Το Μόναχο θα επιδιώξει να είναι υποψήφιο για τη διοργάνωση των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2036, του 2040 ή του 2044.
Πρόκειται για απόφαση των δημοτών της βαυαρικής πρωτεύουσας σε δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με τον δήμαρχο του Μονάχου Ντίτερ Ράιτερ, το 63% των ψηφισάντων τάχθηκε υπέρ της διεκδίκησης των Αγώνων, ωστόσο είναι τελικά η Γερμανική Ομοσπονδία Ολυμπιακών Αθλημάτων που θα αποφασίσει ποια υποψηφιότητα θα προταθεί στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή.
Στο δημοψήφισμα του Μονάχου η συμμετοχή έφθασε στο επίπεδο ρεκόρ για δημοψήφισμα του 40% και το αποτέλεσμα θεωρείται νομικά δεσμευτικό για τον δήμο.
Ολυμπιακοί Αγώνες: Ποιες άλλες πόλεις έχουν εκφράσει ενδιαφέρον
Εκτός από το Μόναχο, ενδιαφέρον έχουν ήδη εκφράσει το Βερολίνο, το Αμβούργο και η περιοχή Ρήνου - Ρουρ με την Κολωνία ως πιθανότερη έδρα.
Η Γερμανική Ομοσπονδία αναμένεται να αποφασίσει τον Σεπτέμβριο του 2026.
Σε διεθνές επίπεδο, μέχρι τώρα έχει υποβάλει επίσημη αίτηση το Κατάρ για την Ντόχα και ενδιαφέρον έχει εκφράσει η Ινδία, η οποία θεωρείται, σύμφωνα με την Frankfurter Allgemeine Zeitung, το ισχυρότερο φαβορί.
Αντιθέτως πιστεύεται ότι έχουν περιοριστεί οι πιθανότητες της Ινδονησίας, μετά την άρνηση της κυβέρνησης να χορηγήσει βίζα σε Ισραηλινούς αθλητές για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ενόργανης Γυμναστικής.
Στις πόλεις που έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για την ανάληψη της διοργάνωσης συγκαταλέγονται ακόμη η Μαδρίτη, η Κωνσταντινούπολη και το Κέιπ Τάουν.
Η «Σφαγή του Μονάχου» το 1972
Υπενθυμίζεται πως το Μόναχο έχει φιλοξενήσει τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 που σημαδεύτηκαν από την «Σφαγή του Μονάχου» όταν μέλη της ισραηλινής αποστολής έπεσαν θύματα απαγωγής από τον «Μαύρο Σεπτέμβρη», μέσα στο Ολυμπιακό Χωριό.
Η απαγωγή έληξε με αποτυχημένη επέμβαση της γερμανικής αστυνομίας, κατά την οποία σκοτώθηκαν και οι 9 αθλητές, ένας Δυτικογερμανός αστυνομικός και πέντε από τους 8 απαγωγείς. Μαζί με τους δυο αθλητές που είχαν δολοφονηθεί νωρίτερα, ο τελικός απολογισμός έφτασε τους 17 νεκρούς.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1972 βρίσκονταν στη δεύτερη εβδομάδα διεξαγωγής τους. Η Ολυμπιακή Επιτροπή της Δυτικής Γερμανίας είχε δημιουργήσει μία φιλική ατμόσφαιρα στο Ολυμπιακό Χωριό του Μονάχου, με σκοπό να διαγραφούν οι μνήμες της στρατοκρατικής εικόνας της Γερμανίας στον πόλεμο και συγκεκριμένα κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο οι οποίοι είχαν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον δικτάτορα των Ναζί, Αδόλφο Χίτλερ, για λόγους προπαγάνδας.
Στο ντοκιμαντέρ «One Day in September» αναφέρεται ότι η ασφάλεια στο χωριό των αθλητών ήταν σκοπίμως χαλαρή και πολλές φορές οι αθλητές έρχονταν ή έφευγαν από το Χωριό χωρίς να προσκομίζουν την απαραίτητη ταυτότητα. Πολλοί αθλητές ξέφευγαν από τα σημεία ελέγχου της ασφάλειας και σκαρφάλωναν πάνω από τους φράχτες που περιέβαλλαν το Χωριό.
Η απουσία ένοπλου προσωπικού είχε ανησυχήσει τον αρχηγό της αποστολής του Ισραήλ, Σμουέλ Λάλκιν, πριν ακόμα η ομάδα του καταφτάσει στο Μόναχο. Σε συνέντευξή του σε δημοσιογράφους αργότερα, ο Λάλκιν είπε πως είχε επίσης εκφράσει την ανησυχία του στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα καταλύματα της αποστολής.
Φιλοξενήθηκαν σε ένα σχετικά απομονωμένο τμήμα του Ολυμπιακού Χωριού, σε ένα μικρό κτίριο κοντά στην πύλη, το οποίο αισθανόταν πως έκανε την ομάδα του ιδιαίτερα ευάλωτη σε ενδεχόμενη εξωτερική επίθεση. Οι γερμανικές αρχές διαβεβαίωσαν τον Λάλκιν ότι θα παρείχαν επιπλέον ασφάλεια στην αποστολή του Ισραήλ, αλλά ο Λάλκιν εξέφρασε την αμφιβολία ότι αυτά τα επιπλέον μέτρα είχαν ληφθεί ποτέ.
Οι διοργανωτές των Αγώνων ζήτησαν από τον Δυτικογερμανό ψυχολόγο Τζορτζ Σίμπερ να δημιουργήσει 26 σενάρια τρομοκρατίας που θα τους βοηθούσαν στον σχεδιασμό της ασφάλειας. Στην «Κατάσταση 21» που δημιούργησε, προέβλεψε με ακρίβεια την εισβολή ένοπλων Παλαιστινίων στα καταλύματα που διέμενε η αποστολή του Ισραήλ, με σκοπό να σκοτώσουν και να κρατήσουν ομήρους, ώστε να απαιτήσουν την απελευθέρωση των φυλακισμένων τους από το Ισραήλ και να φύγουν από τη Γερμανία με ένα αεροπλάνο.
Οι διοργανωτές αρνήθηκαν να προχωρήσουν στην προετοιμασία για την «Κατάσταση 21» και των άλλων σεναρίων, έχοντας ως δεδομένο ότι αν φύλαγαν τους αγώνες, εναντιωνόταν στον στόχο των «Ανέμελων Αγώνων» χωρίς αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Οι αγώνες συνεχίστηκαν μετά από διακοπή μιας ημέρας, καθώς αυτή ήταν η επιθυμία τις Ολυμπιακής Επιτροπής και της κυβέρνησης του Ισραήλ. Οι τρομοκράτες δραπέτευσαν με ένα αεροπλάνο της Lufthansa.
Μετά από αυτό το γεγονός, η πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ έδωσε εντολή στης μυστικές υπηρεσίες Μοσάντ να ανακαλύψουν πού κρύβονται οι εγκληματίες και να τους δολοφονήσουν.
Η γερμανική αστυνομία ίδρυσε την αντιτρομοκρατική οργάνωση GSG9, που φάνηκε χρήσιμη στην επόμενη απαγωγή αεροπλάνου της Lufthansa από Παλαιστίνιους τρομοκράτες το 1977, ενώ τα μέτρα ασφαλείας στο Ολυμπιακό Χωριό από το 1976 και έπειτα, ενισχύθηκαν πολύ, σε βαθμό που απαγορεύεται η είσοδος ακόμη και των δημοσιογράφων.