Ο εικαστικός καλλιτέχνης με εξειδίκευση στο μέσο της φωτογραφίας, Νικόλας Βεντουράκης, ανοίγει την πόρτα ενός συνεργείου αυτοκινήτων που βρίσκεται στο χείλος της εξαφάνισης, ενός χώρου που έχει αθόρυβα διαμορφώσει τόσο το δικό του παρελθόν όσο και τη συλλογική μνήμη όσων πέρασαν από αυτόν. Εξειδικευμένο στα οχήματα Alfa Romeo, το συνεργείο υπήρξε για καιρό σημείο επιστροφής: πρώτα, ως παιδί δίπλα στον πατέρα του, ανάμεσα στη μυρωδιά του λαδιού και του μετάλλου· αργότερα, ως ενήλικας, οδηγώντας και αποτυπώνοντας το ίδιο αυτοκίνητο σε προηγούμενα έργα του.
Τώρα, επιστρέφει ξανά για να γίνει μάρτυρας της αργής διάλυσής του. Η κάμερα, σταθερή στο τρίποδό της, απαιτεί υπομονή – ο μακρύς χρόνος έκθεσης αντανακλά την ίδια την αργή φθορά του συνεργείου. Σε αυτή την πράξη της ανασκόπησης, ο χώρος μετατρέπεται από τόπο εργασίας σε τόπο στοχασμού, όπου ο χρόνος συγχωνεύεται με την ύλη και τα όρια ανάμεσα σε μνήμη, σώμα και μηχανή διαλύονται.
Η αναλογική φωτογραφία δεν είναι απλώς μέσο αλλά ο εννοιολογικός πυρήνας του έργου. Η χρήση ληγμένων φωτοευαίσθητων υλικών εισάγει την τύχη, το λάθος και τη φθορά ως εγγενείς συνθήκες της δημιουργίας της εικόνας. Η αργή, χειροποίητη διαδικασία, ευάλωτη στην αποτυχία, αντικατοπτρίζει τη φθίνουσα ζωτικότητα που ο χώρος επιδιώκει να διατηρήσει.
«Το αυτοκίνητό μου είναι μια Alfa Romeo 33 του 1991. Κάνει έναν πολύ συγκεκριμένο ήχο η πόρτα όταν κλείνει, τον οποίο αναγνωρίζω από μακριά – κάτι όχι τυχαίο, καθότι οι εταιρείες αυτοκινήτων ξοδεύουν πολλά χρήματα για τη μελέτη αυτού του ήχου. Μέσα στα χρόνια, έχω κάνει έργα που σχετίζονται με αυτό το αυτοκίνητο, συνήθως έπειτα από μια παραβίαση – είτε για να το κλέψουν, είτε για να γράψουν μηνύματα αγάπης, είτε απλώς για να βιαιοπραγήσουν πάνω του. Είναι ένα αυτοκίνητο μέσα στο οποίο έχω ζήσει πολλές σημαντικές στιγμές».
«Στα 34 χρόνια της ύπαρξής του, το αυτοκίνητο το συντηρεί ο Ηλίας Μαρακάκης μαζί με τον Χρήστο στο συνεργείο της οδού Θεσσαλονίκης στην Καλλιθέα. Όταν με τράκαραν, αυτοί με καθησύχασαν και τα έβαλαν όλα στη θέση τους. Και κάθε φορά που, λόγω παλαιότητας, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τα μέρη που χαλάνε, βλέπεις την απογοήτευση και τον πόνο στο πρόσωπό τους. Ξεκίνησα αυτήν τη σειρά όταν χάλασε το άλλο αμάξι της οικογένειας. Δεν υπάρχουν ανταλλακτικά· τα εργοστάσια και οι μεγάλες εταιρείες δεν υποστηρίζουν τα μικρά συνεργεία, απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Παράλληλα, εκείνη την περίοδο βρισκόμουν συχνά σε νοσοκομεία για θέματα υγείας κοντινών μου ανθρώπων αλλά και κάποια προβλήματα δικά μου. Έβλεπα να καθρεφτίζονται οι δύο καταστάσεις· τα εργαλεία, τα φώτα και οι σωλήνες με τα υγρά, και τα αντίστοιχα του συνεργείου», λέει ο Νικόλας.
Το σώμα της καταγραφής ενός χώρου που κουβαλά μνήμες και εμπειρίες ονομάζεται «Refinements / Βελτιώσεις» και θα εκτίθεται στην γκαλερί Callirrhoë από τις 21 Νοεμβρίου έως τις 23 Δεκεμβρίου. Μέσα από την επιλογή φωτογραφιών και βίντεο, η γκαλερί μετατρέπεται ταυτόχρονα σε συνεργείο – αλλά όχι και εντελώς.
Διεισδύουμε μόνο σε θραύσματα: εργαλεία που έχουν μείνει σε έναν πάγκο, σωρούς από παλιά έγγραφα, γωνιές όπου η σκόνη συσσωρεύεται ως σιωπηλή μαρτυρία. Ο χώρος αιωρείται μεταξύ παρουσίας και απουσίας, επισκευής και ερείπωσης, κρατώντας μέσα του τον αντίλαλο της δουλειάς που έχει γίνει και την επιμονή αυτού που μένει να γίνει.
Η αναλογική φωτογραφία εδώ δεν είναι απλώς μέσο αλλά ο εννοιολογικός πυρήνας του έργου. Η χρήση ληγμένων φωτοευαίσθητων υλικών εισάγει την τύχη, το λάθος και τη φθορά ως εγγενείς συνθήκες της δημιουργίας της εικόνας. Η αργή, χειροποίητη διαδικασία, ευάλωτη στην αποτυχία, αντικατοπτρίζει τη φθίνουσα ζωτικότητα που ο χώρος επιδιώκει να διατηρήσει. Κάθε έκθεση γίνεται ταυτόχρονα πράξη τεκμηρίωσης και απώλειας, η μη αναστρεψιμότητά της αντανακλά τη ροή του χρόνου.
Το συνεργείο, με τα ράφια γεμάτα εργαλεία, γίνεται ταυτόχρονα υποκείμενο και μεταφορά, ένα αρχείο με την πιο απτική έννοια, που καταγράφει την επανάληψη και την εφευρετικότητα. Εδώ, τα εργαλεία γίνονται προεκτάσεις του σώματος, σύμβολα επιμονής και μάρτυρες της φθοράς.
Οι εικόνες που προκύπτουν από αυτήν τη διαδικασία είναι σχολαστικά συγκροτημένες, αλλά απρόσμενα λυρικές. Η υπερρεαλιστική ακρίβειά τους αποδίδει υφές και χρώματα με τέτοια λεπτομέρεια που το γνώριμο πλησιάζει στην αφαίρεση. Όταν εκτίθενται μαζί, αυτές οι φωτογραφίες σχηματίζουν μάλλον αστερισμούς αντικειμένων και χειρονομιών, παρά γραμμικές αφηγήσεις. Η ανθρώπινη παρουσία διασκορπίζεται, καταγράφεται σε επιφάνειες, υπολείμματα και στην αλληλεπίδραση φωτός και ύλης.
Το συνεργείο και οι άνθρωποί του –ο Ηλίας και ο Χρήστος, που ασχολούνται με τα μηχανικά, και η Κούλα, η γυναίκα του Ηλία, που φροντίζει το λογιστήριο, τη γραμματεία και τη σύνδεση του συνεργείου με τον έξω κόσμο– συνεχίζουν τα καθημερινά τους τελετουργικά. Οι χειρονομίες τους αντικατοπτρίζουν εκείνες του καλλιτέχνη: είναι επαναλαμβανόμενες, προσεκτικές, αβέβαιες. Αυτός ο κοινός ρυθμός υπογραμμίζει την κεντρική ένταση του έργου μεταξύ αντοχής και παρακμής, μεταξύ επιμονής της μορφής και ευθραυστότητας της ύλης.
«Επιστρέφω, ως ενήλικας», λέει ο Νικόλας, «με τους δικούς μου προβληματισμούς γύρω από το μέλλον του επαγγέλματός μου και τη θέση μου σε μια κοινωνία που αντιλαμβάνεται την καλλιτεχνική παραγωγή ως πλεονασμό. Το κόστος καθορίζει τη βιωσιμότητα ενός χώρου. Το ίδιο και στη φωτογραφία: μεγάλος χρόνος λήψης, πλάκες φιλμ που καταστρέφονται μετά τη χρήση, μεγάλες εκτυπώσεις. Κάθε εικόνα μού κοστίζει προσωπικά, συναισθηματικά, οικονομικά. Αυτή η έκθεση όμως δεν είναι μνημόσυνο· το τέλος μιας ιστορίας είναι λίπασμα για τα επόμενα που θα έρθουν».
Θέματα μνήμης, μεταμόρφωσης και της αθόρυβης ροής του χρόνου διατρέχουν τη σειρά. Αντί να χαράσσει μια σταθερή αφήγηση, το έργο ανοίγει έναν χώρο στοχασμού για το πώς αντιλαμβανόμαστε, πλαισιώνουμε και κατοικούμε σε χώρους που κρατούν ίχνη της εμπειρίας που έχουμε ζήσει. Το να φωτογραφίζει κανείς εδώ είναι μια μορφή αποκατάστασης: κάθε μακρά έκθεση γίνεται χειρονομία φροντίδας, πράξη συντήρησης ενάντια στη λήθη. Η ευαίσθητη, αναλογική διαδικασία αντικατοπτρίζει την ίδια την ευαλωτότητα της μνήμης. Κι αν η πράξη της διατήρησης και της φροντίδας μπορεί να μεταμορφώσει το εύθραυστο σε κάτι ανθεκτικό, τι μπορεί άραγε να μας αποκαλύψει για τους τρόπους με τους οποίους επισκευάζουμε, θυμόμαστε και κατοικούμε τους χώρους της δικής μας ζωής;