απολύθηκε τον Ιούνιο του 2023, τέσσερις μήνες αφότου είχε απευθύνει καταγγελίες για ανάρμοστη συμπεριφορά ανωτέρων στο τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού. Στην αγωγή της στο δικαστήριο εργατικών διαφορών του Παρισιού, αξιώνει αποζημίωση 1,3 εκατ. ευρώ, περιγράφοντας μια σειρά περιστατικών όπως την απαίτηση για «εκπαίδευση κατά της αποπλάνησης» ως προϋπόθεση για προαγωγή.

Ισχυρίζεται, επίσης, ότι η εταιρεία συνέχισε να διοχετεύει προϊόντα στη Ρωσία μέσω μεσαζόντων, παρά την επίσημη ανακοίνωση της LVMH το 2022 για αναστολή των δραστηριοτήτων της στη χώρα.
Πηγές κοντά στην επιχείρηση υποστηρίζουν ότι η «προσφορά καθοδήγησης» έγινε με πρόθεση να βοηθηθεί επαγγελματικά η Γκασπάροβιτς και παρερμηνεύτηκε.
Η Moët Hennessy, από την πλευρά της, κινείται νομικά κατά της Γκασπάροβιτς για δυσφήμιση, έπειτα από ανάρτηση των ισχυρισμών της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η δίκη έχει προγραμματιστεί για το φθινόπωρο.
Στην επιστολή απόλυσής της, η εταιρεία ανέφερε ότι η Γκασπάροβιτς απομακρύνθηκε για λόγους προσωπικής συμπεριφοράς, επικαλούμενη «απειλητικά σχόλια» προς συναδέλφους.
Ωστόσο, η υπόθεσή της δεν είναι μεμονωμένη. Τουλάχιστον δώδεκα άτομα που έχουν γνώση της λειτουργίας της εταιρείας δήλωσαν στους Financial Times ότι η απόλυσή της αποτελεί μέρος ενός μοτίβου εκφοβισμού και κακοδιαχείρισης. Το 2024, πάνω από 20 εργαζόμενοι έλαβαν μακροχρόνια αναρρωτική άδεια, με ορισμένα στελέχη να δηλώνουν ότι δεν είχαν ξαναδεί τέτοιους αριθμούς. Οι εργαζόμενοι ανέφεραν άγχος, πίεση και παρενόχληση, ενώ αρκετοί παραιτήθηκαν.
Σύμφωνα με πρώην εργαζομένους, η κουλτούρα της Moët Hennessy χαρακτηριζόταν από κουτσομπολιά, φήμες και μια νοοτροπία «boys’ club». Ένας πρώην υπάλληλος περιέγραψε πώς «το αφεντικό του φώναζε στους ανθρώπους σαν να ήταν οίκος μόδας της δεκαετίας του ’90», ενώ άλλοι μίλησαν για άτομα που «εξαφανίζονταν εν μία νυκτί».
Εκτός από την περίπτωση της Γκασπάροβιτς, τουλάχιστον ακόμη τέσσερις γυναίκες στα κεντρικά γραφεία στο Παρίσι έχουν καταγγείλει εκφοβισμό και παρενόχληση. Τρεις από αυτές είχαν καταθέσει στο δικαστήριο εργατικών διαφορών και οι υποθέσεις τους έχουν διευθετηθεί. Αντίστοιχες αναφορές έχουν υποβάλει και άνδρες υπάλληλοι.
Η εταιρεία αρνήθηκε να σχολιάσει τις συγκεκριμένες υποθέσεις, τονίζοντας ότι οι προσφυγές στο γαλλικό εργατικό δικαστήριο είναι σύνηθες φαινόμενο στην τοπική αγορά. Πηγή κοντά στην εταιρεία ανέφερε ότι «η αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απόλυσης δεν είναι σπάνια», προσθέτοντας πως «δεν αναγνωρίζουν τον χαρακτηρισμό της κουλτούρας της εταιρείας όπως παρουσιάζεται».
Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο τότε CEO Philippe Schaus και η επικεφαλής HR Paula Fallowfield έστειλαν σημείωμα στο προσωπικό, προσπαθώντας να κατευνάσουν τις ανησυχίες σχετικά με τις αποχωρήσεις και τους δημόσιους ισχυρισμούς. «Σας διαβεβαιώνουμε ότι κάθε υπόθεση έχει αντιμετωπιστεί με σύνεση, δικαιοσύνη και σύμφωνα με τις αξίες μας», έγραψαν, τονίζοντας ότι «η αγωνία που μπορεί να προκαλέσουν οι μονόπλευρες αφηγήσεις» δεν πρέπει να υποτιμάται.
Τους επόμενους μήνες, αποχώρησαν από την εταιρεία τόσο ο Schaus όσο και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη, ανάμεσά τους και η Chantal Gaemperle, παγκόσμια επικεφαλής ανθρώπινου δυναμικού της LVMH. Ο Lacave, άμεσος προϊστάμενος της Γκασπάροβιτς, αποχώρησε στις αρχές του 2025.
Η LVMH ανέθεσε στον Αλεξάντρ Αρνό και τον Ζαν-Ζακ Γκιονί την αναδιοργάνωση του κλάδου ποτών - του τομέα με τις χειρότερες επιδόσεις το 2024. Τον Ιούνιο, η Moët Hennessy ανακοίνωσε σχέδιο μείωσης 1.200 θέσεων εργασίας, ή περίπου 13% του προσωπικού της.
Ο δικηγόρος Αβί Μπίτον, που έχει εκπροσωπήσει εργαζομένους της Moët Hennessy, δήλωσε: «Υπάρχει σαφώς ένα πρόβλημα στη Moët Hennessy». Ανέφερε ότι είχε τακτική επικοινωνία με διευθυντές της LVMH λόγω οργισμένων αποχωρήσεων υπαλλήλων.
Η εταιρεία ισχυρίζεται στην επιστολή απόλυσής της ότι η Γκασπάροβιτς έκανε «απειλητικά σχόλια». Πηγές κοντά στη Moët Hennessy ανέφεραν ότι η εταιρεία θεώρησε ότι επιχειρούσε να την εκβιάσει. Πριν την απόλυσή της, η Γκασπάροβιτς είχε καταθέσει έκθεση καταγγελίας στο HR, σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα που επικαλούνται οι FT. Όπως υποστηρίζει, η εταιρεία δεν προχώρησε ποτέ σε επίσημη εσωτερική έρευνα για τους ισχυρισμούς της.
Ο πρώην CEO Mark Stead, που τη συνόδευσε σε συναντήσεις με τη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού, απολύθηκε με την αιτιολογία ότι καταχράστηκε επαγγελματικούς πόρους. Η εταιρεία τον μήνυσε για παραβίαση εμπιστευτικότητας, ισχυριζόμενη ότι μοιράστηκε εσωτερικά στοιχεία με την Γκασπάροβιτς. Ο ίδιος απάντησε με μήνυση για παράνομη απόλυση, υποστηρίζοντας ότι τιμωρήθηκε επειδή υποστήριξε καταγγελίες εργαζομένου.
Η Γκασπάροβιτς καταγγέλλει ότι υπήρξε θύμα «σεξιστικών φημών» και «πράξεων δυσφήμισης». Στην κατάθεσή της αναφέρει ότι ο Lacave της είπε πως «θα χρειαζόταν καθοδήγηση κατά της αποπλάνησης» για να προαχθεί, λόγω φημών ότι «ήθελε να αποπλανήσει» ανώτατο στέλεχος και πελάτη. Όπως ισχυρίζεται, ο πελάτης την είχε χαρακτηρίσει «αναίσθητη». Πηγές κοντά στην εταιρεία αρνήθηκαν τις κατηγορίες, λέγοντας ότι «δεν είχε τα προσόντα για την επιθυμητή θέση».
Η Γκασπάροβιτς είναι μία από πολλές γυναίκες που δήλωσαν στους FT ότι έγιναν αντικείμενο φημών περί σχέσεων με άνδρες συναδέλφους. Σε μία περίπτωση, όταν υπάλληλος παραπονέθηκε για φήμες ότι «ανέβαινε επαγγελματικά επειδή είχε σχέση με στέλεχος», της είπαν «να το συνηθίσει». Όπως δήλωσε: «Η Moët Hennessy είναι το βασίλειο των φημών».
Ο Schaus είχε, σύμφωνα με πρώην συνεργάτες, προβληματική σχέση με στελέχη. Δύο γυναίκες παραιτήθηκαν έπειτα από παράπονα στην LVMH για τον ίδιο και για γενικευμένο εκφοβισμό.
Παρότι, όπως λένε πηγές, είχε αναγνωρίσει την ανδροκρατούμενη κουλτούρα της εταιρείας και προχώρησε σε αλλαγές από το 2017 (όπως ο διορισμός της πρώτης γυναίκας επικεφαλής στη Γαλλία), η προσπάθεια φάνηκε ανεπαρκής. Μία εργαζόμενη παρομοίασε το περιβάλλον με «παλιομοδίτικη βασιλική αυλή». Ένα άλλο πρώην στέλεχος μίλησε για «μισογυνιστική συμπεριφορά» σε εκδηλώσεις.
Η καταγγελία της Γκασπάροβιτς προς το HR τον Φεβρουάριο του 2024 περιλάμβανε και ισχυρισμούς για αποστολές προϊόντων στη Ρωσία. Έγγραφα δείχνουν ότι κονιάκ και σαμπάνια αξίας σχεδόν 26 εκατ. ευρώ στάλθηκαν μέσω αμερικανικών μεσαζόντων το 2022 και 2023 - πρακτική που δεν παραβίαζε τις κυρώσεις της ΕΕ, αλλά θέτει ζητήματα ηθικής και διαφάνειας.
Αντίγραφα του φακέλου κοινοποιήθηκαν στα κεντρικά της LVMH και στους συμβούλους του Bernard Arnault. Η Chantal Gaemperle απομακρύνθηκε από τη θέση της τον Νοέμβριο, χωρίς επίσημη σύνδεση με την υπόθεση.
Σε επιστολή που της απεστάλη τον Σεπτέμβριο, η Moët Hennessy ισχυρίστηκε ότι «εργαλειοποίησε κακόπιστα την ιδιότητα του πληροφοριοδότη» για να «απαιτήσει υπερβολική αποζημίωση». Όπως ανέφερε η εταιρεία: «Δεν έχετε πέσει θύμα οποιασδήποτε διάκρισης. Δεν μπορείτε να παρουσιάζετε τον εαυτό σας ως πληροφοριοδότη όταν έχετε εκμεταλλευτεί για προσωπικό σας όφελος τα ίδια γεγονότα που δημοσιοποιείτε».
Με πληροφορίες από Financial Times