ΤΑ PLASTIC PELLETS είναι μικροσκοπικά σφαιρίδια διαμέτρου λίγων χιλιοστών. Αποτελούν την πρώτη ύλη από την οποία φτιάχνονται όλα σχεδόν τα πλαστικά αντικείμενα. Μόνο που αυτά τα σφαιρίδια, προτού καν μετατραπούν σε προϊόντα, καταλήγουν συχνά στο περιβάλλον. Χάνονται κατά τη μεταφορά, τη φόρτωση ή την αποθήκευση, και με τη βοήθεια της βροχής ή του ανέμου «ταξιδεύουν» σε ποτάμια, θάλασσες και ακτές. Εκεί γίνονται «τροφή» για ψάρια και θαλάσσιους οργανισμούς και, τελικά, για εμάς τους ίδιους. Πρόκειται για την αθέατη απώλεια του πλαστικού στην αρχή της αλυσίδας, ήδη από την αφετηρία της παραγωγής του, πολύ πριν το προϊόν φτάσει στα ράφια ή στα χέρια του καταναλωτή.
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τη μικροπλαστική ρύπανση από τα δευτερογενή μικροπλαστικά. Πρόκειται για τα μικροσκοπικά θραύσματα που προκύπτουν από τη φθορά και τη διάσπαση μεγαλύτερων πλαστικών απορριμμάτων, όπως οι σακούλες, τα μπουκάλια, τα ποτήρια μιας χρήσης, τα δίχτυα και τα ελαστικά. Ειδικά στην Ελλάδα, η ανεπαρκής ανακύκλωση, η κακή διαχείριση των απορριμμάτων και η συχνή παρουσία πλαστικών σκουπιδιών σε θάλασσες, ακτές και χερσαία οικοσυστήματα επιτείνουν δραματικά το πρόβλημα.
Είναι κρίσιμης σημασίας να γίνει επιτέλους αντιληπτό ότι το πλαστικό αποτελεί επικίνδυνο υλικό: διασπάται γρήγορα όταν εκτίθεται στο περιβάλλον και αναπόφευκτα εισέρχεται στην τροφική αλυσίδα, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα.
Υπάρχουν όμως και τα πρωτογενή μικροπλαστικά, τα οποία δεν προέρχονται από σκουπίδια αλλά παράγονται εξαρχής σε αυτήν τη μορφή. Εάν τα δευτερογενή μικροπλαστικά είναι τα απόβλητα στο τέλος του κύκλου ζωής ενός προϊόντος, τα πρωτογενή είναι η ρύπανση στην αφετηρία του, δηλαδή η διαρροή στο περιβάλλον προτού παραχθεί το πλαστικό.
Η νέα πρόταση κανονισμού που ψηφίστηκε στο Ευρωκοινοβούλιο
 
 Η ρύπανση από τα πρωτογενή μικροπλαστικά έχει πλέον αναγνωριστεί ως μία από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές προκλήσεις. Αφορμή για να ανοίξει ξανά αυτό το κρίσιμο θέμα στον δημόσιο διάλογο στάθηκε η πρόσφατη ψήφιση του νέου κανονισμού για τη μείωση της ρύπανσης από μικροπλαστικά από την Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Την εξέλιξη αυτή περιγράφει ο Έλληνας ευρωβουλευτής Νίκος Φαραντούρης, μέλος της επιτροπής αυτής και καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου, ο οποίος μας μιλάει για τη σημασία της νομοθεσίας που φιλοδοξεί να περιορίσει το πρόβλημα στην πηγή του: «H πρόταση κανονισμού που ψηφίστηκε αποσκοπεί στη μείωση της ρύπανσης από μικροπλαστικά, επιβάλλοντας απαιτήσεις για τον προσεκτικό χειρισμό των κόκκων πλαστικού κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας, για την πρόληψη της διαφυγής τους στο περιβάλλον», αναφέρει.
Μας εξηγεί ότι «ο κανονισμός εστιάζει στην πρόληψη, στη συγκράτηση και στον καθαρισμό της ρύπανσης, ενισχύοντας τη σήμανση, τους ελέγχους και τη διαχείριση των πλαστικών σφαιριδίων. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία. Προκειμένου να διασφαλιστεί η θετική ψήφος περισσότερων ευρωομάδων αλλά και να μετριαστούν οι έντονες αντιδράσεις της Επιτροπής, το όριο για τις απαιτήσεις πιστοποίησης αυξήθηκε σε 1.500 τόνους που διακινούνται ετησίως, ενώ στην προηγούμενη θητεία η Επιτροπή είχε προτείνει 1.000 τόνους. Ακόμη, σε σχέση με την επέκταση στις θαλάσσιες μεταφορές, συμφωνήθηκε ρήτρα αναθεώρησης με στόχο την ευθυγράμμιση με μελλοντικά μέτρα που ενδέχεται να ληφθούν στο πλαίσιο του ΙΜΟ», του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (International Maritime Organization), η αποστολή του οποίου είναι, μεταξύ άλλων, να θεσπίζει διεθνείς κανονισμούς για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Σαρωνικός και Αργολικός: Θάλασσες από μικροπλαστικά
 
 Σε επιστημονικό επίπεδο, η εικόνα που περιγράφουν οι ερευνητές είναι εξίσου ανησυχητική. Όπως τονίζει ο Θοδωρής Τσιμπίδης, υπεύθυνος του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», «στις τελευταίες μετρήσεις που έγιναν τον Ιούνιο από τα εργαστήρια πεδίου στο ερευνητικό σκάφος “Τρίτων” του Ινστιτούτου “Αρχιπέλαγος” στην περιοχή του Αργολικού και του Σαρωνικού Κόλπου, διαπιστώθηκε ότι η ποσότητα των πλαστικών ινών και θραυσμάτων έχει εκτοξευτεί τα τελευταία χρόνια, πλησιάζοντας ή/και ξεπερνώντας αυτή των ίδιων των πλαγκτονικών οργανισμών. Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη: σε κάθε κυβικό μέτρο θαλασσινού νερού μπορεί να υπάρχουν έως και 100.000 πλαγκτονικοί οργανισμοί, στους οποίους περιλαμβάνονται ο γόνος των ψαριών αλλά και περισσότερα από 1.000 διαφορετικά είδη ζωοπλαγκτού».
Τα στοιχεία που μας δίνει ο Θ. Τσιμπίδης αποτυπώνουν με εντυπωσιακή σαφήνεια τη ραγδαία επιδείνωση της μικροπλαστικής ρύπανσης ως φαινομένου που απειλεί άμεσα τη θαλάσσια ζωή και τα οικοσυστήματα της χώρας: «Είναι κρίσιμης σημασίας να γίνει επιτέλους αντιληπτό ότι το πλαστικό αποτελεί επικίνδυνο υλικό: διασπάται γρήγορα όταν εκτίθεται στο περιβάλλον και αναπόφευκτα εισέρχεται στην τροφική αλυσίδα, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα», προσθέτει.
Τα μικροπλαστικά που χάνονται στη διαδρομή και η πιστωτική κάρτα που όλοι «καταπίνουμε»
Η βιομηχανία πλαστικών παράγει τεράστιες ποσότητες μικροσφαιριδίων. Κάθε χρόνο, μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπολογίζεται ότι διασπείρονται στο περιβάλλον πάνω από 150.000 τόνοι μικροπλαστικών. Η διαδικασία είναι απλή: τα σφαιρίδια παράγονται, συσκευάζονται σε σακιά ή κοντέινερ και μεταφέρονται σε εργοστάσια που τα λιώνουν για να κατασκευάσουν προϊόντα. Κάπου ανάμεσα σε αυτά τα στάδια χιλιάδες μικροσκοπικοί κόκκοι διαφεύγουν από έναν σκισμένο σάκο, από κάποια άλλη φθορά της συσκευασίας. Αυτή η φαινομενικά ασήμαντη απώλεια έχει τεράστια περιβαλλοντική επίπτωση: τα σφαιρίδια επιπλέουν στο νερό, μεταφέρονται από τα ποτάμια στις θάλασσες, απορροφούν τοξικές ουσίες και γίνονται «τροφή» για θαλάσσιους οργανισμούς.
Όπως εξηγεί ο Θ. Τσιμπίδης, που έχει πολυετή εμπειρία σε θέματα θαλάσσιου περιβάλλοντος και ναυτιλίας, «τα πρωτογενή μικροπλαστικά, η πρώτη ύλη της βιομηχανίας πλαστικών, αποτελούν μια συχνά αθέατη πηγή ρύπανσης κατά τη μεταφορά τους. Στη διάρκεια της εκφόρτωσης ή του καθαρισμού των αμπαριών, μέρος των σφαιριδίων διασπείρεται στη θάλασσα, καθώς τα υπολείμματα φορτίου απορρίπτονται εν πλω», αναφέρει. Τα πλοία που μεταφέρουν τέτοια φορτία είναι συνήθως μικρά, με περιορισμένα πληρώματα και ανεπαρκείς ελέγχους, κάτι που καθιστά το φαινόμενο χρόνια πρακτική. «Η λύση είναι ξεκάθαρη: υποχρεωτική επιθεώρηση μετά την εκφόρτωση, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν υπάρχουν υπολείμματα μικροσφαιριδίων που θα καταλήξουν στο θαλάσσιο περιβάλλον», υπογραμμίζει.
Η επιστήμη έχει τεκμηριώσει πλέον την παρουσία μικροπλαστικών σχεδόν παντού. Ο Νίκος Φαραντούρης μάς υπενθυμίζει τη μελέτη του Πανεπιστημίου του Newcastle το 2019, που είχε πραγματοποιηθεί για λογαριασμό του WWF: «Μέχρι και μία ολόκληρη πιστωτική κάρτα (~5 γρ.) καταπίνουμε κάθε εβδομάδα, με βάση την έρευνα του Πανεπιστημίου του Newcastle. Αν δεν γίνει κάτι, η ποσότητα αυτή θα τριπλασιαστεί μέχρι το 2060», λέει.
Ινστιτούτο «Αρχιπέλαγος»: «Η μικροπλαστική ρύπανση έχει ήδη διεισδύσει βαθιά στην τροφική αλυσίδα του Αιγαίου»
 
 Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια Edinburgh και Nottingham Trent, η μικροπλαστική ρύπανση έχει ήδη διεισδύσει βαθιά στην τροφική αλυσίδα του Αιγαίου. Κατά τη διάρκεια της έρευνας πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες από διαφορετικά σημεία του Αιγαίου και αναλύθηκαν είκοσι επτά δείγματα από έξι βρώσιμα είδη. Πρόκειται για τέσσερα εμπορικά ψάρια, την παλαμίδα, την κίτρινη σαυρίνα, τη γόπα και τον σαργό, καθώς και δύο ασπόνδυλα, τον αχινό και το στρείδι (Ostrea edulis). Τα αποτελέσματα είναι αποκαλυπτικά: όλα τα δείγματα (100%) βρέθηκαν επιμολυσμένα με μικροπλαστικά, με 1.302 σωματίδια να καταγράφονται συνολικά στο γαστρικό τους σύστημα.
Η μεγαλύτερη συγκέντρωση εντοπίστηκε στα ημιπελαγικά, παμφάγα ψάρια όπως η γόπα, τα οποία εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης σε σχέση με τα βενθικά ή βαθύβια είδη. Όπως εξηγούν οι ερευνητές, αυτό σχετίζεται με τη διατροφή τους και το ενδιάμεσο βάθος όπου κινούνται, μια θαλάσσια «ζώνη» ιδιαίτερα εκτεθειμένη στη ρύπανση από πλαστικά.
Η συντριπτική πλειονότητα (80-90%) των μικροπλαστικών που εντοπίστηκαν ήταν πλαστικές ίνες, προερχόμενες κυρίως από συνθετικά υφάσματα και αλιευτικά εργαλεία, ενώ τα πλαστικά σφαιρίδια (pellets) και τα σκληρά θραύσματα εμφανίστηκαν σε πολύ μικρότερες ποσότητες. Αν και η μελέτη δεν κάνει διάκριση μεταξύ πρωτογενών και δευτερογενών μικροπλαστικών, καταδεικνύει με σαφήνεια ότι η ρύπανση είναι καθολική, παρούσα σε όλα τα επίπεδα της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας και, εν τέλει, δυνητικά παρούσα και στο πιάτο μας.
Όπως καταλήγουν οι συντάκτες της μελέτης, «η παρουσία μικροπλαστικών είναι πανταχού παρούσα και επίμονη σε όλη την τροφική αλυσίδα της θάλασσας. Είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε εάν η πρόσληψη πλαστικών υπολειμμάτων από θαλάσσιους οργανισμούς συνεπάγεται τοξική έκθεση και δυνητικές επιπτώσεις στην υγεία των καταναλωτών θαλασσινών».
Γιατί η Ε.Ε. άργησε να δράσει
 
 Αν και τα στοιχεία που δείχνουν την έκταση της μικροπλαστικής ρύπανσης «είναι γνωστά εδώ και χρόνια στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα αλλά και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η Ε.Ε. παρέμενε άπραγη έως τώρα», μας λέει ο ευρωβουλευτής Νίκος Φαραντούρης. Η «Στρατηγική για τα Πλαστικά» του 2018 και η απαγόρευση των πλαστικών μίας χρήσης το 2019 αποτέλεσαν σημαντικά βήματα, αλλά τα πρωτογενή μικροπλαστικά παρέμεναν εκτός ρυθμιστικού πλαισίου. Η βιομηχανία πλαστικών, με ισχυρό λόμπι στις Βρυξέλλες, αντιδρούσε σε αυστηρούς κανόνες, υποστηρίζοντας ότι οι απώλειες είναι μικρές και ότι ο έλεγχος θα ήταν δυσανάλογα δαπανηρός. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιοριζόταν για χρόνια σε συστάσεις «ορθής πρακτικής», χωρίς δεσμευτική ισχύ.
«Από την αρχή της θητείας μου έφερα το ζήτημα της εισβολής των μικροπλαστικών στην τροφική αλυσίδα με ερωτήσεις στην Κομισιόν, ομιλίες στην Ολομέλεια, κοινές διακομματικές πρωτοβουλίες με συναδέλφους και παρεμβάσεις στην Επιτροπή Περιβάλλοντος. Μετά από εκτεταμένες διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο, παρά την αρνητική και γεμάτη εμπόδια στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τις έντονες διαφωνίες με διάφορες ακραίες κοινοβουλευτικές ομάδες, καταφέραμε μια πρώτη σημαντική νίκη για τη μείωση των μικροπλαστικών στην πηγή εξάπλωσής τους, δηλαδή στις μεταφορές. Οι οδικές μεταφορές είναι υπεύθυνες για την παραγωγή 52.000 τόνων μικροπλαστικών κάθε χρόνο. Το ζήτημα περιπλέκεται αν εντάξουμε σε αυτό τον αριθμό τα μικροπλαστικά απο τις σιδηροδρομικές και τις θαλάσσιες μεταφορές», λέει.
Η κατάσταση αλλάζει το 2025. Μετά από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκρινε στις 20 Οκτωβρίου 2025 την πρόταση κανονισμού για την πρόληψη και τη μείωση της ρύπανσης από πρωτογενή μικροπλαστικά. Η ψήφιση αυτή άνοιξε τον δρόμο για την πρώτη ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή νομοθεσία που στοχεύει στην αντιμετώπιση της ρύπανσης στην πηγή της, δηλαδή προτού τα μικροπλαστικά καταλήξουν στο περιβάλλον.
Η έγκριση της πρότασης από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε προηγηθεί στα τέλη Σεπτεμβρίου, καθώς στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο Κοινοβούλιο και Συμβούλιο κινούνται παράλληλα, εγκρίνοντας ξεχωριστά τις δικές τους θέσεις πριν από την τελική υιοθέτηση του κανονισμού. Όπως επισημαίνει ο Ν. Φαραντούρης: «Στην Επιτροπή, η σύσταση κανονισμού ψηφίστηκε τη Δευτέρα 20/10 στο Στρασβούργο. Η συμφωνία υπερψηφίστηκε από όλες τις ευρωομάδες του δημοκρατικού τόξου. Έτσι, λοιπόν, καταφέραμε να καλύψουμε ένα σημαντικό νομοθετικό κενό και να βελτιώσουμε σε πολλά σημεία την πρόταση της Επιτροπής».
Ο νέος κανονισμός θεσπίζει συγκεκριμένες υποχρεώσεις για όλους τους οικονομικούς φορείς που παράγουν, μεταφέρουν ή αποθηκεύουν πλαστικά σφαιρίδια στην ευρωπαϊκή αγορά. Μεταξύ άλλων, προβλέπει υποχρεωτική πιστοποίηση για παραγωγούς και διακινητές που χειρίζονται πάνω από 1.500 τόνους μικροσφαιριδίων ετησίως, πρότυπα πρόληψης και περιορισμού των διαρροών κατά τη μεταφορά, την αποθήκευση και την παραγωγή, καθώς και καταγραφή και παρακολούθηση απωλειών. Προβλέπει επίσης εκπαίδευση του προσωπικού και σήμανση για τους κινδύνους που ενέχουν τα pellets αλλά και μηχανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου για την πιστοποίηση της συμμόρφωσης.
Ένα σημαντικό στοιχείο της ρύθμισης είναι η «ρήτρα αναθεώρησης» που ενσωματώθηκε στο τελικό κείμενο, προκειμένου να εξεταστεί η επέκταση των μέτρων και στις θαλάσσιες μεταφορές, σε συνεργασία με τον IMO. Η Κομισιόν εκτιμά ότι η εφαρμογή των μέτρων αυτών μπορεί να μειώσει τις απώλειες πλαστικών σφαιριδίων έως και κατά 74% μέχρι το 2030, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη μείωση της μικροπλαστικής ρύπανσης και στην προστασία των ευρωπαϊκών οικοσυστημάτων από τη ρύπανση στην πηγή της.
Το παγκόσμιο πλαίσιο: Αποτυχία και ευκαιρία
 
 Την ίδια στιγμή, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι προσπάθειες για μια Παγκόσμια Συμφωνία για τα Πλαστικά παραμένουν στάσιμες. Οι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Μπουσάν της Νότιας Κορέας το 2024, με στόχο τη θέσπιση δεσμευτικών μέτρων περιορισμού της παραγωγής και της ρύπανσης, ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Οι κυβερνήσεις δεν συμφώνησαν σε κοινό πλαίσιο, χάνοντας, όπως λένε οι ειδικοί, μια κρίσιμη ευκαιρία να μπει φρένο στην «πανδημία των μικροπλαστικών».
Όπως τονίζει ο Νίκος Φαραντούρης: «Από την άλλη, η γενική εικόνα σε παγκόσμιο επίπεδο κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένων των ανεπιτυχών διαπραγματεύσεων στην Μπουσάν της Νότιας Κορέας για την Παγκόσμια Συμφωνία για τα Πλαστικά το 2024. Οι κυβερνήσεις εκεί δεν κατέληξαν σε συμφωνία και χάθηκε μια πολύτιμη ευκαιρία για την αντιμετώπιση της πανδημίας των μικροπλαστικών».
Οι επιπτώσεις και οι προσδοκίες
 
 Η εφαρμογή του νέου κανονισμού θα επιφέρει αλλαγές σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής και διακίνησης πλαστικών πρώτων υλών. Οι μεγάλες βιομηχανίες θα χρειαστεί να επενδύσουν σε νέα συστήματα παρακολούθησης, σήμανσης και πρόληψης διαρροών, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις θα υπόκεινται σε ηπιότερες υποχρεώσεις, με υπεύθυνες δηλώσεις αντί για πλήρη πιστοποίηση.
Παράλληλα, οι μεταφορικές εταιρείες και τα λιμάνια θα αποκτήσουν ρόλο-κλειδί στην επιτήρηση και στον περιορισμό των απωλειών κατά τη μεταφορά. Αν και το οικονομικό κόστος της συμμόρφωσης δεν είναι αμελητέο, οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι τα οφέλη είναι ανυπολόγιστα: καθαρότερες θάλασσες, προστασία της τροφικής αλυσίδας και ενίσχυση της δημόσιας υγείας. Μακροπρόθεσμα, το περιβαλλοντικό και κοινωνικό όφελος αναμένεται να υπερκαλύψει κάθε βραχυπρόθεσμη επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις.
Το μέτρο συνδέεται άμεσα με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (Green Deal), τη Στρατηγική για την Κυκλική Οικονομία και το νέο πλαίσιο υποχρεώσεων βιωσιμότητας (CSRD) που επιβάλλει στις επιχειρήσεις να αποδεικνύουν έμπρακτα την περιβαλλοντική τους υπευθυνότητα.
Ένα ευρωπαϊκό στοίχημα με παγκόσμιες συνέπειες
Τα πρωτογενή μικροπλαστικά είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική απόδειξη ότι η ρύπανση αρχίζει πριν καν υπάρξει το προϊόν. Η Ευρώπη επιχειρεί τώρα να κλείσει αυτήν τη ρωγμή, μετατρέποντας μια «αόρατη» πηγή ρύπανσης σε ελεγχόμενο κρίκο μιας βιώσιμης αλυσίδας παραγωγής. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί από την πολιτική βούληση, την τεχνική εφαρμογή και, όπως τονίζει ο Νίκος Φαραντούρης, από την πίεση που θα ασκηθεί. «Έχουμε χρέος στην Ε.Ε. να συνεχίσουμε να πιέζουμε και να διεκδικούμε μια παγκόσμια συμφωνία για τη μείωση των μικροπλαστικών. Και αυτό κάνουμε».
 
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
 