Το 1992 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στο προαύλιο του Μεγάρου Μουσικής, το γλυπτό «Κλυταιμνήστρα», μια σύνθεση μνημειακή που φιλοτέχνησε η διάσημη Ελληνίδα γλύπτρια Chryssa. Ήταν το πρώτο έργο της που στήθηκε σε δημόσιο χώρο και οι αντιδράσεις ήταν αντιφατικές. Πολλοί ειρωνεύτηκαν τη φόρμα του, ενώ, όσοι είχαν παρακολουθήσει τη διαδρομή της στην Αμερική και την αποδοχή της ως καλλιτέχνιδας στην αιχμή της πρωτοπορίας όταν εντυπωσίαζε τους καλλιτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, υποστήριξαν ένθερμα την πρωτοβουλία της τοποθέτησης του έργου που εναρμονίζεται με τον αθηναϊκό ουρανό και την αρχιτεκτονική του Μεγάρου χωρίς διάθεση εντυπωσιασμού. Πολύ κοντά, στον σταθμό του μετρό «Ευαγγελισμός», υπάρχει ένα ακόμα σημαντικό έργο της, το «Mott Street» (1983), εμπνευσμένο από την Chinatown. Ο δημόσιος χώρος υπήρξε το κατεξοχήν πεδίο έμπνευσης για την Chryssa. Είναι γνωστό ότι αφετηρία για το εμβληματικό, μνημειακής κλίμακας έργο της «Gates to Times Square» (1964-1966, Buffalo AKG Art Museum) υπήρξε η ισχυρή εντύπωση από τη φαντασμαγορία των φωτεινών πινακίδων στο Times Square – η ίδια συνέδεε τη χυδαιότητα της Αμερικής με το ποιητικό αποτέλεσμα που δημιουργούσαν τα φώτα στη νεοϋορκέζικη πλατεία.
Τις τελευταίες δεκαετίες το έργο της Chryssa μελετήθηκε, προβλήθηκε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον γύρω από αυτό χάρη σε εκθέσεις που επιχειρούν την επανερμηνεία του, όπως η πρόσφατη με τίτλο «Chryssa & New York» που διοργανώθηκε από το Dia Art Foundation και τη Menil Collection. Η έκθεση αποτέλεσε και την πρώτη εκτενή αναδρομική παρουσίαση έργων της καλλιτέχνιδας από το 1982 και παρουσιάστηκε στο Dia Chelsea στη Νέα Υόρκη το 2023, στη Menil Collection στο Χιούστον το 2023 και στο Wrightwood 659 στο Σικάγο το 2024. Σε αυτήν περιλαμβανόταν και η σειρά των «Κυκλαδικών Βιβλίων», την οποία δάνεισε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Είναι φανερό ότι η Chryssa στην Αμερική, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, δημιουργεί ελεύθερα και ανεξάρτητα την προσωπική της ταυτότητα και στη συνέχεια την καλλιτεχνική, χωρίς τις δεσμεύσεις ενός ασφυκτικού κοινωνικού περιβάλλοντος.
Πρόσφατα, το ΕΜΣΤ ανακοίνωσε ότι μέχρι στιγμής έχει ψηφιοποιηθεί πάνω από το 80% των τεκμηρίων του καλλιτεχνικού του αρχείου σε ποικίλες μορφές. Παράλληλα, πολύ πρόσφατα, παραδόθηκε το υπόλοιπο μέρος του αρχείου της Chryssa με υλικό μη καταγεγραμμένο και αταξινόμητο, ενώ νωρίτερα, με τη διαθήκη της, κατέλιπε στο μουσείο το αρχειακό υλικό που βρέθηκε στο σπίτι της στην Κηφισιά: «Όλο το αρχείο μου (έγγραφα κ.λπ.) με την ευχή να προβληθούν και να μελετηθούν». Στο ΕΜΣΤ συναντώ την ιστορικό τέχνης και επιμελήτρια του μουσείου Τίνα Πανδή και τη βιβλιοθηκονόμο Αθηνά Καραθανάση για να συζητήσουμε για το έργο και τη σημασία της Chryssa, την κληρονομιά που άφησε στο μουσείο και τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε σήμερα να ξαναδιαβάσουμε ένα έργο ζωντανό, βαθιά πνευματικό και ταυτόχρονα παιγνιώδες, πρωτοποριακό και ελεύθερο, μιας καλλιτέχνιδας, μιας ισχυρής προσωπικότητας. Ένα έργο που εξακολουθεί να είναι πολυδιάστατο, ανεξάντλητο και που διατηρεί τα πολύ προσωπικά χαρακτηριστικά της δημιουργού του.
«Η Chryssa ήταν μια πρωτοπόρος της μεταπολεμικής τέχνης, η οποία μετέτρεψε το φως, τη γλώσσα και την αστική σήμανση σε μια νέα γλυπτική πρόταση. Ήταν από τις πρώτες καλλιτέχνιδες που χρησιμοποίησαν το νέον, τις βιομηχανικές πινακίδες και το πλεξιγκλάς ως υλικά στις εικαστικές τέχνες, δημιουργώντας μνημειώδη έργα όπως το “The Gates to Times Square” (1964-’66). Σημειώνουμε ότι δημιούργησε τα πρώτα της γλυπτά από νέον το 1962, μόλις έναν χρόνο μετά τον Dan Flavin, που σήμερα θεωρείται ο πιο σημαντικός πρωτοπόρος τέτοιων έργων – για να καταλάβουμε πόσο κοινή πρακτική ήταν να αγνοείται μια γυναίκα καλλιτέχνις εκείνο τον καιρό, ανεξάρτητα από το πόσο μπροστά από την εποχή της ήταν.
Η Chryssa γεφύρωσε τον μινιμαλισμό, την εννοιολογική τέχνη και την ποπ, συνδυάζοντας την απλοποιημένη μορφή και τη σειριακή επανάληψη με αναφορές στον οπτικό θόρυβο των σύγχρονων πόλεων. Μέσα από την εξερεύνηση των γραμμάτων, των τυπογραφικών θραυσμάτων και της αστικής σήμανσης υπονόμευσε τη γλώσσα, το λεξιλόγιο της διαφήμισης, μετατρέποντας την ίδια την επικοινωνία σε αφαίρεση. Με ρίζες στην ελληνική της κληρονομιά και την κοσμοπολίτικη ζωή της στο Παρίσι, στο Σαν Φρανσίσκο και στη Νέα Υόρκη, η δουλειά της Chryssa συνέδεσε την αρχαία μορφή και απλότητα με τη σύγχρονη τεχνολογία με έναν τρόπο που ήταν ταυτόχρονα διεθνής και βαθιά προσωπικός. Η πρόσφατη έκθεση “Chryssa & New York”, που διοργανώθηκε από το Dia Art Foundation και τη Menil Collection, την επανακαθιέρωσε, έστω και καθυστερημένα, ως μια εξαιρετικά σημαντική, αν και για πολύ καιρό παραγνωρισμένη, γέφυρα μεταξύ της φωτεινής υλικότητας της μεταπολεμικής γλυπτικής και της εννοιολογικής και αστικής ευαισθησίας που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη τέχνη», λέει στη LiFO η καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Κατερίνα Γρέγου.
Η Chryssa υπήρξε μία από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες της ελληνικής διασποράς που αναδείχθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο και η πρώτη που κέρδισε διεθνή αναγνώριση. Μετά τη μετανάστευσή της στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη εικαστική γλώσσα που αναγνωρίστηκε και παρουσιάστηκε σε σημαντικές εκθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, π.χ. στο Solomon R. Guggenheim Museum (1961), στο Museum of Modern Art (1963), στο Walker Art Center (1968) και στο Whitney Museum of American Art (1972). Πρωτοπόρος στη χρήση αναδυόμενων τεχνολογιών, η Chryssa ενσωμάτωσε το νέον ως γλυπτικό υλικό, διερευνώντας τις δυνατότητές του με καινοτόμους και ριζοσπαστικούς τρόπους. Το έργο της έχει αναλυθεί σε σχέση με τους οπτικούς κώδικες της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας αλλά και στο πλαίσιο των νέων κατευθύνσεων της αμερικανικής τέχνης που διαδέχτηκαν τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό.
Αν και έζησε και εργάστηκε κυρίως στην Αμερική, η σχέση της με το ΕΜΣΤ είναι μακρά και ξεκινά από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του μουσείου, το 2002, υπό τη διεύθυνση της Άννας Καφέτση, όταν δώρισε την πολύ σημαντική σειρά των γύψινων 20 «Κυκλαδικών Βιβλίων» (1957), το έργο «Newspaper Book» καθώς και τρεις μεγάλες εγκαταστάσεις με νέον της δεκαετίας του 1990, αρχικά με το καθεστώς μόνιμου δανεισμού. Τα έργα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα από το στούντιό της στη Νέα Υόρκη και εκτέθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2005, στο πλαίσιο της έκθεσης «7+7 καλλιτέχνες από τη συλλογή του ΕΜΣΤ» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Τίνα Πανδή: Η δωρεά της Chryssa στο νεοσύστατο τότε ΕΜΣΤ μπορεί να θεωρηθεί μια χειρονομία μεγάλης γενναιοδωρίας. Ένα επιπλέον έργο της σειράς των «Κυκλαδικών Βιβλίων» εντοπίστηκε στο διαμέρισμά της μια δεκαετία αργότερα, το 2014, και αποκτήθηκε από το μουσείο ως μέρος της κληρονομιάς της.
Το 2009 με μυστική διαθήκη –που άνοιξε μετά τον θάνατό της, τον Δεκέμβριο του 2013– η Chryssa όρισε ως κληρονόμο του έργου της το ΕΜΣΤ. Η κληρονομιά περιελάμβανε τόσο την κινητή όσο και την ακίνητη περιουσία της αλλά και τα πνευματικά δικαιώματα του έργου της, καθιστώντας το μουσείο δικαιούχο των περιουσιακών και ηθικών δικαιωμάτων του έργου της. Σύμφωνα με τη διαθήκη, περιήλθε στην κυριότητα του ΕΜΣΤ ένας σημαντικός αριθμός εγκαταστάσεων με νέον, σχεδίων, μεταξοτυπιών, πολλαπλών που βρέθηκαν στο διαμέρισμα της και ένα επιπλέον έργο της σειράς των «Κυκλαδικών Βιβλίων».
Ανοίγοντας ένα λεπτομερές, εξαιρετικά πλούσιο αρχείο
Το αρχείο της Chryssa περιλαμβάνει υλικό που συνδέεται άμεσα με το καλλιτεχνικό της έργο, εν πρώτοις εκατοντάδες φωτογραφίες έργων πιο πρόσφατες αλλά και φωτοαντίγραφα παλιότερων φωτογραφιών και slides.
Αθηνά Καραθανάση: Ένα πολύ μεγάλο μέρος αποτελούν τα αποκόμματα που συγκεντρώνει από τον διεθνή και τον ελληνικό Τύπο, που αναφέρονται στις εκθέσεις και στο έργο της. Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και τα τεκμήρια που χρησιμοποιεί ως ερεθίσματα και πηγές έμπνευσης για τα τυπωμένα έργα της, που δεν είναι άλλα από οικονομικές σελίδες εφημερίδων που εικονίζουν διαγράμματα δεικτών του χρηματιστηρίου, σελίδες με συνθέσεις με διαφημιστικές καταχωρίσεις, στήλες με αγγελίες και μετοχές. Όλα αυτά έχουν κάτι κοινό, την αυστηρή γεωμετρική οργάνωσή τους πάνω στο χαρτί, καθώς το αληθινό ενδιαφέρον για την Chryssa κρύβεται στη δομή και τη διάρθρωσή τους, πέρα από το ότι είναι προϊόντα της σύγχρονης κουλτούρας. Συναντάμε επίσης αποκόμματα με κινέζικα κείμενα και τεύχη εφημερίδων στην κινεζική γλώσσα, που μαρτυρούν το ενδιαφέρον της Chryssa για τα ιδεογράμματα. Η τέχνη της Chryssa μάς φαίνεται οικεία γιατί χρησιμοποιεί γράμματα, σύμβολα επικοινωνίας. Όντως, όπως μας αποκαλύπτεται μέσα από αρχειακά τεκμήρια, αντίγραφα από την Pace Gallery, σύμφωνα με την ίδια, τα γράμματα την ενδιαφέρουν πιο πολύ απ’ όλα γιατί είναι η βάση της επικοινωνίας. Έτσι τα μελετά ασταμάτητα, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το μυστήριο της μορφής τους, να φτάσει στην πρωταρχική πηγή του νοήματος της φόρμας τους και μέσα από τα κενά μεταξύ τους, το φως, τη σκιά και τη μουσική που ηχεί στα αυτιά της φτιάχνει έργα εμπνεόμενα από τον αστικό πολιτισμό, που όμως δίνουν την αίσθηση του μνημειώδους και του κλασικού».
Με ένα μέρος του αρχείου να είναι ανοιγμένο τακτικά μπροστά μας, έχουμε την ευκαιρία να δούμε τα πρωτότυπα προσχέδια έργων, σημειωματάρια με δοκιμαστικά σκίτσα και σημειώσεις, χαρτιά ιχνογράφησης με σχέδια από σωλήνες νέον στο φυσικό μέγεθος του έργου, φωτογραφίες από μακέτες με οδηγίες κατασκευής, λίστες με αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς και λίστες από εκθέσεις και δημοσιευμένα βιβλία και καταλόγους. Ακόμα, αλληλογραφία με γκαλερί και μουσεία, αλλά και με συλλέκτες και άλλα πρόσωπα με τα οποία η Chryssa διατηρούσε φιλικές σχέσεις, και νομικά έγγραφα, όπως συμβόλαια για πωλήσεις έργων, συμβόλαια συνεργασίας και εξουσιοδοτήσεις προσώπων. Ανάμεσα στα άλλα, και φωτογραφίες με την Chryssa να δουλεύει στο υπέροχο στούντιό της στον 4ο όροφο της οδού Μπρόντγουεϊ στο Σόχο, έναν τεράστιο βιομηχανικό χώρο με αρχαιοελληνικούς κίονες.
Στη συλλογή που κληροδοτήθηκε στο μουσείο, πέρα από τα στοιχεία που συνδέονται άμεσα με τα έργα της, υπάρχουν και στοιχεία της προσωπικής της ζωής. Ενδιαφέρον έχουν τα ιδιόχειρα σημειώματα προς δικούς της ανθρώπους, τεκμήρια προσωπικών της σχέσεων και του χαρακτήρα της. Συναντάμε ακόμα ευχετήριες κάρτες και φωτογραφίες με την ίδια και άλλες παλιές, συγγενών και φίλων. Μεταξύ άλλων, ανακαλύπτουμε μια σειρά από οικογενειακές φωτογραφίες της οικογένειας Μέτερνιχ που στάλθηκαν στην Chryssa μαζί με ευχετήριες κάρτες, μαρτυρώντας μια φιλία που αναπτύχθηκε αφότου η Chryssa διαμόρφωσε το «Metternich Dining room» στον πύργο τους στη Γερμανία, κλείνοντας τα παράθυρα με έργα από νέον, ένα από τα πιο γνωστά πρότζεκτ της.
Λέει η Chryssa, δίνοντας μια ένδειξη άμεσης εμπλοκής της τέχνης στη ζωή: «[…] να εκτίθεται κάποιος και να παρατηρεί την τέχνη χωρίς να την κρίνει. Απλώς νομίζω ότι αν όλος ο κόσμος το έκανε αυτό, θα καταλάβαινε περισσότερο την τέχνη ή οι ίδιοι θα γινόντουσαν περισσότερο σαν τα έργα τέχνης. Είναι σαν να τρως πολλά καρότα ή μήλα, το αποτέλεσμα θα είναι να έχεις τέλειο δέρμα. Έτσι κι αν εκθέτεις τον εαυτό σου με τις ώρες στην τέχνη, κάνεις πολλές επισκέψεις [σε χώρους τέχνης], ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις, κάπως, ξέρεις, με κάποιο τρόπο, στο τέλος θα ξέρεις περισσότερα». (Video «Quality of light» 1989, Αρχείο Stephen Antonakos, Καλλιτεχνικό Αρχείο ΕΜΣΤ)
Μια ζωή και μια «πειραγμένη» χρονολογία γέννησης
Η Χρύσα Βαρδέα-Μαυρομιχάλη γεννήθηκε, κατά δήλωσή της, στην Αθήνα το 1933. Η Τίνα Πανδή μου αποκαλύπτει ότι «ένα από τα αποτελέσματα του ανοίγματος της διαθήκης της Chryssa υπήρξε και η αναθεώρηση του έτους γέννησής της, 1929 αντί του 1933, όπως δηλώνεται στα περισσότερα βιογραφικά και στις μονογραφίες της. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τον ακριβή λόγο αυτής της χρονικής μετατόπισης, θα μπορούσε όμως να συνδεθεί με την ανάγκη της Chryssa να επαναπροσδιορίσει και να αναδημιουργήσει την καλλιτεχνική και την προσωπική της ταυτότητα».
Ο πατέρας της πεθαίνει λίγο μετά τη γέννησή της, έτσι μεγαλώνει με τη μητέρα και τις δύο αδελφές της. Βιώνει τραυματικά την Κατοχή και τον Εμφύλιο και στα 19 της χρόνια αρχίζει να δουλεύει στην Κοινωνική Πρόνοια, στα Δωδεκάνησα και αργότερα στη Ζάκυνθο, που είχε πληγεί από τους σεισμούς. Επιστρέφει στην Αθήνα και με την υποστήριξη του τεχνοκριτικού Άγγελου Γ. Προκοπίου αποφασίζει να στραφεί στην τέχνη. Μέχρι τότε έχει κάνει μικρές κατασκευές με γύψο και σύρμα και αφηρημένες ζωγραφικές συνθέσεις. Φτάνει το 1953 στο Παρίσι, μεταπολεμικό κέντρο της πρωτοπορίας, και εγγράφεται για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Académie de la Grande Chaumière. Η παραμονή της εκεί είναι σύντομη. Την επόμενη χρονιά φεύγει για την Αμερική, φοιτά στο California School of Fine Arts στο Σαν Φρανσίσκο (1954-1955), παντρεύεται τον καλλιτέχνη Ζαν Βαρντά που καταγόταν από τη Σμύρνη –είναι ο Uncle Yanco (1967) στο ντοκιμαντέρ της ξαδέρφης του Aνιές Βαρντά– και ταξιδεύει μαζί του στη Νέα Υόρκη, όπου εγκαθίσταται μόνιμα. «Είχα πολύ μεγάλη περιέργεια να γνωρίσω την Αμερική και πίστευα ότι εκεί θα ήταν πολύ πιο εύκολο να βρω μια ελευθερία έκφρασης, περισσότερο απ’ ό,τι στην Ευρώπη», γράφει.
Με την άφιξή της στη Νέα Υόρκη επισκέπτεται την Times Square, που την εντυπωσίασε βαθιά. Οι πρώτες ανάγλυφες –γύψινες ή μεταλλικές– συνθέσεις της με γράμματα, βέλη αλλά και τυπογραφικά θραύσματα αποτελούν πειραματισμούς – όπως η ίδια το ονομάζει, στατικό φως. Οι πειραματισμοί της με τον γύψο την οδηγούν στη δημιουργία της σειράς «Κυκλαδικά Βιβλία». Πρόκειται για τρισδιάστατα ανάγλυφα από γύψο, τα οποία κατασκευάζει το 1957 χρησιμοποιώντας ως καλούπια κοινές, καθημερινές χαρτονένιες συσκευασίες. Η καλλιτέχνιδα αναδιαμορφώνει τις διπλωμένες επιφάνειες των συσκευασιών ώστε να δημιουργεί τα γύψινα εκμαγεία των έργων. Τα αυστηρά γεωμετρικά χαρακτηριστικά –πτυχώσεις, αρθρώσεις και γραμμική δομή των κουτιών– αποτυπώνονται στις επιφάνειες των έργων. Τα σχήματα που προέκυπταν θύμιζαν γεωμετρική γλώσσα των προϊστορικών κυκλαδικών γλυπτών της 3ης χιλιετίας π.Χ. Έργα από τη συγκεκριμένη σειρά παρουσιάστηκαν στην πρώτη της έκθεση στη Νέα Υόρκη, στην γκαλερί Betty Parsons το 1961 – την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και ατομική έκθεση στο Solomon R. Guggenheim Museum. Το 1962 ενσωματώνει νέον στο έργο της «Times Square Puzzle», σηματοδοτώντας μια νέα φάση της καλλιτεχνικής της πορείας.
Λίγο νωρίτερα, το 1959, είχε γίνει γνωστή από ένα άρθρο του επιδραστικού κριτικού τέχνης Στιούαρτ Πρίστον, που έγραφε για μια ομαδική έκθεση στο Whitney –στην οποία είχε πάρει μέρος η Chryssa–, λέγοντας ότι ήταν τρομερή αποτυχία με εξαίρεση την παρουσίαση του δικού της έργου και ενός του Αλεξάντερ Κάλντερ. Το έργο που παρουσίασε η καλλιτέχνιδα ήταν το «Τόξο». Λέει η ίδια: «Η φίλη μου, Άγκνες Μάρτιν, με βοήθησε να καθαρίσω το έργο από τη σκόνη και μαζί πήγαμε στα εγκαίνια της έκθεσης, χωρίς να ξέρουμε τίποτα από δημόσιες σχέσεις και κοινωνικές επαφές. Πολύ νωρίς γυρίσαμε στο ατελιέ. Βλέπεις, ήμασταν αφοσιωμένες στην τέχνη».
Από το 1964 έως το 1966 δημιουργεί το «Gates to Times Square», μια μνημειακής κλίμακας κιβωτιόσχημη εγκατάσταση με κυρίαρχο το γράμμα Α, ενώ την ίδια περίοδο, και έως το 1968, δημιουργεί το «Studies for the Gates». Το 1976 συμμετείχε στον Ελληνικό Μήνα στο Λονδίνο, στην έκθεση «Eight Artists, Eight Attitudes, Eight Greeks» σε επιμέλεια του Χρήστου Ιωακειμίδη και του Nόρμαν Ρόζενταλ, ούσα η μοναδική γυναίκα της έκθεσης. Από τα τέλη δεκαετίας του ’70, οι συχνές επισκέψεις της στην Chinatown της Νέας Υόρκης αποτελούν την αφετηρία για μια σειρά ζωγραφικών έργων, καθώς και επίτοιχων ανάγλυφων κατασκευών, τα οποία εμπνέεται από την κινεζική καλλιγραφία. Παράλληλα, έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, εργάζεται σε νέες σπουδές γλυπτικών έργων με θέμα και την Times Square. Στη συνέχεια ξεκινά να χρησιμοποιεί κυψελοειδές αλουμίνιο, ένα ελαφρύ υλικό που της επιτρέπει να ασκηθεί σε νέους μορφολογικούς πειραματισμούς στις κειμενικές της εγκαταστάσεις.
Την περίοδο 1992-94 βρίσκεται στην Αθήνα, όπου δημιουργεί μια σειρά γλυπτικών συνθέσεων συνοδευόμενων από ηχογραφημένους ήχους της πόλης, οι οποίες παρουσιάζονται το 1996 στην γκαλερί Leo Castelli στη Νέα Υόρκη. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 επιστρέφει μόνιμα στην Αθήνα.
«Τα τελευταία σαράντα χρόνια του 20ού αιώνα», λέει η Chryssa, «έδειξαν ότι οι γυναίκες μπορούν να επιπλεύσουν. Είναι ο πρώτος αιώνας που εμφανίζονται στη δημόσια ζωή. Παλιότερα υπέγραφαν τα βιβλία τους με ανδρικά ψευδώνυμα, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν. Μ’ αρέσει η ζωγραφική της Μαρίκας Στα, αλλά συνήθως προτιμούμε τη δουλειά των ανδρών της εποχής της. Έχω την αισιοδοξία ότι οι γυναίκες του 21ου αιώνα θα γίνουν τόσο τρομερές, ώστε οι θεατές των έργων τους –οι κριτικοί τέχνης στον δικό μου χώρο– θα τις προτιμούν από τους άνδρες. Το δυσάρεστο με τη γυναίκα καλλιτέχνιδα θα είναι ότι δεν υπάρχει βάση σύγκρισης. Ένας άνδρας ζωγράφος ή γλύπτης μπορεί να ακούσει ότι το έργο του π.χ. θυμίζει Τζιότο ή Μιχαήλ Άγγελο. Δεν υπάρχει όμως γυναίκα της οποίας το έργο μπορεί να πει κανείς ότι θυμίζει Chryssa».
Όπως αναδείχτηκε και στη σημαντική έκδοση που συνόδευε την αναδρομική έκθεσή της στο Dia, η Chryssa συνδέθηκε με την κοινότητα καλλιτεχνών του Coenties Slip, Ρόμπερτ Ιντιάνα, Έλσγουορθ Κέλι, Άγκνες Μάρτιν, Τζέιμς Ρόζενκουιστ, Λενόρ Τάνι (Lenore Tawney), Τζακ Γιούνγκερμαν, η οποία ζούσε και εργαζόταν σε αυτή την περιοχή κατά τη μετάβασή της από ναυτικό σε χρηματοοικονομικό κέντρο. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η σχέση της με την Καναδή καλλιτέχνιδα Άγκνες Μάρτιν – περιγράφεται από πολύ στενή έως ρομαντική: σε κάθε περίπτωση υπήρξε πολύ σημαντική στη διαμόρφωση του έργου και των δύο. Επίσης εντυπωσιακός είναι ο κύκλος των γκαλερί με τις όποιες συνεργάστηκε και εξέθεσαν το έργο της ήδη από τα πρώτα βήματά της, όπως η Betty Parsons ή κάποιες δεκαετίες μετά ο Leo Castelli.
Τίνα Πανδή: Το έργο της αναπτύσσεται στη διασταύρωση μιας πρώτο-ποπ κατεύθυνσης, πρώιμων εκφράσεων μινιμαλισμού και μιας εννοιολογικής διερεύνησης της γλώσσας ως κώδικα επικοινωνίας. Αξιοποιώντας τεχνολογίες όπως το νέον, αντιμετώπισε το φως ως γλυπτικό υλικό και ανέδειξε τους οπτικούς κώδικες της σύγχρονης αστικής κουλτούρας –πινακίδες, γράμματα, σύμβολα– ως κεντρικό άξονα της καλλιτεχνικής της έρευνας, δημιουργώντας μια σύγχρονη «αστική καλλιγραφία». Μέσα από τη sui generis υβριδική πρακτική της, που αντλούσε στοιχεία από την πολιτισμική της ταυτότητα, τη συνθήκη της «ξένης» αλλά και της έμφυλης διαφοράς υπήρξε προπομπός τάσεων, διαμορφώνοντας μια ιδιαίτερη αισθητική που συνδέει την τεχνολογία με την αφαίρεση και την επικοινωνία στη δημόσια σφαίρα.
Η δημιουργία μιας μοναδικής προσωπικής και καλλιτεχνικής ταυτότητας
Είναι φανερό ότι στην Αμερική η Chryssa, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, δημιουργεί ελεύθερα και ανεξάρτητα την προσωπική της ταυτότητα και στη συνέχεια και την καλλιτεχνική, χωρίς τις δεσμεύσεις ενός ασφυκτικού κοινωνικού περιβάλλοντος. Εκεί, σε μια μεγαλούπολη που σφύζει από ζωή και καλλιτέχνες και υποδέχεται με ενθουσιασμό τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, έχει την ελευθερία να ασχοληθεί και να πειραματιστεί με νέες τεχνολογίες ή να επιστρέψει σε αρχαίους μύθους. Αυτό το πλαίσιο ανεξαρτησίας την κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα σε πολλούς ομότεχνούς της και δεν είναι τυχαίο ότι εκθέτει σε γκαλερί που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας ή ότι κάνει πολύ γρήγορα έκθεση στο Γκουγκενχάιμ.
Βλέποντας το αρχείο της, αναγνωρίζουμε πολλά στοιχεία του χαρακτήρα της και των αντιφάσεων ή των μυστηρίων που την περιβάλλουν. Από τη μια, μέσα από τις πηγές τη βλέπουμε να δουλεύει σκληρά με τεχνικές που έχουν συνδεθεί «παραδοσιακά» με την αντρική καλλιτεχνική παραγωγή, με μέταλλο και τα υπόλοιπα υλικά της γλυπτικής της, και απ’ την άλλη κρατάει στο αρχείο της αισθηματικά διηγήματα από ρετρό περιοδικά εποχής.
Αθηνά Καραθανάση: Από τη συνολική εικόνα του αρχείου της και από κάποια πιο συγκεκριμένα ιδιαίτερα ευρήματα, π.χ. ιδιόχειρα σημειώματα, διαφαίνονται προσωπικές πτυχές του χαρακτήρα της. Η Chryssa είναι ένας άνθρωπος με έντονη προσωπικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ξεχώρισε ούσα γυναίκα καλλιτέχνιδα στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’60. Μέσα από το αρχείο της είναι ξεκάθαρη η αδιαμφισβήτητη, σχεδόν εμμονική αφοσίωσή της στην τέχνη και σε αυτό που εκείνη θεωρεί σημαντικό. Στα ιδιόχειρα σημειώματά της η γραφή είναι συνεχόμενη, χωρίς σημεία στίξης, μοιάζει σχεδόν αυτόματη και θυμίζει πολύ τις απεικονίσεις λέξεων στα τελευταία έργα της. Η ίδια φαίνεται τολμηρή, καταιγιστική και κινούμενη απ’ την ισχυρή βούλησή της για δημιουργία.
Τίνα Πανδή: Πολλές είναι οι μαρτυρίες που σώζονται για την προσωπικότητά της, αρκετές από τις οποίες δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια με αφορμή τον θάνατό της το 2013 κυρίως στον ξένο Τύπο, σε μεγάλα διεθνή περιοδικά τέχνης, όπως το «Artforum», από την Μπάρμπαρα Ρόουζ. Οι αφηγήσεις αυτές τονίζουν τον δυναμικό και –συχνά– εκρηκτικό χαρακτήρα της, την ακατάβλητη επιμονή της και την τόλμη της που αψηφούσε τις συμβάσεις και τους περιορισμούς της εποχής, καθώς και την αφοσίωσή της στην πειραματική αναζήτηση.
Μια σημαντική, αλλά «δραματικά υποτιμημένη» μορφή στην τέχνη
Διαβάζοντας για την εκθεσιακή δραστηριότητα και την αποδοχή της Chryssa από τις γκαλερί, τους κριτικούς και τον κόσμο της τέχνης, θα περίμενε κάποιος να κατέχει μια σημαντική θέση ανάμεσα στους Αμερικανούς καλλιτέχνες, κάτι που δεν συνέβη.
Η Τίνα Πανδή, μελετώντας το έργο της, σημειώνει ότι «κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της, το έργο της και η κριτική του υποδοχή αποτελούν ένα παράδοξο. Παρά την αρχική επιτυχία που γνώρισε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960 και του 1970, παρέμεινε εν πολλοίς άγνωστη στο πλαίσιο της αμερικανικής τέχνης ή, όπως χαρακτηρίζεται στο δελτίο Τύπου της έκθεσης “Chryssa & New York” που διοργανώθηκε από το Dia Art Foundation και τη Menil Collection, μια “δραματικά υποτιμημένη” μορφή. Από την άλλη πλευρά, στην πατρίδα της, η Chryssa διατήρησε πάντα τη θέση μίας από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες της ελληνικής διασποράς.
Ο κατακερματισμός του προσωπικού της αρχείου και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δυσκόλεψε μια λεπτομερή βιογραφική και ιστορικοτεχνική μελέτη. Παρά το γεγονός ότι θεωρείται μια εξέχουσα μορφή στην Ελλάδα, ακόμη και μετά τη μόνιμη επιστροφή της στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του 2000, δεν έχει γίνει συστηματική μελέτη του έργου της. Λόγω αυτών των σύνθετων παραμέτρων, η ερμηνεία του αποδείχθηκε ένας κινούμενος στόχος: από μια επιτυχημένη Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα σε μια παραγνωρισμένη Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα, και από μια υπομελετημένη Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα σε ένα παράδειγμα διασπορικής ταυτότητας στο ελληνικό πλαίσιο. Η τελευταία αυτή ανάγνωση συχνά οδήγησε στη συσχέτιση του έργου της με την ελληνική αρχαιότητα, η οποία με τη σειρά της λειτούργησε ως το νομιμοποιητικό πλαίσιο για την αποδοχή και ένταξή του στην Ελλάδα».
«Πάντα πήγαινα στο Αρχαιολογικό Μουσείο και άλλους αρχαιολογικούς χώρους. Υπήρχε πάντα μέσα μου μια σχέση με την αρχαία Ελλάδα», λέει η Chryssa. «Οι μεγάλοι κριτικοί τέχνης στην Αμερική βρίσκουν στοιχεία αρχαίας ελληνικής τέχνης στην έκφρασή μου. Λένε ότι υπάρχει μια κλασική διάσταση στα έργα μου. Πράγματι, η αρχαία ελληνική τέχνη αποτελεί πηγή έμπνευσής μου, αφού γεννήθηκα και έζησα μέσα σ’ αυτή την υπέροχη τέχνη. Πιστεύω πώς ό,τι βλέπει το μάτι, οι αποθηκευμένες πληροφορίες όπως τις αποκαλούν, εισέρχονται στο συνειδητό μας και θα μπορούσε να πει κανείς με έναν αφηρημένο τρόπο ότι αυτή είναι η απαρχή της έμπνευσης που έπειτα και μέσα από την εμπειρία της ζωής μας και τον ασταμάτητο πειραματισμό γίνεται τέχνη».
Σε μια εισήγησή της το 2022, με τίτλο «Chryssa and “living” antiquity» στο πλαίσιο του «1st Terra (in) Cognita International Conference. Dialogues between Greek Culture and Modern American Art», η Τίνα Πανδή είχε επιχειρήσει να αναδείξει την κριτική στάση της καλλιτέχνιδας απέναντι στη δική της πολιτισμική κληρονομιά. Η ανακάλυψη των κυκλαδικών ειδωλίων από την καλλιτέχνιδα στα μέσα της δεκαετίας του 1950 –που δεν εγγράφονταν σε ένα κλασικιστικό αρχαιοελληνικό κανόνα– συμπίπτει χρονικά με σύνθετες διεργασίες επαναξιολόγησης της κυκλαδικής τέχνης τόσο στην αρχαιολογία όσο και στην ιστορία της τέχνης. Αυτή η κριτική προσέγγιση μπορεί να ερμηνευτεί εκ νέου σε συνάρτηση με τη διαδικασία επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς της στο πλαίσιο της διασπορικής της εμπειρίας. Τα «Κυκλαδικά Βιβλία», τα οποία η ιστορικός τέχνης Μπάρμπαρα Ρόοζ χαρακτήρισε ως tabula rasa, αποτελούν, σύμφωνα με την ίδια, «νέα αρχή, συγκεκριμένα την υπαρξιακή συνθήκη της καλλιτέχνιδας». Η επανερμηνεία όλων αυτών των πολύπλοκων διασταυρώσεων στο έργο της είναι καίριας σημασίας για την ανάδειξη του έργου της.
«Όλα τα έργα της είναι παιδιά του νου, συνθέσεις με δύναμη και οικουμενικότητα, αφού εμπεριέχουν το στοχαστικό της βλέμμα πάνω στον κόσμο του σήμερα, στην ίδια τη ζωή που κυλά γύρω και πλάι της. Ο χρυσός κανόνας της δημιουργίας εμπεριέχεται σε μια φράση που επαναλαμβάνει συχνά: “Σημαντικό είναι να δημιουργώ ένα έργο στην εποχή μου”. Γι’ αυτό τα έργα της δεν φοβούνται τον χώρο και τον χρόνο. Όπου και αν βρίσκονται κατορθώνουν να στέλνουν μηνύματα αισιοδοξίας και ανάτασης σε όσους αναζητούν την εσωτερική πνευματικότητα της δημιουργίας. Η δουλειά της διακρίνεται από βάθος και εύρος, διαφορετικές προσεγγίσεις, διαρκή έρευνα. Στην περίπτωσή της μπορούμε με βεβαιότητα να ισχυριστούμε ότι το έργο της είναι συνυφασμένο με την ίδια της τη ζωή», γράφει ο ποιητής και κριτικός τέχνης Νικόλας Κάλας.
Τίνα Πανδή: Είναι σημαντικό να γνωρίσουμε και –κυρίως πιστεύω– να μελετήσουμε το έργο της πέρα από τις ηρωοποιήσεις και τις μυθοποιήσεις, αλλά και πέρα από τα νομιμοποιητικά πλαίσια που συχνά χρησιμοποιούνται για την αναγνώρισή του λόγω της σύνδεσής του με την αρχαία ελληνική κληρονομιά. Μόνο με μια τέτοια προσέγγιση μπορούμε να κατανοήσουμε την πρωτοτυπία, τον πειραματισμό και τη σύγχρονη αισθητική της, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η καλλιτέχνιδα αναδημιούργησε τη δική της καλλιτεχνική ταυτότητα σε διεθνές πλαίσιο.
«Για τον δημιουργικό άνθρωπο η ζωή είναι σαν ένα παιχνίδι», λέει η Chryssa, «το συνεχίζεις μέχρι να φτάσεις στο πεπρωμένο σου. Δηλαδή το όραμά σου. Σε όλα τα έργα μου προσπαθώ να φτάσω σε ένα στάδιο. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ενσωματώνονται το όραμα, το υλικό και η τεχνολογία. Αυτό δεν συμβαίνει όταν κυριαρχούν η τεχνολογία και τα υλικά. Τότε νιώθω ξένη ως προς αυτό, δεν με εκφράζει, δεν το δέχομαι ως δημιουργία. Ο καλλιτέχνης σε στιγμές έμπνευσης βλέπει τα έργα που θέλει να εκτελέσει όπως εσείς βλέπετε μια κινηματογραφική ταινία. Μετά αρχίζει να εκτελεί το έργο, ώσπου να φτάσει σε αντιστοιχία με το όραμά του».
Όλες οι πληροφορίες και το υλικό, κείμενα και φωτογραφίες του θέματος προέρχονται από το ΕΜΣΤ.