«Άκουσα φωνές, έλεγχαν το μυαλό μου»: τι είπε από τη φυλακή ο κατηγορούμενος για τη δολοφονία της Ουκρανής πρόσφυγα Ιρίνα Ζαρούτσκα
Ο Ντεκάλος Μπράουν, ο 34χρονος που κατηγορείται για τη δολοφονία της 23χρονης Ουκρανής πρόσφυγα Ιρίνα Ζαρούτσκα σε τρένο στο Σάρλοτ, μίλησε για πρώτη φορά μέσα από τη φυλακή σε τηλεφωνική συνομιλία με την αδελφή του. Η συνομιλία, που ηχογραφήθηκε και δόθηκε στη δημοσιότητα, αποκαλύπτει έναν άνθρωπο πεπεισμένο ότι το κράτος «φύτεψε υλικά στον εγκέφαλό του» και ότι δεν είχε τον έλεγχο των πράξεών του.
Στο απόσπασμα που ακούγεται, έξι ημέρες μετά τη σύλληψή του, ο Ντεκάλος Μπράουν ακούγεται να λέει στην αδελφή του:
«Πλήγωσα το χέρι μου μαχαιρώνοντάς την. Δεν την ήξερα καν τη γυναίκα. Δεν της μίλησα ούτε μια φορά. Είναι τρομακτικό, έτσι δεν είναι; Γιατί να μαχαιρώσει κάποιος έναν άνθρωπο χωρίς λόγο;»
«Θέλω η αστυνομία να ερευνήσει τα υλικά που με έλεγχαν»
Ο 34χρονος, που έχει διαγνωστεί με σχιζοφρένεια, ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση είχε φυτέψει «υλικά» στον εγκέφαλό του και ότι αυτοί τον «έλεγχαν» τη στιγμή της επίθεσης. Ζήτησε από την αστυνομία να ερευνήσει αυτά τα «υλικά» που, όπως έλεγε, έλεγχαν το σώμα του, αναφερόμενος στον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο σαν να μιλούσε για κάποιον άλλο.

Όταν η αδελφή του τον ρώτησε «Από όλους τους ανθρώπους, γιατί εκείνη;», ο Μπράουν απάντησε: «Ξέσπασαν πάνω της, αυτό έγινε. Όποιος χειριζόταν τα υλικά, ξέσπασε πάνω της. Αυτό είναι όλο. Τώρα πρέπει να ερευνήσουν σε τι εκτέθηκε το σώμα μου… ποιος ήταν το κίνητρο πίσω από αυτό που έγινε».
Σε άλλη συνομιλία με την Τρέισι, ο Μπράουν αποκάλυψε ότι την ημέρα της επίθεσης πήγαινε «στο νοσοκομείο για να τους πει να με βοηθήσουν να απαλλαγώ από τα υλικά, για να σταματήσω να τρελαίνομαι».
Λίγες ημέρες αργότερα, όταν η αδελφή του τον επισκέφθηκε στο σωφρονιστήριο και μίλησαν μέσω γυάλινου διαχωριστικού, εκείνος δικαιολόγησε την επιλογή του θύματος λέγοντας ότι πίστευε πως η Ζαρούτσκα «διάβαζε το μυαλό του».
«Ζητούσε βοήθεια και κανείς δεν τον άκουσε»
Η Τρέισι Μπράουν είπε ότι ο αδελφός της δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει αφεθεί ελεύθερος. Όπως τόνισε, η πολιτεία της Βόρειας Καρολίνας είχε πολλές ευκαιρίες να τον κρατήσει υπό παρακολούθηση, όμως κάθε φορά τον άφηνε να επιστρέψει στον δρόμο.
«Προσπάθησε πολλές φορές να νοσηλευτεί τα τελευταία χρόνια, καθώς η ψυχική του υγεία κατέρρεε, αλλά οι γιατροί τον έβγαζαν σε 24 ώρες. Νιώθω έντονα ότι δεν έπρεπε να είναι στους δρόμους», είπε.
Και συνέχισε: «Δεν κατηγορώ κανέναν για τις πράξεις του, εκτός από την πολιτεία. Κατηγορώ την πολιτεία που τον απογοήτευσε όταν ζητούσε βοήθεια. Όταν έχεις ανθρώπους με σοβαρή ψύχωση που αναζητούν βοήθεια, και τους αφήνεις να επιστρέψουν στην κοινωνία, αυτό είναι εγκληματικό. Ήταν υψηλού κινδύνου. Δεν ήταν καλά. Δεν ήταν ασφαλής για την κοινωνία».
Η Τρέισι πρόσθεσε ότι τα τελευταία τρία χρόνια η οικογένεια γνώριζε την επιδείνωση της κατάστασής του. «Τώρα μια αθώα γυναίκα είναι νεκρή. Ζητούσε και έκλαιγε για βοήθεια, και κανείς δεν τον πήρε στα σοβαρά. Έφτασε σε σημείο που η αρρώστια του τον οδήγησε σε ένα αποτρόπαιο έγκλημα», δήλωσε.
Οι αρχές επιβεβαίωσαν ότι ο Μπράουν είχε καλέσει πολλές φορές το 911 λέγοντας ότι «ένας μικροτσίπ ελέγχει το μυαλό του». Η τελευταία φορά ήταν στις 19 Ιανουαρίου, όταν συνελήφθη για «κατάχρηση του συστήματος 911» αφού τηλεφώνησε ενώ η αστυνομία έκανε ήδη έλεγχο για την κατάστασή του.