ΣΕ ΕΝΑ ΝΗΣΙ που διεθνώς αναγνωρίζεται για το μοναδικό του τοπίο, την αρχιτεκτονική του κληρονομιά, την πολιτιστική του ταυτότητα και τον τουρισμό υψηλής ποιότητας με πανάκριβες υπηρεσίες, η ύπαρξη μιας ενεργής παράνομης χωματερής συνιστά μια βαριά αντίφαση.
Την έκταση και τη σοβαρότητα του προβλήματος κατέγραψε πρόσφατα το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», το οποίο, έπειτα από αυτοψία στο νησί, προέβη σε καταγγελία για το ζήτημα στο Σώμα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος Νοτίου Αιγαίου.
Σύμφωνα με το «Αρχιπέλαγος», η παρατηρούμενη αδράνεια των αρμόδιων φορέων δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι πρωτίστως τεχνικό αλλά διαχειριστικό και συστηματικό, καθώς η ανοχή που επιδεικνύεται επιτρέπει τη συνέχιση πρακτικών που επιβαρύνουν το χερσαίο και θαλάσσιο περιβάλλον.
Όπως μας εξηγεί ο υπεύθυνος του ινστιτούτου, Θοδωρής Τσιμπίδης, η χωματερή βρίσκεται στη θέση Κρίταμι, μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από το κέντρο του νησιού.
υπεύθυνος του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος»
Σ’ αυτήν τη χωματερή, αναφέρει, «απορρίπτονται καθημερινά χιλιάδες τόνοι στερεών αποβλήτων κάθε μορφής – οικιακά απορρίμματα, μπάζα, πλαστικά, γεωργικά και αλιευτικά υπολείμματα, με ενδεχόμενη ανάμειξη επικίνδυνων υλικών. Συνεπώς, πέρα από τη βλάβη που δημιουργείται στο έδαφος, στον αέρα, στο νερό, στη χλωρίδα και στην πανίδα, η ρύπανση αυτή αποτελεί άμεσο, ουσιαστικό και μη αναστρέψιμο κίνδυνο και για τη δημόσια υγεία, τόσο διά της ευρείας διάχυσης επικίνδυνης πλαστικής ρύπανσης που εισέρχεται στην τροφική αλυσίδα και καταλήγει στον άνθρωπο όσο και διά της ενδεχόμενης μετάδοσης παθογόνων ουσιών», λέει.
Ο Θ. Τσιμπίδης μεταφέρει μια ζοφερή εικόνα, την οποία περιγράφει αναλυτικά και στην καταγγελία που έχει υποβάλει στο Σώμα Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, προειδοποιώντας για άμεσο κίνδυνο τοξικής θαλάσσιας ρύπανσης. Όπως επισημαίνει:
«Παράλληλα, η ανεξέλεγκτη και παράνομη απόρριψη και εναπόθεση τόνων απορριμμάτων επί του ρέματος που διασχίζει τη χωματερή αποτελεί κίνδυνο σοβαρής και τοξικής θαλάσσιας ρύπανσης, με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον και στη δημόσια υγεία, καθώς οι έντονες βροχοπτώσεις και οι πλημμύρες στο νησί αναπόφευκτα οδηγούν στη μεταφορά και τελική κατάληξη των απορριμμάτων απευθείας στη θάλασσα. Διαπιστώνεται, συνεπώς, ανεπανόρθωτος κίνδυνος τόσο για τη θαλάσσια ζωή όσο και για τη δημόσια υγεία».
Τον περασμένο Ιούνιο ξέσπασε πυρκαγιά στη χωματερή της Ύδρας, κατακαίοντας εκατοντάδες τόνους απορριμμάτων και προκαλώντας εκτεταμένο τοξικό καπνό, έντονη δυσοσμία και ανεπανόρθωτη περιβαλλοντική ζημία σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη οικολογικά ζώνη. Όπως επισημαίνει το «Αρχιπέλαγος», το περιστατικό αυτό αναδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο την πολλαπλή περιβαλλοντική και υγειονομική υποβάθμιση που συνοδεύει τη λειτουργία των παράνομων χωματερών.
Εάν ανατρέξει κανείς πέντε χρόνια πίσω, στο 2020, στο χρόνιο ζήτημα της διαχείρισης απορριμμάτων στην Ύδρα, θα βρει δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών που υπόσχονταν το «τέλος στο χάος των απορριμμάτων», κάνοντας λόγο για το οριστικό κλείσιμο της παράνομης χωματερής έπειτα από δεκαετίες λειτουργίας. Την ίδια περίοδο είχαν ανακοινωθεί σχέδια για την οριστική επίλυση του προβλήματος, τα οποία περιλάμβαναν την κατάργηση του Χώρου Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) στη θέση Κρίταμι, την πλήρη αποκατάσταση του χώρου, την εφαρμογή διαλογής στην πηγή με εντατικοποίηση της ανακύκλωσης και τη μεταφορά ποσότητας εκτός Ύδρας, σε σύγχρονες Μονάδες Επεξεργασίας Απορριμμάτων.
Ωστόσο, αυτό το κοινό σχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, του δήμου Ύδρας και του Ενιαίου Διαβαθμιδικού Συνδέσμου Νομού Αττικής (ΕΔΣΝΑ), όπως υποστηρίζουν από το «Αρχιπέλαγος», έμεινε στις εξαγγελίες, χωρίς ουσιαστική εφαρμογή, με αποτέλεσμα η παράνομη χωματερή να εξακολουθεί να λειτουργεί και το πρόβλημα να παραμένει άλυτο.
Ο Γιώργος Κουκουδάκης, δήμαρχος Ύδρας, αναφέρει στη LiFO ότι η κατάσταση στο μέτωπο των απορριμμάτων εισέρχεται πλέον σε φάση αλλαγής. «Η σύμβαση για το μεγάλο έργο διαχείρισης απορριμμάτων έχει ήδη υπογραφεί και αυτήν τη στιγμή ο ανάδοχος βρίσκεται στο νησί προκειμένου να ολοκληρώσει τη χωροθέτηση του εργοταξίου, με την έναρξη των εργασιών να είναι προγραμματισμένη το επόμενο διάστημα», αναφέρει.
Και προσθέτει: «Το έργο αφορά ένα εργοστάσιο κομποστοποίησης και ολοκληρωμένης διαχείρισης αστικών αποβλήτων, το οποίο βασίζεται στις αρχές της κυκλικής οικονομίας και δημοπρατήθηκε το 2023, με προϋπολογισμό 20 εκατ. ευρώ».
Απαντώντας στην καταγγελία του «Αρχιπελάγους», ο δήμαρχος εξηγεί ότι ο δήμος Ύδρας έχει προβεί σε όλα τα απαιτούμενα βήματα από την πλευρά του. «Ό,τι ήταν να κάνει ο δήμος το έκανε. Υπήρξαν αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, ολοκληρώθηκε η διαδικασία των αδειοδοτήσεων και προχωρήσαμε με όσα μπορούσαμε να πράξουμε» επισημαίνει, ενώ αναγνωρίζει ότι υπήρξε κακή διαχείριση του ζητήματος στο παρελθόν. «Η κακή διαχείριση υπήρχε για δεκαετίες. Εμείς, όμως, πήγαμε στα δικαστήρια και τα δικαστήρια μάς αθώωσαν λόγω έκτακτης ανάγκης. Τι να κάναμε; Είχαμε έναν χώρο και εκεί πηγαίναμε τα απορρίμματα», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο. Ούτε τα καίγαμε», προσθέτει.
Ο δήμαρχος διαβεβαιώνει ωστόσο ότι η κατάσταση αυτή θα αλλάξει το επόμενο διάστημα. «Τον άλλο μήνα κλείνει η χωματερή και ξεκινά η μεταβατική λειτουργία με τη χρήση κινητής, προκατασκευασμένης μονάδας προσωρινής επεξεργασίας απορριμμάτων, η οποία θα περιλαμβάνει τη διαλογή, τη συμπίεση και τη δεματοποίηση των απορριμμάτων που δεν μπορούν να ανακυκλωθούν. Τα υπολείμματα θα μεταφέρονται σε αδειοδοτημένα κέντρα διαχείρισης στην Αττική μέχρι την ολοκλήρωση του μόνιμου εργοστασίου». Ο δήμαρχος Ύδρας σημειώνει ότι αυτή η μεταβατική λύση αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο και δεν υποκαθιστά την πλήρη λειτουργία της μόνιμης εγκατάστασης.
Ωστόσο, μια διαφορετική εικόνα περιγράφει το «Αρχιπέλαγος», το οποίο, παρά τη σύναψη της σύμβασης και τις δημόσιες δεσμεύσεις για τη νέα μονάδα, επισημαίνει ότι η κατάσταση στο πεδίο παραμένει ανεξέλεγκτη. Όπως τονίζει, η μεταβατική περίοδος έως την πλήρη λειτουργία της νέας εγκατάστασης συνιστά από μόνη της σοβαρή απειλή για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, καθώς η συνεχιζόμενη απόρριψη απορριμμάτων σε μη νόμιμο χώρο δημιουργεί συνθήκες εκτεταμένης ρύπανσης.
Σύμφωνα με το «Αρχιπέλαγος», η παρατηρούμενη αδράνεια των αρμόδιων φορέων δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι πρωτίστως τεχνικό αλλά διαχειριστικό και συστηματικό, καθώς η ανοχή που επιδεικνύεται επιτρέπει τη συνέχιση πρακτικών που επιβαρύνουν το χερσαίο και θαλάσσιο περιβάλλον. Την ίδια στιγμή, με βάση την επίσημη ανακοίνωση της δημοτικής αρχής, η ολοκλήρωση του έργου τοποθετείται χρονικά σε ορίζοντα 2-3 ετών, διάστημα κατά το οποίο το νησί παραμένει εκτεθειμένο σε σοβαρούς περιβαλλοντικούς και υγειονομικούς κινδύνους.
Μένει, ωστόσο, να φανεί στην πράξη πώς θα εξελιχθεί η μεταβατική λειτουργία που περιγράφει η δημοτική αρχή και κατά πόσο θα μπορέσει να αποτρέψει την περαιτέρω περιβαλλοντική επιβάρυνση του νησιού έως την ολοκλήρωση της μόνιμης εγκατάστασης.
Για το «Αρχιπέλαγος», το ερώτημα για την ύπαρξη και την εφαρμογή ενός σαφούς σχεδίου διαχείρισης της υφιστάμενης χωματερής παραμένει, όπως σημειώνει, ουσιαστικά αναπάντητο. Σε ένα νησί στο οποίο η κυκλοφορία ιδιωτικών οχημάτων είναι περιορισμένη, φορτηγά εξακολουθούν καθημερινά να αποθέτουν απορρίμματα σε χώρο για τον οποίο έχουν ήδη επιβληθεί πρόστιμα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου, έπειτα από καταδίκη της χώρας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2015, ενώ από τότε είχαν δοθεί δεσμεύσεις για την οριστική επίλυση του προβλήματος.
Η περίπτωση της Ύδρας δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό αλλά εντάσσεται στη μακρά ιστορία με ευρωπαϊκές καταδίκες της Ελλάδας για τη διαχείριση απορριμμάτων και λυμάτων. Η πρόσφατη καταδίκη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την απαράδεκτη κατάσταση του ΧΥΤΑ Ζακύνθου, με κατ’ αποκοπήν πρόστιμο 5,5 εκατ. ευρώ και ημερήσια επιβάρυνση 12.500 ευρώ έως την πλήρη αποκατάστασή του, έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από βαριές κυρώσεις. Η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη χώρα που καταδικάστηκε σε χρηματικό πρόστιμο το 2000 για τη χωματερή στον Κουρουπητό Χανίων, καταβάλλοντας 5,4 εκατ. ευρώ, ενώ το 2014 ακολούθησε η καταδίκη για 293 παράνομες χωματερές, με συνολικό κόστος που μέχρι σήμερα ανέρχεται σε 73,84 εκατ. ευρώ. Στα παραπάνω προστίθενται ακόμη 17,35 εκατ. ευρώ για την πλημμελή επεξεργασία λυμάτων στο Θριάσιο Πεδίο και 74,7 εκατ. ευρώ για την απουσία αποχέτευσης σε 24 οικισμούς, μεταξύ των οποίων και περιοχές της Ανατολικής Αττικής.
Και μπορεί, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τα ευρωπαϊκά πρόστιμα για τις παράνομες χωματερές να έχουν μειωθεί κατά περίπου 70% την τελευταία πενταετία, χάρη στην αποκατάσταση αρκετών Χώρων Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων (ΧΑΔΑ), ωστόσο οι Έλληνες φορολογούμενοι εξακολουθούν να πληρώνουν εκατομμύρια ευρώ ετησίως εξαιτίας της αδυναμίας της χώρας να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα απορρίμματά της.
Ενδεικτικά, το Α΄ εξάμηνο του 2019 η Ελλάδα κατέβαλε 80.000 ευρώ σε ετήσια βάση για καθεμία από τις 65 περιπτώσεις ΧΑΔΑ που βρίσκονταν τότε υπό καθεστώς προστίμων. Από την αποκατάσταση 45 εξ αυτών, οι φορολογούμενοι έχουν απαλλαγεί από πρόστιμα ύψους περίπου 3,6 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Παρά τη μείωση αυτή, οι τρεις τελευταίες παράνομες χωματερές που παραμένουν σε λειτουργία εξακολουθούν να επιβαρύνονται με διπλά πρόστιμα, γεγονός που καταδεικνύει ότι, παρά τις δεσμεύσεις και τις επιμέρους βελτιώσεις, το ζήτημα της οριστικής και βιώσιμης λύσης παραμένει ανοιχτό, με άμεσο και διαρκές οικονομικό κόστος για το Δημόσιο και τους πολίτες.
Γι’ αυτό και το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», παρά τις εξαγγελίες, τις συμβάσεις και τα χρονοδιαγράμματα που έχουν ανακοινωθεί, ισχυρίζεται ότι η πραγματικότητα στο πεδίο παραμένει αμετάβλητη και ενδεχομένως να παραμείνει έτσι μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, δηλαδή σε τρία χρόνια: «Η παράνομη χωματερή της Ύδρας συνεχίζει να λειτουργεί, επιβαρύνοντας τόσο το χερσαίο όσο και το θαλάσσιο περιβάλλον. Σε μια χώρα που εξακολουθεί να πληρώνει ευρωπαϊκά πρόστιμα για την αδυναμία της να διαχειριστεί τα απορρίμματά της, η μεταβατική περίοδος δεν μπορεί να λειτουργεί ως άλλοθι για τη συνέχιση πρακτικών που έχουν ήδη κριθεί παράνομες και επιζήμιες».
Στο πλαίσιο αυτό, το ινστιτούτο ζητά μέσω της καταγγελίας που κατέθεσε την άμεση διενέργεια περιβαλλοντικής επιθεώρησης, την εφαρμογή των προβλεπόμενων κυρώσεων και την ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, ώστε η μεταβατική περίοδος που βρίσκεται σε εξέλιξη να μη μετατραπεί σε μη αναστρέψιμη περιβαλλοντική καταστροφή.