Τον Χρήστο Νέζο τον γνωρίζω πολλά χρόνια και τον συναντώ κυρίως στα δημοσιογραφικά ταξίδια. Έχει ένα ωραίο και μοντέρνο σπίτι στο Γκάζι. Όταν του ζητάω να το φωτογραφίσουμε, μου λέει: «Ναι, αλλά τα Χριστούγεννα». Στην ερώτηση «γιατί τα Χριστούγεννα;», η απάντηση είναι: «Έλα και θα δεις».
Ανεβαίνω στο ρετιρέ της πολύ μοντέρνας πολυκατοικίας του και μένω με το στόμα ανοιχτό. Είναι ένα σπίτι που τον διάκοσμό του θα τον ζήλευε το πολυκατάστημα Harrods του Λονδίνου, ένα ζωντανό παραμύθι, μια κατάσταση χριστουγεννιάτικης έκστασης. «Τι είναι εδώ;» τον ρωτάω. «Ο αλώβητος χώρος της παιδικής ηλικίας», λέει ποιητικά και πραγματικά έχω χαζέψει. Πέντε μεγάλα δέντρα πάνω από δύο μέτρα ύψος το καθένα, γεμάτα με κάθε λογής στολίδια. Θεματικά δέντρα: ένα με Playmobil, ένα άλλο με σπάνια στολίδια. Άγγελοι, καρυοθραύστες και όποιο καλόγουστο χριστουγεννιάτικο στολίδι μπορείς να σκεφτείς. Και ενώ το διαμέρισμα έχει συγκλονιστική θέα την Ακρόπολη, όλα αυτά τα λαμπιόνια την κάνουν να μοιάζει με άλλο ένα στολίδι του διάκοσμου.
«Κάθε χρόνο αγοράζω κάτι χριστουγεννιάτικο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάρω κάτι, είναι σαν γούρι».
«Πραγματική χριστουγεννιάτικη υπερβολή» αναφωνώ, για να μου απαντήσει με την παζολινική φράση «η υπερβολή φωτίζει την αλήθεια». Παρατηρώ τα δέντρα ένα ένα και βγάζω επιφωνήματα, γιατί η έκπληξη βρίσκεται στη λεπτομέρεια.
Κάποια στιγμή, μετά από ώρα, του λέω: «Έλα να κάνουμε τη συνέντευξη γιατί ξεμυαλίστηκα». «Πώς ήρθες εδώ;» Έμενε για πολλά χρόνια στον Λυκαβηττό και μια μέρα, έτσι ξαφνικά, περνώντας απ’ το Γκάζι, είδε μια οικοδομή που του άρεσε. Δεν υπήρχαν όμως στοιχεία του κατασκευαστή, έτσι έκανε έρευνα στη γειτονιά, βρήκε κάποιον που του έδωσε το τηλέφωνο και έκλεισε αμέσως ραντεβού. Όταν τον ανέβασαν στο ρετιρέ και είδε την Ακρόπολη «να του σκάει μέσα στο πρόσωπο», το ερωτεύτηκε.
Ομολογεί ότι δεν του αρέσει καθόλου να κοιτάζει διαμερίσματα. Λυπόταν πραγματικά τους φίλους του που έκαναν χρόνια να βρουν σπίτι και έβλεπαν το ένα μετά το άλλο. Έλεγε πάντα ότι ήθελε να δει μόνο ένα και να το κλείσει αμέσως∙ έτσι κι έγινε.
Το Γκάζι τού αρέσει και δεν το αλλάζει πια με τίποτα. «Έχει μια αυθεντικότητα το Γκαζοχώρι. Ο Βοτανικός είχε κτήματα παλιά. Προέρχομαι κι εγώ από αγροτική οικογένεια, ίσως με τράβηξε ο αέρας της γης», παρατηρεί γελώντας. Του αρέσει η προσιτή κλίμακα της περιοχής. Η πολυκατοικία έχει βραβευτεί ως μία απ’ τις πιο μοντέρνες της Αθήνας. Ήταν από τα καλοσχεδιασμένα διαμερίσματα στα οποία δεν χρειάζεται να κάνεις και πολλά. Βλέπει απ’ τη μια πλευρά την Ανατολή και απ’ την άλλη τη Δύση.
Του λέω ότι η κουζίνα δείχνει να μη χρησιμοποιείται. Μου λέει ότι αυτό είναι σπουδαίο, γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει ότι είναι κουζίνα, που χρησιμοποιείται και μάλιστα πολύ. Τον ρωτάω για τα έπιπλα. Δεν έφερε κανένα έπιπλο από το σπίτι του Λυκαβηττού. Τα μοίρασε όλα σε φίλους και έκανε καινούργια αρχή. Έφερε μόνο αναμνηστικά και αντικείμενα απ’ την παιδική του ηλικία, που έχουν συναισθηματική αξία. Τα έπιπλα είναι όλα απ’ την εταιρεία BoConcept. «Μ’ αρέσει η αισθητική τους, οπότε είναι σαν τη διαφήμιση που λέει: “Αυτούς ξέρεις, αυτούς εμπιστεύεσαι», αστειεύεται.
Πέφτει το μάτι μου στο όμορφο σερβάν του. Το περίμενε πάνω από δυο μήνες, γιατί ήρθε από τη Σουηδία. Του αρέσει πολύ το σκανδιναβικό design. Η πολυκατοικία είχε στο δάπεδο τσιμεντοκονία, αλλά ο Χρήστος προτίμησε τα μάρμαρα Άριστον εκ Δράμας, που είναι εξαιρετικής ποιότητας. Οι σκάλες είναι από μαύρο χαλαζία, όπως και ο πάγκος της κουζίνας.
Το σπίτι είναι 78 τετραγωνικά, αλλά φαίνεται πολύ μεγαλύτερο, ίσως γιατί έχει και ένα μεγάλο ρουφ γκάρντεν, που είναι σαν ένα ακόμη διαμέρισμα. Η Ακρόπολη κυριαρχεί παντού. Του λέω ότι με τόσο προνομιούχα θέα, αν μη τι άλλο, δεν πλήττει.
«Επειδή μ’ αρέσει πολύ η θάλασσα, μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι είμαι πάνω σε ένα καράβι που γυρίζει απ’ την Ακρόπολη, με πάει στον Περαία και κάπου στο βάθος με χαιρετάει η θεά Αθηνά. Τη νύχτα βλέπω φωτισμένη τη Νίκαια μέχρι τον Κορυδαλλό. Και ο ουρανός αλλάζει συνέχεια χρώματα. Επίσης, είναι ωραία με ήλιο, με βροχή, με χιόνι».
Άραγε, έχει πράγματα από το πατρικό του; «Όχι», λέει, «μόνο κάποια τραπεζομάντιλα». Δεν του αρέσουν οι αντίκες, μου εξηγεί. «Επειδή δένομαι με τα πράγματα, είμαι σίγουρος ότι κουβαλάνε την ενέργεια των ανθρώπων που τα είχαν. Έχω μια άρνηση, λοιπόν, να βάλω στο σπίτι μου ενέργειες που δεν γνωρίζω».
Τον ρωτάω αν κάθεται αρκετά στο σπίτι. «Είμαι πολύ σπιτόγατος, αλλά έγινα περισσότερο όταν ήρθα εδώ. Το ίδιο το σπίτι με εμπνέει να κάτσω μέσα», απαντάει. «Τι είναι για σένα το σπίτι;» «Είναι το μέρος όπου θα μπω και θα ξεχαστώ και θα φύγουν απ’ το μυαλό μου όλα, τα πάντα. Η αποφόρτισή μου». «Πού κάθεσαι συνήθως;» «Αράζω εδώ, στον καναπέ, στη θέση που κάθομαι τώρα. Είναι η θέση του αυτοκράτορα», λέει και γελάμε.
Είναι «κοινωνικό» σπίτι; Του αρέσει να μαγειρεύει και έρχονται συχνά φίλοι. «Κάνουμε και Πρωτοχρονιά εδώ, σε μένα, και είναι φανταστικά γιατί φαίνονται όλα τα πυροτεχνήματα της πόλης». Η τραπεζαρία του είναι καμουφλαρισμένη∙ υπάρχει ένα τραπέζι που μοιάζει μαγικό γιατί έχει ένα μοχλό και γίνεται ό,τι θες. Κι αν δεν το θες, εξαφανίζεται. Τώρα δεν μπορεί να μου το δείξει γιατί είναι το δέντρο στολισμένο.
Μου δίνει πάσα με το στολισμένο δέντρο και τον ρωτάω, όπως θα έλεγε κι ο γιος μου, «τι φάση με τα Χριστούγεννα;». «Τα Χριστούγεννα είναι τι σε μαθαίνουν στο σπίτι σου», απαντά. Δεν ξεχνάει ποτέ τα Χριστούγεννα που περνούσε με τους γονείς και την αδελφή του στην Αργολίδα. «Είχαμε ένα μεγάλο δέντρο των ’70s που τα κλαδιά του είχαν κενό δέκα πόντους και η μαμά έβαζε βαμβάκι, που ήταν το χιόνι της εποχής. Αν το πιστεύεις, θυμάμαι μέχρι σήμερα όλα τα στολίδια ένα προς ένα. Τα γουρουνάκια, τα φωτάκια, πώς ήταν οι μπάλες, ακόμα και αυτές που έσπασαν».
Θυμάται ότι στόλιζαν το δέντρο και ήταν μια κατάσταση μεγάλης χαράς και ευφορίας. «Τι ωραία, Θεέ μου, με μουσικές, με γέλια, με γράμματα στον Άγιο Βασίλη. Σήμερα τα παιδιά δεν το ζουν ακριβώς έτσι. Ξέρω γονείς που βαριούνται να στολίσουν δέντρο ή δεν δίνουν τόση σημασία και χάνεται κάτι απ’ αυτήν τη μαγεία. Νομίζω ότι είναι τεράστιο λάθος, γιατί αυτή η μαγεία μένει σαν χρυσή επίστρωση στην ψυχή», λέει.
Θυμάται που έβγαινε στο χωριό με το ποδήλατο και κοίταζε τα παράθυρα που ήταν ανοιχτά για να δει όλα τα δέντρα και να ξέρει ποιο είναι το πιο ωραίο. Του λέω ότι τον σκέφτομαι παιδί με το ποδηλατάκι του και είναι πολύ κινηματογραφική σκηνή. «Ακόμα ρίχνω λοξές ματιές μήπως δω κάποιο παράθυρο ανοιχτό και δω κανένα δέντρο».
«Πώς ξεκίνησε όλη αυτή η χριστουγεννιάτικη πανδαισία με τα εκατοντάδες στολίδια;» Σε όλη του τη ζωή δεν θυμάται ούτε μία φορά να μην έχει στολίσει δέντρο. Τα τελευταία χρόνια τού παίρνει τρεις μέρες να στολίσει, με πολλή κούραση, και μετά είναι άθλος να τα μαζέψεις πάλι. Θέλουν οργάνωση και η αποθήκευση είναι ολόκληρη διαδικασία. Τον ρωτάω πόσα δέντρα έχει. Πέντε μεγάλα, πάνω από δύο μέτρα, και αρκετά πιο μικρά. Όσο για τα στολίδια, ούτε που ξέρει τον αριθμό τους.
«Πότε άρχισες να έχεις ολόκληρο “μαγαζί” με στολίδια στο σπίτι σου;» αναρωτιέμαι. «Αργά και σταθερά. Κάθε χρόνο αγοράζω κάτι χριστουγεννιάτικο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάρω κάτι, είναι σαν γούρι. Πολλά τα έχω φέρει από ταξίδια στο εξωτερικό. Πριν από λίγες μέρες είδα ένα πάρα πολύ ωραίο δέντρο, ήταν 2,40 ύψος∙ το κοίταξα και ήταν σαν να μου μιλούσε, σαν να μου έλεγε να το πάρω σπίτι, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει άλλος χώρος», απαντάει και σηκώνει τα χέρια του, σαν να είναι πραγματικά κρίμα που δεν το πήρε. Τα στολίδια τα αγαπάει όλα. Του αρέσουν και οι καρυοθραύστες. Κάνει συλλογή. Το πιο παλιό του στολίδι είναι ένας vintage Άγιος Βασίλης. Μου τον δείχνει και η αλήθεια είναι ότι είναι λίγο κατσιασμένος απ’ τον χρόνο, σαν να ’χασε κιλά. Του τον χάρισαν απ’ το Μουσείο Χριστουγεννιάτικων Στολιδιών που άνοιξε στα Τρίκαλα. Είναι το μοναδικό στην Ελλάδα και το δεύτερο στην Ευρώπη. «Φέτος δεν θα λειτουργήσει, αλλά του χρόνου να πας οπωσδήποτε», λέει, «είναι μαγικό. Τα περισσότερα στολίδια τα έχουν βρει από ρακοσυλλέκτες».
«Πώς νιώθεις όταν πια έχεις ολοκληρώσει τη διακόσμηση, έχεις ανάψει όλα τα λαμπάκια και το κοιτάζεις όλο αυτό;» «Με μια λέξη, παιδί. Πραγματικά νιώθω ότι δεν μεγαλώνω σε αυτό το κομμάτι. Έχω την ίδια έκπληξη και χαρά με τότε. Σαν το εσωτερικό δωμάτιο των δικών μου Χριστουγέννων να μη λαβώθηκε ποτέ και με τίποτα». «Άρα περιττό να σε ρωτήσω αν σου φέρνουν θλίψη οι γιορτές». «Καμιά θλίψη, μόνο χαρά και θαλπωρή και κάτι γιορτινό, σαν να ανάβουν λαμπάκια και στην ψυχή». «Η πιο ωραία χριστουγεννιάτικη ανάμνηση;» «Η πιο δύσκολη, τα τελευταία Χριστούγεννα που έκανα με τη μητέρα μου. Ήξερα πως θα φύγει σύντομα απ’ τη ζωή. Αλλά ήταν πολύτιμα γιατί ήταν τα τελευταία».
«Κάνουμε κάποιο λάθος στον στολισμό του δέντρου;» ρωτάω για να φύγω και με ένα tip. «Ναι, συχνά δεν βάζετε φάτνη», λέει σαν αυστηρός δάσκαλος. «Έλα να σου δείξω τη φάτνη μου, εδώ είναι ο μαγικός μου χώρος». Μου δείχνει την τέλεια φάτνη αλλά και μια εικόνα της γέννησης του Χριστού που την αγαπάει πολύ. «Ξάπλωνα στα χαλιά στο σαλόνι και πήγαινα μέσα στο σκοτάδι και έβλεπα τα λαμπάκια και τη φάτνη». Αίφνης θυμάμαι κι εγώ τη φάτνη που είχαμε στο σπίτι μας και τη μαμά να μου φωνάζει: «Τζούλη, βάλ’ τα όλα αμέσως μέσα στη φάτνη», γιατί τα έβγαζα όλα, τα σκόρπιζα και έπαιζα εκτός. «Κοίτα να δεις τι είναι η μνήμη», του λέω και σκέφτομαι ότι αυτό ήταν πραγματικά παράξενο, γιατί ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχα σκεφτεί τη φάτνη.
«Πώς αντιδρούν όσοι βλέπουν αυτόν τον στολισμό;» «Ενθουσιάζονται, αλλά δεν έχουν όλοι την ίδια λαχτάρα για τις γιορτές. Νομίζω τα βάρη της ζωής τούς κάνουν να μην μπορούν να ακουμπήσουν στα παιδικά χρόνια, ειδικά αν αυτά δεν ήταν ευτυχισμένα», απαντάει.
«Στενοχωριέσαι όταν ξεστολίζεις;» ρωτάω. «Όχι, γιατί θα ξανάρθουν οι γιορτές», λέει με αισιοδοξία. «Πότε ξεστολίζεις;» Μια φορά, θυμάται, τα άφησε όλα μέχρι τις 4 Μαρτίου, που είναι τα γενέθλιά του και έσβησε κεράκια με λαμπιόνια.
Θυμάμαι τη φίλη μου τη Φρίντα, που δεν είναι πια στη ζωή. Είχε στο σπίτι της ένα δωμάτιο όπου είχε μόνιμα στολισμένο το δέντρο, όλο τον χρόνο. Μου έλεγε «όταν δεν νιώθω καλά ψυχολογικά, πατάω το κουμπί και ανάβω τα Χριστούγεννα». «Τι ωραίο αυτό!» αναφωνώ.
Φεύγω απ’ τον Χρήστο με ζάχαρη άχνη στην άκρη των χειλιών από τον κουραμπιέ αλλά και μέσα μου. Νομίζω ότι και ένας ορκισμένος εχθρός των Χριστουγέννων, ακόμα κι αν δεν το ομολογήσει, σ’ αυτό το σπίτι θα καταλάβει τι σημαίνει θαλπωρή και η καρδιά του θα κάνει ένα άνοιγμα στον παιδικό εκείνο εαυτό που ένιωθε τα Χριστούγεννα σαν θαύμα.