Δέκα χρόνια μετά τη νύχτα της 13ης Νοεμβρίου 2015, όταν 130 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις συντονισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, οι πληγές της χώρας παραμένουν ανοιχτές. Οι τραγωδίες στο Bataclan, στο Stade de France και στα παρισινά καφέ δεν καθόρισαν μόνο μια εποχή τρόμου, άλλαξαν ριζικά τη γαλλική κοινωνία και την πολιτική της ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια και την ατομική ελευθερία.
Σήμερα, το Παρίσι θυμίζει περισσότερο ένα φρούριο. Χιλιάδες κάμερες παρακολούθησης, αυξημένη παρουσία ενόπλων στρατιωτών και ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας γύρω από δημόσιες εκδηλώσεις είναι η «νέα κανονικότητα» μιας χώρας που έμαθε να ζει υπό συνεχή επαγρύπνηση. Από το 2015 έως σήμερα, η Γαλλία έχει ψηφίσει μια σειρά νόμων που διευρύνουν τις αρμοδιότητες των υπηρεσιών ασφαλείας και επιτρέπουν περιοριστικά μέτρα χωρίς προηγούμενη δικαστική έγκριση — μέτρα που παλαιότερα ίσχυαν μόνο σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ο Ζαν-Μισέλ Φοβέργκ, επικεφαλής τότε της ειδικής μονάδας RAID και μετέπειτα βουλευτής του κόμματος του Εμανουέλ Μακρόν, δήλωσε πως «οι διαδοχικές κυβερνήσεις, είτε αριστερές είτε δεξιές, ενίσχυσαν το νομικό οπλοστάσιο κατά της τρομοκρατίας και αυτό θα συνεχιστεί». Πράγματι, η Γαλλία δεν έχει γνωρίσει νέα μεγάλης κλίμακας επίθεση μετά τη Νίκαια το 2016 — κάτι που, σύμφωνα με τις αρχές, αποδίδεται στην αυξημένη επιτήρηση και τον περιορισμό ύποπτων δραστηριοτήτων.
Ο φόβος που έγινε θεσμός
Όπως εξηγεί ο πολιτικός επιστήμονας Ζουλιέν Φραγνιόν, «οι νόμοι που θεσπίζονται στο όνομα της ασφάλειας δεν αναιρούνται ποτέ». Το φαινόμενο του “ratchet effect”, λέει, σημαίνει ότι κάθε φορά που το κράτος ανεβάζει τον πήχη της ασφάλειας, κανένας πολιτικός δεν τολμά να τον χαμηλώσει — υπό τον φόβο ότι μια νέα επίθεση θα του χρεωθεί προσωπικά.
Μετά το 2017, ο νόμος περί “εσωτερικής ασφάλειας και τρομοκρατίας” ενσωμάτωσε πολλά από τα προσωρινά μέτρα του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στη μόνιμη νομοθεσία, ενώ το 2020 η λεγόμενη «νομοθεσία για τον αποσχιστισμό» ενίσχυσε τον έλεγχο των μουσουλμανικών οργανώσεων και των ξένων χρηματοδοτήσεων. Αν και οι επικριτές της τη χαρακτήρισαν «αντιμουσουλμανική», η κοινή γνώμη την υποστήριξε ευρέως — με τους περισσότερους Γάλλους να δηλώνουν πως η δημόσια ασφάλεια αξίζει κάποιες παραχωρήσεις στην ατομική ελευθερία.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρείας Elabe, οι πολίτες θεωρούν ακόμη την τρομοκρατία μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τη χώρα. Το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν ζητά πλέον να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, προτείνοντας «την απαγόρευση κάθε έκφρασης ισλαμιστικής σκέψης στη Γαλλία».
Αντίθετα, πολιτικοί όπως ο Πουριά Αμιρσαχί —ένας από τους ελάχιστους που είχαν καταψηφίσει την παράταση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης το 2015— προειδοποιούν ότι τα εργαλεία αυτά μπορεί μια μέρα να χρησιμοποιηθούν από «ανελεύθερες κυβερνήσεις» εναντίον πολιτικών αντιπάλων.
«Η Νορβηγία απάντησε στο μακελειό του 2011 με περισσότερη δημοκρατία. Εμείς απαντήσαμε με περισσότερους περιορισμούς», είπε χαρακτηριστικά.
Δέκα χρόνια μετά, η Γαλλία δείχνει να έχει αποτρέψει νέες τραγωδίες, αλλά το τίμημα παραμένει βαρύ: ένα διαρκές κράτος επιφυλακής, όπου η ελευθερία των πολιτών δεν είναι πια αυτονόητη, αλλά υπό όρους.
Με πληροφορίες από Politico