Ζούμε σε εποχή όπου τα πάντα αλλάζουν, αλλάζοντας πρώτα τη θερμοκρασία τους. Οι εικόνες γίνονται πληροφορία, η αλήθεια γίνεται διακόσμηση, η μνήμη γίνεται υλικό προς κατανάλωση. Κι όμως, κάτω από αυτή την επιφάνεια, υπάρχει μια άλλη όχθη, η queer όχθη, όπου τα πράγματα διατηρούν ακόμα βάρος, σώμα, ιστορία. Σε αυτή την όχθη γράφεται η ΟΑΣΗ. Ένα πεδίο όπου οι φωνές επιστρέφουν με νέα στόματα, όπου η νεότητα καίγεται αλλά δεν χάνεται, όπου το τραύμα δεν γίνεται μάρκετινγκ, όπου ακόμη και τα τέρατα ζητούν καλοσύνη. Τα οκτώ κείμενα που ακολουθούν σχηματίζουν τη χαρτογράφηση μιας εποχής που μεταμορφώνεται και μιας επιμονής που δεν παραδίδεται.
🔵Τina Brown: Η τελευταία φωνή πριν από το αλγοριθμικό σκοτάδι
Μερικές φωνές δεν γυρίζουν στο παρελθόν∙ φωτίζουν το παρόν που αρνούμαστε να δούμε.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ανήκουν πια στο «τώρα», κι όμως το διαβάζουν καλύτερα από οποιονδήποτε νέο αναλυτή, οποιονδήποτε futurist, οποιονδήποτε influencer που υποδύεται τον «ειδικό» της εποχής. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα πλεονέκτημα: δεν φοβούνται να πουν αυτό που οι νεότεροι φοβούνται να σκεφτούν. Και είναι σαν η εποχή, μέσα στην κούρασή της, να ζητά ξανά εκείνη την παλιά καθαρή ματιά που δεν βιάζεται να εντυπωσιάσει, ούτε να παραστήσει το νέο. Μια ματιά που δεν διεκδικεί χώρο∙ τον φωτίζει.
Η Tina Brown, στη συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στους «New York Times», ανήκει σε εκείνη τη μικρή, σχεδόν ιερή κατηγορία μαρτύρων της εποχής-της-που όσο πάνε και λιγοστεύουν. Όχι επειδή είχε εξουσία, αλλά γιατί την έζησε από μέσα. Τη μύρισε, τη γεύτηκε, την πάλεψε, την είδε να ανθίζει και να σαπίζει. Αυτή η υλικότητα της εμπειρίας ακούγεται τώρα σαν ένας σιωπηλός χτύπος καρδιάς μέσα στα λόγια της. Μια καθαρότητα που μοιάζει με στοργή προς το παρόν, όχι με επίδειξη γνώσης.
Σε μια εποχή που όλοι προσπαθούν να επιβιώσουν στοn θόρυβο της προσοχής, η δική της φωνή επιστρέφει με την καθαρότητα εκείνων που δεν χρειάζεται να αποδείξουν τίποτα. Δεν ζητά να καταλάβουμε το παρελθόν της. Ζητά να δούμε το παρόν μας κι αυτό είναι πάντα πιο δύσκολο. Περιγράφει τον κόσμο των περιοδικών, που διηύθυνε πριν από την αλγοριθμική επέλαση, σαν έναν ζωντανό οργανισμό· όχι σαν σκηνικό glossy νοσταλγίας, αλλά σαν εργαστήριο όπου η σύγκρουση ήταν εργαλείο, όχι πρόβλημα.
Ο χώρος της δημοσιογραφίας δεν ήταν ποτέ ουδέτερος. Ήταν μια μικρή σκηνή χορογραφημένης έντασης: το χαρτί που λερωνόταν, οι σελιδοποιήσεις που άλλαζαν τελευταία στιγμή, ο εκδότης που έλεγε «όχι» χωρίς να πρέπει να δώσει εξηγήσεις, ο συντάκτης που επέστρεφε στο κείμενο γεμάτος θυμό αλλά και ανακούφιση. Η τριβή ήταν η μέθοδος. Η δυσκολία ήταν το περιβάλλον. Η επιμέλεια ήταν ένα είδος πάλης που γεννούσε ποιότητα.
Όλα αυτά μοιάζουν σήμερα σχεδόν χαμένα, σαν να ανήκουν σε μια μνήμη που ξεθώριασε επειδή δεν της δίνουμε πλέον χώρο. Η old school δημοσιογραφία ήταν σωματική. Χρειαζόταν παρουσία. Χρειαζόταν φωνή. Χρειαζόταν το ρίσκο του να βρεθείς σε λάθος πλευρά, το θάρρος να ξαναγράψεις μια πρόταση δέκα φορές, τη σιωπή του να μείνεις μόνος με το κείμενο μέχρι να ακούσεις τον παλμό του. Αυτό το σωματικό βάρος είναι που λείπει σήμερα, όχι από νοσταλγία αλλά από εκείνη τη βαθιά αίσθηση ότι κάτι πρέπει να έχει βάρος για να αξίζει, ότι η αλήθεια χρειάζεται τόπο για να σταθεί.
Η Brown εντοπίζει με τη διαύγεια της μιντιακής old guard ιέρειας κάτι βαθύτερο: την αλγοριθμική εξουσία που δεν εμφανίζεται και, ακριβώς γι’ αυτό, δεν αναλαμβάνει ποτέ την ευθύνη. Οι πλατφόρμες είναι ένας απέραντος μηχανισμός που κινείται χωρίς ίχνος, ένα περιβάλλον όπου κάτι αποφασίστηκε χωρίς ποτέ να μάθουμε από ποιον. Ένα σύστημα όπου το χέρι που πατάει το κουμπί δεν είναι πια χέρι, είναι λειτουργία. Μια αόρατη ιεραρχία χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο. Η εξουσία των ’80s ήταν ορατή, ακόμη κι αν ήταν αυταρχική. Σήμερα, το πιο αυταρχικό πράγμα είναι η tech-oligarch αορατότητα. Το σκοτάδι χωρίς πρόθεση είναι το πιο δύσκολο να πολεμηθεί: δεν έχει στόχο, άρα δεν έχει τρωτότητα.
Κι αυτό το σκοτάδι έχει μια δική του ανησυχητική ησυχία, σαν μια σκιώδη πνοή που δεν ξέρεις από πού έρχεται αλλά την αισθάνεσαι. Μια εποχή όπου τίποτα δεν είναι καθαρά δικό σου: ούτε η προσοχή σου ούτε η μνήμη σου ούτε η επιθυμία σου. Όλα περνούν από μια ροή που τα φιλτράρει χωρίς πρόσωπο, χωρίς ευθύνη, χωρίς κόστος.
Στην εποχή της Brown, το πρόβλημα δεν ήταν ότι δεν υπήρχαν φωνές. Ήταν ότι δεν υπήρχαν αρκετά αυτιά. Τώρα έχουμε το αντίθετο: εκατομμύρια φωνές, σχεδόν μηδενική ακρόαση. Η υπόσχεση του ίντερνετ ήταν απελευθέρωση. Στην πράξη, επήλθε υπερκορεσμός. Δεν έχουμε έλλειψη περιεχομένου. Έχουμε έλλειψη συγκέντρωσης.
Το μυαλό δεν έχει χρόνο να δημιουργήσει νόημα. Δεν υπάρχει χρόνος για επεξεργασία. Μόνο μια αέναη μετάδοση infodata, σαν να προσπαθείς να ζήσεις μέσα σε καταιγίδα.
Η Brown το νιώθει ως απώλεια όχι προσωπική αλλά πολιτισμική. Το ίντερνετ μάς έδωσε τα πάντα και μαζί πήρε κάτι κρίσιμο: την ικανότητα να ξεχωρίζουμε το σημαντικό από το άσχετο. Η εποχή της διάχυσης δεν παράγει γνώση. Παράγει κόπωση, ένα είδος πολιτισμικής απάθειας, μια παράξενη αναισθησία. Σαν να βλέπουμε τα πάντα και να μην επηρεαζόμαστε από τίποτα. Και το λέει χωρίς χέρια υψωμένα: με τη σοφία κάποιου που ξέρει πως ό,τι πραγματικά αξίζει χάνεται αθόρυβα, όχι θεαματικά. Οι πιο αληθινές στιγμές δεν χαρίζονται στην επικαιρότητα∙ χάνονται στα περιθώρια.
Αυτή είναι η πιο αιχμηρή της παρατήρηση: όχι ότι οι νέοι ισχυροί είναι επικίνδυνοι per se αλλά ότι είναι ανίδεοι. Η εξουσία τους δεν έχει από πίσω κουλτούρα. Οι digital barons δεν είναι εκδότες. Δεν έχουν ιστορική μνήμη. Δεν έχουν πάθος για την αλήθεια. Θεωρούν την είδηση «περιεχόμενο». Και την πληροφορία, «μονάδα μεταφοράς».
Μια εξουσία χωρίς κουλτούρα είναι πιο επικίνδυνη από μια εξουσία χωρίς έλεος. Γιατί δεν έχει φανταστεί ποτέ ότι ο κόσμος είναι κάτι περισσότερο από δεδομένα.
Η Brown ξέρει επίσης ότι η εποχή μισεί το βάθος. Το ίντερνετ δουλεύει με όρους ροής, και η ροή μισεί τη μνήμη. Ζητά το γρήγορο, το εύκολο, το αναλώσιμο. Δεν αντέχει το απαιτητικό. Δεν αγαπά την επιμονή. Γι’ αυτό η σύγχρονη εξουσία δεν χρειάζεται λογοκρισία. Αρκεί η ταχύτητα. Μέσα στην ταχύτητα, αυτό που χάνεται πρώτο είναι πάντα το πιο πολύτιμο: ο χρόνος που χρειάζεται η συνείδηση για να δει καθαρά, να νιώσει, να καταλάβει, να σταθεί.
Η εποχή κουράστηκε να προσποιείται ότι συγκινείται. Η απογύμνωση αυτή είναι ίσως το πρώτο βήμα μιας νέας ειλικρίνειας: μια γενιά που αρνείται να παίξει τον ρόλο που της γράφτηκε και ζητά έναν άλλον, πιο αληθινό, χωρίς να ξέρει ακόμα ποιος είναι. Αλλά δεν θέλει να πει ψέματα γι’ αυτό.
Όταν μιλά για αντίσταση, η Brown δεν μιλά για δρόμους, συνθήματα, αλλαγές καθεστώτων. Μιλά για μια αντίσταση μικρού βεληνεκούς, αλλά μεγάλου βάθους. Η καθαρότητα και η ακεραιότητα σήμερα είναι πιο δύσκολες από την επανάσταση. Το να μην παραμορφώσεις αυτό που βλέπεις, το να μην υπερβάλεις, το να πεις «δεν ξέρω» – όλα αυτά είναι πολιτικές πράξεις. Είναι μορφές έντιμης στάσης σε έναν κόσμο που ανταμείβει την επιτήδευση.
Κι όταν αναφέρεται στη Νέα Υόρκη του Mamdani, δεν μιλά για πολιτική· μιλά για την επιστροφή της ανθρώπινης κλίμακας. Η έλλειψη φόβου είναι μεταδοτική – και η καθαρότητα είναι επικίνδυνη για όσους βασίζονται στο σκοτάδι. Οι άνθρωποι που δεν ανήκουν πουθενά γίνονται συχνά οι μόνοι που μπορούν να πουν την αλήθεια. Και αυτό είναι κάτι που πάντα ανήκε στους «απ’ έξω»: στους queer, στους περιπλανώμενους, στους μη-προστατευμένους από μύθους. Στους ανθρώπους που δεν φοβούνται να δουν, επειδή κάποτε χρειάστηκε να σωθούν βλέποντας.
Στο τέλος, μένει μόνο αυτό: η πληροφορία είναι δημόσιο αγαθό. Η αλήθεια χρειάζεται σώμα. Η συνείδηση χρειάζεται χρόνο. Η γραφή χρειάζεται καθαρότητα.
Και η εποχή που ζούμε έχει ανάγκη από ανθρώπους που μπορούν να πουν αυτό το απλό πράγμα χωρίς να διεκδικούν τίποτα. Όχι επειδή δεν έχουν πια εξουσία. Αλλά επειδή δεν έχουν πια εξάρτηση.
Η Brown μιλά με τον τόνο εκείνων που επιβίωσαν από την εποχή τους και τώρα αναγνωρίζουν την επόμενη. Μας θυμίζει ότι το μόνο που μένει είναι αυτό που πάντα έμενε: να μπορείς να βλέπεις καθαρά και να μη φοβάσαι να το πεις.
*photo by Joel Meyerowitz
Κι όταν τελειώνει η εποχή της εξουσίας, μένει μόνο η ευαισθησία που μας διαμόρφωσε.
📼Το Being Boring και ο Tillmans που θυμάται πριν από εμάς🩶
Υπάρχουν τραγούδια που δεν παίζονται∙ ζουν μέσα σου. Το «Being Boring» των Pet Shop Boys είναι ένα από αυτά. Ένα κομμάτι που δεν έκανε τον συνήθισμένο θόρυβο της pop όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1990, δεν διεκδίκησε τη στιγμή άγαρμπα, απλώς μας δάνεισε έναν τρόπο να μεγαλώσουμε χωρίς να σκληρύνουμε.
Κι έτσι, όταν βλέπεις τον Wolfgang Tillmans, τον άνθρωπο που φωτογράφισε την ευαλωτότητα σαν να είναι urban ιεροτελεστία να γράφει κάτω από το post των Pet Shop Boys: «This song offered a spiritual home», καταλαβαίνεις ότι κάτι συμβαίνει που δεν είναι pop, ούτε νοσταλγία.
Είναι μια μυστική συνάντηση ανάμεσα σε δύο μορφές τρυφερότητας.
Η μουσική που σε κράτησε προτού μάθεις να κρατιέσαι
Ο Tillmans τοποθετεί τη στιγμή: τρίτος μήνας στο Bournemouth, 1990, ξένος, νεαρός, ενδιάμεσος. Ούτε μέσα ούτε έξω. Ακριβώς στην ηλικία που το σώμα μαθαίνει την αλήθεια προτού προλάβει να την πει.
Το «Being Boring» τού πρόσφερε χώρο. Αυτό είναι όλο. Κι αυτό είναι αρκετό.
Ένας queer έφηβος που δεν έχει ακόμη γλώσσα, ακούει ένα τραγούδι που δεν του ζητάει τίποτα και ξαφνικά νιώθει ότι υπάρχει τρόπος να ζήσεις χωρίς να απολογείσαι για την ευαισθησία σου.
Αυτό είναι το θαύμα. Εκεί γεννήθηκε η μελλοντική ματιά του Tillmans: αυτό το βλέμμα που λέει «μείνε όπως είσαι, ακόμα κι αν τρέμεις».
The Being Boring Effect: πώς ένα τραγούδι σε μαθαίνει να θυμάσαι
Το κομμάτι έχει τη δική του βαρύτητα: μια γλυκιά, σχεδόν διακριτική μελαγχολία, σαν να περπατάς σε δωμάτιο όπου ζούσε κάποιος που αγάπησες.
Δεν είναι τραγούδι για τη νεότητα. Είναι τραγούδι για το πώς θυμάσαι τη νεότητα όταν ξέρεις τι κόστισε.
Γι’ αυτό άγγιξε τον Tillmans. Γιατί αυτός, με τον φακό του, έκανε πάντα το ίδιο: έβρισκε τα παιδιά που μεγάλωναν στο σκοτάδι και τους έδινε λίγο φως που δεν έκαιγε.
Το «Being Boring», με τον τρόπο του, έκανε αυτό για εκείνον. Προτού γίνει ο Wolfgang Tillmans. Προτού γίνει καλλιτέχνης, προτού γίνει σύμβολο, ήταν ένας νεαρός που άκουγε ένα κομμάτι και καταλάβαινε ότι η ζωή μπορεί να είναι τρυφερή, ακόμη κι όταν είναι δύσκολη.
Οι Pet Shop Boys έγραψαν την πρώτη queer μορφή pop αξιοπρέπειας
Αυτό το τραγούδι φτιάχτηκε από ανθρώπους που βγήκαν ενήλικοι μέσα από μια δεκαετία θανάτου. Κουβαλά τον τρόμο του AIDS, χωρίς να τον αναφέρει. Κουβαλά τη φιλία χωρίς να τη στολίζει. Κουβαλά την απώλεια σαν το φυσικό κόστος του να μεγαλώνεις queer στα ’90s. Δεν υπάρχει δράμα. Μόνο πραγματικότητα.
Γι’ αυτό ο Tillmans το αναγνωρίζει: γιατί κι εκείνος, στη φωτογραφία του, έκανε την αξιοπρέπεια να μοιάζει με κουβέρτα, μια κουβέρτα που τυλίγεις γύρω από το σώμα όταν δεν ξέρεις πού ανήκεις.
«Being Boring» λέγεται, αλλά στην ουσία είναι ένα από τα πιο τρυφερά πολιτικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.
Όταν δύο ποιότητες ευαισθησίας συναντιούνται
Η σπάνια, ανυπόκριτη στιγμή είναι αυτή: ένας καλλιτέχνης της εικόνας μαθαίνει ότι η δική του εσωτερική ζωή ξεκίνησε από ένα τραγούδι που δεν ζητούσε τίποτα παρά μόνο να το ακούσεις.
Και το γράφει. Δημόσια. Σε ένα σχόλιο στο Instagram, όπως κάνουμε όλα. Με emoticon. Με εκείνο το ήσυχο χαμόγελο ενός ανθρώπου που ξέρει ότι αυτό που λέει δεν είναι publicist announcement, είναι ευγνωμοσύνη.
Τη στιγμή αυτή, το «Being Boring» γίνεται κάτι που δεν ήταν πριν: το πρώτο σημείο όπου οι ευαισθησίες των ’90ς, μουσική, φιλία, queer ζωή, φωτογραφία, συναντιούνται σε αυτό το σχόλιο στο Instagram χωρίς να χάσουν τίποτα από την ιερότητά τους.
Το τραγούδι που μας μεγάλωσε χωρίς να μας ζητήσει να αλλάξουμε
Αν το κουβαλάμε ακόμη, αν το ακούς στα 49 σου και καταλαβαίνεις τον 20χρονο Tillmans, είναι γιατί το «Being Boring» έχει μια απλή, καθαρή πρόταση: ό,τι αγαπήσαμε κάποτε, ό,τι μας έσωσε έστω για μια νύχτα, μένει μέσα μας σαν φως που δεν κάνει θόρυβο.
Δεν είναι μνήμη. Είναι τρόπος να υπάρχουμε.
Κι ίσως γι’ αυτό το σχόλιο του Tillmans έγινε τόσο σημαντικό για μένα όταν το είδα: όχι επειδή μίλησε ένας διάσημος, αλλά επειδή ένας άνθρωπος αναγνώρισε δημόσια το κομμάτι που κράτησε ζωντανή την πιο εύθραυστη εκδοχή του.
Με άλλα λόγια: κάποιες φορές, η επιβίωση δεν γράφεται με μεγάλα λόγια. Γράφεται με δυο λέξεις:
«thank you :)»
Και δεν χρειάζεται τίποτα άλλο.
Κι αν η ευαισθησία ήταν σπίτι, η νύχτα ήταν η πόλη όπου μάθαμε να ζούμε.
🚧The Last Year of Darkness: η νύχτα που σε μαθαίνει να χάνεις χωρίς να εξαφανίζεσαι📍
Υπάρχουν ταινίες που δεν θέλουν να σου δείξουν κάτι∙ θέλουν να σε αφήσουν να θυμηθείς. Το «The Last Year of Darkness» του Ben Mullinkosson δεν είναι ντοκιμαντέρ για ένα queer κλαμπ στο Chengdu. Είναι τοπογραφία μιας ηλικίας που δεν κρατάει. Είναι η τελευταία λάμψη από ένα τσιγάρο που καίγεται στη νύχτα και σε φωτίζει μόνο επειδή πρόκειται να σβήσει.
Η νεότητα ως δόνηση: το σώμα προτού μάθει να προστατεύεται
Ο Mullinkosson ακολουθεί μια παρέα από DJs, drag performers, ravers και φίλους, όχι για να τους «καταλάβει», αλλά για να μην τους χάσει. Κινείται ανάμεσα στα πρόσωπά τους σαν κάποιος που ξέρει πως οι στιγμές που καταγράφει με την κάμερά του δεν είναι μόνιμες. Το φλας δεν σημαδεύει τα μεγάλα γεγονότα· σημαδεύει τη λεπτή δόνηση του «ακριβώς τώρα».
Εκεί που το δέρμα κοκκινίζει από τον χορό. Εκεί που το μακιγιάζ ιδρώνει λίγο και γίνεται πιο αληθινό. Εκεί που το βλέμμα, ανάμεσα σε δυο beat, ξεχνάει την πόζα και ρίχνει όλο του το βάρος στην κάμερα.
Η νεότητα εδώ δεν είναι ηλικία. Είναι κατάσταση μη-σταθερότητας: το σώμα που δοκιμάζει ρόλους σαν να είναι χρώματα πάνω σε έναν καμβά που δεν αποφασίστηκε ακόμη τι θα γίνει.
Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί αυτό το εύθραυστο προτού στεγνώσει. Σαν να ξέρει ότι κάθε μικρή απόλαυση είναι μια μορφή μνήμης που απαιτεί τρυφερότητα.
Τα ενδιάμεσα: η περιοχή όπου η ζωή γίνεται αληθινή
Τα σημαντικά δεν βρίσκονται μέσα στο πάρτι, αλλά ανάμεσα στα πάρτι. Είναι οι σκηνές όπου:
- το σώμα βγαίνει από το club και νιώθει στιγμιαία σύγχυση από το φως της ημέρας
- ένας φίλος αποκοιμιέται στο πίσω κάθισμα του ταξί, με glitter στο μάγουλο
- μια drag queen ξεβάφει το πρόσωπό της σαν να ξεβάφει μια ολόκληρη ταυτότητα που δεν χρειάζεται πια
- ένας νεαρός κοιτάζει το κινητό του και, για μια στιγμή, η επιθυμία του μοιάζει με προσευχή
Εδώ είναι η πραγματικότητα: όχι ο θρίαμβος, αλλά το μετά. Το κομμάτι που κανείς δεν φωτογραφίζει αλλά όλοι θυμούνται. Ο Mullinkosson ξέρει ότι η ζωή δεν γράφεται στα φώτα, γράφεται στη σιωπή που τα ακολουθεί.
Το Funky Town ως τελετουργικός χώρος: η αρχιτεκτονική του προσωρινού
Το club, αυτό το μικρό θαύμα, είναι χτισμένο πάνω σε ένα εργοτάξιο. Ένας χώρος έτοιμος να κατεδαφιστεί προτού καν φιλοξενήσει την ιστορία του. Και αυτό είναι το πιο queer σημείο της ταινίας:
Ένας χώρος που δεν αναγνωρίζεται επίσημα, που δεν προστατεύεται, που δεν «ανήκει» σε κανέναν, κι όμως γίνεται το πιο αληθινό σπίτι για όσους δεν βρίσκουν σπίτι αλλού.
Το Funky Town είναι καταφύγιο, είναι εργαστήριο ταυτότητας, είναι απάντηση στην καθημερινότητα που θέλει τον καθένα μας ήσυχο. Και φυσικά, στο τέλος παύει να υπάρχει.
Το κλείσιμό του δεν είναι απλώς γεγονός. Είναι το τέλος ενός μικρού κόσμου που άνθισε επειδή δεν του είχε υποσχεθεί κανείς ότι θα επιβιώσει.
Όταν η ταινία καταγράφει τους θαμώνες να αποχαιρετούν τον χώρο, η οθόνη γίνεται ταυτόχρονα καθρέφτης και τάφος. Κανείς δεν ξέρει ποιος αποχαιρετά ποιον: οι άνθρωποι τον χώρο ή ο χώρος τους ανθρώπους;
Πέρα από την Κίνα: κάθε queer ζωή έχει το δικό της κλειστό club
Η ταινία δεν αφορά μόνο το Chengdu. Αφορά τη Σόφια των 2000s, την Αθήνα των «μεταολυμπιακών» χρόνων, το Παγκράτι με τα παράνομα after στις ταράτσες, το Βερολίνο που έχασε τις κατακόμβες του, το Άμστερνταμ που καθάρισε τόσο πολύ από το τουριστικό gentrification ώστε ξέχασε να αφήσει χώρο για λάθη.
Κάθε queer άνθρωπος έχει ένα Funky Town που χάθηκε. Ένα μέρος όπου πρωτοένιωσε ότι «ανήκω κάπου». Και ένα πρωί που έκλεισαν τα φώτα χωρίς προειδοποίηση.
Η ταινία γίνεται συλλογική ανάμνηση: το αρχείο των χώρων που έφτιαξαν ανθρώπους και μετά εξαφανίστηκαν σαν να μη υπήρξαν ποτέ. Αλλά υπήρξαν. Και οι ζωές μας τους κουβαλάνε ακόμη.
Η κινηματογράφηση ως πράξη διάσωσης: το βλέμμα που αρνείται την εξαφάνιση
Ο Mullinkosson δεν προσπαθεί να εξηγήσει τίποτα. Δεν ιδεολογικοποιεί. Δεν ηθικολογεί. Δεν σώζει «το queer». Σώζει το υποδόριο ρίγος του μη επαναλήψιμου.
Σώζει το βλέμμα του αγοριού που ξέρει ότι ονειρεύεται για τελευταία φορά προτού αλλάξει η πόλη. Σώζει το χέρι που απλώνεται στο σκοτάδι με την απελπισμένη τρυφερότητα του «κάποιος, κάπου». Σώζει τις σιωπές, αυτές που σήμερα θα εξαφανίζονταν σε 24 ώρες story.
Η ταινία θυμίζει ότι το queer δεν είναι μια σταθερή ταυτότητα. Είναι ένα σύστημα λεπτών στιγμών που ενώνονται τυχαία και χάνονται ξανά.
Κι αυτό, αντί να είναι τραγωδία, γίνεται ποίηση.
Η λάμψη που δεν θα κρατήσει, αλλά θα σε διαμορφώσει
Η τελευταία εικόνα του κάθε queer Funky Town, πραγματική ή φανταστική, είναι πάντα ίδια: ένα φως που τρεμοπαίζει. Ένα σώμα που ακόμα κινείται. Ένα βλέμμα που δεν ξέρει αν κοιτάζει το χθες ή το αύριο.
Το «The Last Year of Darkness» δεν είναι φόρος τιμής στη νεότητα. Είναι υπενθύμιση ότι όλα όσα μας έφτιαξαν ήταν προσωρινά. Και ότι η αξία τους ήταν ακριβώς αυτή: η ένταση τού «λίγο προτού χαθεί».
Ίσως αυτή είναι η πιο queer αλήθεια της ταινίας: ό,τι δεν επαναλαμβάνεται, ό,τι δεν κρατάει, ό,τι δεν σταθεροποιείται, είναι αυτό που μας έμαθε πώς να υπάρχουμε.
Και κάπου, μέσα στο σκοτάδι που τελειώνει, υπάρχει πάντα εκείνη η μικρή, επίμονη λάμψη, η δική μας.
Και μέσα σε αυτή τη νύχτα, ακόμη και το χιούμορ γίνεται μηχανισμός επιβίωσης.
🐑I Wool Survive📣
Η φύση κάνει coming out. Η μόδα τραβά story. Το Grindr κάνει το PR.
Από το ειδυλλιακό λιβάδι στο πιο meta-runway της δεκαετίας
Υπάρχουν συνεργασίες που μυρίζουν ιδρώτα brainstorming και υπάρχουν και εκείνες που μοιάζουν να γεννήθηκαν από θεότρελα queer πνεύματα, κάπου μεταξύ TikTok, αγροτικής στατιστικής και meta-camp αισθητικής.
Η συνεργασία Grindr × Rainbow Wool ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Όχι γιατί είναι περίεργη αλλά γιατί είναι λογική, με τον τρόπο που μόνο το queer είναι λογικό.
Αρσενικά πρόβατα που ζευγαρώνουν με αρσενικά πρόβατα; 20% του πληθυσμού σε κάποιες φάρμες; Η φύση α-γά-πη μου είχε κάνει το diversity plan πριν από εμάς, απλώς δεν το χρηματοδότησε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και τώρα αυτά τα πρόβατα σώζονται. Όχι από καλοσύνη. Αλλά επειδή το μαλλί τους θεωρείται πολύτιμο για μια queer πασαρέλα με 36 looks. Κάπου εδώ, το camp ανάβει τσιγάρο και λέει: «Επιτέλους, λίγη ειλικρίνεια».
Ο Michael Schmidt ως queer ποιμένας της ύλης
Ο Schmidt κάνει κάτι που μοιάζει με αστείο, μετά με κριτική, μετά με statement, και στο τέλος με κάτι πολύ πιο σοβαρό. Παίρνει τα σύμπαντα του leather, του cruising, των hyper-macho rituals, και αντί για δέρμα, τους βάζει μαλλί. Μαλλί που προήλθε από πλάσματα που ζουν, κυριολεκτικά, εκτός προτύπου.
Αυτό δεν είναι απλώς reuse. Είναι μια μεταγραφή της queer ύλης. Queer epiphany mode στιγμή: Το δέρμα είναι επιβολή. Το μαλλί είναι ανάσα. Η σκληρότητα εδώ δεν βρίσκεται στην υφή· βρίσκεται στο βλέμμα που κοιτά τον κόσμο και λέει: «Ναι, είμαστε εδώ. Και δεν θα μας κουρέψετε όπως σας βολεύει».
Το gay πρόβατο δεν είναι πια το ανέκδοτο του χωριού. Είναι το μικρό αρχειακό τεκμήριο μιας σεξουαλικότητας που η πατριαρχία προσπάθησε να εξοντώσει, όπως εξοντώνει ό,τι δεν παράγει.
Το queer χιούμορ ως σκληρή επιστήμη
Το λογοπαίγνιο «I Wool Survive» δεν είναι μόνο χαριτωμενιά. Είναι ακριβώς αυτό που κάνει το camp ακαταμάχητο: η αλήθεια μεταμφιεσμένη σε ανόητο αστείο, που σε διαλύει όταν χαλαρώσεις. Γιατί όλοι μας έχουμε υπάρξει αυτό το πρόβατο:
- λίγο αφελείς,
- λίγο πιο ευάλωτοι απ’ όσο θα θέλαμε,
- λίγο παράταιροι στο τοπίο,
- και τόσο, μα τόσο queer, που το σύστημα δεν ξέρει αν πρέπει να μας αξιοποιήσει, να μας φοβηθεί ή να μας κρύψει.
Και ξαφνικά, βλέπεις ότι ένα ζώο επιβιώνει επειδή είναι gay. Και πιάνεις την ανάσα σου με τρόπο που δεν περίμενες. Γιατί εσύ έπρεπε να το κρύψεις. Αυτό όχι. Εδώ το camp δεν χαϊδεύει. Κάνει αυτό που κάνει πάντα το queer: ξεσκεπάζει τη βία χωρίς να εγκαταλείπει την τρυφερότητα.
Το branding που δεν μας χρησιμοποιεί· μας ακούει
Το Grindr ξέρει να πουλάει. Ναι. Ξέρει να εκμεταλλεύεται. Ναι. Ξέρει να ανακυκλώνει τοξικότητα. HELL, YES.
Και παρ’ όλα αυτά, εδώ κάνει κάτι απρόσμενο: Δεν πουλάει desire. Πουλάει ύλη επιβίωσης. Το «I Wool Survive» δεν είναι αστεΐσμός για να πουλήσει t-shirt. Είναι η πρώτη φορά που το Grindr χρησιμοποιεί το camp όχι ως κράχτη, αλλά ως δοχείο μνήμης. Το brand θυμήθηκε για λίγο την ανθρώπινη πλευρά του. Ή αποφάσισε να την υποδυθεί τόσο καλά, που κάπως… την άγγιξε.
Κι αυτό είναι μια μικρή νίκη.
Η queer οικολογία ως νέα πολιτισμική αλήθεια
Το queer δεν είναι μόνο κοινότητα. Είναι ένα σύστημα οικολογίας, μια σχέση με τον κόσμο όπου η επιθυμία γίνεται χάρτης και η απαλότητα λειτουργεί σαν είδος κλιματικού φαινομένου. Τα gay πρόβατα δεν είναι εύρημα. Είναι υπενθύμιση ότι η φύση ήταν πάντα πιο queer από εμάς. Ο άνθρωπος είναι που έπαιξε το παιχνίδι του «καθαρού πληθυσμού». Η φύση έπαιξε το παιχνίδι της επιβίωσης.
Γι’ αυτό και συγκινούμαστε: Βλέπουμε πλάσματα που δεν χωρούσαν σε κανένα κανονιστικό manual να αποκτούν χώρο, ύλη, πασαρέλα, αφήγηση. Και μένουμε για λίγο ακίνητοι.
Η ύλη που δεν χωρούσε γίνεται ύφος που επιμένει.
Τελικά, το gay πρόβατο θα μάς κάνει όλους να ξαναδούμε τον κόσμο, μωρή
Τι μένει από όλο αυτό; Μια εικόνα. Ένα μικρό ζώο, ήσυχο, αφράτο, αθώο, που δεν ζήτησε ποτέ να γίνει queer πολιτισμικό σύμβολο. Κι όμως έγινε. Όχι γιατί ήθελε. Αλλά γιατί το σύστημα προσπάθησε να το εξαφανίσει και απέτυχε.
Και κάπως έτσι, το queer βρίσκει νέο τόπο: εκεί όπου κάτι μαλακό δεν συνθλίβεται, αλλά αναγνωρίζεται ως υλικό αντίστασης. Η απαλότητα δεν είναι αδυναμία. Είναι τεκμήριο. Είναι δομή. Είναι το μόνο πεδίο όπου η σκληρότητα δεν μπορεί να νικήσει.
Κι αυτό το πρόβατο, που δεν ξέρει τίποτα για εμάς, μας έδωσε ένα από τα πιο ειλικρινή μανιφέστα της χρονιάς: Το queer επιβιώνει όχι επειδή είναι δυνατό.
Αλλά επειδή είναι αδύνατο να το ξεριζώσεις.
Αλλά καμία ειρωνεία δεν στέκει χωρίς τις εικόνες που μας κράτησαν ζωντανούς.
📷Peter Hujar: Το βλέμμα που φωτογράφισε το τέλος σαν να ήταν αρχή🌫️
Πάντα θα με συγκλονίζει το πώς ο Peter Hujar φωτογράφιζε τους ανθρώπους του. Όχι σαν μάρτυρες· σαν αλήθειες που κρατούν ακόμα θερμότητα.
Σαν σώματα που ξέρουν ότι το φως δεν είναι χάδι, είναι τεκμήριο.
Σε μια εποχή που η ομορφιά έγινε στρατηγική, ο Hujar φωτογράφισε την ομορφιά σαν μοίρα.
Το σώμα πριν από την αφήγηση
Ο Hujar δεν «έστηνε». Ακινητοποιούσε αυτό που δεν χωρούσε στη γλώσσα: την τρυφερότητα που έρχεται μετά τον τρόμο, την ψυχραιμία που γεννιέται μέσα στην ήττα, την ανθρώπινη μορφή λίγο προτού γίνει μνήμη.
Τα πορτρέτα του δεν προσπαθούν να συγκινήσουν.
Σε καλούν να αντέξεις το βλέμμα κάποιου που ξέρει ότι τον κοιτάς.
Στο κρεβάτι, σε έναν γδαρμένο τοίχο, σε ένα πάρκο μετά τα μεσάνυχτα, πάντα η ίδια συμφωνία: μην προσποιείσαι ότι δεν ξέρεις τι χάνεται.
Κάθε φωτογραφία του Hujar μοιάζει με άνοιγμα: μια τρύπα στο ύφασμα της πραγματικότητας απ’ όπου περνάει ο αέρας μιας εποχής που δεν έγινε ποτέ ιστορία όπως της άξιζε.
Η επιβίωση ως πράξη ομορφιάς
Ο κόσμος της Νέας Υόρκης των ’70s και ’80s –drag queens, ποιητές, σκηνές υπόγειων θεάτρων, τοπογραφίες από ημι-διαλυμένα κτίρια– δεν ήταν νεοϋορκέζικο φολκλόρ.
Ήταν κοινότητες που έμαθαν να ζουν δίπλα στον θάνατο σαν να ήταν ένας ακόμη συγκάτοικος.
Κανένας από τους φωτογράφους εκείνης της περιόδου δεν φωτογράφισε αυτή την πραγματικότητα με περισσότερη τρυφερότητα.
Όχι από νοσταλγία· από συμμετοχή. Ο Hujar δεν ήταν μάρτυρας του AIDS· ήταν μέρος μιας κοινότητας που εξαφανιζόταν μπροστά του. Και γι’ αυτό, κάθε πορτρέτο μοιάζει με μικρή επιστολή αφήγησης:
Δεν θα σε αφήσω να εξαφανιστείς όπως θέλει ο κόσμος.
Θα σε κάνω εικόνα. Κι η εικόνα θα σε προστατεύει.
Η φωτογραφία του δεν είναι αισθητική· είναι μνημείο.
Είναι ο τόπος όπου το queer σώμα διασώζεται χωρίς να αγιοποιείται. Σώζεται όπως είναι: εύθραυστο, γυμνό, υπερήφανο, εξαντλημένο, έτοιμο να χαθεί, έτοιμο να ξαναγεννηθεί.
Το βλέμμα σαν τελετή
Το υπόγειο μεγαλείο του Hujar βρίσκεται στην απλότητα. Στην ακινησία που επιτρέπει στο ανθρώπινο βλέμμα να πει αυτό που η κοινωνία αρνείται να ακούσει.
Το queer δεν είναι στυλιστική επιλογή στις εικόνες του. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η ύπαρξη επιμένει να έχει χώρο σε έναν κόσμο που τη συρρίκνωνε.
Ο Hujar το καταλαβαίνει πρώτο: η ορατότητα δεν είναι μοναχά ελευθερία, είναι και ευαλωτότητα. Και την κάνει τέχνη.
Τέχνη που δεν προστατεύει. Τέχνη που δεν ωραιοποιεί. Τέχνη που απλώς λέει την αλήθεια με τον πιο καθαρό, σχεδόν άγιο τρόπο: από το σώμα στο πρόσωπο, από το πρόσωπο στο βλέμμα, από το βλέμμα στη σιωπή.
Το τέλος που έγινε αρχείο
Σήμερα, η εποχή του Hujar δεν «νοσταλγείται».
Ζητάει από μας τους θεατές κάτι πιο δύσκολο: να δούμε τα queer σώματα πέρα από την κατηγορία, πέρα από τα hashtags, πέρα από την οικειότητα του 2025.
Ό,τι φωτογράφισε ο Hujar, η κούραση των φίλων του, η ηρεμία των μοντέλων του, η λεπτή βία των ημερών που μύριζαν θάνατο, παραμένει ο πιο καθαρός καθρέφτης της queer μνήμης.
Όχι για να θυμηθούμε.
Αλλά για να μην ξεχάσουμε πως η επιβίωση ήταν πάντα τέχνη και η τέχνη ήταν πάντα τρόπος να παραμένεις ζωντανός όταν όλα δείχνουν αντίθετα.
Και κάθε εικόνα οδηγεί πίσω στους ανθρώπους που έφυγαν προτού προλάβουμε να τους κρατήσουμε.
🌬️Το Φως που Κρατάμε για Όσους Έφυγαν Πρώτοι🌙
Κάποιες χρονιές δεν τις θυμάσαι∙ τις κουβαλάς. Όταν η Tilda Swinton λέει «πήγα σε 43 κηδείες το ’94», μια παλιά πόρτα ανοίγει, όχι για να φοβίσει, αλλά για να δείξει πώς επιμένει η μνήμη όταν δεν έχει πια σώματα να αγγίξει. Είναι το σημείο όπου το queer σταματά να είναι ταυτότητα και γίνεται τρόπος επιβίωσης.
Ο Derek Jarman ως τρόπος να ανασαίνεις
Η Swinton δεν θρηνεί. Ανασύρει τον Jarman σαν να σκουπίζει τον φακό της μνήμης από την υγρασία των δεκαετιών. Το ’94 δεν ήταν απλώς ένα έτος γι’ αυτήν, ήταν ένας κατακλυσμός θανάτων από AIDS που έκοψε στο μισό τις φωνές του καλλιτεχνικού κύκλου που την περιστοίχιζε. Κι εκείνη, 33 χρονών, στο κέντρο μιας λίστας που μεγάλωνε κάθε εβδομάδα.
Με τον Derek Jarman συνεργάστηκαν σε επτά ταινίες, αλλά η αλήθεια είναι ότι συνεργάστηκαν σε κάτι μεγαλύτερο: στην κατασκευή μιας queer οικογένειας που δεν είχε καμία εγγύηση επιβίωσης.
Όταν πέθανε ο Jarman, η Swinton νόμιζε ότι τελείωσε το δικό της φως. Είναι μια σκέψη που την ξέρουμε όσοι ζήσαμε την απώλεια μέσα από την κοινότητα: όταν φεύγει ένας άνθρωπος, φεύγει και ένας τρόπος ύπαρξης. Και όμως έμεινε.
Η επιδημία ως μυστικό λεξικό
«43 κηδείες». Το ξέρω αυτό το βάρος. Όχι γιατί τις έζησα, αλλά γιατί το AIDS στις αρχές των ’90ς δεν ήταν απλώς η χρόνια ασθένεια χωρίς επιπλοκές που είναι σήμερα· ήταν ένας κόσμος ολόκληρος που έσβηνε χωρίς τελετές, χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς γλώσσα, χωρίς ορατότητα. Οι νεκροί εκείνης της γενιάς είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία πατάμε όλα σήμερα.
Κι όσοι επιβιώσαμε, από τύχη, από φροντίδα, από την επιστημονική πρόοδο, κουβαλάμε ένα μυστικό: ότι η queer ιστορία δεν περιγράφεται∙ επιβιώνει.
Ο Jarman το ήξερε. Γι’ αυτό γύρισε το «Blue». Γιατί όταν εξαφανίζεσαι, χρειάζεσαι ένα χρώμα για να μείνεις.
Το τώρα που δεν μοιάζει με θαύμα αλλά είναι
Ποιος να το πίστευε τότε ότι θα μιλούσαμε για cabotegravir, για lenacapavir, για ενέσιμη προστασία από τον ιό μια φορά τον χρόνο; Για μια φροντίδα που δεν μοιάζει με απειλή; Για το δικαίωμα να ζήσεις ολόκληρος, χωρίς τον φόβο μιας διάγνωσης που κάποτε ισοδυναμούσε με αποχαιρετισμό;
Για εμάς τους ενδιάμεσους που φτάσαμε στο τώρα, υπάρχει πάντα μια διπλή συνείδηση: το σώμα ζει στο παρόν, αλλά η μνήμη μένει στο ’94, όπως έμεινε και της Tilda. Κι αυτό δεν είναι βάρος∙ είναι ένα είδος queer ηθικής.
Η Swinton στη συνέντευξη δεν μιλάει σαν μνημείο. Μιλάει σαν γυναίκα που γνώρισε πώς μυρίζει μια απώλεια που δεν έχει τέλος και παρ’ όλα αυτά επιμένει να δουλεύει με άλλες «οικογένειες».
Να βρίσκει φως εκεί που πριν υπήρχε μόνο νύχτα.
Οι οικογένειες που φτιάχνει το queer όταν ο κόσμος δεν έχει χώρο
Το πιο όμορφο που είπε δεν ήταν για τον θάνατο. Ήταν για τους ζωντανούς: ότι όλες οι συνεργασίες της είναι queer οικογένειες. Όχι επειδή η ταυτότητα καθορίζει τη σκηνή, αλλά επειδή το queer είναι ο τρόπος να σταθείς δίπλα σε ανθρώπους που δεν τους χωράει η κανονικότητα και να φτιάξετε μαζί έναν μικρό θύλακα πραγματικότητας.
Όχι ρομαντισμός. Ανάγκη.
Στο τέλος, η Swinton είπε το μόνο που μετράει: «Είναι όλοι τους φαντάσματα. Και το ζήτημα είναι να τα κρατάς κοντά». Το καταλαβαίνω αυτό. Όσοι ζήσαμε την απώλεια ως καθημερινό και όχι ως ιστορικό γεγονός, ξέρουμε πως δεν υπάρχει «ξεπερνάω». Υπάρχει μόνο το εξής: κρατάς τους νεκρούς μέσα σου ως φως και ύστερα, χωρίς να το καταλάβεις, γίνεσαι εσύ το φως για κάποιον άλλον.
Έτσι γράφεται η queer συνέχεια. Με σώματα που επιμένουν να υπάρχουν. Με οικογένειες που γεννιούνται μέσα από την απουσία. Με φως που μεταφέρεται από χέρι σε χέρι για να μη χαθεί ποτέ ξανά καμιά φωνή στο σκοτάδι.
Και κάπου μέσα σε αυτόν τον πόνο, ακόμη και τα τέρατα αρχίζουν να μιλούν σαν να είναι δικά μας.
🫀Η καλοσύνη κατοικεί στα τέρατα👁️
Μια queer ανάγνωση του «Φρανκενστάιν» του Guillermo del Toro
⚡🩸
Υπάρχουν έργα που επανέρχονται για να επαναλάβουν μια αλήθεια που καμία εποχή δεν αντέχει: ότι αυτό που ονομάζουμε «φρίκη» είναι συνήθως η σκιώδης αντανάκλαση των ίδιων μας των συστημάτων.
Ο «Φρανκενστάιν» του Guillermo del Toro δεν είναι απλώς μια διασκευή. Είναι μια ανατομία της τοξικής πατριαρχίας, μια παραβολή για τα σώματα που δεν χωράνε και μια queer ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο πλάσματα που δημιουργήθηκαν ή φυλακίστηκαν από τις επιθυμίες άλλων.
Ο πα-τέρας. Ο Βίκτορ. Το Τέρας. Η φρανκεσταινική εκδοχή της Blanche της ταινίας (που ενσαρκώνει υπέροχα η Mia Goth).
Τέσσερα σώματα πάνω στο ίδιο διάγραμμα. Τέσσερα αισθητηριακά τοπία που δείχνουν τι συμβαίνει όταν ο κόσμος μαθαίνει να γεννά καθρέφτες και όχι ανθρώπους.
Και μέσα σε αυτό το τοπίο, μόνο δύο ψυχές επιβιώνουν: αυτές που δεν ζητήθηκε ποτέ να είναι κατ’ εικόνα.
Ο πατέρας ως αρχιτεκτονική βίας
Η ταινία ξεκινά από εκεί που ξεκινούν όλα τα συστήματα εξουσίας: από έναν άντρα που ξέρει να σώζει σώματα αλλά όχι να αγγίζει ανθρώπους. Ο πατέρας του Βίκτορ δεν είναι απλώς αυταρχικός. Είναι το πρώτο πατριαρχικό εργοστάσιο ομοιωμάτων: ένας άντρας ο οποίος δεν αντέχει τίποτα που δεν μοιάζει με τον ίδιο.
Θέλει έναν γιο, αλλά όχι έναν άνθρωπο. Θέλει μια συνέχεια, αλλά όχι μια ψυχή. Θέλει να δει τη δύναμή του αντανακλασμένη, όχι την αδυναμία του αναγνωρισμένη.
Η σύγχρονη πατριαρχία κατάγεται από αυτό ακριβώς το σημείο: από άντρες που μπερδεύουν την ύπαρξη με την επιβεβαίωση.
Η ταινία το κάνει διάφανο: οι ζωές που ξεκινούν κάτω από αυτή τη λογική δημιουργούν νέες ζωές που συνεχίζουν το ίδιο λάθος.
Ο Βίκτορ Φρανκεστάιν: ο δεύτερος καθρέφτης
Ο Βίκτορ δεν είναι τέρας. Είναι το αποτέλεσμα. Οι σπουδές του στην ιατρική λειτουργούν ως αναπλήρωση της μητέρας του που πέθανε, όχι ως ανάγκη να προσφέρει φροντίδα. Η επιστήμη στα χέρια του γίνεται προέκταση του πατέρα του. Ο νεκρός ιστός δεν τον τρομάζει· τον τρομάζει μόνο η πιθανότητα ότι κάτι μπορεί να υπάρχει χωρίς να ελέγχεται.
Ο Βίκτορ δεν θέλει απλώς να δημιουργήσει ζωή. Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να διορθώσει το λάθος του πρώτου καθρέφτη: να φτιάξει έναν άνθρωπο που επιτέλους θα επιστρέφει τη σωστή εικόνα.
Το Τέρας γεννιέται όχι από ύβρη, αλλά από απόγνωση.
Όλα τα φρικώδη σώματα στον πολιτισμό γεννήθηκαν έτσι: από κάποιον που ήθελε να φτιάξει κάτι τέλειο αντί να ζήσει με κάτι αληθινό.
Το Τέρας: το σώμα που δεν κατασκευάστηκε σωστά και γι’ αυτό είναι ελεύθερο
Το πιο ριζοσπαστικό στοιχείο της ταινίας δεν είναι η μορφή του τέρατος, ούτε η δύναμή του, αλλά η αθωότητά του.
Το Τέρας στην εκδοχή του Τόρο είναι το μόνο σώμα που δεν κουβαλάει πατριαρχική μνήμη. Δεν έχει κοινωνικό φύλο. Δεν έχει ανατροφή. Δεν έχει ρόλο. Δεν έχει καθήκοντα. Είναι σώμα-παρασπονδία. Σώμα εκτός σχεδίου κι ας δημιουργήθηκε με το «πιο σχέδιο» που θα μπορούσε να συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Σώμα που δεν έμαθε να καθρεφτίζει τίποτα, γιατί δεν γεννήθηκε για να μοιάζει σε κάτι.
Γι’ αυτό είναι queer. Όχι επειδή είναι αποκλίνων. Αλλά επειδή είναι κατασκευασμένος.
Queer είναι ό,τι έχει φτιαχτεί έξω από την κανονικότητα και αναγκάστηκε να βρει δικό του ηθικό σύστημα. Το Τέρας της ταινίας δεν ξέρει να πληγώσει, το μαθαίνει ως άμυνα στην πορεία. Ξέρει μόνο να υπάρχει.
Και αυτό, σε έναν πατριαρχικό κόσμο, είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα.
Η Mia Goth: η Blanche που δεν ζήτησε τίποτα και δεν έλαβε ποτέ χώρο
Η γυναίκα της ταινίας δεν είναι συμπλήρωμα της ιστορίας. Είναι η απόδειξη ότι ο κόσμος της εποχής και ο δικός μας μπορεί να σκοτώσει κάθε λεπτότητα που δεν ταιριάζει στο βλέμμα του.
Η παράδοση της Blanche DuBois ως queer αρχετύπου δεν είναι η ευαλωτότητα. Είναι η επιβίωση μέσα στην ασφυξία του κοινωνικού ρόλου.
Η Mia Goth στην ταινία φέρει αυτή την ενέργεια: μια γυναίκα που σπρώχτηκε σε έναν ρόλο που τη μικραίνει, που επιβιώνει με χάρη επειδή δεν της επιτρέπεται να επιβιώσει με αλήθεια.
Το Τέρας τη βλέπει πρώτη φορά όχι ως γεγονός της κοινωνίας, αλλά ως ύπαρξη. Είναι το μόνο βλέμμα στη ζωή της που δεν διεκδικεί κάτι από αυτήν.
Κι έτσι γίνεται το μοναδικό βλέμμα που μπορεί να τη λυγίσει χωρίς να τη διαλύσει.
Η συμμαχία των «εκτός»
Υπάρχει μια στιγμή στην ταινία, σίγουρα την ένιωσες κι εσύ να σε διαπερνά, όπου το Τέρας και η γυναίκα κοιτάζονται και ξαφνικά καταλαβαίνεις: κανένα από τα δύο δεν είναι «κανονικό». Και κανένα δεν θέλει να γίνει.
Εκεί γεννιέται η πιο σιωπηλή, η πιο queer, η πιο πολιτική μορφή αγάπης: η αγάπη ανάμεσα σε πλάσματα που δεν γεννήθηκαν για να αγαπηθούν αλλά αναγνώρισαν ο ένας την τρυφερή καρδιά του άλλου.
Δεν είναι ρομαντισμός. Είναι επιβίωση μέσω αναγνώρισης.
Η Shelley ως queer προφήτις
Η Mary Shelley δεν ήξερε ότι γράφει για trans σωμάτα, για σώματα-ανάμειξη, για σώματα που κυκλοφορούν σε κοινωνίες που θέλουν να τα κρύψουν. Αλλά το έκανε.
Έγραψε για το σώμα που φτιάχνεται από βλέμματα άλλων, από επιθυμίες άλλων, από βία άλλων.
Ο del Toro δεν τιμά απλώς το έργο της, το μεταφράζει στη γλώσσα της εποχής που ζούμε: στην εποχή των σωμάτων που διεκδικούν δικαίωμα στη μορφή τους έξω από το «κατ’ εικόνα».
Η παραβολή που μένει
Στο τέλος, το πιο πολιτικό κομμάτι της ταινίας δεν είναι η βία, ούτε η αλαζονεία της επιστήμης, ούτε η τραγωδία. Είναι η ήσυχη αναγνώριση ανάμεσα σε δύο πλάσματα χωρίς πατρίδα.
Μια γυναίκα που φυλακίστηκε από το φύλο της. Ένα τέρας που φυλακίστηκε από την κατασκευή του.
Βλέπουν ο ένας στον άλλον όχι τη φρίκη, όχι το λάθος, όχι την παραξενιά. Αλλά την καλοσύνη που επιβίωσε εκεί όπου δεν υπήρχε έδαφος για να επιβιώσει.
Κι αυτό είναι το μεγάλο, queer μάθημα του del Toro: Οι άνθρωποι έμαθαν να φτιάχνουν τέρατα. Αλλά μόνο τα τέρατα θυμούνται πώς να αγαπούν.
Κι όταν τελειώνουν οι μύθοι, μένει μόνο η φωνή που γυρίζει για να βρει νέο στόμα.
⭐Όταν ο Λαπαθιώτης ξαναβρήκε στόμα⭐
(Ένα queer τελετουργικό επιθυμίας στο HOOD)
🌿Η Ρίζα της Φωνής
Κάπου περνούσε μια φωνή. Όχι σαν ανάμνηση∙ σαν λεπτή μετατόπιση του αέρα. Σαν κάτι που δεν ήθελε να ακουστεί, αλλά να σταθεί για μια στιγμή πάνω σ’ εκείνον που θα ήταν έτοιμος να τη νιώσει. Κι εγώ ένιωσα ότι δεν ήταν φωνή∙ ήταν μια υγρασία.Ένα μικρό ρίγος. Μια επιθυμία που έψαχνε σώμα.
Τη νύχτα, όταν η πόλη μοιάζει πιο εκτεθειμένη απ’ όσο παραδέχεται, αυτό το ρίγος κυλάει κάτω από το δέρμα των δρόμων. Δεν έχει πρόσωπο, δεν έχει χρώμα, δεν έχει εποχή. Έχει μόνο μια αποστολή: να βρει εκείνον που θα την κουβαλήσει ξανά προς τα έξω, να βρει έναν φορέα που δεν θα τη φοβηθεί. Και προτού τη δω, την άκουσα να μου ψιθυρίζει: «εγώ δεν ανήκω πουθενά – μόνο σε όποιον με αντέχει».
Ήταν τότε που κατάλαβα ότι η φωνή δεν περνούσε τυχαία. Περνούσε επειδή ζητούσε κάπου να φυτρώσει. Κι όπου φυτρώνει μια φωνή, φυτρώνει κι ένα σώμα. Κι όπου φυτρώνει ένα σώμα, κάτι στη νύχτα αλλάζει ρυθμό. Σαν να ανοίγει μια ρωγμή μέσα από την οποία εισέρχεται ένα παλιό, επίμονο φως που κάποτε ξέραμε με άλλο όνομα.
🜁 **Ο Ody ως Φέρων της Φωνής**
Η φωνή βρήκε σώμα σε κάποιον που δεν την περίμενε, μα την αναγνώρισε αμέσως. Δεν ήταν μουσική∙ ήταν κάτι βαθύτερο. Ένα μεταφυσικό queer αίτημα. Και ο Ody, μ’ εκείνη τη σιωπηλή διαθεσιμότητα που έχουν όσοι καλλιτέχνες δεν κρύβουν την ψυχή τους, την άφησε να μπει από ένα ανεξήγητο άνοιγμα, σαν ρεύμα νυχτερινό που ψάχνει στόμα, προτού ακόμη ψάξει λέξεις.
Μερικοί άνθρωποι δεν τραγουδούν· μεταφέρουν. Το σώμα τους δεν παράγει τον ήχο· τον διαπερνά. Και κάτι στον τρόπο που στέκεται ο Ody –σαν να του έχει δοθεί ένα μυστικό φορτίο– τον κάνει να μοιάζει όχι με ερμηνευτή, αλλά με διάδρομο. Το βλέπεις στα μάτια: δεν ανήκουν στον ίδιο. Είναι μάτια που έχουν μάθει να υποδέχονται άλλες ζωές. Κι όταν ανοίγει το στόμα του, η φωνή που περνάει μέσα του δεν φαίνεται να ξεκινά από τα πνευμόνια, αλλά από κάποιον παλιό, κρυμμένο πυρήνα που ανήκει σε άλλον.
Δεν ξέρω αν αυτό λέγεται χάρισμα ή κατάρα, μα στους ανθρώπους που κουβαλούν φωνές άλλων υπάρχει πάντα μια λεπτή διάφανη μεμβράνη από μελαγχολία. Μια σκιώδης ομορφιά που δεν είναι δική τους, μήτε δανεική. Κάτι ανάμεσα. Στον Ody αυτή η μεμβράνη λάμπει. Σαν να τον τεντώνει μια ανολοκλήρωτη επιθυμία, όχι δική του, μα εκείνης της queer φωνής που περνοδιαβαίνει αιώνες ψάχνοντας κάποιον να της δώσει εκ νέου σώμα.
Και τώρα το έχει: στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που γεννήθηκε πολύ αργά για τον ποιητή και πολύ νωρίς για να σωθεί από το βάρος του.
\ 🜂 / Ο Σκουρλέτης ως Keeper (ο Φύλακας της Πύλης)
Για να περάσει μια φωνή από σώμα σε σώμα, χρειάζεται κάποιον που ξέρει να ανοίγει πόρτες χωρίς να τις σπάει. Κάποιον που να βλέπει στο σκοτάδι χωρίς να τρομάζει. Κι αυτό το πρόσωπο, εδώ, είναι ο Σκουρλέτης. Όχι σκηνοθέτης. Έχω συνεργαστεί μαζί του και ξέρω τι λέω. Keeper. Ο άνθρωπος που φυλάει το κατώφλι ανάμεσα σε δύο κόσμους: εκείνο των ζωντανών και εκείνο των επιστρεφόντων.
Δεν καθοδηγεί τον Ody∙ τον προσανατολίζει. Του δείχνει το σημείο όπου η επιθυμία γίνεται σκιά και η σκιά αρχίζει να θυμάται. Σαν να του λέει: «Μη φοβάσαι αυτό που περνάει μέσα σου. Δεν είναι δικό σου, αλλά είσαι ο μόνος που μπορεί να το σηκώσει». Και ξαφνικά, ο χώρος γεμίζει με μια αόρατη μουσική που δεν γράφτηκε ποτέ, μα περίμενε έναν Keeper για να ακουστεί.
Ο Σκουρλέτης γνωρίζει ότι η τέχνη δεν φτιάχνει μόνο κόσμους. Ξε-σφραγίζει και αυτούς που υπάρχουν ήδη. Κι έτσι, σ’ αυτή την παράσταση, δεν βλέπεις μια σκηνοθεσία, αλλά μια τελετουργία που επιτρέπει στη φωνή του ποιητή να βρει νέο στόμα χωρίς να χαθεί το παλιό.
🜄 BRANCH 2 🜄 HOOD: Το Δωμάτιο που Θυμάται
Ο χώρος δεν είναι ουδέτερος∙ ποτέ δεν είναι στην τέχνη. Το HOOD μοιάζει με δωμάτιο που έχει μάθει να θυμάται ό,τι πέρασε από μέσα του. Σαν παλιό δέρμα. Σαν κελί όπου κάθε ψίθυρος αφήνει ένα ίχνος.
Εδώ, το δάπεδο ανασαίνει σιγανά. Οι τοίχοι έχουν δει περισσότερες εξομολογήσεις απ’ όσες χωράει ένα ημερολόγιο. Και το φως, αυτό το φως μοιάζει να ξέρει από πριν τι πρόκειται να συμβεί, σαν να έχει συμφωνήσει με τη φωνή του ποιητή να την οδηγεί βήμα προς βήμα.
Το Hood δεν είναι χώρος παράστασης. Είναι θάλαμος μετάβασης. Είναι το σημείο όπου οι ρίζες αρχίζουν να απλώνονται στα πλευρά της πόλης, όπως στο video της Björk για το «Bachelorette», το βιβλίο ρίχνει κλαδιά στα θεμέλια του θεάτρου. Το HOOD λειτουργεί ως οργανισμός: δέχεται, κρατά, πολλαπλασιάζει.
🜁 BRANCH 3: Ο Λαπαθιώτης ως Returning One
Κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν. Κάποιοι άλλοι απλώς αλλάζουν μορφή. Και ο Λαπαθιώτης, αυτό το πλάσμα της νύχτας, της ρωγμής, της queer ερωτικής απελπισίας δεν έφυγε ποτέ. Έγινε επιστροφή.
Η φωνή του δεν ακούγεται πλέον όπως τότε. Ακούγεται σαν ίσκιος που περπατάει πίσω από τον Ody. Σαν ανάσα που τεντώνει τον αέρα λίγο προτού γίνει ήχος. Σαν μικρή, γλυκιά κηλίδα σκοταδιού που ξέρει από έρωτα πιο πολλά απ’ όσα αντέχει μια ολόκληρη γενιά.
Δεν είναι φάντασμα. Ούτε μνήμη. Είναι κάτι πιο παράξενο: η επιθυμία που επέζησε του σώματος που την έγραψε. Και τώρα τρυπώνει στα χείλη ενός άλλου, όχι για να ξαναειπωθεί, αλλά για να αλλάξει δέρμα και να μείνει ζωντανή.
🌘 BRANCH 4: Η Νύχτα ως Δασκάλα της Επιθυμίας
Η επιθυμία δεν γεννιέται στο φως. Το φως την καταστρέφει. Η επιθυμία θέλει νύχτα, υγρασία, ατέλειες. Θέλει ησυχία γύρω της για να πάρει το σχήμα που της αξίζει.
Ο Λαπαθιώτης το ήξερε. Ο Ody το ξέρει. Και ο Σκουρλέτης το υπηρετεί: η νύχτα γίνεται ο πραγματικός σκηνογράφος. Η νύχτα δίνει τη θερμοκρασία. Η νύχτα φέρνει την αντοχή. Η νύχτα προστατεύει το ωραίο από τον κίνδυνο του βλέμματος.
Εκεί, στο μισοσκόταδο, η επιθυμία θυμάται ξανά πώς να μιλάει. Και είναι η στιγμή που το κείμενο αλλάζει ρυθμό σαν να ανοίγει το πρώτο μεγάλο κλαδί του δέντρου.
🌑BRANCH 5: Η Αθήνα ως Υπόγειο Σύστημα
Η πόλη δεν είναι σκηνικό. Είναι μέρος της αφήγησης. Γιατί η Αθήνα πάντα έκρυβε ένα δικό της είδος νύχτας: μια νύχτα σιωπηλή, περιπλανώμενη, που αγαπά όσους την αντέχουν.
Εδώ, οι δρόμοι δεν οδηγούν πουθενά· επιστρέφουν σε σένα. Και ήταν σε τέτοιον δρόμο που ο ποιητής έμαθε να κουβαλά την επιθυμία του σαν μαχαίρι. Το ίδιο μαχαίρι που τώρα κρατάει ο Ody όχι για να πληγώσει, αλλά για να σκίσει τον αέρα και να βγει μέσα του μια φωνή που μοιάζει να ήταν πάντα εδώ.
Είναι παράξενο πόσο εύκολα η πόλη διαστέλλεται όταν το συναίσθημα γίνεται τελετουργία. Σαν να ανοίγουν υπόγειες αρτηρίες που οδηγούν απευθείας στα μάτια εκείνου που ακούει.
🔥BRANCH 6: Η Τελετουργία της Παράστασης
Δεν βλέπεις μια παράσταση. Παρακολουθείς μια μεταμόρφωση: τη στιγμή όπου ένας άνθρωπος παύει να είναι μόνος και γίνεται αγωγός για κάτι μεγαλύτερο.
Ο Ody δεν «ερμηνεύει» Λαπαθιώτη. Τον ξαναγράφει στο σώμα του. Τον αφήνει να κατοικήσει μέσα από τα βλέφαρά του, από το διάφραγμά του, από τη δική του αθώα κι επικίνδυνη ευαισθησία. Ο Σκουρλέτης κλείνει τον κύκλο: ρυθμίζει τα φώτα σαν να ακουμπά το σφυγμό ενός άλλου. Ο Θεοδώρου απλώνει τη μουσική σαν υγρό στο δέρμα. Και ξαφνικά η παράσταση δεν ανήκει σε κανέναν. Ανήκει στη φωνή που επιστρέφει.
Είναι τελετή. Είναι νύχτα. Είναι ένα σώμα που δανείζει στον ποιητή το στόμα του ώστε να ειπωθεί ξανά το ανομολόγητο
**FOREST **Η Queer Μυθολογία της Φωνής**
(FOREST 1* Η Νύχτα ως Μητέρα της Επιθυμίας)
Όταν όλα συνδέονται –σώμα, φωνή, πόλη, σκοτάδι– η νύχτα σταματά να είναι χρόνος και γίνεται μήτρα. Μήτρα της επιθυμίας. Μήτρα της αντοχής. Μήτρα της γλώσσας που δεν αντέχει το φως, γιατί ξέρει ότι μόνο στο σκοτάδι μπορεί να ανθίσει αυτό που κάποτε ο ποιητής έμαθε να ονομάζει «πόθο». Κι εκεί, μέσα σε αυτό το αργό μαύρο φως, η φωνή επιστρέφει όχι ως ανάμνηση, αλλά σαν αίμα που κυλάει σε νέα φλέβα.
(FOREST 2 *Η Φωνή που Δεν Πεθαίνει)
Η φωνή του Λαπαθιώτη δεν είναι κληρονομιά. Είναι επιβίωση. Είναι εκείνη η αόρατη ενέργεια που αλλάζει σώματα όπως το δέντρο αλλάζει εποχές. Χρειάστηκε δεκαετίες σιωπής για να βρει καινούργιο στόμα, και όταν το βρήκε στο σώμα του Ody, που ανοίγει χωρίς να φοβάται, άλλαξε ρυθμό, άλλαξε σχήμα, μα δεν άλλαξε σκοπό: να πει το ανομολόγητο χωρίς ντροπή.
Και τώρα η φωνή ζει ξανά, όχι ως φόρος τιμής, αλλά ως ζωντανός οργανισμός.
(FOREST 3* Η Σκηνή ως Τελική Μεταμόρφωση)
Η σκηνή δεν είναι τόπος. Είναι τελετουργικό σημείο σύγκλισης. Εκεί όπου ο Ody και ο Σκουρλέτης, οι δύο φορείς της βραδινής τέχνης, συναντιούνται με τον ποιητή όχι ως μνήμη, αλλά ως συνεργάτη.
Εκεί ο Θεοδώρου απλώνει μια μουσική που κυλά σαν υπόγειο νερό, ενώ το HOOD γίνεται το δέρμα που τους περιβάλλει. Και ξαφνικά, δεν ξέρεις ποιος είναι ο δημιουργός και ποιος το δημιούργημα. Δεν ξέρεις ποια φωνή ανήκει σε ποιον. Ο χρόνος δεν προχωράει, επιστρέφει.
(FOREST 4* Whatever Passes, Stays)
Κι όταν τελειώνει η παράσταση, κανείς δεν φεύγει πραγματικά. Μια φωνή που πέρασε έχει ήδη ριζώσει σε κάποιον. Έχει ήδη αφήσει στο δέρμα του θεατή μια μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη πληγή από εκείνες που δεν πονάνε, αλλά θυμίζουν.
Από εκείνες που δείχνουν πως κάτι πέρασε από μέσα σου και σου άλλαξε το αίμα. Αυτό είναι το δάσος της φωνής: η επιθυμία που επιβιώνει, η τέχνη που δεν ζητάει άδεια, η επιστροφή που δεν ολοκληρώνεται ποτέ.
Γιατί
ό,τι περνάει, μένει.
Και κάπου εκεί έξω, η φωνή συνεχίζει. Η παράσταση «Κάπου περνούσε μια φωνή» Λαπαθιώτης σε μουσική Χρίστου Θεοδώρου, με τη φωνή του Ody Icons και τη σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη, επιστρέφει από το Σάββατο 29 Νοεμβρίου στο bijoux de kant HOOD art space. Δώδεκα βραδιές μόνο.
*Υ.Γ./
Όταν όλα μοιάζουν να χαμηλώνουν, η άλλη όχθη, η queer όχθη, αποκαλύπτεται ξανά.
Οι φωνές που μας κράτησαν δεν χάθηκαν· στάθηκαν λίγο πιο χαμηλά, εκεί όπου η θερμοκρασία είναι αληθινή. Η νεότητα δεν κλείνει τον κύκλο της· διαχέεται. Το τραύμα ανασαίνει χωρίς επίδειξη.
Και τα τέρατα, σαν παλιοί γνώριμοι, προσφέρουν μια αθόρυβη καλοσύνη σε όσους δεν φοβούνται να την κοιτάξουν κατάματα μέσα στην άγρια καρδιά αυτού του κόσμου.